Kεφάλαιο 54
Μιχάλης
Τα παράθυρα είναι κλειστά, ο χώρος μυρίζει Μαράκι. Τα παντζούρια είναι σηκωμένα και η θέα από το δωμάτιο μας μουντή, όμορφη αλλά συννεφιασμένη. Το μωρό μου είναι ξαπλωμένο στο μεγάλο υπέρδιπλο κρεβάτι μας, πάνω στα γκρίζα σατέν σεντόνια μας. Έχει γυρισμένη την πλατούλα της και έτσι δεν βλέπω τα ματάκια της, κάτι όμως στην αναπνοή της που κόβεται, μου λέει ότι είναι ξύπνια, και πως με κατάλαβε με το που μπήκα.
"Φύγε" ψιθυρίζει το κορίτσι μου και αναπνέει ξανά, το σωματάκι της κινείται ελαφρά. Φοράει τα αγαπημένα της ροζ σατέν πιτζαμάκια εκείνα που βγαίνουν με δυο μόνο κινήσεις. Και τι δεν θα έδινα να με άφηνε να την γδύσω, να της κάνω γλυκό και τρυφερό έρωτα. Θα ξεχνούσε κάθε πρόβλημα, θα της το έκλεβα εγώ.
"Θα κρυώσεις" της απαντώ και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Τα καφέ κοντά μαλλάκια της είναι βρεγμένα, και ελεύθερα πάνω στο μεγάλο μαξιλάρι. Το μωρό μου βγαίνει σπάνια από το μπάνιο χωρίς πρώτα να τα έχει στεγνώσει, η συνήθεια αυτήν είναι σίγουρα καινούρια, των τελευταίων πέντε ημερών υποθέτω. Αναρωτιέμαι τι άλλο να άλλαξε..
Ελπίζω όχι η αγάπη της για εμένα
"Ξεπέρασα το ψέμα σου, νομίζω μπορώ να ξεπεράσω και μια πνευμονία" το ύφος της είναι επιθετικό, ο τόνος της φωνής της ωστόσο διατηρείται σε χαμηλά, ήρεμα επίπεδα. Καλό αυτό, δεν θέλω να μας ακούσει η Αναστασία να μαλώνουμε, ποτέ ξανά, ούτε βέβαια και κανένας από τους υπόλοιπους.
"Αλήθεια λες το ξεπέρασες?" την ρωτάω και κάθομαι απαλά στην άκρη του κρεβατιού από την πλευρά που κοιμάμαι εγώ συνήθως. Αν και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, το πολύ σε μισή ώρα από την στιγμή που πέφτουμε για ύπνο, εγώ και το Μαράκι μου γινόμαστε ένα, σαρκικά, και ψυχικά επίσης.
"Τι θες Μιχάλη?" τώρα ο τόνος της ακούγεται κουρασμένος. Χριστέ μου, πεθαίνω να δω τα ματάκια της, να δω αν έχουν ζωή μέσα τους, ή μήπως υποφέρουν, με τον ίδιο τρόπο που βασανίζονται και τα δικά μου, μέρες ολόκληρες τώρα.
"Θέλω να δω πως είσαι.." της ψιθυρίζω και τείνω το χέρι μου προς το μέρος της όμως αυτό σταματάει λίγο πριν αγγίξει το γυμνό δερματάκι του ποδιού της. Γνωρίζω πως δεν θέλει να την αγγίζω, μου το ξεκαθάρισε την Δευτέρα. Βέβαια ούτε να της μιλάω θέλει, αλλά κοίταξε με, είμαι δίπλα της, στο κρεβάτι μαζί της, και κάνουμε μια ψυχρή, αλλά ήρεμη, καθόλου δικιά μας, συζήτηση.
"Μια χαρά φύγε" μου απαντάει το κορίτσι μου, όμως μου λέει ψέματα. Δεν είναι δυνατόν να είναι καλά, ποιον πάει να κοροιδέψει? Εμένα? Δεν μπορεί, την γνωρίζω καλά, καλύτερα και από τον ίδιο μου τον εαυτό.
"Κάποτε είχαμε συμφωνήσει να μην λέμε ψέματα ο ένας στον άλλον" της λέω σε μια προσπάθεια να ανοίξω μια γαμημένη ήρεμη συζήτηση. Της δίνω πατήματα για αυτό, την πιέζω να μου μιλήσει. Μαλάκα μου, είμαστε οικογένεια, οι δυο μας, οι οχτώ μας, για πόσο ακόμη θα κρατήσει αυτήν την παγωμένη στάση?
"Α το θυμάσαι?" το Μαράκι με ειρωνεύεται. Χαμογελάω λυπημένος. Είναι γνωστό είκοσι χρόνια τώρα ότι έτσι αντιδράει, με βάση το συναίσθημα. Ήλπιζα τουλάχιστον να υπερισχύσει η αγάπη της για εμένα, και όχι ο πόνος. Υποθέτω όμως ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς για αυτό.
"Μου έλειψες Μαράκι" της μιλάω ξεκάθαρα. Βασικά θέλω να της πω ότι την αγαπάω, να το φωνάξω για την ακρίβεια, αλλά φοβάμαι, φοβάμαι μήπως την πιέσω πολύ και η κατάσταση ξεφύγει πάλι.
Την κοιτάω που παραμένει ακούνητη και αμίλητη. Περιμένω με αγωνία την απάντηση της, την ειλικρινή απάντηση της, για να επιβεβαιώσω αυτό για το οποίο είμαι κάτι παραπάνω από σίγουρος, ότι της έλειψα και εγώ. Και της έλειψα τόσο γαμημένα πολύ. Ότι στοίχημα, τον κόβω από την ρίζα.
"Την χτύπησα" το μωρό μου αλλάζει θέμα και στο άκουσμα της παραδοχής της για το πως κατέληξε ο καυγάς της με την Αναστασία σφίγγεται το άδειο μου στομάχι. Δεν είναι μόνο το γεγονός, είναι και ο πόνος στην φωνή της Μαρίας μου που με κάνει να ξεκινήσω να τρέμω.
Ξαφνικά θέλω όσο τίποτε άλλο να την πάρω μια τεράστια, αγκαλιά, να την σφίξω δυνατά, να της πω ότι και αυτό μπορούμε να το ξεπεράσουμε μαζί. Πλησιάζω το χέρι μου όσο το δυνατόν περισσότερο γίνεται, τα ακροδάχτυλα μου αγγίζουν το απαλό δερματάκι της, και τότε η Μαρία μου-
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και την κρατάω.
