Kεφάλαιο 68
Βύρωνας
"Εδώ σου αρέσει?" την ρωτάω και τραβάω την μικρή ξύλινη καρέκλα για να καθίσει.
"Τι? Φυσικά και όχι! Είμαστε πολύ μακριά από την κουζίνα" η Ελισάβετ απορρίπτει την πρόταση μου και πάει σε ένα άλλο πιο κεντρικό τραπέζι.
"Αυτό είναι ακριβώς δίπλα στο τζάκι" της επισημαίνω. "Θα πετάγονται σπίθες πάνω μας καθ'όλη την διάρκεια του φαγητού" Και όχι τίποτα άλλο, όλα τα ρούχα που φοράω κοστίζουν συνολικά όσο ο μηνιαίος μισθός ενός αγροτικού γιατρού.. μαζί με τις εφημερίες.
"Ναι αλλά από εδώ βλέπεις καλύτερα την πόρτα που ανοιγοκλείνει και όλους όσους είναι μες στην κουζίνα" μου απαντάει η Ελισάβετ και πραγματικά αν δεν ήμουν τόσο μα τόσο ανεκτικός μαζί της θα την έπιανα από το μαλλί και θα την-
Ισιώνω πλάτη.
Σηκώνω πιγούνι.
"Θα κάτσουμε στο γωνιακό τραπέζι" της ανακοινώνω, αγγίζω χαμηλά την μέση της και την καθοδηγώ στο πιο όμορφο σημείο αυτής της υποδεέστερης ταβέρνας. Ακούς εκεί.. μα ποιος πάει Αράχωβα, βλέπει ταμπέλα "φάε στου Άκη με λιπάκι" και μπαίνει μέσα?
Κοιτάζω τον χώρο γύρω μου.
Η Ελισάβετ, εγώ και δυο ακόμη οικογένειες μπήκαμε.
Οι οποίες είχαν το θράσος να φέρουν και τα παιδιά τους μαζί τους..
Δεν το ζω αυτό.
"Εντάξει αλλά θα κάνουμε μια συμφωνία" η Ελισάβετ υποχωρεί.
Τραβάω την καρέκλα της και της κάνω νόημα να καθίσει.
"Αν με συμφέρει θα την δεχτώ" της λέω και βγάζω το παλτό μου, το αφήνω σε μια άδεια καρέκλα, βγάζω τα κλειδιά και το πορτοφόλι μου, τα τοποθετώ πάνω στο τραπέζι και επιτέλους κάθομαι στην θέση μου, δίπλα στο τζάμι και απέναντι από το κορίτσι μου.
"Θα σταματήσεις να συμπεριφέρεσαι σαν Αθηναίος που πήγε για πρώτη φορά σε χωριό στα 20 του, είδε πρόβατο και το ονόμασε άσπρο σκύλο με φουντωτό μαλλί, ναι?" η Ελισάβετ με κοιτάει αυστηρά, και εγώ της ανταποδίδω το συναίσθημα.
Συγγνώμη τώρα γιατί θα τρελαθώ.
Συμπεριφέρομαι εγώ με αυτόν τον τρόπο?
"Ήμουν άριστος μαθητής και στην μελέτη περιβάλλοντος" την ενημερώνω σε περίπτωση που της διαφεύγει. "Γνωρίζω όλα τα είδη χλωρίδας και πανίδας που υπάρχουν στην Ελλάδα και γενικά στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου" της ξεκαθαρίζω ότι γνωρίζω ποιο ζώο είναι το πρόβατο και σηκώνω ψηλά το μενού για να κρύψω το θυμωμένο μου πρόσωπο.
Δεν μπορώ να καταλάβω..
Γιατί παραπονιέται συνέχεια για την συμπεριφορά μου?
Είμαι εγώ ξινός? Όχι
Είμαι εγώ σνομπ? Όχι
Είμαι εγώ γκρινιάρης? Όχι
Απλά τυγχάνει να είμαι τέλειος.. σε όλα.
Αυτή είναι η φυσική εξέλιξη της προσωπικότητας μου.
Τι να κάνουμε τώρα?
"Είχα να δω τόσες πολλές πόρσε καγιέν μαζεμένες στο ίδιο σημείο από το 14ο συνέδριο της ελληνικής καρδιολογικής εταιρείας που είχε γίνει τον Μάρτιο στο Μέτσοβο"
Σηκώνω το βλέμμα μου πάνω στην Ελισάβετ. Έχει στρίψει το κεφαλάκι της στο πλάι και παρατηρεί μέσα από το μεγάλο τζάμι τα αυτοκίνητα που τρέχουν στον δρόμο.
