Kεφάλαιο 49

Μιχάλης

"Πάντως είναι τραγικό το γεγονός ότι σε πιέζουν να κάνεις κάτι τέτοιο" η Μαρία μου μου κάνει νόημα με το δάχτυλο της ότι θέλει ακόμη μισό λεπτό για να κλείσει το τηλέφωνο. "Δεν μπορώ να καταλάβω, την λέξη αξιοκρατία δεν την έχει ακουστά? Τι πάει να πει ποιος είναι? Όποια και αν είναι η θέση του στο Συμβούλιο είναι τουλάχιστον αντιδεοντολογικό να μας υποχρεώνει να δεχτούμε τον συγκεκριμένο μεταπτυχιακό, το βιογραφικό του το είδες? Δεν διαβάζεται καν η πρώτη σελίδα"

Κάθομαι αγχωμένος στην μεγάλη καρέκλα απέναντι από το γραφείο της και τρίβω με μανία τα χέρια στα πόδια μου. Ελέγχω για εικοστή έκτη και τελευταία φορά ότι η συρόμενη πόρτα του δωματίου είναι κλειστή, κίνηση άκοπη βέβαια, διότι στο σπίτι είμαστε μόνοι μας, οι δυο μας. Τα παιδιά είναι στο σχολείο, η μπέμπα σπίτι της Κωνσταντίνας και η Έλλη.. 

Σκυθρωπιάζω 

Ακόμη δεν άνοιξε το κινητό της. 

Λες να μην θέλει να μου μιλήσει ξανά?

Γαμώτο

Δεν πρόλαβα καν να της εξηγήσω τι και πως. 

"Εντάξει, θα το σκεφτώ και θα μιλήσουμε, αντίο Τηλέμαχε" το Μαράκι μου, η γυναίκα μου, το μωρό μου, το πιο γλυκό κορίτσι στον κόσμο κλείνει εκνευρισμένη το κινητό της και σηκώνεται σιγά σιγά από την πολυθρόνα της. 

Χριστέ μου

Πόσο την αγαπάω αυτήν την γυναίκα, πόσο?

Όλα για εμάς τα έκανα, όλα.

Μας αγαπάω μαζί. 

Είναι κακό αυτό?

"Κατάλαβες τώρα τι έγινε έτσι?" 

Η αγάπη μου τοποθετεί τους τόμους που διάβαζε πριν έρθω στο γραφείο της στην βιβλιοθήκη της με αργές και νωχελικές κινήσεις. Το αγαπάω το σωματάκι της, τα άκρα της επίσης. Βέβαια αυτό που λατρεύω περισσότερο πάνω της είναι τα ματάκια της. Αυτά τα συνηθισμένα καφετί παιδικά ματάκια που για εμένα είναι μοναδικά. 

Γιατί με κοιτάζουν μοναδικά. 

Γιατί με αγαπούν μοναδικά. 

"Και το απαίτησε κιόλας! Άκου να δεις θράσος!" 

Η φωνή της ακούγεται μελωδική. Τι και αν είναι ελάχιστα θυμωμένη? Το μωρό μου έχει την μοναδική ικανότητα να μου μιλάει και εγώ ταυτόχρονα να χάνομαι, να χάνομαι στα λόγια της, να χάνομαι μέσα της. 

"Τώρα φταίω εγώ να τον δεχτώ και να τον κάνω να παραιτηθεί την πρώτη εβδομάδα?"

Είμαστε μαζί τόσα χρόνια μαζί. Αποκλείεται να παραιτηθεί, αποκλείεται να μας παρατήσει, δεν θα διαλύσει την οικογένεια μας. Γιατί? Για μια ενέργεια που έτσι και αλλιώς.. δεν.. δεν θα.. δεν θα άλλαζε κάτι. Διότι μαζί μου θα κατέληγε, δεν ήταν εκείνος άνδρας για το κορίτσι μου, για κανένα από τα δύο βασικά. 

Θα της το εξηγήσω. 

Και θα το καταλάβει. 

Σωστά?

"Μιχάλη με ακούς που σου μιλάω?" το μωρό μου κουνάει το χεράκι της μπροστά από το πρόσωπο μου. "Έχεις καρφώσει το βλέμμα σου πάνω μου αλλά δεν νομίζω ότι με κοιτάς" προσθέτει και κάνει κίνηση να κάτσει στην καρέκλα απέναντι μου. 

Ξυπνάω αμέσως από τον λήθαργο μου και την αναγκάζω να αλλάξει θέση. "Όχι εκεί, όχι τόσο μακριά μου, έλα πάνω μου" της ζητάω όλο νάζι και φόβο μαζί. Διότι ναι, φοβάμαι, είχα καιρό να νιώσω αυτό το αίσθημα, τρομοκρατούμαι και μόνο στην ιδέα του πως το μωρό μου θα δεχτεί αυτό που θα της αποκαλύψω. 

Διότι θα θυμώσει, και δίκιο θα έχει, της είπα ψέματα.. ψέματα! Αλλά πρέπει να καταλάβει τον λόγο, πρέπει να ακούσει το γιατί. Θα της εξηγήσω και θα της πάρει λίγο χρόνο στην αρχή αλλά εδώ έχουμε ξεπεράσει τόσα και τόσα.. σε αυτό θα κολλήσουμε?

"Είσαι στεναχωρημένος" η αγάπη μου ανακάθεται πάνω στα πόδια μου, τοποθετεί τα δυο χεράκια της στο πρόσωπο μου και το αγκαλιάζει απαλά. Το χάδι της ηρεμεί την καρδιά μου, της δίνει την εντύπωση ότι δεν θα πονέσει, όχι. Όχι πολύ τουλάχιστον, ούτε για πολύ. 