Κλαίει, ξεκινάει να κλαίει και να τραντάζεται ολόκληρη.
"Δεν-δεν το ήθελα Μιχάλη, θέλω να με πιστέψεις, το έκανα και μισώ τον εαυτό μου και για αυτό. Δεν ήθελα να σηκώσω χέρι πάνω της, αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω, θα χτυπούσα εμένα, το καταλαβαίνεις? Εμένα!"
Δεν αντέχω άλλο.
Δεν κρατιέμαι άλλο.
Ανεβαίνω ολόκληρος πάνω στο κρεβάτι, περνάω το χέρι μου κάτω από την λεπτή της μέση και την αναγκάζω να κολλήσει πάνω μου. Η Μαρία μου αρχικά πετάει το χέρι μου από πάνω της, αρνείται το άγγιγμα μου όμως εγώ επιμένω. Να κλαίει το μωρό μου και να μην την έχω στην αγκαλιά μου?
Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από το τρεμάμενο κορμάκι της, φιλάω τρυφερά το βρεγμένο κεφαλάκι της, και την κρατάω σφιχτά στην αγκαλιά μου. Το σώμα μου χαλαρώνει για πρώτη φορά μετά από πέντε μέρες. Η καρδιά μου ωστόσο δεν ηρεμεί. Την έχω κολλημένη πάνω μου, κλαίει, σχεδόν δεν ανασαίνει, με ποια λογική μπορώ να νιώσω ανακούφιση?
"Ηρέμησε" της λέω και πλέον φιλάω το μέτωπο της. "Θα σε συγχωρήσει, σε παρακαλώ μωρό μου, πάρε ανάσα" την ικετεύω τόσο με την φωνή μου όσο και με τα χάδια μου. Αγγίζω την πλατούλα της, κλείνω τα μάτια μου και εύχομαι όταν ηρεμήσει να μην με διώξει από δίπλα της, να μείνει και να το παλέψουμε μαζί όπως κάνουμε είκοσι χρόνια τώρα.
"Ναι αλλά πως θα συγχωρήσω τον εαυτό μου μου λες?" με ρωτάει το Μαράκι και προσπαθεί να με απομακρύνει από πάνω της. Θέλει να βγει από την αγκαλιά μου όμως δεν το επιτρέπω, την πιέζω να μείνει εδώ, άλλωστε εδώ ανήκει. Η αγκαλιά μου μόνο εκείνη δέχεται, μόνο.
"Σε αγαπάω-" της ψιθυρίζω και δεν με αφήνει να συνεχίσω. Με το που το ακούσει αυτό το μωρό μου γίνεται έξαλλη, βάζει όλη της την δύναμη, με χτυπάει όπου βρει.
Όχι μωρό μου όχι.
Λίγο ακόμη, λίγο.
"ΜΗΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΑΙ ΚΑΙ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ! ΑΦΗΣΕ ΜΕ!" η αγάπη μου υψώνει τον τόνο της φωνής της και εγώ καταριέμαι την γαμημένη την τύχη μου. Τουλάχιστον πριν δεν φώναζε, ήταν φαινομενικά ήρεμη. Γιατί μέσα της έβραζε, είμαι σίγουρος.
"Μας ακούει η Αναστασία" ψιθυρίζω στο αυτάκι της και συνεχίζω να αγκαλιάζω το κορμάκι της. Δεν μπορώ να ελέγξω τα χέρια μου, αυτά γλιστρούν κάτω από τα ροζ πιτζαμάκια της και με το που οι παλάμες μου αγγίξουν το γυμνό δέρμα των γλουτών της, το Μαράκι σπρώχνει με τόση δύναμη το στήθος μου, που δεν μπορώ να ισορροπήσω, σχεδόν πέφτω από το κρεβάτι.
"ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ" μου λέει και σηκώνεται αμέσως όρθια. Και τότε το κάνω, καρφώνω έντονα τα βουρκωμένα μάτια μου στα πονεμένα δικά της. Έχω πέντε μέρες να τα δω, ωστόσο μοιάζουν σαν αιώνες. Και είχα δίκιο, το Μαράκι μου υποφέρει, μου το λένε τα δυο καφέ κουμπιά, ο καθρέπτης της δικής μου ψυχής.
"Είναι και για εμένα πολύ δύσκολο όλο αυτό αν μπορούσες να σκεφτείς καθαρά και να με αφήσεις-"
"Τι να σε αφήσω να με πηδήξεις?" με ρωτάει το μωρό μου και αμέσως θίγεται.
"Αν το θέλεις δεν έχω κανένα πρόβλημα" της λέω την αλήθεια, και τι δεν θα έδινα για να με άφηνε να της δείξω με το σώμα μου ότι της λέω με την φωνή μου, ότι την αγαπώ πολύ, ότι για το μωρό μου δίνω σώμα και ψυχή μαζί.
"ΑΛΛΑ-" την διακόπτω γιατί ότι άνοιξε το στοματάκι της για να με βρίσει -είμαι χίλια τοις εκατό σίγουρος- και σηκώνω τα χέρια μου σε θέση άμυνας. "Δεν νομίζω ότι είναι αυτό που μας χρειάζεται την δεδομένη στιγμή" προσθέτω και κάθομαι πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου μας για να μην μπορέσει να φύγει. Διότι την είδα, έτοιμη ήταν.
"Και πολύ σωστά κάνεις και το νομίζεις" η Μαρία μου με κοιτάει σαν να θέλει να με δολοφονήσει με το βλέμμα της. Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει γρήγορα σε ένδειξη θυμού και προσπάθειας ελέγχου αυτού.
"Δεν νομίζεις ότι πρέπει να κάνουμε μια ήρεμη συζήτηση οι δυο μας?" την ρωτάω και ακουμπάω το πονεμένο μου κορμί στο καφέ βαρύ ξύλο.
"Αν θυμάμαι καλά σου είπα ότι όταν νιώσω έτοιμη θα σε προσεγγίσω εγώ" μου λέει αποφασιστικά το μωρό μου και σταυρώνει τα τρεμάμενα χεράκια της κάτω από το στήθος της.
"Πέρασαν πέντε μέρες δεν νομίζεις ότι έφτασε επιτέλους η στιγμή που-"
"Α μπα τι λέει? Βαρεθήκαμε στο σπίτι της Τίνας?" εκείνη με διακόπτει αμέσως και εγώ πληγώνομαι βαθιά που είκοσι χρόνια μετά και δεν με έχει εμπιστευτεί ακόμη ολοκληρωτικά.