"Και πριν από αυτό είχα δει άπειρες -μα άπειρες όμως- πόρσε παρκαρισμένες την μία πίσω από την άλλη στους Αγίους Σαράντα. Είχαμε πάει με την παρέα μου από τα Γιάννενα εκδρομή εκεί μετά την εξεταστική του Φεβρουαρίου. Τα σπάσαμε στο όραντζ. Έχεις πάει ποτέ?"
Η μύτη της είναι μικρή, γαλλική, κομψή.
Το μάγουλο της μεγάλο, ροζ, λαχταριστό.
Και τα χείλη της.. αχ αυτά τα σαρκώδη χείλη της..
Ευτυχώς που δεν κάτσαμε δίπλα στο ανοιχτό τζάκι.
Έχει ήδη πολύ υψηλή θερμοκρασία εδώ μέσα.
"Που να έχω πάει?" την ρωτάω και ανακάθομαι ενοχλημένος στην καρέκλα μου.
Εγώ φταίω που είμαι gentleman και δεν την πήρα στα όρθια πριν στο δωμάτιο.
"Στην Αλβανία για διακοπές" μου απαντάει λες και είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
"Αν θέλω να δω πολλές μαζεμένες πόρσε πάω μέχρι το parking της ιατρικής σχολής, δεν χρειάζεται να περάσω τα ελληνικά σύνορα" της απαντώ με ειλικρίνεια και στρέφω ξανά το βλέμμα μου στο μενού. Που ο Θεός να το κάνει..
Εδώ γράφει μόνο για κοντοσούβλι.. κοκορέτσι.. αρνίσια παιδάκια.. και γίδα βραστή.
Κοιτάζω και το πίσω μέρος της καρτέλας αλλά.. τίποτα.
Συγγνώμη που είναι το ριμπάη?
"Το κάνεις πάλι" η Ελισάβετ ακούγεται ενοχλημένη.
"Ποιο?" απορώ και της δίνω το μενού.
Ας διαλέξει εκείνη και για τους δυο μας.
Εγώ δεν χρεώνομαι την γευστική αποτυχία του πρώτου μας ραντεβού.
"Γίνεσαι σνομπ"
Κοιτάζω βαθιά μες στα όμορφα καστανά μάτια.
Τώρα φταίω εγώ να της πω ότι σε περίπτωση που ήμουν σνομπ δεν θα της έλεγα ούτε καλημέρα?
"Και εσύ γίνεσαι μπελάς" της απαντώ. Και αυτό που θέλω στην πραγματικότητα να της πω ότι ότι αυτό το συνηθισμένο αλλά ταυτόχρονα ξεχωριστό κορίτσι μεταμορφώνεται στον μεγαλύτερο μπελά που έχω βάλει μέχρι στιγμής στην ζωή μου. Απλά η Ελισάβετ μου προκαλεί μόνιμα πονοκέφαλο. Και εγώ τι κάνω? Το αντιλαμβάνομαι αλλά συνεχίζω να επιδιώκω να είμαι δίπλα της.. συνέχεια.
Να θυμηθώ μόλις επιστρέψω Αθήνα να κλείσω ραντεβού σε έναν καλό ψυχίατρο.
Διότι δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.. πάσχω από κάποια ασθένεια της ψυχικής σφαίρας.
Και πρέπει να την αντιμετωπίσω.. οπωσδήποτε.
"Θα το συζητήσουμε μετά αυτό.. σουτ τώρα.. έρχεται η σερβιτόρα" η Ελισάβετ χαμογελάει διάπλατα στην έφηβη κοπέλα που κατευθύνεται στο τραπέζι μας. Τα μάτια της λάμπουν από χαρά, το πρόσωπο της φωτίζεται ολόκληρο.
Μένω να την κοιτάω έντονα και ταυτόχρονα σκέφτομαι τι στο διάολο είναι αυτό που της δίνει πραγματική χαρά. Το ξύλινο σαλέ απορρίπτεται, το καλό εστιατόριο επίσης. Δεν συγκινείται από ακριβά αυτοκίνητα, τα παρατηρεί απλά, και γενικά, δεν συγκινείται εύκολα από υλικά αγαθά.
Δεν μπορώ να καταλάβω τι πρέπει να της χαρίσω για να γίνω εγώ η αιτία που αυτό το πανέμορφο προσωπάκι θα λάμψει από ευτυχία.. με τον τρόπο που αυτό φωτίζει τώρα. Αλλά που θα μου πάει.. θα το ανακαλύψω. Και τότε? Θα της το δώσω ολοκληρωτικά.