"Τι έχεις Μιχάλη μου?" με ρωτάει το μωρό μου και με κοιτάει βαθιά μες στα βουρκωμένα πράσινα μάτια μου. Δεν έχω σταματήσει να κλαίω, από το Σάββατο το πρωί που αποφάσισα να της μιλήσω κλαίω σαν πεντάχρονο που του έπεσε το παγωτό στο πάτωμα. Και η αγάπη μου με βλέπει, και με ακούει, και με ρωτάει γιατί. Και όλο λέω ότι θα της πω και όλο δεν της λέω. 

Πρέπει όμως να μπει ένα τέλος σε όλο αυτό. 

Θέλω το βασανιστήριο μου να τελειώσει. 

"Δεν μου αρέσει να σε βλέπω κατσούφη" το Μαράκι μου με φιλάει απαλά. Κλείνω αυτόματα τα μάτια μου και χάνομαι στην μοναδική αίσθηση που μου χαρίζει. Αγάπη. Απλή, αγνή, όμορφη αγάπη. Όλα αυτά τα χρόνια δίπλα της ένιωσα τον έρωτα της, ένιωσα την αφοσίωση της. Την αφοσίωση της σε εμάς, στην οικογένεια που δημιουργήσαμε. Μπορεί να ξεκίνησε με μια εγκυμοσύνη, ναι, και μπορεί η συγκεκριμένη εγκυμοσύνη να μην ήταν.. εμ.. καταλαβαίνετε.. απλά θυμηθείτε που ήμασταν και δείτε που φτάσαμε, τι καταφέραμε να κάνουμε. 

Θα το δει και εκείνη. 

Δεν μπορεί, θα το δει. 

Και θα το αναγνωρίσει.

"Μαράκι με αγαπάς?" την ρωτάω ανάμεσα στο απαλό φιλί μας και σφίγγω δυνατά τα χέρια μου γύρω από την μέση της σε μια αντιδραστική κίνηση να μην μου φύγει. Γιατί αν μου φύγει τώρα, θα την χάσω, και αν την χάσω, θα χαθώ. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς το μωρό μου, απλά δεν γίνεται. Δεν θα το δεχτώ, δεν θα το επιτρέψω. 

Κάποτε έκανα τα πάντα για να γίνει δική μου. 

Τώρα θα κάνω τα πάντα για να παραμείνει δική μου. 

Το υπόσχομαι στον εαυτό μου.

"Α για αυτό μου είπες να πάρω άδεια από το πανεπιστήμιο σήμερα? Για να κάνουμε έρωτα? Ύπουλο πλάσμα.." η αγάπη μου με κοιτάει με το πιο πονηρό βλέμμα που διαθέτει. Ακόμη και τώρα είναι αφελής. Με κοιτάει αλλά δεν με βλέπει, της το λέω, με τα μάτια μου της το παραδέχομαι, αλλά εκείνη.. εκείνη δεν το καταλαβαίνει. 

Χαμογελάω λυπημένα.

Την αγάπησα την αφέλεια της.

Και την αγαπώ ακόμη, πολύ. 

"Δώσε μου μισό λεπτό να κλειδώσω την πόρτα" προσθέτει και με μια απότομη κίνηση το μωρό μου σηκώνεται από πάνω μου, αφαιρεί το μπλουζάκι της και κάνει δυο βήματα για να απομακρυνθεί από κοντά μου. 

Δεν προλαβαίνει να κάνει τρίτο, την αρπάζω από την μεσούλα της και την βάζω να κάτσει πάλι πάνω μου. "Δεν χρειάζεται" της λέω και την βοηθάω να βάλει ξανά το λευκό της μακό. Απλό, λιτό, ερωτεύσιμο. Σαν και εκείνη. 

"Μα σε λίγη ώρα θα έρθουν τα παιδιά" Η Μαρία με κοιτάει όλο περιέργεια. "Και αν δεν έχουμε τελειώσει μέχρι εκείνη την ώρα?" με ρωτάει με το πιο αθώο βλέμμα που διαθέτει. 

Αχ μωρό μου..

Την φιλάω απαλά. 

Συγχώρεσε με μωρό μου..

Συγχώρεσε με..

"Δεν θα κάνουμε σεξ" την ενημερώνω ότι αυτό που γινόταν κάθε φορά που πήγαινα να της μιλήσω τις τρεις τελευταίες μέρες δεν θα επαναληφθεί. Και όχι επειδή δεν γουστάρω να χάνομαι μέσα της, το αντίθετο, δεν κρατιέμαι. Απλά δεν πάει άλλο. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Η Έλλη είναι άφαντη, ο Θανάσης μας περιμένει αύριο για γενετικό έλεγχο, η Μαρία μαλώνει με την Αναστασία που δεν θέλει να έρθει γιατί είχε κανονίσει να πάει σε ένα πάρτυ και εγώ..

Κλαίω

Κλαίω και τρέμω

Κλαίω και πάω να τρελαθώ

"Έρωτα εννοείς" το δολοφονικό βλέμμα της αγάπης μου με κατακεραυνώνει. 