"Μένω στο διαμέρισμα της κόρης μας" τονίζω την κτητική αντωνυμία μας.
"Ορίστε?" το Μαράκι μου γουρλώνει έκπληκτη τα ματάκια της.
"Εκείνη μου το ζήτησε" σπεύδω να την προλάβω, γιατί είμαι σίγουρος θα μου έλεγε ότι εγώ της το ζήτησα.
"Μιλάτε? Τόσες μέρες μιλάτε?" με ρωτάει το μωρό μου και με κοιτάει με έναν βαθύ πόνο μες στα πανέμορφα ματάκια της.
"Τι ήθελες να κάνω βρε Μαράκι μου? Η Έλλη άξιζε να μάθει την αλήθεια" της λέω το αυτονόητο.
"Και εγώ άξιζα να την μάθω Μιχάλη, αλλά καθυστέρησες είκοσι χρόνια" το μωρό μου σφίγγει δόντια, γροθιές και σώμα μαζί. "Και ΜΗΝ ΜΕ ΛΕΣ ΜΑΡΑΚΙ ΣΟΥ, κόψε υποκοριστικά, κτητικές αντωνυμίες, τα πάντα όλα"
Χαμογελάω θλιμμένα στην απαίτηση της. Πώς μπορεί? Πώς μπορεί να μου απαγορεύει να την αποκαλώ έτσι? Στην τελική είναι η γυναίκα μου, η αγάπη μου, η μοναδική η ομορφιά μου. Με πληγώνει απεριόριστα όταν μου συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο.
Δεν το νιώθει?
Δεν το βλέπει?
"Πώς και ήρθες?" το μωρό μου αλλάζει θέμα συζήτησης. Καρφώνω τα μάτια μου στα δικά της, με κοιτάει απειλητικά, σαν να είναι έτοιμη να μου ορμήσει. Και δεν εννοώ σεξουαλικά, δυστυχώς.
"Σου είπα, μου έλειψες πολύ και-"
"ΜΑΛΑΚΙΕΣ" με διακόπτει η αγάπη μου και με κοιτάει διερευνητικά.
Από πότε μου έγινε τόσο καχύποπτη?
"Σου λέω την αλήθεια" επιμένω γιατί το υποσχέθηκα στην Φλωρεντία, δεν θα την δώσω στεγνά, σε καμία περίπτωση.
"Επιβαρύνεις την θέση σου.. και άλλο" μου λέει η Μαρία μου και κάτι στο εξοργισμένο βλέμμα της μου επισημαίνει ότι πρέπει να σκεφτώ κάτι καλό γρήγορα.
"Η Αναστασία μου έστειλε" Δεν μου αρέσει να λέω ψέματα στο κορίτσι μου αλλά αν της πω ότι με ειδοποίησε η Φλωρεντία θα την διώξει αμέσως. Είναι ακόμη πολύ θυμωμένη μαζί μου, δεν θα αναλογιστεί την αφοσίωση της μεσήλικης γυναίκας στην οικογένεια μας όλα αυτά τα χρόνια.
Η Μαρία μου παίρνει αμέσως μια βαθιά ανάσα και την κρατάει. Με κοιτάζει με δυο βουρκωμένα, κουταβίσια ματάκια και έτσι όπως την παρατηρώ και εγώ, έτσι μου έρχεται να μηδενίσω την απόσταση μεταξύ μας και να την φιλήσω με τέτοιον τρόπο που να της κοπεί αμέσως η ανάσα. Το σκέφτομαι πολύ σοβαρά, κάνω ένα μικρό πρώτο βήμα, αλλά ένα ταυτόχρονο πίσω βηματάκι του μωρού μου με παγώνει στην θέση μου.
Δεν θέλει.. ακόμη.
Δεκτό
"Της μίλησες?" με ρωτάει η αγάπη μου.
Παρατηρώ τα ροζ μαγουλάκια της να υγραίνονται ξανά.
"Ναι" της ψιθυρίζω με απαλή, τρυφερή φωνή.
"Και?" το Μαράκι κρέμεται από τα χείλη μου.
"Θα το ξεπεράσει μωρό μου, απλά δώσε της λίγο χρόνο να σκεφτεί και η ίδια το δικό της μερίδιο ευθύνης και ύστερα πήγαινε να της μιλήσεις, απλά να είσαι ήρεμη αυτήν την φορά" τελειώνω την πρόταση μου και της χαμογελάω συγκρατημένα. Και επιμένω να της χαμογελάω, όταν εκείνη μου το ανταποδίδει. Και κάτι σε αυτήν την κίνηση της σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν σχολίασε το μωρό μου πριν με κάνει και ελπίζω. Σε τι?
Σε κάτι καλό
Σε κάτι οτιδήποτε
"Μου ζήτησε να μείνω σήμερα εδώ" της το παρουσιάζω ως μονόπλευρη επιθυμία της κόρης μας, αλλά η αλήθεια είναι ότι και εγώ πεθαίνω να βρεθώ ξανά με όλη μου την οικογένεια στο σπίτι μας. Θέλω να φιλήσω τα μέτωπα των αγοριών για καληνύχτα, να βοηθήσω την Αλίκη να ρευτεί, να πάρω το κινητό της Αναστασίας κάτω από το μαξιλάρι της αφού κοιμηθεί, και ποιος ξέρει, αν είμαι υπέρ του δέοντος τυχερός να-
Κοιτάζω το ημίγυμνο κορμάκι της Μαρίας μου.
Για πόσο καιρό ακόμη θα μου το στερεί?
"Τους έχεις λείψει πολύ" το μωρό μου σκύβει το κεφαλάκι της, κάθεται στην άκρη του κρεβατιού μας και ξεκινάει να παίζει με μια κλωστούλα από το ροζ πιτζαμάκι της.
Την κοιτάω που τρέμει.
Είναι μεγάλη ευκαιρία.
Να πάω?