"Γεια σας" η μικρή, έφηβη σερβιτόρα υποτίθεται ότι μας χαιρετάει. Αντιπαρέρχομαι την ξινίλα της και ακουμπάω το χέρι μου πάνω στο χέρι της Ελισάβετ για να την φέρω και πάλι πίσω στην πραγματικότητα. Διότι κάπου χάθηκε, δεν ξέρω που, αλλά το εύστροφο μυαλό της κάπου τρέχει.
"Εεε ναι" το κορίτσι μου ανοιγοκλείνει πολλές φορές τα ματάκια της και με κοιτάει με μια υπερβολική αμηχανία. Δεν μπορώ να καταλάβω.. εντάξει.. μπορεί αυτή η κοπέλα να είναι κάποια δεύτερη ή τρίτη ξαδέρφη της, αλλά πως κάνει έτσι?
"Είστε έτοιμοι να παραγγείλετε?" μας ρωτάει η καστανή κοπέλα και για μια στιγμή πιάνει την κοιλιά της. Κοιτάζω το πρόσωπο της, ναι, είναι ελαφρά ιδρωμένη, κάπως χλωμή και δείχνει να πονάει, πολύ.
"Ναι φυσικά, μπορείς να μας φέρεις μια χωριάτικη, ένα τζατζίκι, δύο μερίδες τηγανιτές πατάτες, μια φορμαέλα σαγανάκι, μια ποικιλία μανιταριών στην σχάρα, μια μοσχαρίσια μπριζόλα και.." η Ελισάβετ με κοιτάει. "Εσύ τι θέλεις για κυρίως?" με ρωτάει.
Με βλέμμα γεμάτο απορία κοιτάζω τις άδειες καρέκλες στο τραπέζι μας. Περιμένουμε και άλλους για φαγητό ή παραγγείλαμε και για τους υπόλοιπους πελάτες του μαγαζιού?
"Ποιος θα τα φάει όλα αυτά?" την ρωτάω με όμορφο τρόπο.
"Εμείς" μου απαντάει με φυσικότητα η Ελισάβετ.
Ναι και μετά για να τα κάψουμε θα γυρίσουμε με τα πόδια πίσω στην Αθήνα. Και εντάξει, εγώ πηγαίνω κάθε δεύτερη μέρα στίβο και αθλούμαι, η Ελισάβετ όμως? Που το πιο κοντινό που κάνει σε άσκηση είναι να γυρνάει τις σελίδες του βιβλίου κάθε φορά που διαβάζει.
"Σημείωσε την χωριάτικη, την φορμαέλα και φέρε μας δύο μοσχαρίσιες μπριζόλες" επεμβαίνω στην παραγγελία μας διότι αυτά που έχω στο νου μου να κάνουμε το βράδυ δεν θα γίνουν αν βαρυστομαχιάσουμε. Πόσο μάλλον αν φάμε και γιαουρτοσκόρδιον.
"Και οι τηγανιτές πατάτες?" η Ελισάβετ με κοιτάζει με δυο γουρλωμένα, έκπληκτα ματάκια.
"Έχουν οι μπριζόλες" της απαντάει η σερβιτόρα.
"Αλήθεια?" στρέφω ξανά το πρόσωπο μου στην έφηβη συγγενή της κοπέλας μου. "Μήπως μπορούμε να τις αντικαταστήσουμε με βραστά λαχανικά?"
Αν πει όχι, θα λιποθυμήσω, εδώ πέρα, μες στη μέση του μαγαζιού.
"Θα ρωτήσω μέσα την μαγείρισσα" η κοπέλα μας κοιτάει και μας χαμογελάει.. πονεμένα. Κοιτάζω το χέρι της, πιάνει πάλι την κοιλιά της. Μάλιστα
Δεδομένης της ηλικίας της, θα έλεγα ότι έχει ωοθυλακιορρηξία ή δυσμηνόρροια. Αν σκεφτώ όμως και το κληρονομικό οικογενειακό ιστορικό..
"Εμ.. συγγνώμη που ρωτάω αλλά.." η Ελισάβετ είναι κατακόκκινη από την αμηχανία. "Αυτή η ταβέρνα είναι οικογενειακή?"
"Ναι" η σερβιτόρα βάζει το μπλοκάκι στην ποδιά της.
"Και η μαγείρισσα μέσα?" επιμένει το κορίτσι μου.
"Είναι η γιαγιά μου"
"Και ο Άκης?"
Α ναι.. 'φάει στου Άκη με λιπάκι'.
"Είναι ο μπαμπάς μου"
Παρατηρώ το πρόσωπο της Ελισάβετ.
Νομίζω ότι νομίζει ότι ο Άκης είναι ο θείος της.