Σκάω ένα τεράστιο χαμόγελο ανάμεσα στα αναφιλητά μου. "Ναι μωρό μου φυσικά" της λέω και την φιλάω ξανά. Ότι όνομα και αν δίνει στην ένωση μας, η πράξη δεν αλλάξει. Κάθε φορά γινόμαστε σαρκικά αυτό που είμαστε και ψυχικά. Ένα δηλαδή

"Θέλεις να μου πεις γιατί κλαις?" με ρωτάει το κορίτσι μου με γνήσια ανησυχία χαραγμένη στο πανέμορφο μουτράκι της. "Δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι βρε Μιχάλη μου, τις τελευταίες μέρες είσαι χάλια και όσο και αν προσπαθώ να σου φτιάξω την συννεφιασμένη σου διάθεση, δεν τα καταφέρνω, ειλικρινά, δεν ξέρω τι άλλο να κάνω, πρέπει να με βοηθήσεις" 

Αλήθεια λέει, από την Πέμπτη και μετά κάνει ότι είναι δυνατόν για να με δει να χαμογελάω. Το Σάββατο το βράδυ μάλιστα μου μαγείρεψε το αγαπημένο μου φαγητό, άφησε τα παιδιά στους γονείς μου και μετέτρεψε το σπίτι μας σε ερωτική σκηνή. Δεν ήταν μόνο τα κεριά, τα λουλούδια και η σαμπάνια. Ήταν οι ζαρτιέρες που έβαλε, οι γόβες που περπάτησε, το πρόστυχο βλέμμα με το οποίο με κοίταξε. Και παρόλα αυτά εγώ συνέχιζα να είμαι χάλια, ήμουνα όλο το βράδυ μέσα της και έκλαιγα. Διότι διάολε, πότε θα είμαστε ξανά καλά? Μεταξύ μας? Πότε θα ξεπεράσουμε την μπόρα που σε λίγα λεπτά θα ξεσπάσει? 

Πότε γαμώτο? 

Πότε?

"Μαράκι μου με αγαπάς?" επαναλαμβάνω πάνω στα δυο μικρά ροζ χειλάκια της. Τα χέρια μου πιέζουν το λεπτό κορμάκι της πάνω μου, το σώμα μου τρέμει, η καρδιά μου επίσης. 

Πρέπει να το πεις.

"Τι ερώτηση είναι αυτή?" με ρωτάει το κορίτσι μου και σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάγουλα μου. 

Γαμώτο, πες το δυνατά. 

"Προς απάντηση, θέλω να σε ακούσω να μου το λες" την παρακαλάω και την σφίγγω ακόμη περισσότερο πάνω μου, λίγο ακόμη και δεν θα μπορεί να πάρει ανάσα. Αλλά δεν με νοιάζει, θέλω να διασφαλίσω την συνθήκη για να μην μου φύγει. 

Το καθυστερείς, και δεν θα το πεις.

"Αχ Μιχάλη μου" η μικρή μου αναστενάζει. Τις λατρεύω αυτές τις φωνούλες. "Τόσα χρόνια είμαστε μαζί και ακόμη δεν-"

"Είμαστε πολλά χρόνια μαζί Μαράκι μου, όντως" την διακόπτω διότι τώρα, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να το παραδεχτώ, τώρα, γαμώ, τώρα. 

ΠΕΣ ΤΟ

"Δεν με χωρίζεις έτσι?" το κοριτσάκι μου έχει γουρλώσει τα απορημένα ματάκια της. Θέλω να γελάσω, πραγματικά το θέλω, αλλά τα δάκρυα υπερισχύουν. 

"Εσύ μπορεί να με χωρίσεις μωρό μου μετά από αυτό που θα σου πω" Παίρνω το βλέμμα μου από πάνω της και κοιτάω το πάτωμα. Δεν θα το αντέξω, αν με χωρίσει, δεν θα το αντέξω για αυτό και δεν θα το επιτρέψω. 

ΝΑΙ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΤΟ ΛΕΣ

"Πήγες με την Τίνα?" η Μαρία μου κάνει μια απότομη κίνηση και σηκώνεται αμέσως όρθια από πάνω μου. 

Τι? 

Ποια..?

Που πάει? 

"ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΡΝΙΔΙΟ ΤΗΝ ΦΙΛΟΛΟΓΟ ΣΟΥ ΠΟΥ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ.." το κορίτσι μου ξεκίνησε να τρέμει. Περπατάει πάνω κάτω στο μικρό γραφείο του σπιτιού με βήμα νευρικό. 

Όχι, όχι γαμώτο όχι. 

Μην το πας εκεί. 

"Κάτσε κάτω" την διατάζω και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο το Μαράκι μου χαρίζει το πιο δολοφονικό βλέμμα της. Το μετανιώνω στο δευτερόλεπτο. "Δεν σε έχω απατήσει με καμία Τίνα, σε παρακαλώ μωρό μου έλα εδώ" της μιλάω πιο γλυκά αυτήν την φορά και καταριέμαι τον εαυτό μου που πριν της ύψωσα την φωνή μου. Το Μαράκι θέλει να το παίρνεις με το καλό, ειδικά όταν για τον οποιονδήποτε λόγο έχει νεύρα. 

"Και αν δεν με απάτησες, ήσουν στο τσακ, είμαι σίγουρη" το μωρό μου τοποθετεί τα χεράκια της κάτω από το στήθος της και με κοιτάει εξαγριωμένη. Πάει καιρός που έχει να το κάνει αυτό, να χάσει έστω για μια στιγμή την εμπιστοσύνη της στην αφοσίωση μου. Δεν την αδικώ. Το παρελθόν μου είναι βεβαρημένο. 

ΝΑΙ ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΗΣ ΜΙΛΗΣΕΙΣ

ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΤΩΡΑ

"Το ξέρεις πόσο σε αγαπάω σωστά?" την ρωτάω και την πιέζω να κάτσει πάλι πάνω μου. Θέλω να την έχω αγκαλιά όσο της το λέω, να την αγγίζω και να με αγγίζει, να την νιώθω και να με νιώθει. Και δεν μπορεί, θα είναι πιο γλυκιά, πιο επιεικής. Πρέπει να είναι βασικά, το έχω ανάγκη. 

