Kεφάλαιο 50

Έλλη

"ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ" 

"Μιχάλη μου σε παρακαλώ.."

"ΟΧΙ ΜΑΡΙΑ ΟΧΙ ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΤΕΛΟΣ ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΘΑ ΠΑΩ ΕΓΩ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟΥ ΔΕΙΞΩ ΤΟΥ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥ ΜΕ ΠΟΙΑΝΗΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΑ ΕΒΑΛΕ"

"Είναι 14 χρονών παιδί.."

"ΣΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΜΟΥ"

"ΜΙΧΑΛΗ"

Κουκουλώνομαι κάτω από τα σκεπάσματα. 

Δεν μου αρέσει να ακούω τον μπαμπά να βρίζει, δεν είναι σωστό, το λέει και η μαμά. Περισσότερο όμως με στεναχωρεί ότι είναι σε αυτήν την κατάσταση. Είναι θυμωμένος, πολύ θυμωμένος, και όταν ήρθε να με πάρει από το σχολείο δάκρυζε κιόλας. 

Δεν είναι κάτι, του το έχω πει και παλιότερα. Με πειράζει αυτό το αγόρι από την τρίτη γυμνασίου. Η Άσπα λέει ότι με αγαπάει, για αυτό μου τα κάνει αυτά. Εγώ δεν την πιστεύω. Πώς είναι δυνατόν να αγαπάς κάποιον και να τον κλειδώνεις μέσα στις ανδρικές τουαλέτες? Χωρίς μπλούζα μάλιστα.

Δεν θα το έλεγα στον μπαμπά, αλλά βράχηκαν όλα μου τα ρούχα και κρύωνα, ζήτησα να έρθει να με πάρει από το σχολείο. Και δεν θα του το έλεγα απλά για να μην τον στεναχωρήσω. Κάθε φορά που του λέω τι μου κάνει ο Παναγιώτης, κάθε φορά γίνεται κατακόκκινος από τα νεύρα και μετά κλείνεται μέσα στο γραφείο του και καπνίζει. Μέρες ολόκληρες.

Δεν το αντέχω αυτό, δεν αντέχω να βλέπω τον μπαμπά σε αυτήν την κατάσταση, και θα κάνω τα πάντα, ότι περνάει από το χέρι μου για να μην τον δω έτσι, ποτέ ξανά.

"Την επόμενη μέρα ο Παναγιώτης δεν ήρθε στο σχολείο, τα παιδιά είπαν ότι μετακόμισαν οικογενειακώς, Αυστραλία νομίζω" Στρέφω το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο και κοιτάζω τα αμάξια που μας προσπερνάνε. Τα χέρια μου ιδρωμένα, παίζουν με το φερμουάρ από το γκρι μπουφάν μου. 

"Ποιος είναι ο Παναγιώτης?" απορεί ο Βύρωνας και νιώθω την θερμοκρασία του αυτοκινήτου να ανεβαίνει υπερβολικά πολύ. Αισθάνομαι αμέσως μια δυσφορία. Σαν κάτι να με πνίγει. Και δεν νομίζω ότι είναι αποκλειστικά το σύστημα θέρμανσης της τούρμπο S. 

Οι τελευταίες μέρες είναι.. περίεργες. Αλλόκοτες. Πρώτα ο μπαμπάς μου είπε ότι δεν είναι ο μπαμπάς μου. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το έκανε αυτό. Πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος που με μεγαλώνει εδώ και 20 χρόνια να μην είναι ο μπαμπάς μου? Απλά δεν γίνεται. Δεν το δέχομαι. 

Δεν πρόλαβε να μου εξηγήσει εκείνη την μέρα έξω από το ιατρείο του κύριου Θανάση τι εννοούσε ακριβώς. Η μαμά μας διέκοψε, ο μπαμπάς σηκώθηκε απότομα όρθιος, σαν να τον έπιασαν να κλέβει, και εγώ.. εγώ απλά..

Εκείνη την ώρα με πήρε τηλέφωνο ο Αιμίλιος. Είχε φτάσει στα ΚΤΕΛ και ήθελε να πάω να τον πάρω. Δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά, ήθελα να φύγω από εκεί πέρα έτσι και αλλιώς, ήθελα να πάω σε ένα οικείο περιβάλλον, με τον δικό μου άνθρωπο, να ηρεμήσω. 

Γελάω

Απλά γελάω

Μόνο δεν ηρέμησα τρεις μέρες μαζί του, μόνο αυτό δεν έκανα. Με το που έφτασα στα ΚΤΕΛ τα άκουσα για τα καλά. Τον είχα αφήσει λέει να περιμένει μιάμιση ώρα μες στο κρύο. Με αποκάλεσε ανεύθυνη για την ακρίβεια, αν και δεν ξέρω, αυτός ο χαρακτηρισμός ήταν της κυρίας Νίκης ή του Αιμίλιου? Ακόμη το σκέφτομαι. 