"Και αυτή η κυρία..?" η Ελισάβετ βγάζει από το πορτοφόλι της μια καρτ ποστάλ.
Η σερβιτόρα την κοιτάζει καχύποπτη.
"Είναι η γιαγιά μου.. δηλαδή η αδερφή της γιαγιάς μου.."
"Μπορώ να της μιλήσω? Είναι εδώ?"
Κοιτάζω τα ματάκια της Ελισάβετ. Κρύβουν υπέρμετρη ελπίδα μέσα τους. Γεγονός που με κάνει να κουνήσω απογοητευμένος το κεφάλι μου.
Ο πραγματικός κόσμος είναι σκληρός μωρό μου, δεν χωράει συναισθηματισμούς.
Για αυτό προσγειώσου και ωρίμασε.
Και αν δεν το κάνεις μόνη σου..
Θα σε βοηθήσω εγώ..
Ο Βύρωνας σου.
Έλλη
"Συγγνώμη αλλά.. ποια είστε?" η σερβιτόρα κάνει νόημα σε έναν κύριο που είναι δίπλα στην πόρτα της κουζίνας να μας πλησιάσει.
Είμαι αποφασισμένη να μην το κουράσω καθόλου. Ήρθα εδώ με έναν σκοπό, να γνωρίσω επιτέλους τους γονείς του βιολογικού πατέρα μου, και δεν θα φύγω από την Αράχωβα αν δεν τα καταφέρω.
"Μπαμπά αυτή η κυρία κάνει ερωτήσεις για την οικογένεια μας"
Χαμογελάω γλυκά στην δεύτερη ξαδέρφη μου.
Μπορεί να μην μοιάζουμε εξωτερικά αλλά μοιάζουμε γονιδιακά.
Γιατί σίγουρα έχουμε και οι δύο μεσογειακό πυρετό.
"Γνωριζόμαστε από κάπου?" με ρωτάει ο ψηλός, μελαχρινός κύριος με την μεγάλη κοιλιά και τα αραιά μαλλιά.
Σηκώνομαι αμέσως όρθια.
Τους δίνω το χέρι μου.
"Το όνομα μου είναι Έλλη Στεργίου και η αλήθεια είναι πως όχι, δεν με ξέρετε, αλλά θα ήθελα πολύ να γνωριστούμε" παίρνω μια ανάσα, ισιώνω την πλάτη μου, τους χαμογελάω γλυκά. "Είμαι συγγενής σας, ο μπαμπάς μου -για την ακρίβεια ο βιολογικός μπαμπάς μου- είναι κάποιος από την οικογένεια σας, που όμως δεν ζει πια. Το όνομα του ήταν Δημήτρης Καζάκης"
1500 φορές έκανα επανάληψη τα λόγια μου, τα έχω μάθει παπαγαλία πια.
Ο κύριος Άκης με κοιτάζει με καχυποψία.
Η κόρη του με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό.
Ο Βύρωνας με κοιτάζει σκεπτικός.
"Ποιος είναι αυτός μπαμπά?" ρωτάει η μικρή έφηβη σερβιτόρα.
Ο.. θείος μου.. αν μπορώ να τον αποκαλέσω έτσι με περνάει μια ολόσωμη ακτινογραφία με το βλέμμα του, ύστερα στρέφει τα μάτια του στον μπουκλάκια, και μετά αυτά καταλήγουν κάπου αόριστα στο υπόλοιπο μαγαζί.
"Μπορείς να έρθεις μαζί μας στην κουζίνα?" μου προτείνει και μόνο τότε συνειδητοποιώ ότι λογικό είναι να μην θέλει να κάνουμε μια τέτοια συζήτηση εδώ, πλέον η ταβέρνα είναι γεμάτη με κόσμο που έχει έρθει για να φάει.
"Μισό λεπτό έρχομαι και εγώ" ο Βύρωνας σηκώνεται αμέσως όρθιος μόλις αντιληφθεί ότι ξεκινάω να ακολουθώ τα βήματα του Άκη και της ξαδέρφης μου.
"Δεν χρειάζεται" τον ενημερώνω και δεν ξέρω γιατί αλλά σταματάω να περπατάω, επιστρέφω γρήγορα στο τραπέζι και τον φιλάω πεταχτά. "Αυτό είναι κάτι που θέλω να κάνω μόνη μου" προσθέτω και δεν περιμένω να φέρει αντίρρηση, τρέχω να φτάσω τους άλλους.