"Τα αγόρια σε ζητάνε συνέχεια, η Αναστασία φωνάζει συνέχεια, δεν τρώει κανείς τους, δεν διαβάζει κανείς τους, δεν ακούει κανείς τους. Ώρες ώρες με κάνουν να νομίζω ότι δεν είμαι καλή μητέρα" η φωνούλα της μικρής μου ακούγεται με παράπονο. Γαμώτο
Δεν κρατιέμαι
Θα πάω
"Είσαι μια υπέροχη μαμά" την διαβεβαιώνω και περπατάω δειλά δειλά προς το μέρος της. "Και μπορεί να μην στο δείχνουν, αλλά κατάλαβε τους, πονάνε και εκείνα που μας βλέπουν χάλια, και πονάνε πολύ" δεν είναι σωστή αυτή η επίκληση στο συναίσθημα, αλλά η Μαρία μου δεν μου αφήνει άλλα περιθώρια να την πλησιάσω, πρέπει κάπως να την καταφέρω.
"Δεν είναι τα μόνα που πονάνε" μουρμουρίζει το μωρό μου και δεν χάνω αυτήν την τιτανομέγιστη ευκαιρία, κάθομαι δίπλα της, κολλάω το σώμα μου στο δικό της.
"Πονάω και εγώ" της ψιθυρίζω και αγγίζω διστακτικά το μικρό, ζεστό χεράκι της. Το μωρό μου στρέφει αμέσως το βλέμμα της στην ένωση των χεριών μας. Δέρμα πάνω στο δέρμα, δάχτυλα ανακατεμένα μεταξύ τους, και μια καρδιά ανοιχτή μπροστά της.
Είναι δικιά σου μωρό μου..
Κάνε την ότι θέλεις..
"Πονάς και εσύ Μαράκι" μιλάω εγώ από την στιγμή που δεν το κάνει εκείνη. Και τότε η αγάπη μου παίρνει το βλέμμα της από τα χέρια μας, σηκώνει το προσωπάκι της, κοιτάζει το δικό μου. Είναι η πρώτη φορά μετά από καιρό που καθόμαστε πλάι πλάι, με εκείνη να είναι ήρεμη, και εγώ να αισθάνομαι ανακουφισμένος.
Το νιώθω, είναι η στιγμή μας, είναι η στιγμή που θα την φιλήσω, εκείνη αρχικά θα μου αντισταθεί όμως στο τέλος θα υποκύψει. Αν κάτι έμαθα σε αυτά τα είκοσι χρόνια δίπλα της είναι ότι η αγάπη της Μαρίας μου είναι απεριόριστη, και ποντάρω σε αυτό. Πλησιάζω τα χείλη μου στα δικά της, στρίβω ελαφρά το κεφάλι μου στο πλάι και λίγο πριν το στόμα μου γίνει ένα με το δικό της-
Το μωρό μου γυρνάει το πρόσωπο της.
Το μωρό μου απορρίπτει το φιλί μου.
Σφαλίζω δυνατά τα βλέφαρα μου, το στόμα μου σχεδόν αγγίζει το μάγουλο της. Η ανάσα μου κόβεται και η καρδιά μου επίσης, σχίζεται στα δύο. Γιατί δεν θέλει το φιλί μου? Εγώ πεθαίνω να την νιώσω, εκείνη όχι?
"Μου λείπεις πραγματικά πολύ" της εξομολογούμαι και σηκώνω το χέρι μου για να αγγίξω το άλλο μάγουλο της. Αρχικά το χαιδεύω, ύστερα όμως το πιέζω. Θέλω να γυρίσει το κεφάλι της ξανά, θέλω να μου δώσει πρόσβαση στο στόμα της ξανά. Βασικά το έχω ανάγκη, υπέρμετρη.
"Και στα παιδιά λείπεις επίσης" η Μαρία μου σκληρή σαν πέτρα, πετάει το χέρι μου από πάνω της, απομακρύνει τελείως το κεφάλι της, σηκώνεται τελικά όρθια. "Για αυτό, αν δεν έχεις κανονίσει κάτι άλλο για σήμερα, αν θέλεις, μπορείς να κοιμηθείς εδώ, για όλο το σαββατοκύριακο βασικά, θα χαρούν πολύ όλοι τους"
Ανοίγω έκπληκτος τα μάτια μου και την κοιτάω που τυλίγει μια ρόμπα γύρω από το κορμάκι της. Η καρδιά μου μπαίνει και πάλι στην θέση της, ανασαίνω μετά από ώρα. Το αίμα συνεχίζει να ρέει στις φλέβες μου μετά από μια παύση πολλών ημερών. Με μία φράση.. παίρνω ξανά ζωή.
Τώρα αυτό τι σημαίνει?
Ότι με συγχώρεσε?
"Σε ευχαριστώ" σηκώνομαι απότομα όρθιος και περπατάω προς το μέρος της. Θέλω να την κλείσω στην αγκαλιά μου και να της δείξω και με το σώμα μου το πόσο καλά με έκανε να νιώσω. Διότι με κάλεσε και πάλι κοντά της. Και ποιος ξέρει, ίσως σήμερα το βράδυ να γλιστρήσω ξανά κάτω από το πάπλωμα της, να κοιμηθώ δίπλα της. Πάντως αν γίνει αυτό..
Θα γίνω ο πιο ευτυχισμένος, ερωτευμένος άνδρας σε όλον τον κόσμο.
"Μη χαίρεσαι Μιχάλη" το μωρό μου σηκώνει το χέρι της, εκείνο αγγίζει το στήθος μου και ο βηματισμός μου σταματάει απότομα. "Το κάνω αποκλειστικά για τα παιδιά, εγώ θα πάω να κοιμηθώ στην Κέλλυ"
Και κάπως έτσι έρχεται η γείωση. Το χαμόγελο σβήνει αμέσως από το πρόσωπο μου, τα μάτια μου βουρκώνουν, το σώμα μου παγώνει. Ξανά. Ένας εκκωφαντικός ήχος ακούγεται, είναι το σπάσιμο της καρδιάς μου. Και τα κομμάτια? Αμέτρητα, αιχμηρά, άψυχα. Το Μαράκι ρούφηξε την ζωή από μέσα μου. Ξανά.
Είναι αξιοθαύμαστο πάντως, το πως η ίδια γυναίκα μπορεί να με στείλει στον έβδομο ουρανό και στο τρίτο καζάνι της κόλασης, με μία της μόνο λέξη, με ένα της αποκλειστικό βλέμμα. Ήθελα να ήξερα, η δική της καρδιά τόσο πολύ πάγωσε? Δεν βλέπει τι κάνει στην δική μου?
"Μην με κοιτάς με αυτόν τον τρόπο" μου ζητάει το μωρό μου και αμέσως μετά κατεβάζει έναν σάκο από την ντουλάπα μας.
