Kεφάλαιο 37

Άρης

"ΤΙ ΣΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟ..?" 

Με το που ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μου μένω μαλάκας με τα κλειδιά στο ένα χέρι και την σακούλα από τον φούρνο στο άλλο. Πήγα το πρωί την Άννα στο νοσοκομείο που εφημέρευε και επιστρέφοντας αποφάσισα να σταματήσω να πάρω μερικά κρουασάν για την Ζωή, κάτι μπισκότα με φυστικοβούτυρο για τον Βύρωνα και πιτσάκια για τον Στέλιο. 

Το θέαμα που εκτυλίσσεται όμως μπροστά στα μάτια μου..

"ΠΕΣ ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΤΑΝΙΟ ΜΟΥ ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΙΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟ ΕΙΝΑΙ" 

Ο μεγάλος μου γιος έχει στριμώξει την Ζωή σε μια γωνία του σαλονιού, την έχει πιάσει από το μπράτσο και της φωνάζει κατακόκκινος από τα νεύρα. Θα του φέρω τα πιτσάκια στο κεφάλι, μα τω Θεώ. 

"ΆΣΕ ΉΣΥΧΗ ΤΗΝ ΑΔΕΡΦΗ ΣΟΥ" του φωνάζω και κλείνω με δύναμη την πόρτα πίσω μου. Προσπερνάω κάτι σπασμένα γυαλιά στο πάτωμα, πέφτω πάνω του και τον αναγκάζω να ξεκολλήσει από την Ζωή. 

"ΑΣΕ ΜΕ ΡΕ ΑΡΗ" φωνάζει ο Στέλιος και προσπαθεί να πιάσει ξανά την μονάκριβη μου. Μόνο πάνω από το πτώμα μου

"Μπαμπά θα με σκοτώσει!" η βουρκωμένη Ζωή κάνει έναν φαντασμαγορικό ελιγμό και απομακρύνεται αμέσως από τον αδερφό της. Ευτυχώς γλίτωσε, για σήμερα τουλάχιστον. 

"ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ" ο Στέλιος κάνει σαν τρελός στην αγκαλιά μου, παλεύει να ξεφύγει αλλά δεν τον αφήνω, όχι σήμερα, ούτε ποτέ ξανά.

"ΜΗΝ ΜΙΛΑΣ ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΣΤΗΝ ΑΔΕΡΦΗ ΣΟΥ" του φωνάζω και τον ακινητοποιώ πάνω μου. Αν όλο αυτό γίνεται επειδή ήπιε ξανά.. 

Σφίγγω δόντια

Χτες το βράδυ η Άννα μου, η γυναίκα της ζωής μου, η βασίλισσα μου, έκλαιγε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες στην αγκαλιά μου. Μετά τα γεγονότα στο νοσοκομείο, δεν άντεξε, το κορίτσι μου λύγισε. Είχαμε πει να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση του Στέλιου με συζητήσεις και σωστό προσανατολισμό αλλά μάλλον η τακτική αυτή δεν απέδωσε, χρειάζεται να γίνει κάτι πιο δραστικό. 

"ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ" 

Παρατηρώ το πρόσωπο του αγοριού μου. 

Τι στον πούτσο?

Δακρύζει?

"ΤΙ ΕΠΑΘΕΣ ΡΕ?" αφήνω τα χέρια του και πιάνω το πρόσωπο του. Τον αναγκάζω να με κοιτάξει, μαύρο στο μαύρο, απορία στην οργή. "ΚΑΙ ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ ΟΙ ΓΑΖΕΣ? ΤΙΣ ΕΒΓΑΛΕΣ?" γουρλώνω τα μάτια όταν βλέπω ότι προσπάθησε να βγάλει και τα ράμματα. 

"Η Όλγα.." η Ζωή βρίσκεται σε αμυντική στάση στην άλλη άκρη του σαλονιού κρατώντας ένα φωτιστικό στο χέρι της. Θεέ μου, αν βαρέσει με αυτό το κεφάλι του Στέλιου η Άννα θα με σκοτώσει, της το έκανε δώρο ο πρώτος της ασθενής. 

"ΜΗΝ ΛΕΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ" ο Στέλιος στο άκουσμα της ξανθούλας γίνεται μαινόμενος ταύρος που μόλις του κουνήσαν κόκκινο πανί. Προσπαθεί να μου ξεφύγει αλλά δεν τον αφήνω, είπα δεν πρόκειται να τον αφήσω ξανά. 

"ΠΑΣ ΚΑΛΑ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ?" η Ζωή ωρύεται. "ΠΡΩΤΑ ΚΑΝΕΙΣ ΛΙΜΠΑ ΤΟ ΣΑΛΟΝΙ ΕΠΕΙΔΗ ΘΕΣ ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΤΑ ΈΦΤΙΑΞΕ Η ΚΟΛΛΗΤΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ ΜΟΥ ΛΕΣ ΝΑ ΜΗΝ ΛΕΩ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ? Έχει δίκιο η μαμά, χρειάζεσαι ψυχίατρο, άλλη λύση δεν υπάρχει" 

Παγώνω

Το ίδιο και ο Στέλιος

Που ξέρει η μικρή τι συζητούσαμε με την μάνα της χτες το βράδυ?