"Τώρα αυτή η Νίκη ποια είναι?" η φωνή του Βύρωνα με κάνει να αισθανθώ ακόμη πιο άβολα από ότι ήδη νιώθω. Και στην τελική τι θέλει και ρωτάει? Χίλιες φορές του είπα να με αφήσει στην ησυχία μου. Δεν μπορώ να καταλάβω ειλικρινά. Τι λάθος κάνω και όλοι όσοι είναι δίπλα μου τις τελευταίες μέρες δεν μπορούν να καταλάβουν ότι δεν θέλω να μου μιλάνε? ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΥΣ

Πρώτα ήταν ο Αιμίλιος, ο οποίος δεν έλεγε να σταματήσει να με πιέζει. Με ρωτούσε συνέχεια τι έχω, σε εκνευριστικό βαθμό. Δεν τον κακολογώ όμως, το ενδιαφέρον του ήταν γνήσιο. Έφερε μέχρι και την μισή βιβλιοθήκη του από τα Γιάννενα για να μάθουμε επιτέλους τι είναι αυτός ο μεσογειακός πυρετός. Κανείς μας δεν ήξερε..

Όμως τρεις μέρες κλεισμένοι μέσα στο διαμέρισμα μου μάθαμε. Αφού πρώτα τον ανάγκασα να κλείσει το κινητό του, και αφού έβγαλα το σταθερό από την πρίζα. Η κυρία Νίκη δεν σταματούσε να καλεί, ώρες ώρες η γυναίκα αυτή είναι ανυπόφορη. Έχω την εντύπωση ότι βέβαια όσο έκανα μπάνιο ο Αιμίλιος το άνοιγε και μιλούσε μαζί της. 

Δαγκώνω το μάγουλο μου. 

Προσπαθώ να μην κλάψω. 

Του ζήτησα τρεις μέρες, τρεις μέρες να είμαστε αποκλειστικά ο ένας για τον άλλον. Είχα φανταστεί πολλές φορές τον τρόπο με τον οποίο θα του το έλεγα. Να αυτό.. αυτό που συνέβη μεταξύ εμένα και του.. 

Κοιτάζω φευγαλέα τον άνδρα δίπλα μου που οδηγεί. 

Πάντα προσεκτικά, πάντα υπεύθυνα. 

Μόλις συνήλθα από το προλιποθυμικό μου επεισόδιο δεν σήκωνε δεύτερη κουβέντα, επέμενε ή να με πάει στην κλινική του παππού του ή να με πάει σπίτι μου. Στην αρχή δεν ήθελα.. δεν.. δεν το θεώρησα σωστό.. και αυτό διότι.. 

Γαμώτο

Δεν μπόρεσα να του το πω

Τρεις μέρες, τρεις μέρες κλεισμένοι μες στο σπίτι μου και ένιωθα σαν να ήμουνα με κάποιον άγνωστο, με κάποιον μη δικό μου άνθρωπο. Δεν του είπα για τον Βύρωνα, πόσο μάλλον για τον μπαμπά μου, που.. 

Σκυθρωπιάζω

Δεν γίνεται να μην είναι ο μπαμπάς μου. 

Απλά δεν γίνεται. 

"Δονείται το κινητό σου" μου επισημαίνει το αγόρι δίπλα μου και ανοίγω την συνομιλία με την αδερφή μου αναστενάζοντας. Νομίζει ότι δεν το νιώθω? Απλά αδιαφορώ. Διότι εδώ και δύο ώρες δεν έχει σταματήσει να μου στέλνει. Και αυτό που μου λέει με πληγώνει. Βαθιά. 

<<Δεν ξέρω τι στο διάολο σου παίρνει τόση ώρα και δεν έρχεσαι, αλλά σε παρακαλώ, βγάλε φτερά ΚΑΙ ΕΛΑ ΣΠΙΤΙ. Η μαμά αυτήν την στιγμή είναι στο δωμάτιο του Σπύρου και βάζει όλα του τα ρούχα σε μια βαλίτσα. Ο Πέτρος ρωτάει αν θα πάμε ταξίδι και ο Χάρης κλαίει>>

Σφίγγω τα χείλη μου σε μια ευθεία. 

Καρφώνω το βλέμμα μου στον δρόμο. 