"Το ξέρεις" συνεχίζω να μιλάω εγώ από την στιγμή που δεν το κάνει το κορίτσι μου. Πλέον την έχω πάλι πάνω στα πόδια μου, μες στην αγκαλιά μου, εδώ που ανήκει. "Και για αυτό δεν με κοιτάς, γιατί τα ματάκια σου τα όμορφα θα μου πουν αυτό που δεν μου λένε τα χειλάκια σου" 

ΑΛΛΟΥ ΤΟ ΠΑΣ

ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΠΑΣ

"Και εσύ με αγαπάς Μαράκι μου.." της λέω και ανασυγκροτούμαι, μαζεύω ότι ψυχική δύναμη διαθέτω για να της το πω. Χωρίς άλλες περιττές εισαγωγές, χωρίς άλλες άσκοπες καθυστερήσεις. Οι εξηγήσεις που θα δοθούν μετά, δεν μπορούν να περιμένουν άλλο. 

"Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν μπορώ να σε βλέπω να βασανίζεσαι άλλο" ψιθυρίζει το κορίτσι μου και ταυτόχρονα παίζει με μια κλωστούλα από το μαύρο μου φούτερ. Δεν με κοιτάει όχι, τα ματάκια της είναι στραμμένα στα χεράκια της, αυτά τα χεράκια που τόσο πολύ αγαπώ, τόσο πολύ λατρεύω. 

"Θα σου πω τι έχω" 

Παίρνω μια βαθιά ανάσα

ΤΩΡΑ

"Αλήθεια?" το Μαράκι καρφώνει απότομα το βλέμμα της πάνω μου. 

Ανυπομονεί το μωρό μου. 

Η αγάπη μου η όμορφη. 

"Πες μου.." επιμένει και περνάει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου. Κλείνω τα μάτια μου και την σφίγγω όσο περισσότερο γίνεται πάνω μου. Θέλω αυτή η στιγμή να μείνει για πάντα χαραγμένη μέσα μου. Είναι η στιγμή μας, είναι η πιο δύσκολη στιγμή στην σχέση μας. Και θα την ξεπεράσουμε, θα το ξεπεράσουμε, και αυτό μαζί, οι δυο μας. 

"Κάποτε μωρό μου.." της μιλάω και χώνω το κεφάλι μου στο στήθος της, πάνω από το σημείο της καρδιάς της. "Ήρθες και μου είπες ότι είσαι έγκυος, το θυμάσαι?" 

ΔΕΝ ΤΟ ΞΕΚΙΝΑΣ ΚΑΛΑ

ΓΙΝΕ ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ

"Δεν θέλω να σε σοκάρω αλλά αυτό ήρθα και στο είπα έξι φορές συνολικά" το κορίτσι μου γελάει, νομίζω. "Εσύ σε ποια αναφέρεσαι ακριβώς?" 


Ξεκινάω να τρέμω


"Στην πρώτη"


Σιωπή 


"Ήμασταν νέοι"


Και πάλι σιωπή


"Και κάναμε λάθη"


...

Γιατί δεν μιλάει?


"Βέβαια αυτό το λάθος αν είχα την δυνατότητα να το κάνω ξανά θα το έκανα, και πάλι από την αρχή, και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη φορά, όσες ζωές και αν ζούσα, πάντα την ίδια επιλογή θα έκανα, πάλι θα επέλεγα εμάς, γιατί εμάς επέλεξα, αν το δεις πιο βαθιά, όλα για εμάς τα έκανα, όλα"


Και περιμένω 

Και περιμένω να πει κάτι, οτιδήποτε. 

Αλλά δεν το κάνει, το μωρό μου δεν μιλάει. 


"Για αυτό σου λέω πρέπει να με καταλάβεις" 


Ακούω την καρδιά της, την ακούω να χτυπάει. 


"Να καταλάβω τι ακριβώς?" 


Και την πιέζω όλο και περισσότερο πάνω μου. 

Την κλείνω όλο και περισσότερο στην αγκαλιά μου. 


"Συγχώρεσε με" 


Σιωπή

Ενοχλητική σιωπή


"Τι έκανες?" 


Κλαίω 

Κλαίω και δεν μπορώ να πάρω ανάσα


Δεν μπορώ να το κάνω, όχι. 

Ίσως και να μην θέλω. 


"Όταν πήρα τα αποτελέσματα στα χέρια μου.. δεν.. δεν μπορείς να φανταστείς.. φοβήθηκα.. φοβήθηκα πολύ.. διότι φαντάστηκα το μετά.. και πίστεψα πως θα σας έχανα.. και δεν θα το άντεχα αυτό.. σε παρακαλώ.. σου ζητάω να με καταλάβεις.. ήμουν πολύ ερωτευμένος μαζί σου.. και το μωρό μας.. το είχα αγαπήσει πριν καν γεννηθεί.. ανάθεμα.. ήσασταν η οικογένεια μου Μαρία.. η οικογένεια που ποτέ δεν ένιωσα ότι έχω"


Και τότε το κάνει. 

Το ακούω. 

Ή μάλλον όχι. 

Δεν το ακούω. 

Δεν την ακούω.

Η καρδιά της σταμάτησε.

Σταμάτησε να χτυπάει. 


"Συγγνώμη"


Την σφίγγω πιο δυνατά. 

Μαζί μου, εδώ ανήκει. 


"Χίλια συγγνώμη, άπειρα συγγνώμη" 


Της μιλάω μόνο εγώ, κλαίω μόνο εγώ, τρέμω μόνο εγώ. 

Το μικρό σωματάκι της μικρής μου είναι κρύο, ακίνητο, άψυχο στην αγκαλιά μου. 