 "Τι είπε η Άννα?" ο Στέλιος καρφώνει τα μπλε-μωβ μάτια του στα μισόκλειστα δικά μου. Δεν ήταν σωστός αυτός ο τρόπος να το μάθει, δεν έπρεπε να γίνει αυτό. 

"Στεναχωρήθηκε αγόρι μου που σε είδε έτσι χτες και-"

"Μ Α Λ Α Κ Ι Ε Σ" ο Στέλιος απομακρύνει απότομα τα χέρια μου από το πρόσωπο του. "ΈΝΑΝ ΧΡΟΝΟ ΤΩΡΑ ΜΙΑ ΧΑΡΑ ΤΑ ΒΓΑΖΩ ΠΕΡΑ, ΧΤΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΤΙΠΟΤΑ ΤΟ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ, ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΤΡΕΛΟΓΙΑΤΡΟ, ΕΝΑ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΛΟΝΔΙΝΟ ΘΕΛΩ" 

Μένω μαλάκας να τον βλέπω να περπατάει σαν μανιακός πάνω κάτω στο σαλόνι. Πατάει και τα σπασμένα γυαλιά, μα καλά δεν τον νοιάζει? Δεν πονάει? Αλλά τι λέω.. ο πόνος στην καρδιά του είναι πιο έντονος. 

"Ζωή πήγαινε στο δωμάτιο σου" διατάζω την μικρή μου πριγκίπισσα. Δεν πάει άλλο, ως εδώ, τώρα θα μιλήσουμε εγώ και ο Στέλιος, πατέρας με γιο. 

"Μα μπαμπά δεν νομίζεις ότι-"

"ΖΩΗ ΜΙΛΗΣΑ" την διακόπτω αν και δεν συνηθίζω να το κάνω. Απλά τώρα προέχει η ψυχική και σωματική υγεία του Στέλιου, όχι η γνώμη της Ζωής. 

"Εντάξει.. αλλά αν ακούσω το οτιδήποτε να σπάει θα πάρω τηλέφωνο την μαμά" 

"Μην τολμήσεις" απαιτώ και της κάνω νόημα να χαθεί στο δωμάτιο της. 

Η Άννα μου πήγε άυπνη να βάλει stents σε δύο εμφραγματίες, ώρα είναι να ακούσει για τα νέα κατορθώματα του Στέλιου και οι εμφραγματίες να γίνουν τρεις. 

"Πες ότι θες αλλά σε πληροφορώ θα τα γράψω όλα στα αρχίδια μου" ο Στέλιος σταυρώνει τα χέρια του στο γυμνό του στήθος και με κοιτάει άγρια. "Τελειώνουμε με αυτήν την συζήτηση και πάω Λονδίνο να την βρω, να την κολλήσω στον τοίχο, να την πηδήξω σαν να μην υπάρχει αύριο, να μάθει η μικρή χαζή χορεύτρια σε ποιον ανήκει" μάλιστα.

Θυμός.

Θυμός και οργή. 

Τα πράγματα θα είναι δύσκολα. 

"Θες?" βγάζω από την πίσω τσέπη του τζιν μου το πακέτο με τα τσιγάρα μου και του προσφέρω ένα. Πέρυσι ήταν που ξεκίνησε να καπνίζει και φανερά μες στο σπίτι, προς μεγάλη απογοήτευση της Άννας μου. Άλλα κλάματα εκείνα.

Ο Στέλιος τοποθετεί ένα τσιγάρο στο στόμα μου και εγώ επίσης. Ανάβω το δικό μου, του πετάω τον αναπτήρα και ακολουθούν μερικά λεπτά σιωπής. Πλέον καθόμαστε ο ένας απέναντι από τον άλλον και καπνίζουμε με μια πρωτοφανή ηρεμία στα πρόσωπα μας. 

"Την μάνα σου την ερωτεύτηκα με τον που την είδα" του αποκαλύπτω και απλώνω τα δίμετρα πόδια μου πάνω στο τραπεζάκι. 

Ο Στέλιος με κοιτάζει περίεργα. 

Είναι σαν να μου λέει στα αρχίδια μου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι παιδί μου. 

"Την κυνηγούσα σαράντα μέρες ξέρεις μέχρι να καταφέρω να την ρίξω στο κρεβά-"

"ΜΠΑΜΠΑ ΕΛΕΟΣ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΕΙΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ? ΕΙΝΑΙ ΣΚΕΤΗ ΑΗΔΙΑ" 

Η φωνή της Ζωής ήταν αυτή?

"ΝΑΙ ΌΤΑΝ ΣΕ ΠΗΔΑΕΙ Ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ"

Ο Στέλιος της απαντάει από το σαλόνι.


ΠΑΓΩΝΩ

ΠΑΓΩΝΩ

ΠΑΓΩΝΩ


ΤΙ ΚΑΝΕΙ Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΠΟΥΣΤΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ?