"Μάνα αυτή λέει πως είναι εγγονή της Πόπης"
Μπαίνω μέσα στην κουζίνα και το πρώτο πράγμα που αντικρίζω είναι δυο γυναίκες, μια γύρω στα 70 και μία ακόμη γύρω στα 50. Και δυστυχώς η μεγαλύτερη δεν είναι η ηλικιωμένη κυρία που υπάρχει στην φωτογραφία.
"Άλλο και τούτο Παναγίτσα μου.." η μικρότερη κυρία με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω λες και δεν έχει ξαναδεί άνθρωπο στην ζωή της.
Με κάνει και νιώθω άβολα.
"Εδώ είναι ταβέρνα.. όχι τρελάδικο" προσθέτει και ναι..
Τώρα με προσβάλλει κιόλας.
"Δεν είμαι φαντασιόπληκτη, αλλά πραγματική εγγονή της κυρίας.. Πόπης. Δεν μπορώ να σας το αποδείξω τώρα αλλά αν δεν με πιστεύετε μπορούμε να κάνουμε ένα τεστ DNA με δείγματα από την κυρία Πόπη και τον άνδρα της για να-"
"Έχει πεθάνει" με διακόπτει η.. δεύτερη ξαδέρφη μου.
Γουρλώνω τα μάτια μου.
Ποιος?
"Ο παππούς Τάσος εδώ και χρόνια από αμυλοείδωση" η κοπέλα διαβάζει την έκφραση του προσώπου μου και απαντάει στην νοητή ερώτηση μου.
Σμίγω τα φρύδια στο άκουσμα της γνωστής αλλά σπάνιας ασθένειας. Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση, όχι. Αν ο μεσογειακός πυρετός διαλάθει διάγνωσης, η κύρια επιπλοκή του είναι η ανάπτυξη της αμυλοείδωσης.. όπως είναι επίσης και η πιο συχνή αιτία θανάτου του.
"Βίκυ πήγαινε έξω να πάρεις παραγγελίες" ο κύριος Άκης κοιτάζει θυμωμένος την κόρη του και την διώχνει όπως όπως.. αλλά για μισό.. δεν κατάλαβα.. τον ενόχλησε που μου είπε πριν για τον.. παππού μου?
"Άκου να δεις μικρή τρελή φιλάργυρη.." ο 'θείος' μου με πλησιάζει απειλητικά.
Κοιτάζω αμήχανη δεξιά και αριστερά γύρω μου.
Εμένα είπε φιλάργυρη?
"Δεν ξέρω ποιος σου σφύριξε για την διαθήκη αλλά πες του ότι από την δική μου την περιουσία δεν πρόκειται να πάρετε ούτε μισό ευρώ" προσθέτει.
Κοιτάζω το μάτι του.
Γυαλίζει επικίνδυνα πολύ.
"Δεν με νοιάζουν τα χρήματα σας" τον διαβεβαιώνω γιατί ποσώς με ενδιαφέρει η οποιαδήποτε περιουσία. "Το μόνο που θέλω είναι να γνωρίσω τους γονείς του Δημήτρη και να.."
Και να σας πω για τον οικογενή μεσογειακό πυρετό, σκέφτομαι αλλά δεν το λέω, η πλάτη μου βρίσκει σε έναν πάγκο και ο κύριος Άκης με εγκλωβίζει ανάμεσα σε αυτόν και το τεράστιο σώμα του. Κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην βάλω τα κλάματα, δέχομαι άσχημη ψυχολογική πίεση, αλλά κρατιέμαι.. να μην λυγίσω.
"Ο Θανάσης σε βρήκε?" με ρωτάει και το πρόσωπο του είναι τόσο κοντά στο δικό μου που-
Ζαλίζομαι από την άσχημη μυρωδιά του της ανάσας του.
Τσιγάρο, τζατζίκι, τσίπουρο.
"Ποιος είναι ο Θανάσης?" αναρωτιέμαι φωναχτά.
"Κάνει και την ανήξερη τώρα" η γριούλα ακούγεται ειρωνική από το βάθος.
"Μπορεί να είναι όντως κόρη του Δημήτρη" η πενηντάρα κυρία με υπερασπίζεται.
Τελικά υπάρχει Θεός.
"Και τι θα το ρισκάρουμε?" τους ρωτάει ο κύριος.. Άκης.
"Όχι φυσικά" του απαντάει η γυναίκα του.
"Παιδί μου διώξ' την"
Στο άκουσμα της τελευταίας φράσης δεν κρατιέμαι. Θέλω να θυμώσω, να ξεκινήσω να φωνάζω, να τους πω ότι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να μου στερούν τους βιολογικούς παππούδες μου για μερικά χαρτονομίσματα, τα οποία δεν θέλω κιόλας, αλλά αντ'αυτού υποκύπτω στην ευαισθησία μου και τελικά..