"Πώς σε κοιτάω δηλαδή?" την ρωτάω άψυχα, διότι η αλήθεια είναι αυτήν, με σκότωσε για ακόμη μια φορά.
Η Μαρία με κοιτάει φευγαλέα, σκληρά και για μια μόνο στιγμή.
"Έχουμε χωρίσει" μου λέει και εγώ δεν κρατιέμαι, γελάω, απλά γελάω.
"Έχουμε μαλώσει" την διορθώνω και κουνάω αποδοκιμαστικά το κεφάλι μου, διότι αν νομίζει ότι θα χωρίσουμε είναι πάρα πολύ βαθιά νυχτωμένη.
"Και πάλι αυτό δεν σου δίνει το δικαίωμα να-"
"Να σε αγαπάω?"
Η γυναίκα μου καρφώνει το παγωμένο της βλέμμα στο κατακόκκινο από το κλάμα δικό μου.
Ναι μωρό μου, ναι, κλαίω και σε αγαπάω.
Αποδέξου το να τελειώνουμε.
"Μπορείς να βγεις έξω? Θέλω να αλλάξω" η φωνή της είναι ψυχρή, πιο αναμενόμενη πεθαίνεις.
Υπακούω στην επιθυμία της -λες και θα την δω γυμνή για πρώτη φορά- πηγαίνω προς την πόρτα, την ανοίγω, και λίγο πριν την περάσω.. γυρνάω και την κοιτάω.. και εκείνη μου το ανταποδίδει.. το ύφος μου υποδηλώνει πόνο.. το δικό της απάθεια..
Μάλιστα
Θέλω να της πω να με συγχωρήσει. Θέλω να της πω να με αγαπήσει. Πιο πολύ και πιο δυνατά. Όμως δεν το κάνω. Καλώς ή κακώς αρκούμαι σε ένα μόνο βλέμμα, εκείνο της απελπισίας. Και ποιος ξέρει? Μπορεί και να λυγίσει. Αλλά τι λέω?
Η γυναίκα μου είναι πεισματάρα.
Όμως εγώ είμαι τρελά ερωτευμένος μαζί της.
Και την θέλω, την θέλω πολύ.
Και έχω μάθει να αποκτώ αυτό που θέλω.
Επομένως το αποτέλεσμα του αγώνα είναι προκαθορισμένο.
Μένει απλά να δούμε ένα ενδιαφέρον παιχνίδι.
Έλλη
Κάτι μυρίζει, κάτι καλό μου μυρίζει.
Είναι μια ευωδιαστή μυρωδιά, ένα μείγμα καφέ και φουντουκιού.
Ανοίγω αργά αργά τα βαριά μου βλέφαρα και αυτό που αντικρίζω είναι το απόλυτο σκοτάδι. Βρίσκομαι κάτω από τα λαχανί, βαμβακερά μου σεντόνια, καλυμμένη μέχρι πάνω από το κεφάλι από αυτά. Ωστόσο τα σκεπάσματα είναι βαριά, δεν μπορεί να κοιμήθηκα μόνο με τα λεπτά υφάσματα.
Κουνάω αργά αργά το κεφάλι μου για να βγει στην επιφάνεια, όμως δεν τα καταφέρνω. Βασικά σταματάω να προσπαθώ, διότι πονάει, ο λαιμός μου πονάει. Στην συνέχεια δοκιμάζω με το χέρι μου, προσπαθώ να διώξω τα βαριά σκεπάσματα από πάνω μου. Αλλά τι στο διάολο? Πονάνε και αυτά. Ε δεν γίνεται όμως έτσι δουλειά..
Δίνω μια δυνατή με χέρια και πόδια ταυτόχρονα και πετάω όλα αυτά που με σκεπάζουν από πάνω μου. Στην απότομη κίνηση μου ακούω απανωτά κρακ κρακ κρακ. Οι μύες του σώματος μου με τραβάνε απευθείας. Είναι ο τετρακέφαλος, ο δικέφαλος, ο γαστροκνημιαίος, οι κοιλιακοί μου, οι ραχιαίοι μου και οι τρικέφαλοι που διαμαρτύρονται περισσότερο.
Σκατά σκατά και απόσκατα
Τι στο διάολο έκανα χτες βράδυ?
Πατάω τα πόδια μου στο πάτωμα και το βλέμμα μου τρέχει στον έναν και ενιαίο χώρο του διαμερίσματος μου. Τα πάντα όλα είναι στην εντέλεια. Τα ποτήρια έχουν φύγει πάνω από το τραπεζάκι του σαλονιού, δεν υπάρχουν ρούχα στο πάτωμα, η τσάντα μου είναι στο πάσο της κουζίνας, τα πιάτα πλυμένα και από ότι βλέπω τοποθετημένα στην θέση τους, τα βιβλία μου στην βιβλιοθήκη μου και το λάπτοπ μου κλειστό και τέλεια ευθυγραμμισμένο πάνω στο γραφείο μου.
Σμίγω αμέσως τα φρύδια μου σε απορία.
Δεν θυμάμαι να συμμάζεψα εγώ.
Κάνω μια απαλή κίνηση να πάρω την κούπα με τον ζεστό αχνιστό καφέ πάνω από το κομοδίνο μου όμως παγώνω. Ειλικρινά παγώνω, μέσα στο διαμέρισμα παίζει να έχει μείον πέντε βαθμούς κελσίου. Κοιτάζω τα παράθυρα και είναι όλα ορθάνοιχτα. Βέβαια δεν φταίει μόνο αυτό, θα βοηθούσε πολύ αν φορούσα και εγώ έστω μια πιτζάμα.
Κοιτάζω το γυμνό κορμί μου.
Σκέφτομαι, σκέφτομαι έντονα.
Και τότε το θυμάμαι, ότι έγινε χτες το βράδυ σε ακριβώς αυτό το διαμέρισμα, περνάει σαν ταινία μέσα από το μυαλό μου. Ήμουν εγώ και εκείνος, εκείνος και εγώ. Αρχικά στο πάσο της κουζίνας, έπειτα στο κρεβάτι, μετά στην ντουζιέρα, ακολούθως στον καναπέ, μετά πέσαμε στο πάτωμα και τελικά καταλήξαμε και πάλι στο κρεβάτι.
Πετάγομαι σαν το ελατήριο από το στρώμα μου και σφίγγω αμέσως τα δόντια μου.
Τέλεια, πονάει και ο κώλος μου.