Νιώθω ένα βάρος στο στέρνο μου. 

Και κάτι τσιμπήματα στο σαγόνι. 

Πως μοιάζει το έμφραγμα άραγε?


"Και επιστρέφω στο θέμα που μας καίει.." καλά όχι ότι το άλλο μου είναι αδιάφορο, αλλά θα το φτιάξω εγώ το μαλακιστήρι την επόμενη φορά που θα έρθει σπίτι μας, αν φύγει με πουλί και αρχίδια από εδώ μέσα εμένα να μην με φωνάζουν είδωλο

"Πραγματικά στα παπάρια μου τι κάνατε με την Άννα όταν ήσασταν φοιτητές" ο Στέλιος ξαπλώνει αναπαυτικά πίσω στον καναπέ και απλώνει και αυτός τα γυμνασμένα πόδια του πάνω στο τραπεζάκι. Να θυμηθώ να το καθαρίσω πριν το δει η Άννα. Το πάτωμα είναι σκληρό, με πιάνει η μέση μου κάθε φορά που με βάζει να κοιμηθώ εκεί. 

"Ξέρεις.. της έκανα πράγματα ασυγχώρητα.. τραβιόμασταν δύο χρόνια μέχρι να ηρεμήσει η σχέση μας.. και δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε στο μεσοδιάστημα.. αρκεί να σκεφτείς ότι μια φορά της πρότεινα να κάνουμε παρτούζα" 

Στην λέξη παρτούζα ο Στέλιος καρφώνει το έκπληκτο βλέμμα του πάνω μου. 

Τέλεια, τώρα έχω την προσοχή του. 

"Λες μαλακίες" 

Τι δεν με πιστεύει?

Γελάω

"Αλήθεια σου λέω, όταν έμαθα ότι κανόνισε συνάντηση για να γνωρίσω τον πατέρα μου και ταυτόχρονα καθηγητή της πίσω από την πλάτη μου, έγινα τούρκος, την κακομεταχειρίστηκα, την έπιασα από το λαιμό, την έριξα στο πάτωμα, την έβρισα και στο καπάκι πήγα με κάτι άλλες, σε ένα κωλόμπαρο τις είχα βρει, δεν θυμάμαι καν ποιες ήταν" 

"Και η μαμά που κολλάει?"

"Ήρθε το ίδιο βράδυ στο κωλόμπαρο να μου ζητήσει συγγνώμη, αλλά ήμουν τόσο θυμωμένος που δεν έβλεπα μπροστά μου από τα νεύρα, της πρότεινα να πάρει και αυτή μέρος στην παρτούζα και-" 

"ΘΑ ΚΑΝΩ ΕΜΕΤΟ" 

Η Ζωή πρέπει να μάθει να σταματήσει να κρυφακούει. 

"ΕΣΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΔΙΑΒΑΣΜΑ?" της φωνάζω από το σαλόνι. 

Υποτίθεται διαβάζει δεύτερη χρονιά για πανελλήνιες. 

Υποτίθεται πάντα. 

"Εκείνο το καλοκαίρι την άφησα και πήγα διακοπές με τα παιδιά στην Μύκονο" συνεχίζω να μιλάω στον Στέλιο και ανάβω και άλλο τσιγάρο. 

"Α και εσύ?" ο μικρός καταβροχθίζει τα πιτσάκια και με κοιτάει με προσήλωση. 

Εδώ είμαστε

"Ναι αλλά το μετάνιωσα" του απαντώ και περιμένω την αντίδραση του. Από αυτήν θα εξαρτηθούν πολλά. 


Ο Στέλιος σταματάει να τρώει, σκύβει το κεφάλι. 

Δεν με κοιτάει, έχει προσηλωμένο το βλέμμα του στο πάτωμα.

Επίσης δεν αναπνέει, η ανάσα του είναι κομμένη. 


Το ήξερα, ήμουν σίγουρος ότι και εκείνος το έχει μετανιώσει. 


"Όταν γυρίσαμε και οι δυο Αθήνα και συναντηθήκαμε μου είπε ότι τα είχε φτιάξει με τον Μάνο" 

Το αγόρι μου σηκώνει απότομα το πρόσωπο του έως ότου αυτό συναντήσει το δικό μου ξανά. 

Το μάτι του γυαλίζει, το βλέμμα του πονάει. 

"Και εσύ τι έκανες?" με ρωτάει θιγμένος, σαν να μην μπορεί να αποδεχτεί το γεγονός ότι η μάνα του τα είχε μπλέξει με άλλον, αν και νομίζω ότι δεν σκέφτεται δυο πράσινα μάτια, αλλά δυο γαλανά

"Στην αρχή υπομονή και μαλακίες μετά όπως από μια νύχτα άγριου σεξ-"

"ΡΕ ΜΠΑΜΠΑ.."

Άντε πάλι η Ζωή..

Σε ποιον έμοιασε αυτό το παιδί και είναι όλη μέρα με το αυτί κολλημένο στον τοίχο?