Το κατάλαβε


"Δεν σου ζητάω να με δικαιολογήσεις αλλά να με νιώσεις, να νιώσεις την καρδιά μου, και έπειτα να θυμηθείς μωρό μου, να θυμηθείς τι ζήσαμε τότε, σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Ζωγράφου, εκεί, πως χτυπούσε η γαμημένη όταν σου έκανα έρωτα, θυμήσου την αγάπη μου για εσένα, θυμήσου τις στιγμές που ζήσαμε, ήσουν ευτυχισμένη Μαράκι, και εγώ ήμουν ευτυχισμένος, ήμασταν μαζί, ήμασταν ερωτευμένοι, δεν μπορούσα να μας διαλύσω, όχι μωρό μου, δεν είχα άλλη επιλογή, δεν μπορούσα να σε χάσω, δεν ήθελα" 


Η καρδιά μου πάει να σπάσει. 

Το μέσα μου σπαράζει. 


ΤΗΝ ΑΓΑΠΟΥΣΑ ΓΑΜΩ

ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΑΩ ΑΚΟΜΗ


ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΗΣΕΙ


"Πες κάτι.." την παρακαλώ διότι δεν βγάζει άχνα, και ρε πούστη μου δεν αντέχεται! Δεν αντέχεται να μην μιλάει, να μένει σιωπηλή, να μένει απαθής. Θέλει να με χτυπήσει? Ας το κάνει. Δεν θα αμυνθώ, θα κάτσω να με ξεσπάσει πάνω μου, δεν με νοιάζει, αρκεί να το βγάλει από μέσα της. Διότι τον νιώθω.. τον νιώθω τον θυμό της, γουργουρίζει το ηφαίστειο μέσα της. 


"Είναι παιδί του Δημήτρη δηλαδή?" 


Σηκώνω απότομα το κεφάλι μου προς τα πάνω. Προσπαθώ να διασταυρώσω τα βλέμματα μας, αλλά το μαλακισμένο το δικό μου είναι θολό, από τα δάκρυα. Σκουπίζω τα μάτια μου με την άκρη από το φούτερ μου και τότε την βλέπω.. και σπάω.. και σιχτιρίζω την ζωή μου.. διότι αυτή η απάθεια.. αυτή η γαμημένη η απάθεια στο χλωμό προσωπάκι της.. 


"Συγγνώμη" της ζητάω ξανά και δεν το σκέφτομαι δεύτερη φορά, κολλάω τα υγρά χείλη μου πάνω στα δικά της. Και προσπαθώ να τα φιλήσω, και τα φιλάω, μόνο εγώ όμως, μόνο. Διότι η μικρή μου, το κοριτσάκι μου, το γλυκό το μωράκι μου δεν κουνάει τα ροζ χειλάκια της. 

Μην μένεις αμέτοχη γαμώτο..

Μην το κάνεις αυτό ψυχή μου.. 

Μην μου το κάνεις αυτό.. 

"Σε ρώτησα κάτι" η Μαρία μου τοποθετεί τα χέρια της στο στήθος μου και με απομακρύνει όσο της επιτρέπω. Ελάχιστα δηλαδή

"Και εγώ σου ζήτησα κάτι" 

Δεν αντέχω να της το πω τόσο ανοιχτά. 

Απλά δεν αντέχω.

"Μην με φιλάς" η αγάπη μου τραβάει το προσωπάκι της μακριά από το δικό μου. 

Κάτι σπάει μέσα μου. 

"Και αν μπορείς άφησε με" 

Γίνεται χίλια κομμάτια για την ακρίβεια. 

"Θα με συγχωρέσεις?" την ρωτάω ανυπόμονα και μαζεύω με τα χίλια ζόρια τα χέρια μου από πάνω της. Πάω με τα νερά της προς το παρόν, η κατάσταση αυτή θέλει ειδική μεταχείριση. 

"Θα μου απαντήσεις?" 

Το κορίτσι μου σηκώνεται απότομα από πάνω μου.

Το ίδιο κάνω και εγώ. 

"Αν δεν εξασφαλίσω πρώτα την παραδοχή της αγάπης σου και την συγχώρεση σου.." 

Καρφώνω το βουρκωμένο βλέμμα μου στο δικό της. 

Πράσινο στο καφέ

Απελπισία στην απάθεια

Η οποία όμως δεν κρατάει για πολύ. Όσο τα βλέμματα μας αναμετρώνται σε έναν άηχο, βουβό αγώνα, το βλέπω μέσα της, μέσα στα μάτια της. Η απάθεια σιγά σιγά υποχωρεί, ο θυμός παίρνει την θέση της. Τουλάχιστον τώρα μπήκαμε στον σωστό δρόμο. Θα με βρίσει, θα με χτυπήσει, θα ξεσπάσει αλλά στο τέλος θα με συγχωρήσει. Γιατί αν δεν με συγχωρήσει.. 

Θα πεθάνω

"Που το έβαλες?" η Μαρία σπάει την έντονη οπτική μας επαφή και κοιτάει τον χώρο γύρω της. 

Κοιτάω εκεί που κοιτάει. 

Ποιο?

"Είχες κάνει τεστ dna" μιλάει από την στιγμή που δεν το κάνω εγώ και ξεκινάει να περπατάει έξω από το γραφείο της. 

Γαμώ την πουτάνα μου γαμώ

Τι πήγε και θυμήθηκε τώρα?

"Το έχω εξαφανίσει" παραδέχομαι και τρέχω πίσω της. Το μωρό μου μπαίνει μες στο δικό μου γραφείο, κοιτάει για μια στιγμή τριγύρω της και στην συνέχεια πηγαίνει στην βιβλιοθήκη μου. 