Τυλίγω το γυμνό κορμί μου με το λευκό κουβερλί μου, πιάνω την κούπα στα χέρια μου και ξεκινάω να περπατάω εκνευρισμένη μέσα στον προσωπικό μου χώρο. Τι στο διάολο? Πώς τόλμησε? Κάναμε ότι κάναμε χτες, σήμερα σηκώθηκε, συμμάζεψε και στο καπάκι έφυγε? Έχει τόσο μεγάλος θράσος?
Αλλά τι λέω!
Φυσικά και έχει!
Η Χουάνα Μαρία Ντολόρεθ, με τα δυο ονόματα και το ένα επίθετο, έτσι είναι! Εκτός από μεξικάνος, γιατί έχει ένα ηλίθιο όνομα και δυο βλαμμένα επίθετα, είναι και μαλάκας! Μεγάλος μαλάκας! Κάνει ότι κάνει το προηγούμενο βράδυ, πηδάει μια χαρά ο κύριος, και την επόμενη μέρα.. καπνός! Μη τον είδατε!
Αν και..
Τώρα που κοιτάω πιο προσεκτικά μέσα από το τζάμι..
Μισοκλείνω τα βλέφαρα μου, σταυρώνω τα γυμνά πόδια μου, δαγκώνω το χειλάκι μου.
Παρατηρώ ένα πόδι, ένα πολύ γνωστό πόδι, με ένα ακριβό μαύρο δερμάτινο παπούτσι στο τελείωμα, να κουνιέται ελαφρά, όχι νευρικά. Η απαλή αυτή κίνηση μου δίνει να καταλάβω ότι το άτομο που την κάνει, το απολαμβάνει, κάθεται και απολαμβάνει κάτι, το οτιδήποτε.
Πλησιάζω την μπαλκονόπορτα και τον παρατηρώ μέσα από το μισάνοιχτο τζάμι.
Ο Βύρωνας κάθεται στην μια από τις δύο μικρές, βίντατζ, λευκές καρέκλες που έχω στο μικρό μπαλκόνι μου. Το ένα του πόδι ξεκουράζεται πάνω στο άλλο, το ένα χέρι του κρατάει ένα μικρό λευκό πιατάκι, το άλλο κουνάει μια κούπα καφέ. Το βλέμμα του είναι καρφωμένο στον πολυσύχναστο δρόμο από κάτω, εκείνον που αν τον περπατήσεις μέχρι τέλους, καταλήγει στην γνωστή πολυσύχναστη πλατεία στο κέντρο της Αθήνας.
Ισιώνω κορμί.
Σφίγγω δυνατά το λευκό κουβερλί.
Και ξεκινάω να περπατάω.
Προς το μέρος του.
Με το που βγω στο μπαλκόνι εκείνος προφανώς και αντιλαμβάνεται την παρουσία μου, άλλωστε ακούγεται πολύ το τρίξιμο του σώματος μου, βέβαια ο μπουκλάκιας δεν συγκινείται. Το πρόσωπο του, σκληρό, απαθές και φανερά αναζωογονημένο από χτες εξακολουθεί να είναι στραμμένο στον δρόμο.
Δεν μιλάω, αν θέλει ας μιλήσει αυτός. Εγώ κάθομαι στην δεύτερη καρέκλα απέναντι του, βέβαια τα σώματα μας απέχουν, αλλά όχι πολύ. Είναι το μικρό λευκό τραπεζάκι που παρεμβάλλεται ανάμεσα μας. Αν και τώρα που το παρατηρώ καλύτερα.. πάνω του έχει ένα λευκό πιάτο με δύο βραστά αυγά, δύο κίτρινα κριτσίνια και μια φέτα γαλοπούλας.
Καρφώνω αμέσως το σοκαρισμένο μου βλέμμα πάνω στο πρόσωπο του. Είναι η πρώτη φορά που ξυπνάω μετά από μια νύχτα πάθους και μου έχουν ετοιμάσει πρωινό. Πραγματικά η πρώτη. Και το συναίσθημα είναι..
Περίεργο
Όμορφα περίεργο
"Χρειάζεται να ξεκινήσεις άμεσα γυμναστική" ο Βύρωνας σπάει την σιωπή που έχει απλωθεί ανάμεσα μας. Για να μου πει τι? Μαλακίες
"Καλημέρα και σε εσένα" του απαντάω και πίνω λίγο από τον ζεστό καφέ στο χέρι μου. Ανάθεμα, είναι τέλειος. Ο καφές πάντα.
"Σου μιλάω με ειλικρίνεια Ελισάβετ, ανησυχώ για εσένα, κουράστηκες πολύ χτες και δεν κάναμε και τίποτα το εξωπραγματικό, πρέπει να φτιάξεις επειγόντως την ευλυγισία σου και την φυσική σου κατάσταση"
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και την κρατάω. Διότι θέλω να ηρεμήσω, δεν θέλω να του φωνάξω. Τι δηλαδή? Τι τον ενόχλησε ακριβώς? Που δεν μπορούσα να σηκώσω τα πόδια στα ουράνια ενώ ήμουν όρθια και κολλημένη στον τοίχο της ντουζέριας? Και στην τελική αν ήθελε ευλύγιστη κοπέλα να τα έφτιαχνε με αθλήτρια της ρυθμικής! Εγώ τόσο μπορώ, τόσο κάνω!
"Καλό θα ήταν να ξεκινήσεις να τρως" προσθέτει όσο εγώ προσπαθώ να ηρεμήσω τις κοφτές μου ανάσες. Κοιτάζω το γεμάτο πιάτο μπροστά μου. Καλά, τώρα που τα λέμε έξω από τα δόντια, γεμάτο δεν είναι, λείπει η λευκή ζεστή μπαμπάτσικη φέτα ψωμιού και το παχύ στρώμα μερέντας αλειμμένη πάνω της.
Όμως δεν μιλάω, δεν γκρινιάζω. Είναι ο πρώτος άνδρας που σκέφτηκε ότι θα πεινάω με το που ξυπνήσω και μου έφτιαξε πρωινό. Τον ευχαριστώ για αυτό, και τώρα που το σκέφτομαι πιο ήρεμη, τον ευχαριστώ και για χτες, διότι ενδιαφέρθηκε για εμένα, έκατσε και με άκουσε. Και το χρειαζόμουν αυτό, χρειαζόμουν κάποιον να με αφήσει να ξεσπάσω και ύστερα να με παρηγορήσει, με τον πιο απολαυστικό τρόπο.