"Συνέχισε" ο Στέλιος μου κάνει νόημα να αδιαφορήσω για την αδερφή του. 

"Τα βρήκαμε, δεν ήταν εύκολο ειδικά στην αρχή, αλλά προσπάθησα να αλλάξω για εκείνην, να αφήσω πίσω τα κακά στοιχεία του χαρακτήρα μου και να γίνω καλύτερος για να μπορώ να σταθώ δίπλα της" 

Το αγόρι μου με κοιτάει προβληματισμένο. Εγώ τον κοιτάω με κατανόηση. Γιατί όντως τον καταλαβαίνω.. άλλωστε τις ίδιες μαλακίες έκανε και ο ψηλός με την δική του ξανθούλα.

"Και από τότε είστε μαζί?" με ρωτάει ο πασάς μου. 

"Όχι ακριβώς.." δεν φταίω εγώ που μαστούρωσα και την απάτησα, ένα θυμωμένο κεκάκι φταίει που με ανάγκασε να το κάνω για χάρη του τρίτου μέρους της ιστορίας της, αν ήταν στο χέρι μου, θα έμενε το πουλί μου μέσα στο βρακί μου. 

"Έγιναν διάφορα, την πλήγωσα, εκείνη με χώρισε και εγώ έφυγα για Ολλανδία" προσθέτω και του πετάω ξανά τον αναπτήρα μου. Είναι η πρώτη φορά που συζητάμε με αυτόν τον τρόπο μεταξύ μας, έπρεπε να το είχαμε κάνει πιο νωρίς. 

"Και όταν γύρισες? Το λήξατε οριστικά?" ο Στέλιος ανυπομονεί για την απάντηση μου. 

Του χαμογελάω λοξά. 

Εδώ οφείλω να είμαι προσεκτικός με τα λόγια μου. 

"Τίποτα δεν είχε λήξει αγόρι μου.." σηκώνομαι από την θέση μου και πάω να κάτσω δίπλα του. "Ακόμη και μακριά χιλιομετρικά, οι καρδιές μας ήταν κοντά. Τι και αν γνώρισε άλλους? Τι και αν γνώρισα άλλες? Δεν σταμάτησα στιγμή να την αγαπώ, και η μάνα σου το ίδιο" 

Παρατηρώ τα μαύρα μάτια του αγοριού μου. 

Έχουν βουρκώσει. 

"Μην ανησυχείς αγόρι μου.. τίποτα δεν τελείωσε μεταξύ σας.." τον διαβεβαιώνω και τον κλείνω στην αγκαλιά μου. 

Και ο Στέλιος το κάνει. 

Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ερχόταν εκείνη η μέρα. 

Ήμουν σίγουρος ότι ο εγωισμός του θα ήταν πάνω από όλα. 

Αλλά το αγόρι μου αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο και..


Κλαίει


"Είναι με άλλον.." μου λέει ανάμεσα στα αναφιλητά του. "Τα έφτιαξε με.. άλλον.. και.. και που ξέρω εγώ τι.. τι.. κάνουν.. και αν.. αν τολμήσει και.. και την ακουμπήσει.. ή.. ή ακόμη χειρότερα.. αν.. αν εκείνη τον.. τον αγαπήσει?" 

Σφίγγω το αγόρι μου όσο περισσότερο γίνεται στην αγκαλιά μου. 

Τοποθετώ το πιγούνι μου πάνω στην κορυφή του κεφαλιού του. 

"Άκου με καλά.. αυτό που θα σου πω τώρα θέλω να μην το ξεχάσεις ποτέ" 

"Τι?"

"Άφησε την αγόρι μου.. άφησε την να βγάλει όλον τον θυμό και την απογοήτευση που κρύβει μέσα της.. δώσε της χρόνο.. όσο χρόνο χρειαστεί.. και στο ορκίζομαι.. θα γυρίσει.. και μπορεί να σας πάρει λίγο χρόνο.. αλλά θα καταλήξετε μαζί" 

Ο Στέλιος παγώνει στην αγκαλιά μου. 

Κάνει μια απότομη κίνηση και απομακρύνεται από αυτήν. 

"Θα γυρίσει?"

"Θα γυρίσει"

"Θα καταλήξουμε μαζί?"

"Θα καταλήξετε μαζί"

"Μου το ορκίζεσαι?"

"Σου το ορκίζομαι"

"Που?"

Χαμογελάω διάπλατα

"Στην τεράστια πούτσα μου" 

Ο όρκος είναι ιερό πράγμα άλλωστε. 

"ΤΙ ΑΚΟΥΩ Η ΓΥΝΑΙΚΑ.." 

Ο Στέλιος ακούει την Ζωή που δυσανασχετεί μέσα από το δωμάτιο της και ξεκινάει να γελάει. 

Τον κοιτάζω συγκινημένος. 

Πρώτη φορά, πρώτη φορά μέσα σε έναν χρόνο, γελάει με την ψυχή του. 

Και το δικό του γέλιο, είναι η δική μου χαρά. 