"Λες ψέματα" αποκρίνεται και ξεκινάει να ξεφυλλίζει τα βιβλία μου ένα ένα. Με όποιο τελειώνει το πετάει στο πάτωμα. Έστω.. αν έτσι θέλει να ξεσπάσει ας μου διαλύσει και το σπίτι. Στα παπάρια μου. "Αλλά από πάντα αυτό δεν έκανες? Μα τι λέω! Φυσικά! ΜΟΝΟ ΨΕΜΑΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΨΕΜΑΤΑ. ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΣ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΟΠΩΣ ΓΟΥΣΤΑΡΕΣ, ΕΔΙΝΕΣ ΤΗΝ ΤΡΟΠΗ ΠΟΥ ΕΣΥ ΗΘΕΛΕΣ, ΚΑΙ ΕΝΤΑΞΕΙ ΝΑ ΤΟ ΕΚΑΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΣΟΥ, ΑΛΛΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΜΟΥ?"

Στην αύξηση του τόνου της φωνής της δεν σοκαρίστηκα τόσο όσο σοκαρίστηκα στον άσεμνο χαρακτηρισμό. Αλλά δεν είναι αυτό που με πόνεσε περισσότερο. 

Είπε η κόρη της

Άκουσα καλά? 

"ΠΩΣ ΤΟΛΜΗΣΕΣ?" η Μαρία μου φωνάζει και πετάει τα βιβλία με μανία. "ΠΩΣ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΤΟΛΜΗΣΕΣ ΡΕ ΚΑΘΙΚΙ? ΠΩΣ? ΠΩΣ? ΠΩΣ? ΠΟΥ ΤΟ ΒΡΗΚΕΣ ΤΟΣΟ ΘΡΑΣΟΣ? ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΦΤΑΙΣ ΕΣΥ ΟΧΙ! ΕΓΩ ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΓΩ! ΠΟΥ ΣΕ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΗΚΑ! ΟΧΙ ΜΙΑ ΟΧΙ ΔΥΟ ΑΛΛΑ ΧΙΛΙΕΣ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ! ΚΑΙ ΠΟΥ ΚΑΤΕΛΗΞΑ?" 

Σφίγγω τις γροθιές μου, σφίγγω το σώμα μου ολόκληρο. Θράσος? Θεωρεί τον έρωτα μου θράσος? Θεωρεί την αγάπη μου, την αφοσίωση μου για εκείνη θράσος? Πιέζω τον ευατό μου να μην μιλήσει, την αφήνω να ξεσπάσει, και σιωπηλά εύχομαι να τελειώσει.. όλη αυτή η τρέλα να λάβει τέλος. 

"ΕΙΜΑΙ 41 ΧΡΟΝΩΝ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΚΑΙ ΜΑΘΑΙΝΩ ΤΩΡΑ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΟΤΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΔΕΝ ΤΟ ΜΕΓΑΛΩΣΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ. ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ?" η Μαρία φωνάζει, φωνάζει και γελάει. "ΕΠΕΙΔΗ ΕΝΑΣ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΛΟΓΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣ ΕΤΣΙ ΓΟΥΣΤΑΡΕ, ΔΙΕΛΥΣΕ ΜΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΙ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΟΥ, ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ ΤΗΝ ΗΘΕΛΕ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕ, ΖΗΛΕΥΕ, ΖΗΛΕΥΕ ΤΟΝ ΚΟΛΛΗΤΌ ΤΟΥ, ΖΗΛΕΥΕ ΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΜΟΥ ΜΑΖΙ ΤΟΥ, ΖΗΛΕΥΕ ΤΟΥΣ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΓΥΡΩ ΤΟΥ" 

Ξεροκαταπίνω

Κάνω ένα βήμα πιο κοντά της.. 


Και πάω πάλι πίσω στην θέση μου. 


Είναι ο θυμός. 

Μιλάει ο θυμός.

Και λέει βλακείες.


"Ήμουν ερωτευμένος μαζί σου" της μιλάω ήρεμα και αργά. Αν και μέσα μου τρέμω, τρέμω από τα νεύρα, τρέμω από την απογοήτευση μου. Είμαι ο άνδρας της και ο πατέρας των έξι -και το τονίζω το έξι- παιδιών της. Και με χαρακτηρίζει έτσι? Τόσο αισχρά?

"ΜΑΛΑΚΙΕΣ" το Μαράκι πετάει ακόμη ένα βιβλίο στο πάτωμα. "ΚΟΛΛΗΜΕΝΟΣ ΗΣΟΥΝ, ΕΜΜΟΝΙΚΟΣ, ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΛΟΓΟΣ, ΑΠΙΣΤΟΣ, ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΛΛΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΟΛΑ ΜΑΛΑΚΑΣ. ΚΑΙ ΕΓΩ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΜΑΛΑΚΑ ΤΟΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΗΚΑ! ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΑ! ΚΑΙ ΕΚΑΝΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΑΖΙ ΤΟΥ! ΚΑΙ ΤΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑ?" το μωρό μου πλέον τρέμει, τρέμει και κλαίει.

Ε αυτό ήταν.

Δεν αντέχω άλλο.

Κάνω μερικά μεγάλα βήματα και την πλησιάζω, αρπάζω το βιβλίο από το χέρι της και τυλίγω τα δικά μου γύρω από το κορμάκι της. "Άκουσε με.." της ζητάω αλλά μόλις το κορίτσι μου νιώσει το άγγιγμα μου, σεληνιάζεται. Αρχικά με φτύνει στο πρόσωπο και ύστερα προσπαθεί με τα χίλια ζόρια να βγει από την αγκαλιά μου. 

"ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΑΓΓΙΞΕΙΣ ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΣΟΥ" φωνάζει και ταυτόχρονα ξεκινάει να με χτυπάει όπου βρει. Κλείνω τα μάτια μου και το δέχομαι, τα δέχομαι όλα. Μόνο που δεν την αφήνω, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, είναι πέρα από τις δυνάμεις μου. 

"Σε αγαπούσα" της λέω ανάμεσα στα χτυπήματα, μόνο και μόνο για να δεχτώ και άλλη πιο δυνατά. 