Ξεκινάω να κλαίω.
Ξανά.
Βύρωνας
Κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα. Εδώ και μισή ώρα που η Ελισάβετ είναι στην κουζίνα δεν με χωράει ο τόπος. Είναι ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα για εμένα αυτό. Μα να νιώθω άβολα?
Αλλά όχι όχι όχι όχι, δεν φταίει εκείνη, αλλά εγώ.
Ναι δεν της είπα όταν με όρισε να κάτσω εδώ και να την περιμένω?
Σε λίγο καιρό αντί για Βύρωνας Ιωάννου Κομνηνός, θα ακούω στο όνομα Τζακ, θα μένω σε ένα καφέ ξύλινο σπιτάκι με μια κόκκινη σκεπή και θα περιμένω την Ελισάβετ να μου πετάξει κανένα κόκαλο. Α! Και θα κουνάω την ουρά μου κάθε φορά που θα την βλέπω να κρατάει το λουρί μου.
Ξεφυσάω βαριά διότι δεν μπορώ να καταλάβω..
Τι παθαίνω και δεν της φέρνω αντίρρηση?
Η μικρή σερβιτόρα έχει βγει εδώ και ώρα μέσα από την κουζίνα, περιφέρεται ανάμεσα στα τραπέζια και μου ρίχνει κλεφτές ματιές. Στο βλέμμα της διακρίνω την υποτίμηση. Αλλά φυσικά!Ο οποιοσδήποτε θα με λυπόταν αν με έβλεπε να τρώω στην συγκεκριμένη ταβέρνα, να πίνω χύμα κρασί και να περιμένω μια.. γυναίκα.
Η οποία τώρα που το σκέφτομαι που είναι?
Το ρολόι στον αριστερό καρπό μου λέει ότι πέρασαν ακριβώς 37 λεπτά από την ώρα που πέρασε εκείνη την ηλίθια πόρτα. Και το επαναλαμβάνω, χωρίς εμένα. Δεν μπορώ να καταλάβω με ποιο σκεπτικό ήθελε να μπει μόνη της στο στόμα του λύκου. Διότι ο Άκης αν ήταν ζώο θα ήταν σίγουρα λύκος.
Μόλις η κοπέλα μου του είπε ότι είναι συγγενείς αυτός την κοίταξε πρώτα σοκαρισμένος, ύστερα τρομαγμένος και μετά θυμωμένος. Δεν διέκρινα κανένα θετικό συναίσθημα στα μάτια του. Μόνο λίγο καταρράκτη διαπίστωσα, διότι έτσι όπως έπεφτε το φως του ήλιου μες στις κόρες των ματιών του.. αυτές θόλωναν.
Πάντως αν δεν της φερθεί καλά και η Ελισάβετ πληγωθεί, θα μάθω που θα πάει να κάνει εγχείρηση και σας το υπόσχομαι, θα μπω στο χειρουργείο και θα παρακαλέσω τον γιατρό να του αφήσει μια, οποιαδήποτε, μικρή ή μεγάλη επιπλοκή. Μόνο και στεναχωρεθεί το κορίτσι μου, μόνο αυτό να γίνει και θα-
"Πάμε να φύγουμε από εδώ" ξαφνικά η Ελισάβετ βγαίνει από την κουζίνα, έρχεται στο τραπέζι μας, αρπάζει τα πράγματα της και-
"Και μην τολμήσεις να πλησιάσεις την οικογένεια μου ποτέ ξανά" της φωνάζει ο κύριος Άκης από μακριά με αποτέλεσμα να γυρνάνε μερικά κεφάλια και να μας κοιτάνε.
"Τι έγινε?" την ρωτάω γιατί την βλέπω, κλαίει.
"Τίποτα" μου απαντάει η Ελισάβετ, βγάζει από την τσάντα της ένα πενηντάρικο και το αφήνει πάνω στο τραπέζι.
"Δεν φάγαμε τίποτα" της υπενθυμίζω, διότι μόνο το ψωμί και το κρασί ήρθαν.
Πόσο να κάνει στην τελική μισή φρατζόλα προχτεσινού ψωμιού και μισό κιλό χύμα?
Πέντε ευρώ? Το πολύ.
Και δεν είμαι τσιγκούνης αλλά δεν αρέσκομαι να αφήνω χρήματα σε τέτοιους.. λύκους.
"Χριστέ μου Βύρωνα.. σε παρακαλώ σταμάτα να μιλάς και ακολούθησε με" μου λέει και δεν με περιμένει, ξεκινάει να περπατάει προς την έξοδο της ταβέρνας. Μέσα στην φασαρία του μαγαζιού δεν ακούω καλά.