"Μπαμπά σίγουρα θα γυρίσει έτσι?" 

Ο Στέλιος με κοιτάζει με δυο χαρούμενα, φωτεινά, μαύρα μάτια. 

"Ναι αγόρι μου" του λέω την αλήθεια, ο ψηλός είπε ότι θα κάτσει δυο χρόνια ακόμη στο Λονδίνο. 

"Δηλαδή εγώ να μην πάω να την βρω?" 

Μμμ..

Στην θέση του δεν θα πήγαινα.. 

"Ξέρεις τι?" τον ρωτάω και ανάβω και άλλο τσιγάρο. "Γιατί δεν επιστρέφεις στην σχολή σου μέχρι τότε? Έχασες έναν χρόνο, τι είναι? Τίποτα. Και κάνε πράγματα για τον εαυτό σου, να σε βρει η ξανθούλα μάναρο μόλις γυρίσει. Κόψε το αλκοόλ και ξεκίνα και πάλι γυμναστήριο, γιατί κάποτε είχες οχτώ κοιλιακούς, τώρα βλέπω μόνο έναν" τον πειράζω και του πιάνω την κοιλιά. 

"Ξέρεις αυτό το θανατηφόρο κορμί αρέσει ακόμη" ο Στέλιος αυτοσαρκάζεται. 

Καιρός ήταν

"Έχεις πολλές που το απολαμβάνουν?" τον ρωτάω με έναν μικρό φόβο μέσα μου. 

"Ναι.." ο Στέλιος σηκώνεται όρθιος και σβήνει το τσιγάρο του στο τασάκι. "Αλλά μάλλον θα περιμένω την Όλγα να επιστρέψει για να το κάνω ξανά, εξάλλου αυτό το κορμί της ανήκει, όπως και η καρδιά μου άλλωστε" 

Καρφώνω το βλέμμα μου στο πρόσωπο του και τον κοιτάω με θαυμασμό.

Αυτό είναι το παλικάρι μου. 

Ξαφνικά η πόρτα του δωματίου της Ζωής ανοίγει και από μέσα βγαίνει η μικρή πρασινομάτα μου με στόμα ανοιχτό και μάτια γουρλωμένα. 

"Είπες το όνομα της?" 

Ο Στέλιος νεύει θετικά. 

"Και είπες ότι δεν θα κάνεις σεξ μέχρι να γυρίσει?"

Ο Στέλιος νεύει ξανά θετικά. 

"Χριστέ μου, τελικά έχω μόνο έναν χαμένο αδερφό, ο άλλος συνήλθε" 

Χαμογελάω πικραμένα. 

Η Ζωή μου θύμισε το άλλο πρόβλημα αυτής της οικογένειας.

Τον Βύρωνα Ιωάννου, σκέτο, διότι εγώ το Κομνηνός δεν το δέχομαι. 


Μαλάκα μου.. 

Τι θα κάνω με αυτό το παιδί?


Ο μεγάλος και η μικρή πάνε μέσα στο δωμάτιο της Ζωής, με την προοπτική να μιλήσουν, όσο εγώ τους κάνω νόημα ότι θα πάω στην κουζίνα να μαγειρέψω να έχουμε να σαβουριάσουμε τίποτα το μεσημέρι. Κοτόπουλο με σπαράγγια και σαλάτα με κινόα. Μμμμ.. μούρλια. 

Βγάζω το κοτόπουλο από το ψυγείο και παράλληλα ανοίγω το viber γιατί μόλις μου ήρθε μήνυμα από τον Μιχάλη. Περίεργο.. τι να θέλει άραγε? Χτες το βράδυ τα πίναμε στο στέκι μας. 

<<Έλα μάζεψε το κουράδι σου από το σπίτι μου μην τον χώσω μέσα στην ασημένια τούρμπο S του και της βάλω φωτιά μαζί με αυτόν>> 


Εμ

Τι στον πούτσο?



Βύρωνας

Ακουμπάω το σώμα μου στην κάσα της πόρτας και αφήνω το βλέμμα μου να ταξιδέψει πάνω στην γυμνή της σάρκα. 

Ο κώλος της είναι πεσμένος. 

Στο πίσω μέρος του κορμιού της υπάρχουν αμέτρητες ραγάδες, άλλες πρόσφατες, άλλες παλαιότερες. Έχασε σίγουρα πολλά κιλά σε μικρό χρονικό διάστημα και από ότι φαίνεται μόνο με διατροφή γιατί την λέξη γυμναστική αποκλείεται να την ξέρει. Το δέρμα της είναι πλαδαρό, και ανάμεσα στα μπούτια της έχει λίγη κυτταρίτιδα. 

Την καημενούλα, την λυπάμαι. 

Δεν γυμνάζουμε μόνο το πνεύμα, αλλά και το σώμα.

Γιατρός είναι, θα έπρεπε να το γνωρίζει αυτό. 

"ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ?" 