"Μπορείς να πας από την λωρίδα έκτακτης ανάγκης?" τον ρωτάω και ταυτόχρονα πληκτρολογώ την απάντηση μου. <<Μην πάτε πουθενά πριν έρθω, καθυστέρησε όσο μπορείς>> 

"Τι είπες?" ο Βύρωνας με κοιτάει σαν να του αποκάλυψα ότι μόλις σκότωσα την μαμά του. "Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, και το ξέρεις. Αν μπούμε εκεί και μπλοκάρουμε ένα ασθενοφόρο μπορεί ένα έμφραγμα να μην προλάβει να πάει στο νοσοκομείο, μια αρτηριακή εμβολή να χαθεί, ένας άνθρωπος να πεθάνει" 

Τρέμω

Τρέμω στην ιδέα

Τρέμω στην ιδέα να φύγουν η μαμά και τα αδέρφια μου από το σπίτι. 

"Σε δέκα λεπτά θα είμαστε εκεί" ο Βύρωνας ακουμπάει ελαφρά το χέρι μου. "Μην ταράζεσαι" 

Μα τι κάνει? Απομακρύνω αμέσως το κουλό του από το δικό μου και ξεκινάω να γράφω και πάλι στο κινητό. <<Ο μπαμπάς τι κάνει?>> στέλνω στην Αναστασία και τοποθετώ τα νύχια μου στο στόμα μου. Μια παλιά συνήθεια που δεν μπορώ να κόψω, όσο σκληρά και αν έχω προσπαθήσει. 

"Όσα μικρόβια υπήρχαν τα κατάπιες" ο Βύρωνας τινάζει το χέρι μου και αυτό απομακρύνεται απότομα από το πρόσωπο μου. Τον κοιτάω με γουρλωμένα μάτια. Πόσο θράσος έχει πια? 

"Μην μου ρίχνεις εμένα αυτό το βλέμμα, θέλω απλά το καλό σου" Αυτό και αν είναι πρωτάκουστο. 

"Από πότε?" τον ρωτάω και στρέφω ξανά όλη μου την προσοχή στο κινητό μου, η Αναστασία μόλις μου έστειλε. 

<<Στην αρχή φώναζε στην μαμά να σταματήσει τις βλακείες, μετά εκείνη γκάριζε να μην την αγγίζει, μετά εκείνος έγινε κατακόκκινος από τα νεύρα, και από εκείνη την ώρα είναι κλεισμένος μέσα στο δωμάτιο τους>>

Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή.

Το αίμα μου βράζει.

Το σώμα μου ιδρώνει.

Αγχώνομαι 

Αγχώνομαι για το τι θα συμβεί. 

"Σε παρακαλώ.." λέω στον Βύρωνα και αυτόματα βουρκώνω. "Σε εκλιπαρώ.. πήγαινε πιο γρήγορα.. πήγαινε από την λωρίδα έκτακτης ανάγκης.. βγάλε φτερά και πέταξε.. δεν ξέρω τι θα κάνεις αλλά σε παρακαλώ.. πήγαινε πιο γρήγορα.. Βύρωνα σε ικετεύω" 

Βγάζω με τρεμάμενα χέρια την ζώνη μου, πιάνω την τσάντα μου από το πίσω κάθισμα, τοποθετώ μέσα σε αυτήν το κινητό μου και-

"Ζώνη" απαιτεί και δεν φέρνω αντίρρηση, έτσι και αλλιώς είχα σκοπό να την βάλω ξανά. 

Θα πάω σπίτι, θα την παρακαλέσω, θα πέσω στα γόνατα, θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να μην φύγει. Δεν ξέρω τι σκατά έγινε πριν 20 χρόνια και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε αλλά δεν μπορεί, δεν γίνεται να διαλυθεί η οικογένεια μας. Δεν θα το αντέξει κανείς μας, ειδικά ο μπαμπάς. Και δεν ξέρω τι είναι ικανός να κάνει και τι μπορεί να πάθει. 

Πάντως θα στεναχωρηθεί. 

Και θα στεναχωρηθώ και εγώ ακόμη πιο πολύ. 

"Φτάσαμε" ανακοινώνει ο Βύρωνας και από το απότομο φρενάρισμα η ζώνη σχεδόν μου σκίζει τον θώρακα στα δύο. Δεν το σκέφτομαι δεύτερη φορά, αρπάζω τα πράγματα μου και ανοίγω όσο πιο βιαστικά γίνεται την πόρτα του συνοδηγού.

"Μισό λεπτό" ένα χέρι πάνω στο δικό μου μπράτσο σταματάει κάθε μου κίνηση. Γυρνάω και τον κοιτάω όσο πιο δολοφονικά γίνεται. Αν δεν με αφήσει, θα τα ακούσει για τα καλά. Του τα έχω μαζεμένα άλλωστε. 

"Χωρίσατε?" 