"ΔΕΝ ΑΓΑΠΟΥΣΕΣ ΕΜΕΝΑ ΑΛΛΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ, ΑΘΛΙΕ, ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΑΦΗΣΕ ΜΕ" 

ΠΟΤΕ ΓΑΜΩ 

ΠΟΤΕ

"ΕΧΕΙΣ ΔΙΚΙΟ" πλέον φωνάζω και εγώ. "ΔΕΝ ΑΓΑΠΟΥΣΑ ΕΣΕΝΑ, ΑΛΛΑ ΟΥΤΕ ΕΜΕΝΑ, ΑΓΑΠΟΥΣΑ ΕΜΑΣ, ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΥΟ, ΜΑΖΙ" ανοίγω απότομα τα μάτια μου, τα καρφώνω στα κατακόκκινα από το κλάμα της Μαρίας μου και με μια απότομη κίνηση την κολλάω πάνω στην βιβλιοθήκη μου. Πιέζω το σώμα μου πάνω στο δικό της και το υπόσχομαι στον εαυτό μου, από εδώ πέρα δεν θα φύγει αν δεν μου πει ότι με συγχωρεί. 

"ΛΕΣ ΨΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ" 

"ΛΕΩ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΒΑΘΙΑ ΜΕΣΑ ΣΟΥ ΤΟ ΝΙΩΘΕΙΣ ΚΑΙ ΕΣΥ"

"Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΚΔΟΤΟ! ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ? ΑΝΕΚΔΟΤΟ! ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ ΚΑΙ ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΟ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΤΟ ΧΑΡΤΙ! ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΣΕ ΠΙΣΤΕΥΩ ΡΕ! ΟΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΑΠΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΠΙΣΤΕΨΩ! ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΟ ΔΩ ΓΡΑΜΜΕΝΟ! ΜΕ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΓΙΑΤΡΟΥ! ΟΤΙ Η ΚΟΡΗ ΜΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΜΟΥ" 

Στο άκουσα της φράσης κόρη της ανάβουν κόκκινα λαμπάκια στο οπτικό μου πεδίο. 20 χρόνια τώρα, 20 γαμημένα χρόνια την μεγαλώνω εγώ και ανάθεμα, το κάνω με όση περισσότερη αγάπη μπορώ. Δεν αντέχω να την ακούω να λέει ότι επειδή δεν είμαι ο βιολογικός της πατέρας δεν είμαι ο πατέρας της. 

"ΕΓΩ ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΔΙΠΛΑ ΤΗΣ ΟΤΑΝ ΕΠΕΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΚΑΙ ΕΤΡΕΧΕ ΤΟ ΑΙΜΑ ΠΟΤΑΜΙ? ΕΓΩ ΔΕΝ ΠΗΓΑ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΟΤΑΝ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΠΟΥ ΤΗΣ ΕΚΑΝΕ ΜΠΟΥΛΙΝΓΚ ΤΗΝ ΚΛΕΙΔΩΣΕ ΣΤΟ ΜΠΑΝΙΟ? ΕΜΕΝΑ ΔΕΝ ΖΗΤΟΥΣΕ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΕΚΛΑΙΓΕ? ΕΓΩ ΔΕΝ ΤΗΝ ΚΟΙΜΙΖΑ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΠΟΥ ΞΥΠΝΟΥΣΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΦΙΑΛΤΕΣ? ΕΓΩ ΔΕΝ ΠΗΓΑ ΣΤΟΥ ΔΙΑΟΛΟΥ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΝΑ ΤΗΣ ΒΡΩ ΣΠΙΤΙ ΟΤΑΝ ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΣΧΟΛΗ? ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ Ο ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΑΣ Ε ΠΟΥ?" 

Είμαι σίγουρος, είμαι κάτι παραπάνω από σίγουρος, πως ο ηλίθιος που με τον οποίο πήγε και πηδήχτηκε η Μαρία χρόνια πριν, δεν θα έκανε ούτε τα μισά από όσα έκανα εγώ, ούτε τα μισά. Δεν την αγαπούσε, δεν τον ένοιαζε η κόρη του, και δεν θα τον ένοιαζε τίποτα και ποτέ. Σκοπός της ζωής του ήταν η καλοπέραση του και μόνο, μόνο αυτή, καμία άλλη.

"ΠΟΥ ΗΤΑΝ?" Η Μαρία ωρύεται στην αγκαλιά μου. "ΝΑ ΣΟΥ ΘΥΜΙΣΩ ΟΤΙ ΠΕΘΑΝΕ! ΠΕΘΑΝΕ ΓΑΜΩΤΟ ΠΕΘΑΝΕ! ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΕ ΚΑΝ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΚΟΡΗ! ΤΩΡΑ ΟΛΑ ΘΑ ΗΤΑΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ! ΘΑ ΕΙΧΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙ ΕΚΕΙΝΟΝ ΚΑΙ ΘΑ-"

"Μ Α Λ Α Κ Ι Ε Σ" φωνάζω μπροστά στο πρόσωπο της και σφίγγω τα χέρια μου ακόμη περισσότερο γύρω από τα μπράτσα της. "ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ Ο ΜΗΤΣΟΣ ΕΙΧΕ ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΝΑ ΣΤΑΘΕΙ ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ? Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΤΡΕΛΑ, ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕΣ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙ ΤΟΥ, ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΓΑΜΗΜΕΝΗ" 

"ΘΑ ΤΟ ΕΚΑΝΑ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΜΟΥ, ΘΑ ΠΡΟΣΠΕΡΝΟΥΣΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑ ΤΗΣ, ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΜΠΑΜΠΑ ΤΗΣ, ΚΑΙ ΑΦΗΣΕ ΜΕ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΚΑΙ ΕΓΩ ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ" 