Η Ελισάβετ γυρνάει και με κοιτάει, μόνο για μια στιγμή, μόνο για ένα δευτερόλεπτο συνάντησαν τα μάτια μου τα συνηθισμένα σκατουλί δικά της. Αμέσως χαμήλωσα το βλέμμα μου στο στήθος της. Πεσμένο και αυτό, γεμάτο με ραγάδες. Εδώ χρειάζεται πλαστικός χειρουργός, δυστυχώς. Όχι μόνο για τους μαστούς της αλλά και για- για μισό...

Πόσες ουλές είναι αυτές στην κοιλιακή της χώρα?

"ΠΑΣ ΚΑΛΑ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ? ΓΥΡΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ!" 

Δεν προλαβαίνω να μετρήσω τα σημάδια από τα ράμματα, η Ελισάβετ καλύπτει το γυμνό κορμί της με μια ροζ σατέν ρόμπα. 

"Πόσα χειρουργεία έχεις κάνει?" την ρωτάω και καρφώνω το απορημένο βλέμμα μου στο δολοφονικό δικό της. 

Και κυρίως γιατί τα έκανε?

Τι πρόβλημα υγείας έχει?

"Να μην σε νοιάζει!" μου απαντάει εξοργισμένη η μικρή ασχημούλα και μου κάνει νόημα να βγω έξω από το δωμάτιο της. 

Θα διώξει αυτή? 

Εμένα? 

Μειδιάζω

"Άλλαξε εδώ" της προτείνω και κάθομαι στην καρέκλα του γραφείου της. Ροζ και αυτή. Όπως όλα εδώ μέσα. Στο δωμάτιο της Barbie μπήκα, δεν εξηγείται αλλιώς. 

"Με εσένα να παίρνεις μάτι?" με ρωτάει όλο υφάκι. Θα στο κόψω εγώ μωρό μου το υφάκι, δεν τα σηκώνω αυτά, θα έπρεπε ήδη να με είχες ψυχολογήσει. 

"Δεν έχεις τίποτα το άξιο θαυμασμού πάνω σου Ελισάβετ" της λέω την αλήθεια, δεν έχει ούτε πρόσωπο, ούτε σώμα. Είναι η κοπέλα της διπλανής πόρτας, την μια μέρα την κοιτάς, την επόμενη την ξεχνάς. 

"Α ναι? Για αυτό με μπάνιζες απροκάλυπτα πριν λίγο?" 

Τς

Μπάνιζες

Ωραίο λεξιλόγιο..

"Κοιτούσα τα σημάδια από τα ράμματα σου" την ενημερώνω και ανοίγω το μακ μου δίπλα στο δικό της. Ροζ και hp. Δεν υπάρχει σωτηρία.

"Δεν έχω στον πωπό μου ράμματα" 

Κοιτάζω την μικρή καστανή μέσω της αντανάκλασης της οθόνης του λάπτοπ μου. Έχει βγάλει την ρόμπα της, έχει φορέσει κάτι λευκά απλά εσώρουχα και τώρα περνάει τα κοντά, πλαδαρά ποδαράκια της μέσα από ένα τζιν σορτσάκι. 

"Ναι εκεί έχεις μόνο ραγάδες" της απαντώ και συγκεντρώνω το βλέμμα μου στην αρχική σελίδα της Google. Δεν είναι η ιδέα μου, όχι. Αλλά δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό. Όχι πάλι.

Χτες το απόγευμα ήταν που την είχα στριμώξει στην γωνία του ασανσέρ, την είχα πιάσει από τον λαιμό και είχα κολλήσει το σώμα μου πάνω στο δικό της. Το στόμα μου απείχε ελάχιστα από τα δυο σαρκώδη χείλη της, η ανάσα της κοφτή, έκαιγε την δική μου. Μάλλον για αυτό μου σηκώθηκε, στιγμιαία, γιατί η εικόνα με εμένα να πνίγω την Ελισάβετ είναι άκρως ερεθιστική.

Τώρα όμως?

Τώρα γιατί μου είναι πάλι σηκωμένη?

"Μαλάκα.. μπουκλάκια.. σκουλήκι της λάσπης.." η μικρή ασχημούλα ψιθυρίζει κάτι βρισιές. 

Δεν της έχει πει ο Κορνήλιος ότι δεν είναι γοητευτικό να βρίζει? Δεν έχει που δεν έχει εμφάνιση, τουλάχιστον να κάνει μια προσπάθεια να φτιάξει τον λόγο της, είναι ερωτεύσιμη μια γυναίκα που ξέρει να μιλάει και να φέρεται όμορφα. Αλλά τι λέω.. η Ελισάβετ δεν εμπίπτει καν σε αυτήν την κατηγορία.. των γυναικών εννοώ.. είναι κοριτσάκι ακόμη. 

"Λοιπόν θα φτιάξω ένα αρχείο στο drive και θα στο κοινοποιήσω, θα μπορείς να το επεξεργάζεσαι και εσύ, θα ανεβάσω την δική μου εργασία και το ίδιο θα κάνεις και εσύ με την δική σου, σύμφωνοι?" 