Γουρλώνω απευθείας τα μάτια μου. Με βλέπει έτσι, να τρέμω από την σύγχυση και έχει όρεξη για τα δικά μας? Που ποια δικά μας δηλαδή? Αυτός δεν ήταν που πριν λίγες μέρες, εκείνες τις ευτυχισμένες, τότε που νόμιζα ότι το μοναδικό μου πρόβλημα είναι ένας ηλίθιος αλαζόνας, μου είπε ότι δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα άλλο μεταξύ μας? Ότι μόλις πάρει πτυχίο θα παντρευτεί και θα ζήσει ευτυχισμένος με την Έλενα? 

Τώρα τι θέλει και με ρωτάει? 

Ότι γουστάρω έκανα! 

Τραβάω με δύναμη το χέρι μου, βγαίνω από το αυτοκίνητο του, κλείνω όσο πιο δυνατά γίνεται την πόρτα του και πριν φύγω του κάνω και ένα κωλοδάχτυλο, έτσι για το ευχαριστώ που με έφερε. Που καλύτερα να έπαιρνα ταξί, πρώτον θα φτάναμε πιο γρήγορα, και δεύτερον θα μάθαινα τα πάντα για το οικογενειακό δίκαιο. 

Στην σκέψη του βέβαια παγώνω, με το κλειδί στην πόρτα. 

Λες να φτάσουν μέχρι εκεί? Μέχρι την πόρτα του δικηγόρου?

Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά και ανοίγω την μεγάλη ξύλινη πόρτα. 

Το αποκλείω

"ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΔΕΝ ΠΑΩ ΠΟΥΘΕΝΑ" η φωνή της Αναστασίας ακούγεται από τον πάνω όροφο σε όλο το σπίτι. Γυρνάω αμέσως και κοιτάω την Φλωρεντία που μαζεύει τα παιχνίδια της μπέμπας από το μεγάλο πάρκο στο σαλόνι. 

"Τι γίνεται εδώ?" την ρωτάω και εκείνη γυρνάει και με κοιτάει έντρομη. 

"Η μαμά σου.. μου ζήτησε να τα βάλω σε μια μεγάλη κούτα.. μάλωσαν κορίτσι μου.. άσχημα.. και θέλει να φύγει" Μου πέφτουν τα κλειδιά από τα χέρια. Όχι ότι δεν το κατάλαβα πιο πριν, αλλά όταν ο φόβος παίρνει λεκτική υπόσταση το σοκ είναι ακόμη μεγαλύτερο. 

"ΕΙΣΑΙ ΑΝΗΛΙΚΗ ΚΑΙ ΘΑ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΜΑΝΑ ΣΟΥ" τώρα ακούγεται και η Μαρία. Σε όλη την Αττική λογικά. 

"ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ" της απαντάει η αδερφή μου και δεν περιμένω άλλο, ξεκινάω να ανεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες. 

"ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ, ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΗΝ ΜΕ ΔΙΑΟΛΙΖΕΙΣ ΑΛΛΟ, ΒΑΛΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΣΟΥ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΒΑΛΙΤΣΑ ΚΑΙ ΣΗΚΩ ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ" 

"Να πάτε που?" ανοίγω την πόρτα του δωματίου της αδερφή μου και στην θέα του κακού χαμού που επικρατεί εδώ μέσα παίρνω μια βαθιά ανάσα και την κρατάω. Δεν μπορεί να φύγει, απλά δεν γίνεται. 

Αμέσως μαμά και αδερφή γυρνάνε και με κοιτάνε με το πιο έκπληκτο βλέμμα που διαθέτουν. Η Αναστασία βέβαια ανακουφίζεται στην παρουσία μου, σε αντίθεση με την μαμά η οποία πανικοβάλλεται. 

"Που ήσουν τόσες μέρες?" με ρωτάει και ξεκινάει να τρέμει. "Και είχες κινητό, σταθερό, τα πάντα όλα κλειστά" Νομίζω φοβάται, φοβάται πολύ. Και αν κρίνω καλά από το διερευνητικό βλέμμα της.. ναι.. προσπαθεί να αξιολογήσει την κατάσταση.. προσπαθεί να καταλάβει αν ξέρω. 

"Με τον Αιμίλιο" Σπάω αμέσως την οπτική μας επαφή. Αυτή είναι μια συζήτηση που θέλω να κάνω πρώτα με τον μπαμπά.. τον μπαμπά μου

"Ευτυχώς ήρθες" η Αναστασία τρέχει κατά πάνω μου. "Η γυναίκα είναι τρελή, θέλει να φύγουμε από το σπίτι χωρίς τον μπαμπά μάλιστα μόνο και μόνο επειδή μάλωσαν. Το διανοείσαι?" 

Παρατηρώ την μαμά να μισοκλείνει εξαγριωμένη τα μάτια της. "Αν ήξερες.." ξεκινάει να λέει αλλά δεν ολοκληρώνει την πρόταση της. Μας προσπερνάει και βγαίνει έξω από το δωμάτιο της αδερφής μου. "Πάω να ετοιμάσω την δική μου βαλίτσα, αν μέχρι να τελειώσω δεν είσαι έτοιμη θα σε πάρω και θα φύγουμε έτσι, Αναστασία σε προειδοποιώ!" 