Είπε σίγουρα Βύρωνας ή Τζακ?
"Τι κάνεις εκεί?" με ρωτάει ο Άκης. Η Ελισάβετ έχει απομακρυνθεί από το τραπέζι, εγώ γύρισα για να πάρω το πορτοκαλί χαρτονόμισμα και στην θέση του να αφήσω δυο γκρι. Διότι όχι να το παινευτώ αλλά όπου και αν πάω αφήνω πολύ καλά φιλοδωρήματα.
"Τόσο δεν κόστισαν αυτά που μας ήρθαν?" τον ρωτάω και τον κοιτάω διερευνητικά.
"Πάρε τα λεφτά σου νεαρέ, μην σας τα στερήσουμε, μετά μείνετε ταπί και επιστρέψετε να διεκδικήσετε τα δικά μας" μου απαντάει ο τύπος μες στην ειρωνεία.
Τον κοιτάζω με μισόκλειστα μάτια.
Είπε ότι θα γυρίσω εγώ να διεκδικήσω τα δικά του χρήματα?
Άκουσα καλά?
"Το όνομα μου είναι Βύρωνας Ιωάννου Κομνηνός"
Φοράω το παλτό μου.
Ισιώνω την πλάτη μου.
"Και το δικό μου Άκης Μαυρέας" μου απαντάει και σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος του.
"Αδιαφορώ" τον ενημερώνω και σηκώνω ψηλά το πιγούνι μου.
"Όμως ξέρεις για τι ενδιαφέρομαι? Για την κοπέλα που βγήκε κλαμένη μέσα από την κουζίνα σου. Και μπορεί να μην έμαθα ακόμη τι έγινε αλλά μου αρκεί το ότι πληγώθηκε.. για αυτό άκου καλά τι θα σου πω" Τον πλησιάζω σε σημείο που το πρόσωπο του να βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το δικό μου και τοποθετώ τα χέρια μου στον γιακά από το καρό πουκάμισο του.
Να θυμηθώ να τα πλύνω με αντισηπτικό μετά.
"Αν έρθει ξανά, και την διώξεις, θα έχεις να κάνεις με τους φίλους μου. Και μην νομίζεις ότι είναι τίποτα χαμάλια εικοσάχρονοι. Η πλειοψηφία τους πρόκειται για δικηγόρους, γιατρούς, πολιτικούς και.. μπράβους. Για αυτό άλλαξε γραμμή πλεύσης και τρέξε να κάνεις χαρούμενο εκείνο το στεναχωρημένο προσωπάκι" τον απειλώ στα ίσια και δεν επαναλαμβάνω τα λόγια μου. Για το δικό του καλό εύχομαι να έγινα κατανοητός, διότι..
Μια φορά μιλάω.
Την δεύτερη ειδοποιώ τον παππού μου.
"Νομίζεις ότι σε φοβάμαι?" με ρωτάει ο Άκης και είναι σειρά του να απλώσει τα βρωμόχερα του πάνω μου. "Ούτε εσένα σκιάζομαι, αλλά ούτε και τον Θανάση. Για αυτό πες του ότι αν δεν κόψει τις μαλακίες και δεν αφήσει ήσυχη την περιουσία μου-"
"Νομίζεις ότι η κοπέλα ενδιαφέρεται για τα χρήματα σου?" τον ρωτάω και κοιτάω το μαγαζί τριγύρω μου. Πέντε τέτοια μπορώ να της αγοράσω με τα μετρητά που έχω αυτήν την στιγμή στο όνομα μου.
"Τι άλλο μπορεί να θέλει?" με ρωτάει το άθλιο υποκείμενο και δεν είναι μόνο ο τόνος του που με εξοργίζει, αλλά το γεγονός ότι συνεχίζει να με ακουμπάει. Και άντε μετά να φύγει η λίγδα από το μπέρμπερι.
"Να γνωρίσει τους παππούδες της" του μιλάω στα ίσια. "Και λογικά να σου πει ότι η κόρη σου πάσχει από οικογενή μεσογειακό πυρετό, διότι δεν ξέρω αν το παρατήρησες, αλλά πονάει, στην κοιλιά, και κάτι μου λέει ότι το κάνει εδώ και πολύ καιρό"
Τοποθετώ τα χέρια μου πάνω στα άγρια δικά του, τα απομακρύνω απότομα από το σώμα μου, κοιτάζω αν έχει λερωθεί το μπεζ ύφασμα του παλτό μου, και ευτυχώς, για το καλό του Άκη, δεν φαίνεται να έχει λίγδα το μπέρμπερι μου.