"Περίπου.." η μικρή ασχημούλα σέρνει ένα ροζ σκαμπό -αλίμονο- και το φέρνει δίπλα μου. Απομακρύνομαι ελάχιστα από κοντά της, το φυσικό της άρωμα που προκαλεί στομαχικές διαταραχές. 

"Δεν έχω χολέρα ξέρεις.." μου αντιμιλάει και με κοιτάει με ένα ξινισμένο υφάκι. 

"Δεν είμαι σίγουρος" της απαντώ και στρέφω ξανά το πρόσωπο μου στο μακ μου. "Και μην κατσουφιάζεις, κάνεις ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια σου και γίνεσαι ακόμη πιο άσχημη" 

Αισθάνομαι την Ελισάβετ να παγώνει δίπλα μου. 

Δεν μιλάει, δεν λαλάει, δεν αναπνέει. 

Πρώτη φορά της λένε ότι είναι άσχημη? 

Σπανίζουν οι ειλικρινείς άνθρωποι στις μέρες μας, δυστυχώς. 

"Ξέρεις τι?" με ρωτάει και με μια απότομη κίνηση κλείνει το λάπτοπ μου. Η βλαμμένη!

Παραλίγο να μου πιάσει τα χέρια ανάμεσα στην οθόνη και το πληκτρολόγιο!

"Για πες.." 

Γυρνάω και την κοιτάω.. 

Μες στα μάτια.. 

Μες στα καφέ σκατουλί μάτια της..


Πιο συνηθισμένα πεθαίνεις


"Αυτό που θα σου πω τώρα να το βάλεις καλά στο μυαλό σου Βυρωνάκο, να το θυμάσαι κάθε μέρα, κάθε φορά που θα βλέπεις το όνομα μου πρώτο σε δημοσιεύσεις και πρώτο σε βαθμολογίες. Μια άσχημη σαν εμένα θα σε ρίξει στην δεύτερη θέση, και ξέρεις τι λένε έτσι? Ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος τελευταίος" ο λόγος της επιθετικός, το στόμα της στάζει χολή. 


Παρατηρώ τα σαρκώδη ροζ χείλη της.. τρέμουν.

Παρατηρώ τα καφέ μεγάλα μάτια της.. εμ.. βουρκώνουν?


Πληγώθηκε το Ελλάκι? 

Επειδή το είπαμε άσχημο?


Μειδιάζω 


"Ξέρεις Ελισάβετ.." προφέρω το όνομα της με απαλή φωνή και πλησιάζω όσο περισσότερο γίνεται πιο κοντά της. "Ξέρεις ποιο είναι ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα στον άνθρωπο?" την ρωτάω και σχεδόν ακουμπάω τα χείλη μου στα δικά της. 

Η μικρή παγώνει. 

Σαν να με γουστάρει κάνει. 

"Για πες εσύ που είσαι ειδικός στον τομέα των μειονεκτημάτων.." 

Η φωνή της σταθερή όχι όμως και το σωματάκι της. 

Τρέμει το γλυκό μου, τρέμει σαν να είναι η πρώτη του φορά. 

"Άσχημο πράγμα τα μάτια σου να φανερώνουν το συναίσθημα που κρύβουν μέσα τους.." ψιθυρίζω πάνω στο στόμα της και αγγίζω ελαφρά το δέρμα του προσώπου της. Και, παραδόξως, αυτό είναι πολύ απαλό. "Το κάνεις πιο εύκολο για τους εχθρούς σου να σε πατήσουν κάτω.. και δεν απέχεις πολύ από το έδαφος.. για αυτό πρόσεχε.. πρόσεχε πο-"

"Τι κάνουν δυο από τα πιο διαβαστερά παιδιά του κόσμου?" η πόρτα του δωματίου ανοίγει χωρίς καμία προειδοποίηση και ο μπαμπάς της Ελισάβετ κάνει την εμφάνιση του. Απομακρύνομαι αμέσως από κοντά της. Το ίδιο κάνει και η μικρή ασχημούλα, σηκώνεται απευθείας όρθια και πάει πέντε μέτρα πιο πέρα. 

Χαμογελάω λοξά

Φοβόμαστε τον μπαμπάκα?

"Σας έφερα κοκάκια" ο κύριος Στεργίου αφήνει μια τεράστια πιατέλα πάνω στο μακ μου.  Πάνω στο δικό μου μακ, αυτό που πήρα 3 χιλιάρικα. Αυτό ήταν, θα πάθω εγκεφαλικό.

"Μας τα έφερε ο πολυαγαπημένος μας Βύρωνας" ο ψηλός μυώδης άνδρας γυρνάει την περιστρεφόμενη καρέκλα έτσι ώστε να τον κοιτάω μετωπικά. 

Ξεροκαταπίνω

Διότι αυτό που αντικρίζω..

"Ξέρεις Έλλη μου, το παιδί από εδώ είναι γιος ενός πολύ καλού μου φίλου, του Άρη, σου έχω μιλήσει για αυτόν, θυμάσαι?" η φωνή του μπαμπά της είναι γλυκιά, ωστόσο το βλέμμα του δολοφονικό. Η Ελισάβετ δεν μπορεί να τα δει, αλλά τα μάτια του κύριου Στεργίου πετάνε φωτιές. Τι.. τόσο πολύ με αντιπαθεί?