"Είχε και κάτι κρουασάν στο ντουλάπι, δεν τα βρήκες?" τον ρωτάω με το στόμα μου γεμάτο αυγό και κριτσίνι. Αν και τα προτιμώ τηγανητά, αλλά εντάξει, έκανε τόσα το πρωί που σηκώθηκε, θα ήταν μεγάλη αχαριστία να του ζητούσα να βάλει και τηγάνι.
"Ναι τα είδα και τα πέταξα" μου απαντάει ο αναθεματισμένος μπουκλάκιας και εγώ πνίγομαι με τον καφέ στο στόμα.
"Γιατί?" απορώ.
Πριν δυο μέρες τα πήραμε με τον μπαμπά από τον ΑΒ, πότε πρόλαβαν να λήξουν?
"Γιατί κάνουν κυτταρίτιδα"
Γυρνάω απότομα το κεφάλι μου στο πλάι και καρφώνω το εξοργισμένο μου βλέμμα πάνω στον ηλίθιο, νάρκισσο και αλαζόνα άνδρα που πήγα και ερωτεύτηκα. Ήθελα να ήξερα, δεν μπορούσε κάποιος, ο οποιοσδήποτε να βρει μια εφαρμογή, έναν παθοφυσιολογικό μηχανισμό στον εγκέφαλο, για να μπορούσαμε να διαλέξουμε το άτομο για το οποίο χτυπάει η καρδούλα μας?
Πώς θα τα βγάλω πέρα τώρα εγώ μαζί του?
Πώς γαμώτο?
Αναστενάζω βαθιά. Δεν θα μιλήσω, όχι δεν θα του κάνω την χάρη να του φωνάξω, δεν θα δει την υστερική Έλλη. Θα δει την ήρεμη, πράα, κοπέλα η οποία μπορεί και απολαμβάνει ένα ας το πούμε πλούσιο πρωινό στο μπαλκόνι της μετά από μια πανέμορφη νύχτα γεμάτη έρωτα δίπλα στον άνθρωπο της.
"Χτες το βράδυ ήταν.." γυρνάω ξανά το πρόσωπο μου προς τα μπροστά. Είναι η σειρά μου να καρφώσω το βλέμμα μου στον δρόμο, και σειρά του Βύρωνα να κοιτάξει το δικό μου πρόσωπο, διότι το νιώθω, το νιώθω το βλέμμα του, είναι καρφωμένο πάνω μου.
"Υπέροχο" συμπληρώνει ο πανέμορφος μπουκλάκιας και εγώ λιώνω στην καρέκλα, με τα κουταλάκια θα με μαζεύετε σε λίγο. Δαγκώνω το χειλάκι μου σε μια ύστατη προσπάθεια να μην χαμογελάσω διάπλατα και σφίγγω το λευκό κουβερλί γύρω μου για να μην σηκωθώ όρθια στο μπαλκόνι και φωνάξω το πόσο πολύ ερωτευμένη είμαι μαζί του. Δεν χρειάζεται να το μάθει όλο το Κολωνάκι, όχι, Έλλη συγκρατήσου.
"Θα μείνεις να κάνουμε την εργασία?" τον ρωτάω και εξακολουθώ να μην τον κοιτάω, θα με δει που βούρκωσα από την ευτυχία μου, και ανάθεμα, πόσες μέρες είχα να νιώσω τόση χαρά? Πάει μια εβδομάδα νομίζω.. η τελευταία φορά ήταν τότε στο νοσοκομείο που με φίλησε.
"Την εργασία την έκανα μόνος μου το ίδιο απόγευμα που μας την ανέθεσε η Μακρυδήμα" μου απαντάει με ηρεμία ο Βύρωνας, σαν να μου λέει το πιο φυσιολογικό πράγμα σε όλον τον κόσμο. Μόνο που για εμένα δεν είναι τόσο απλό. Αν την είχε κάνει τότε γιατί με έπρηξε στα τηλέφωνα όλη την εβδομάδα? Γιατί με περίμενε έξω από το σπίτι μου? Γιατί με έσυρε μέχρι εδώ χτες?
"Γιατί?" τον ρωτάω και τον κοιτάω φευγαλέα. Ανάθεμα..
Το έντονο βλέμμα του εξακολουθεί να είναι καρφωμένο πάνω μου.
Σχεδόν με καίει.
"Γιατί χρόνια τώρα αυτό κάνω, με το που μας βάλει κάποιος μια άσκηση ή μια εργασία την κάνω την αμέσως επόμενη στιγμή, δεν την αφήνω για τελευταία στιγμή, δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος Ελισάβετ, μου αρέσει η συνέπεια"
Σκέφτομαι ότι υπό φυσιολογικές συνθήκες, εκείνες που δεν περιλαμβάνουν κλάματα, ξεσπάσματα, χωρισμούς και μεσογειακούς πυρετούς, το ίδιο κάνω και εγώ. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ερχόταν αυτή η μέρα αλλά έχω να σας κάνω μια σπουδαία ανακοίνωση..
Ίσως κατά βάθος να μοιάζω με τον Βύρωνα.
Ίσως, όμως, το τονίζω.
"Εννοώ γιατί από την στιγμή που την είχες έτοιμη επέμενες να βρεθούμε για να την ετοιμάσουμε μαζί" του εξηγώ την απορία μου και περιμένω. Περιμένω μια ειλικρινή, αποστομωτική απάντηση, από εκείνες που ο Βύρωνας ξέρει να δίνει. Διότι είναι γεγονός, αυτά που μου λέει με αφήνουν άφωνη τις πιο πολλές φορές.
"Γιατί σε θέλω" Και να το, να το, γαμώτο, να το. Το στομάχι μου σφίγγεται, με πονάει ξανά. "Γιατί σε θέλω πολύ και αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να βρεθώ μόνος μαζί σου"
Γυρνάω απότομα το κεφάλι μου στο πλάι και αμέσως τα δυο καφέ βουρκωμένα, χαρούμενα μάτια μου καρφώνονται στα μαύρα, θεοσκότεινα δικά του. Κάτι έχουν μέσα τους, κάτι που σε μαγνητίζουν, κάτι που όσο και να τα κοιτάς, δεν μπορείς να πάρεις τα δικά σου από πάνω τους. Θέλεις να τα κοιτάζεις όλη την ώρα, κάθε ώρα, θέλεις να χάνεσαι αργά και ηδονικά μέσα τους.
Είμαι ερωτευμένη με τα μάτια του.