Η πόρτα του δωματίου κλείνει, μια άλλη ανοίγει και κλείνει ξανά. Κοιτιόμαστε έντρομες με την Αναστασία όταν τα τρία μικρότερα αδέρφια μας αποφασίζουν να έρθουν εδώ, στο δωμάτιο της αδερφής μας. 

"Ήρθες" μου λέει ο Πέτρος. 

Κοιτάζω τον Χάρη, συνεχίζει και κλαίει. 

"Σπύρο κλείσε την πόρτα" η Αναστασία αρπάζει ένα γυάλινο ποτήρι, πίνει το ελάχιστο νερό που έχει μέσα και τοποθετεί το διαφανές γυαλί στον τοίχο. "Ξέρεις γιατί μάλωσαν?" με ρωτάει και ταυτόχρονα κλείνει τα μάτια της για να συγκεντρωθεί. 

Τρομοκρατούμαι στο δευτερόλεπτο. "Τι, όχι?" της απαντώ απευθείας. Δεν είναι ότι σκοπεύω να της το κρατήσω για πάντα κρυφό. Θέλω απλά να το συζητήσω πρώτα με τον μπαμπά και ύστερα να της το πει εκείνος, αν θέλει βασικά. Αλλά έτσι και δεν θέλει, δεν είναι ότι πρόκειται να αλλάξει κάτι. Εκτός και αν.. 

Κάθομαι απαλά στην άκρη του μεγάλου κρεβατιού. Εκείνος.. εκείνος ο άνδρας.. Πού είναι? Τι κάνει? Έχει άλλη οικογένεια? Δεν θέλησε ποτέ του να με γνωρίσει? Ή βασικά.. ξέρει έστω για την ύπαρξη μου? Και αν θέλει να γίνουμε.. φίλοι? Δεν βρίσκω άλλη λέξη. Δεν θα μπορέσω να τον αποκαλέσω μπαμπά, μπαμπάς μου είναι μόνο ο Μιχάλης. 

"Έλλη φοβάμαι" ο Χάρης χώνεται με δύναμη στην αγκαλιά μου. "Και άλλες φορές έχουν μαλώσει.. αλλά δεν φτιάξαμε ποτέ βαλίτσες" 

Τυλίγω ασφυκτικά τα χέρια γύρω από τον μικρότερο αδερφό μου και ξεκινάω να του δίνω απαλά φιλάκια στα καφέ μαλλάκια του. "Το ξέρω μικρέ μου.. το ξέρω.." 

"Είμαι σίγουρος ότι η Αναστασία φταίει" ο Σπύρος κοιτάει θυμωμένος την αδερφή μας. 

"Εγώ γιατί?" 

"Γιατί πάντα εσύ κάνεις κάτι και η μαμά μας μαλώνει όλους" της απαντάει ο Πέτρος. 

"Ναι, βγαίνεις κρυφά, έχεις μπαλόνια στην τσάντα σου, δεν διαβάζεις, είσαι όλη την ώρα στο κινητό-"

"Σπύρο σκάσε" 

"Γιατί? Έτσι είναι! Και η μαμά το μαθαίνει, και σε βάζει τιμωρία, και μετά θυμώνει και με εμάς" 

"Αλήθεια λέει?" ψιθυρίζει ο Χάρης στο αυτί μου. "Η Αναστασία φταίει?" 

Κοιτάζω βουρκωμένη ένα προς ένα τα μικρότερα αδέρφια μου. 

Εγώ φταίω και γαμώτο δεν έχω την δύναμη να τους το πω.

"Κάτι ακούω" η Αναστασία ζητάει να κάνουμε ησυχία. "Η μαμά φωνάζει, ακούγονται ντουλάπες να ανοιγοκλείνουν, τώρα ο μπαμπάς της λέει να σταματήσει" 

"Λες να της πει να μην φύγουμε?" αναρωτιέται φωναχτά ο Πέτρος και κάθεται στεναχωρημένος στο πάτωμα. 

"Ή τουλάχιστον να έρθει και ο μπαμπάς μαζί μας" ο Χάρης πετάγεται απότομα από την αγκαλιά μου. 

"Αν τους κλειδώσουμε μέσα στο δωμάτιο μέχρι να φιληθούν?" ο Σπύρος δίνει την ιδέα και αμέσως τα άλλα δυο αγόρια συμφωνούν. 

"Σταμάτησαν να μαλώνουν" η Αναστασία μας ενημερώνει μες στην τρελή χαρά. 

Σηκώνομαι απευθείας όρθια. 

Τα βρήκαν?