"ΟΧΙ ΓΑΜΩΤΟ ΜΟΥ ΟΧΙ ΔΕΝ ΣΕ ΑΦΗΝΩ! ΟΠΩΣ ΔΕΝ ΤΟ ΕΚΑΝΑ ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΚΑΝΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ. ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΣ ΟΤΙ ΘΑ ΜΕ ΠΑΡΑΤΟΥΣΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΤΟ ΕΙΠΑ ΠΟΤΕ, ΝΑΙ ΕΚΑΝΑ ΤΟ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΤΟ ΤΕΣΤ, ΒΓΗΚΕ ΑΣΥΜΒΑΤΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΤΟ ΕΙΠΑ ΠΟΤΕ! ΚΑΙ ΞΕΡΕΙΣ ΓΙΑΤΙ? ΓΙΑΤΙ ΓΑΜΩΤΟ ΗΜΟΥΝ ΤΡΕΛΟΣ ΓΙΑ ΕΣΕΝΑ, ΣΕ ΕΙΧΑ ΕΡΩΤΕΥΤΕΙ ΦΟΥΛ ΚΑΙ ΣΕ ΗΘΕΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΜΟΥ, ΤΟΣΟ ΚΑΚΟ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ?" 

Ζω όλα τα τελευταία χρόνια έναν εφιάλτη. Φοβόμουν πολύ, φοβόμουν να μην μαθευτεί, είχα φτιάξει όλα τα πιθανά σενάρια στο μυαλό μου για το πως μπορούσε να αποκαλυφθεί ένα τέτοιο μυστικό και κατέστρεφα κατά καιρούς τα στοιχεία από το καθένα. Αναλογίστηκα πολλές φορές τον λόγο που είπα ψέματα τότε. Και με δικαιολόγησα, όλες τις φορές.  

Ήμουν, είμαι και θα είμαι ένας ερωτευμένος άνδρας. 

Αν αυτό είναι λάθος, σκοτώστε με. 

"Αυτό είναι το πρόβλημα" η Μαρία μου κατεβάζει τον τόνο της φωνής της και σταματάει να χτυπιέται σαν το χταπόδι στην αγκαλιά μου. Επιτέλους

"Είναι τα αισθήματα μου για εσένα πρόβλημα?" την ρωτάω και την κολλάω με δύναμη πάνω στο σώμα μου. Θέλω να νιώσει την καρδιά μου, πως χτυπάει, για εκείνη και μόνο για εκείνη. 

"Όχι" μου απαντάει και χαμογελάει πικραμένα. "Ο χαρακτήρας σου είναι το πρόβλημα, το γεγονός ότι τα θέλεις όλα δικά σου και επιδιώκεις να γίνονται όλα με τον δικό σου τρόπο. Δεν σε νοιάζουν οι άλλοι, τα συναισθήματα τους, οι προθέσεις του, φτάνει εσύ να το θέλεις, και με όποιο κόστος το καταφέρνεις. Αλλά αυτό το κόστος.." το Μαράκι μου κάνει νόημα να δω την φωτογραφία της Έλλης μου που είναι πάνω στο γραφείο μου. "Είναι η κόρη μου και είναι κάτι που θα πληρώσεις ακριβά" 

Κάτι στο ύφος της.. 

Κάτι στο βλέμμα της.. 

Νιώθω έναν πάγο. Και ο καυγάς μας προηγουμένως μόνο φωτιά ήταν. Είναι η απάθεια στα μάτια της, ή μάλλον, όχι, η παραίτηση είναι που με θορυβεί. Πάντως αν νομίζει ότι θα την αφήσω να παραιτηθεί δεν έχει ιδέα. Δεν την έχασα τότε, και θα το κάνω τώρα? 

"Τι γίνεται εδώ μέσα?" η φωνή της Αναστασίας μας κάνει να σπάσουμε την πιο έντονη οπτική επαφή που είχαμε από τότε που γνωριστήκαμε, ήταν μια σιωπηλή αναμέτρηση που όμως διακόπηκε. Και ο νικητής? Άγνωστος

"Επιστρέψατε?" την ρωτάει η Μαρία και εγώ αφήνω αμέσως ελεύθερα τα χέρια της από το κράτημα μου. Δεν θέλω να καταλάβει κανένα από τα παιδιά ότι μαλώσαμε πόσο μάλλον τον λόγο που το κάναμε. 

"Ναι" της απαντάει η μεσαία μας κόρη και κοιτάζει ερευνητικά το γραφείο μου.

"Τα αγόρια?" ρωτάω αμήχανα. 

Πώς θα δικαιολογήσω τον κακό χαμό που επικρατεί εδώ μέσα?

"Πλένουν τα χέρια και κατεβαίνουν για φαγητό" το ύφος της κόρης μου είναι πλέον πονηρό. "Πάντως αν σας διακόψαμε από κάτι που κάνατε και δεν το τελειώσατε μπορούμε να φύγουμε για να-"

"Να κόψεις τις εξυπνάδες και να πας στο δωμάτιο σου να φτιάξεις βαλίτσα" η Μαρία διακόπτει την κόρη μας και εγώ παγώνω. "Και να πεις στα αδέρφια σου να μην κατέβουν για φαγητό, θέλω να τους ετοιμάσω, φεύγουμε" 

Εμ..

Δεν..

Δηλαδή..


Αποκλείεται


"Πάμε ταξίδι?" η Αναστασία λάμπει ολόκληρη. 

Η Μαρία γυρνάει και με κοιτάει. 


Καφέ στο πράσινο

Αποφασιστικότητα στον φόβο


"Χωρίς τον μπαμπά"



















Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top