Είμαι ερωτευμένη γενικά μαζί του.
"Μπορούσες απλά να μου το ζητήσεις" του ψιθυρίζω άψυχα και ξεκινάω να τρέμω, από ευτυχία πάντα. Ο Βύρωνας το παρατηρεί και με μια απαλή κίνηση παίρνει την μισοάδεια κούπα από τα χέρια μου. Λίγο ακόμη και τα δάχτυλα μας θα..
"Απαίτησες να μην σου μιλήσω ποτέ ξανά" μου υπενθυμίζει τα τελευταία μου λόγια εκείνο το βράδυ που μόλις είχα μάθει ότι ο μπαμπάς μου θα έφευγε από το σπίτι μου. Ε.. εντάξει.. ήμουν συναισθηματικά φορτισμένη.. πως τα παίρνει και αυτός όλα τοις μετρητοίς?
Ανοίγω το στόμα μου για να του απαντήσω όμως ένας πολύ γνωστός ήχος κλήσης με διακόπτει. Είναι το κινητό του Βύρωνα, γεγονός που με κάνει να αναρωτιέμαι που στο διάολο βρίσκεται το δικό μου. Έχω να το δω από χτες το βράδυ, από τότε που ο μπουκλάκιας μου το πήρε μέσα από τα χέρια με το έτσι θέλω.
Χριστέ μου!
Θα με έχει πάρει χίλιες φορές ο μπαμπάς μου!
"Καλημέρα" ο νέος και όμορφος άνδρας απαντάει στην κλήση, με κοιτάει φευγαλέα και ύστερα σηκώνεται όρθιος. Κάνει μερικά βήματα μακριά μου και φτάνει τα κάγκελα του μπαλκονιού μου. Με το ένα χέρι του βαθιά στην τσέπη, το άλλο κολλημένο στο αυτί και την πλάτη του γυρισμένη σε εμένα, βρίσκω την ευκαιρία που έψαχνα για να τον θαυμάσω.
Είναι όμορφος.
Είναι αντικειμενικά πολύ όμορφος.
Μπορεί να μην έχει τους πιο τέλειους καλοσχηματισμένους μυς που έχω δει στην ζωή μου, βασικά δεν έχει καμία σχέση με τα μοντέλα που βλέπω στο gntm. Έχει όμως ένα δελεαστικό, λεπτό τόσο όσο, υγιές κορμί και δυο δυνατά χέρια, μια σφιχτή κοιλιά, δυο ψηλά πόδια και ένα μεγάλο και χοντρό πέ-
"Όχι δεν απάντησα, γιατί, της συνέβη κάτι?"
Ανακάθομαι αμήχανη στην καρέκλα για να διώξω τις πρόστυχες σκέψεις από το μυαλό μου και χλαπακιάζω ένα ολόκληρο βραστό αυγό για να ξεγελάσω την πείνα μου, την σεξουαλική βασικά. Πόσες φορές το κάναμε χτες.. γύρω στις τρεις? Όχι τέσσερις ήταν, και εγώ ακόμη δεν χόρτασα, δεν τον χόρτασα.
"Καλά, μην φωνάζεις, έρχομαι"
Τον κοιτάω με μπουκωμένο στόμα.
Πού πάει? Φεύγει?
"Συγγνώμη αλλά πρέπει να σε αφήσω" μου λέει και χώνει το κινητό του βαθιά στην τσέπη του. Ύστερα κλείνει την απόσταση μεταξύ μας με δυο μεγάλα βιαστικά βήματα, σκύβει και-
Κλείνω αυτόματα τα μάτια μου.
Μου δίνει ένα τρυφερό φιλί στα χείλη.
"Θα μιλήσουμε αργότερα ναι?" με ρωτάει ή μάλλον μου το ανακοινώνει γιατί δεν περιμένει την απάντηση μου. Το θεωρεί δεδομένο, ισιώνει απότομα την πλάτη του, με κοιτάει εξεταστικά, με φιλάει ξανά και ύστερα περνάει μέσα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και χάνεται από το κοντά μου.
Μένω μαλάκας, γυμνή, τυλιγμένη με ένα λευκό κουβερλί, να κρατώ μια κούπα καφέ στο χέρι και να προσπαθώ να επεξεργαστώ τι έγινε. Ποιος τον πήρε, τι του είπε και σηκώθηκε και έφυγε? Αν και δεν ανησυχώ, το βράδυ δεν κοιμήθηκε σπίτι του, μπορεί να τον ψάχνουν οι γονείς του.
Αν και τώρα που είπα γονείς..
Σηκώνομαι απότομα όρθια, παρατάω όπως να ναι τα πιάτα του πρωινού στο σαλόνι και τρέχω μες στο δωμάτιο σαν την τρελή. Διώχνω το ζεστό ύφασμα από πάνω μου, ανοίγω την ντουλάπα, αρπάζω μια φόρμα και ένα πουλόβερ, τα φοράω και νιώθω πιο έτοιμη από ποτέ για να αντιμετωπίσω την οικογένεια μου.
Αρχικά ψάχνω σε όλο το σπίτι για το κινητό μου. Θέλω να πάρω τον μπαμπά μου και να τον ρωτήσω που κοιμήθηκε. Ελπίζω μόνο να μην έφτασε μέχρι εδώ, να μην άκουσε κανέναν αναστεναγμό, και η καρδιά του δεν το άντεξε, έπαθε ανακοπή.
Βγάζω απότομα τον φορτιστή από την πρίζα, θυμάμαι ότι δεν υπάρχει περίπτωση να το έβαλα εγώ για φόρτιση, σημειώνω στην άκρη του μυαλού μου να ευχαριστήσω θερμά τον Βυρωνάκο και για αυτό, και με το που το ανοίγω δέχομαι ένα σωρό μηνύματα και κλήσεις. Το κινητό μου δονείται συνεχώς, όμως ειλικρινά αδιαφορώ. Πάω στις τελευταίες κλήσεις, βρίσκω τον μπαμπά και λίγο πριν πατήσω το πράσινο τηλέφωνο-
Το κουδούνι χτυπάει. Ανάθεμα!
Τρέχω να ανοίξω και χωρίς καν να ρωτήσω-
"Τι ξέχασες?" τον ρωτάω και-
Πα-
Παγώ-
Παγώνω
Τα πόδια μου λυγίζουν.
Η καρδιά μου σταματάει.
Το κινητό γλιστράει από το χέρι μου.
"Αι-Αιμίλιε?"
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top