"Τι κάνουν?" ρωτάει ο Πέτρος. 

"Φιλιούνται?" συμπληρώνει ο Σπύρος. 

"Αν ακούγεται ματς μουτς σημαίνει ότι φιλιούνται" ο Χάρης ξεκινάει να χοροπηδάει πάνω κάτω στο στρώμα της Αναστασίας. 

"Δεν ακούγεται τίποτα σκάστε" η αδερφή μου κλείνει με δύναμη τα μάτια της σε ένδειξη υπέρμετρης προσπάθειας για συγκέντρωση. 

Και ξαφνικά σε όλο το σπίτι ακούγεται μια πόρτα να ανοίγει και να κλείνει. Δυνατά. Σαν αστραπή. Πεταγόμαστε όλοι από τις θέσεις μας και κοιτιόμαστε μεταξύ μας. 

"Ήταν η εξώπορτα" λέει ο Πέτρος. 

"Η πόρτα του δωματίου τους ήταν, κάποιος βγήκε" η Αναστασία αφήνει το ποτήρι ξανά πάνω στο γραφείο της και κάθεται στην μεγάλη καρέκλα της. "Νομίζω έσπασε το τύμπανο μου" 

"Να πάω να δω ποιος ήταν!" ο Χάρης τρέχει προς την πόρτα, την ανοίγει μόνο και μόνο για να έρθει αντιμέτωπος με δυο μεγάλα, λυπημένα, πράσινα μάτια. Μου κόβεται η ανάσα..

"Μπαμπά.." ψιθυρίζω και με το που ο Μιχάλης ακούσει την φωνή μου, αντιλαμβάνεται την παρουσία μου στο δωμάτιο και παγώνει. Χρειάζονται δυο συγκρατημένα χαμόγελα και δυο παρακλητά βλέμματα για να ξεκινήσει να αποκτά ξανά το ροζ χρώμα το δέρμα του. 

"Θα φύγουμε?" τον ρωτάει ο Χάρης και πηδάει ταυτόχρονα στην αγκαλιά του. Ο μπαμπάς σκύβει για να τον σηκώσει, ωστόσο το βλέμμα του δεν αφήνει στιγμή το δικό μου. Με κοιτάζει εξεταστικά και ίσως λίγο φοβισμένα. 

Του χαμογελάω καθησυχαστικά. 

Δεν υπάρχει λόγος να αγχώνεται. 

Κανένας απολύτως

"Όχι αγόρι μου δεν θα πάτε πουθενά" μας ανακοινώνει ο μπαμπάς και αμέσως στο δωμάτιο ακούγονται χαρούμενες φωνές και ζητωκραυγές. Τα αδέρφια μου πήραν ξανά ανάσα. 

"Ευτυχώς ευτυχώς ευτυχώς" η Αναστασία σκέφτεται φωναχτά. 

"Άρα οι βαλίτσες?" αναρωτιέται ο Σπύρος. 

"Πηγαίνετε να τις αδειάσετε και μην φύγετε από τα δωμάτια σας θέλω να σας μιλήσω" Στο άκουσμα των συγκεκριμένων λέξεων διασταυρώνονται αστραπιαία τα ανήσυχα βλέμματα μας, το δικό μου και της Αναστασίας. Δεν είναι καλό αυτό. 

"Δεν πας και εσύ μπόμπιρα?" ο μπαμπάς κατεβάζει τον Χάρη από την αγκαλιά του, αλλά ο μικρός μου αδερφός γκρινιάζει και δεν θέλει να τον αφήσει. "Θέλω να μιλήσω πρώτα στις αδερφές σου, πήγαινε αγόρι μου να αδειάσεις και την δική σου βαλίτσα και στο υπόσχομαι θα έρθω σε εσένα πριν πάω στους άλλους ναι?" 

"Όχι" η απάντηση έρχεται αμέσως από τον Χάρη. "Θέλω να μείνω και εγώ εδώ μαζί σου και με τα κορίτσια" 

Χαμογελάω λυπημένα. Γιατί ξέρω τι θα ανακοινώσει ο Μιχάλης και ξέρω πόσο θα λυπηθούν τα αδέρφια μου. Βουρκώνω αμέσως και κάθομαι ξανά στο κρεβάτι. Δεν μπορεί.. δεν.. απλά δεν γίνεται.. πώς στο διάολο το δέχτηκε? Ή μάλλον όχι, αυτός το πρότεινε. Πώς μπόρεσε?

"Σήμερα όπως ακούσατε η μαμά και ο μπαμπάς είχαν μια διαφωνία" ο Μιχάλης ξεκινάει να μιλάει και κάθεται δίπλα μου στο κρεβάτι με τον Χάρη αγκαλιά. 

"Ναι το ακούσαμε εμείς και όλο το Ψυχικό" πετάγεται η Αναστασία. 