"Ναι μπαμπά.." 

"Και είχε έρθει και εδώ ένα βράδυ με την γυναίκα του την Άννα.. αυτό το θυμάσαι?" 

"Ναι μπαμπά.." 

"Και μας είχε πει ότι έχει και τρία πολύ καλά παιδιά με αδαμάντινο χαρακτήρα.. αυτό.. το θυμάσαι?" 

"Ναι μπαμπά.." 

Κοιτάω όλο απορία το άγριο πρόσωπο του κυρίου Στεργίου. 

Που αποσκοπούν όλες αυτές οι ερωτήσεις?

Βαρέθηκα

"Και θυμάσαι που του είχα πει ότι και εγώ έχω έξι πανέμορφα παιδιά αλλά η αδυναμία μου είσαι εσύ?" 

"Ναι.. μπα-"

"Και φαντάζομαι θυμάσαι που του είπα ότι όποιος σε πειράξει θα έχει να κάνει μαζί μου ναι μωρό μου?" 

Καρφώνω το απαθές βλέμμα μου στο δολοφονικό δικό του. 

Υπονοούμενο για εμένα ήταν αυτό?

"Μπαμπά.." η Ελισάβετ τον τραβάει να απομακρυνθεί από κοντά μου. "Με τον Βύρωνα κάνουμε εργασία, δεν πρόλαβα να στο πω αλλά χτες μας ανέθεσε η καθηγήτρια μας μια δημοσίευση, θα έρχεται συχνά στο σπίτι μας" ναι καλά.

Δεν υπάρχει περίπτωση, από αύριο θα συναντιόμαστε στο δικό μου. 

Ή έξω, ναι ναι, καλύτερα έξω, σε καμία απομονωμένη καφετέρια. 

"Μα αυτά είναι υπέροχα νέα!" ο κύριος Στεργίου προσποιείται ότι χαίρεται -ξεκάθαρα- και αγκαλιάζει την κόρη του. "Η πρώτη σου δημοσίευση μωρό μου.. ξέρεις πόσο θα χαρεί η μαμά?" την ρωτάει αλλά κοιτάει εμένα.. με το ίδιο δολοφονικό βλέμμα που με κοιτούσε και πριν.. Μάλιστα "Να πάρεις τηλέφωνο και τον Αιμίλιο να του το πεις, θα χαρεί πολύ το αγόρι σου να μάθει ότι διαπρέπεις και στην Αθήνα"

Ποιος είναι αυτός ο Αιμίλιος?

Και άλλος γκόμενος?

Δυο - δυο τους έχει?

Και δεν της το είχα..

"Θα σας αφήσω τώρα να διαβάσετε και εγώ θα πάω μέσα στην αδερφή σου να την συνετίσω γιατί βγήκε εκτός ορίων.. ξανά" την ενημερώνει ο κύριος Στεργίου και φιλάει την Έλλη στο μέτωπο. "Θα είμαι ακριβώς απέναντι" αυτήν την φορά η ενημέρωση απευθύνεται σε εμένα. 

Ναι άλλη όρεξη δεν είχα να μπλέξω ερωτικά με την κόρη σου. 

Τα ιδανικά μου είναι πολύ ψηλά, πώς είναι η Ελισάβετ δηλαδή?

Καμία σχέση

"Μπαμπά μην ανησυχείς, πήγαινε μίλα της, εγώ θα είμαι μια χαρά" η Ελισάβετ κρατάει την πόρτα για να βγει ο μπαμπάς της έξω από αυτήν. Επιτέλους, έφυγε ο τραμπούκος. 

Η πόρτα κλείνει, η Ελισάβετ κάθεται ξανά κοντά μου. 

"Και αν μπει ξανά ο μπαμπάς σου και σε δει δίπλα μου?" την ειρωνεύομαι γιατί είναι γελοίο όλο αυτό που μόλις έγινε. Πόσο είναι.. 10 και χρειάζεται τον μπαμπάκα της για να υπερασπίσει τον εαυτό της? 

"Θα σε πλακώσει να είσαι σίγουρος" μου απαντάει η ασχημούλα και καταβροχθίζει ένα κοκ. 

Την κοιτάω με αηδία.

Για αυτό η κυτταρίτιδα 

"Λοιπόν επιστροφή στην εργασία.. όσο πιο γρήγορα την μοιράσουμε.. τόσο πιο γρήγορα θα σηκωθείς να φύγεις.. είμαι σύμφωνη με το drive.. απλά πριν ξεκινήσουμε πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι" 

Καρφώνω τα μάτια μου στα δικά της. 


Μαύρο στο καφέ

Απάθεια στην προσμονή


"Ποιανού το όνομα θα μπει πρώτο στην δημοσίευση?" 


Μειδιάζω

Το δικό μου φυσικά.

Και όσο για το δικό της..


Δεν θα μπει καν.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top