"Πάντως αν φταίει που δεν έκανα την ορθογραφία μου χτες στο υπόσχομαι μπαμπά από εδώ και πέρα θα την κάνω κάθε μέρα" ο Χάρης τυλίγει τα χέρια του γύρω από το σώμα του Μιχάλη, ο οποίος τρέμει, τρέμει πολύ. 

"Όχι αγόρι μου, όχι, δεν φταις εσύ, μην το πεις ξανά αυτό, και κανείς από εσάς δεν φταίει" λέει ο μπαμπάς και καρφώνει αμέσως το ανήσυχο βλέμμα του πάνω στο δικό μου. 

Γνέφω καταφατικά. 

Το ξέρω.. ή μάλλον.. το υποθέτω.

"Απλά οι γονείς μερικές φορές έχουν κάποια προβλήματα, μεταξύ τους, οι δυο τους, και μπορεί να φωνάζουν και να μαλώνουν, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι φταίνε τα παιδιά. Ναι μπόμπιρα?" ο Μιχάλης δίνει ένα φιλί στο μέτωπο του Χάρη. 

"Τα βρήκατε δηλαδή?" απορεί η Αναστασία.

Ξεροκαταπίνω

"Όχι ακριβώς" ψιθυρίζει ο μπαμπάς.

Τοποθετώ τους αγκώνες στα γόνατα μου. 

Κρύβω το πρόσωπο μες στις παλάμες μου.

"Αποφασίσαμε με την μαμά να φύγω εγώ για λίγο καιρό από το σπίτι" 


Σιωπή

Νεκρική σιωπή


Δεν μπορώ να φανταστώ, δεν θέλω καν να σκεφτώ το πόσο πολύ θα πονέσει αυτή η απόφαση όλη την οικογένεια, και κυρίως τον μπαμπά, γιατί τώρα μπορεί να έβαλε την μάσκα του δυνατού, αυτήν που φοράει κάθε φορά που κάποιος από εμάς αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα, αλλά μέσα του υποφέρει, και το ξέρω. Και δεν το αντέχω. 

Είναι ο μπαμπάς μου στην τελική. Ο άνδρας που με μεγάλωσε, που ήταν δίπλα μου, όλα αυτά τα χρόνια. Έπεφτα από το ποδήλατο και έβριζε ένα μάτσο σίδερα, με πονούσε η κοιλιά και ξεσήκωνε όλο το ΕΣΥ, έβλεπα εφιάλτες και καθόταν όλο το βράδυ στο πάτωμα για να με ξυπνήσει αν τυχόν δω και άλλον. 


Χτυπούσα εγώ, πονούσε εκείνος. 

Ο μπαμπάς μου


"Θα έρθω μαζί σου" η Αναστασία ακούγεται αποφασιστική, ο Χάρης πάλι κλαίει. 

"Σε παρακαλώ" ο μπαμπάς σηκώνεται από το κρεβάτι. 

"Τι δεν με θες?" τον ρωτάει η αδερφή μου. 

Ο Χάρης κατεβαίνει από τον μπαμπά, τρέχει κλαίγοντας προς την πόρτα, την ανοίγει και πηγαίνει στους άλλους φωνάζοντας. Εγώ σηκώνομαι όρθια και σκύβω απότομα το κεφάλι. Ξέρω ότι δεν ευθύνομαι εγώ για ότι συμβαίνει και ότι θα συμβεί από εδώ και στο εξής. Αλλά γιατί νιώθω ότι φταίω γαμώτο? Και το συναίσθημα δεν υποφέρεται. 

"Τι λες Αναστασία?" απορεί ο μπαμπάς. "Φυσικά και σε θέλω! Είσαι η κόρη μου.. είστε και οι δυο οι κόρες μου που να πάρει! Αλλά σε παρακαλώ πολύ, αυτήν την στιγμή είναι καλύτερο και για τους πέντε σας να μείνετε εδώ, στο σπίτι μας, μαζί με την μαμά" 

Καλύτερο για ποιον? Για την Μαρία?

Χειρότερο σίγουρα για τον μπαμπά. 

"Ναι καλά πες ότι θες εγώ φτιάχνω βαλίτσα" η Αναστασία ανοίγει την μεγάλη της ντουλάπα, κατεβάζει μια τεράστια βαλίτσα από πάνω και ξεκινάει να πετάει θυμωμένη τα ρούχα μέσα της. 

"Εγώ φεύγω" ανακοινώνω ψιθυριστά και ξεκινάω να περπατάω έξω από το δωμάτιο της αδερφής μου. Θέλω να φύγω από εδώ μέσα, η δεύτερη βόμβα είναι έτοιμη να εκραγεί και ότι στοίχημα θα κάνει πιο πολύ θόρυβο από την πρώτη. Και απλά δεν θα το αντέξω. 

"Μισό Έλλη περίμενε" ο μπαμπάς περπατάει πίσω μου. "Αναστασία κάτι είπαμε.. Έλλη μου.. μην.. μην τρέχεις.. δώσε μου τουλάχιστον δυο λεπτά να σου εξηγήσω" το χέρι του μπαμπά με σταματάει λίγο πριν κατέβω το τελευταίο σκαλοπάτι του κάτω ορόφου. Αυτή η συζήτηση δεν θα πάρει δυο λεπτά, και δεν θέλω να γίνει τώρα, με την μπόρα έτοιμη να ξεσπάσει. Κάποια άλλη στιγμή όμως σίγουρα. 

"Θα της εξηγήσω εγώ" η μαμά βγαίνει από την κουζίνα και κοιτάει τον μπαμπά με μια πρωτοφανή απάθεια για τα δικά τους δεδομένα. Παλαιότερα τον κοιτούσε με στοργή, αγάπη. Και αυτήν την αγάπη είδα και εγώ.. και ότι έχω κάνει μέχρι σήμερα, είναι απόρροια της αγάπης τους, της μεταξύ τους και εκείνης που μου χάρισαν τόσο απλόχερα. 

"Μαρία νομίζω ότι αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει ανάμεσα σε εμένα και την κόρη μας" 

Γουρλώνω απευθείας τα μάτια μου. Μαρία? Τι Μαρία? Έτσι σκέτο? Που πήγε το μου? Πού πήγε το Μαράκι? Πού πήγε το Μαράκι του? Θέλω να κλάψω.

"Θες να πούμε τώρα μπροστά της το ποιανού κόρη είναι?" 

Η μαμά κάνει ένα απειλητικό βήμα πιο κοντά στον μπαμπά. 

Δεν.. δεν.. 

Τους κοιτάω που αναμετρώνται με τα μάτια τους. 

Νιώθω άβολα. 

"Εγώ καλύτερα να φύγω" τους ανακοινώνω και κάνω ένα βήμα πιο μακριά όμως το κράτημα του μπαμπά με καθηλώνει και πάλι στην προηγούμενη θέση μου. 

"ΜΗΝ ΤΗΝ ΑΓΓΙΖΕΙΣ" φωνάζει η μαμά και ο άγριος τόνος της φωνής της με κάνει να.. τρομάζω.

"ΕΓΩ ΠΑΩ ΜΑΖΙ ΤΟΥ" γκαρίζει η Αναστασία από την κορυφή της σκάλας. 

Γυρνάμε όλοι, τρία ζευγάρια μάτια και την κοιτάμε. Στο χέρι πίσω της σέρνει την τεράστια βαλίτσα της. Το βλέμμα μου πέφτει φευγαλέα πάνω στο πρόσωπο του μπαμπά, φαίνεται να πονάει. Ύστερα πέφτει πάνω στο πρόσωπο της μαμάς, είναι κατακόκκινο. 

"Α Ν Α Σ Τ Α Σ Ι Α" η μαμά είναι έξαλλη, έξαλλη. "ΕΣΥ ΤΗΣ ΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΕΣ?" ρωτάει τον μπαμπά και ξεκινάει να ανεβαίνει νευρικά την σκάλα. 

"Πούστη μου" ο μπαμπάς βρίζει μέσα από τα δόντια του κοιτάει εναλλάξ, μια το φοβισμένο μου βλέμμα, μια την μαμά με την Αναστασία που είναι έτοιμες να τσακωθούν. "Αύριο βράδυ έλα στο γραφείο μου" μου λέει και με μια απαλή, τρυφερή κίνηση φιλάει το μέτωπο μου. 

Λιώνω στην αγάπη του. 

Λιώνω στην στοργή του. 

"Δεν της είπα τίποτα εγώ" πλέον ο Μιχάλης με αφήνει και πηγαίνει προς την μαμά. 

"ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΣΕ ΑΦΗΝΕΙ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙΣ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΜΠΑΜΠΑ ΠΕΣ ΤΗΣ" η Αναστασία φωνάζει, η μαμά αρπάζει την βαλίτσα της και μετά και οι τρεις τους χάνονται στον διάδρομο. 

Κοιτάω το άδειο σπίτι γύρω μου. 

Τέλεια

Ακούω τις φωνές και τα κλάματα από πάνω.

Ακόμη πιο τέλεια

Ξεκινάω να περπατάω και βγαίνω έξω από το σπίτι. Βλέπω ένα πολύ γνωστό αμάξι να είναι παρκαρισμένο στον απέναντι δρόμο και έναν πολύ γνωστό μαλάκα να με περιμένει μέσα σε αυτό. 

ΠΙΟ ΤΕΛΕΙΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ













Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top