"Τι είπες ότι έχει η κόρη μου?" τώρα ο Άκης ακούγεται ανήσυχος.
Α μπα.. αλλάξαμε ήδη γραμμή πλεύσης?
"Μεσογειακό πυρετό, είναι κληρονομικός" τον ενημερώνω αν και κανονικά δεν θα έπρεπε. Ο τύπος έκανε την Ελισάβετ μου να κλαίει, θα έπρεπε να τον αφήσω να τρέχει από παθολόγο σε χειρουργό και από χειρουργό σε ψυχίατρο για καμιά πενταετία τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί κάποιος διαβασμένος που να γνωρίζει έστω την ύπαρξη της νόσου.
Αλλά τι να κάνουμε?
Είμαι ψυχούλα κατά βάθος.
"Τι κάνεις εκεί?" η πόρτα αυτής της άθλιας ταβέρνας κλείνει πίσω μου και το πρώτο πράγμα που αντικρίζω είναι την Ελισάβετ να κλωτσάει με δύναμη τις ρόδες του αυτοκινήτου του πατέρα μου.
"Αν αφήσεις κάποιο σημάδι.." θέλω να της πω ότι ο Άρης θα μου κάψει όλα τα βραβεία αριστείας που μαζεύω από τότε που ήμουν έξι χρονών, αλλά δεν το κάνω. Διότι το βλέπω το προσωπάκι της είναι στεναχωρημένο.
Και με πονάει η εικόνα αυτή.
Με πονάει πολύ.
"ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ ΟΤΙ ΜΕ ΕΔΙΩΞΑΝ?" η Ελισάβετ φωνάζει, φωνάζει δυνατά και κλωτσάει τις λαμαρίνες ακόμη πιο άγρια. "ΜΕ ΕΔΙΩΞΑΝ ΒΥΡΩΝΑ ΜΕ ΕΔΙΩΞΑΝ ΕΝΩ ΕΓΩ ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΗΘΕΛΑ ΗΤΑΝ ΝΑ ΤΟΥΣ ΓΝΩΡΙΣΩ ΑΛΛΑ ΕΚΕΙΝΟΙ.."
Το μωρό μου δεν μπορεί να ολοκληρώσει την φράση της, συνεχίζει να κλαίει και να χτυπιέται σαν υστερική και δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο. Αδιαφορώ για τα αμέτρητα αδιάκριτα βλέμματα που είναι καρφωμένα πάνω μας, την πλησιάζω όσο πιο γρήγορα μπορώ, την φτάνω και επιτέλους.. την κλείνω στην αγκαλιά μου.
Δεν ξέρω τι αισθάνομαι κάθε φορά που νιώθω ότι η Ελισάβετ κινδυνεύει, στεναχωριέται, ή γενικά ότι δεν είναι καλά. Είναι μια υπερδύναμη μέσα μου, μια αδιαπραγμάτευτη παρόρμηση που με κάνει να θέλω να την προστατεύσω. Και δεν έχω βρει άλλον τρόπο μέχρι στιγμής από το να τυλίγω τα χέρια μου γύρω από το τρεμάμενο κορμί της, και να την κλείνω στην αγκαλιά μου.
"Εγώ.. εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να τους προειδοποιήσω.. Βύρωνα.. το ξέρεις..?" με ρωτάει κλαψουρίζοντας και απομακρύνει ελάχιστα το πρόσωπο της από το στήθος μου μόνο και μόνο για να καρφώσει τα κατακόκκινα από το κλάμα μάτια της στα θυμωμένα δικά μου.
"Δεν.. δεν.. δεν είχα ποτέ κανέναν σκοπό να βάλω χέρι στην περιουσία τους.. εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να δω τα μάτια της γιαγιάς μου και να της πω ότι ο γιος της ζει ακόμη μέσα μου.. ότι είμαι η συνέχεια της οικογένειας της.. Βύρωνα εσύ.. εσύ με πιστεύεις..?" με ρωτάει η Ελισάβετ και δεν μπορώ να κρατηθώ.
Κολλάω τα χείλη μου στα δικά της.
Χώνω τα δάχτυλα μου στα μαλλιά της.
Δεν με νοιάζει που είμαστε, αδιαφορώ για το ποιοι μας κουτσομπολεύουν. Εγώ θέλω απλά να παρηγορήσω το κορίτσι μου. Να πάρω λίγο από τον αμέτρητο πόνο που βλέπω στα μάτια της. Να την κάνω να ξεχάσει. Εισβάλλω την γλώσσα μου στο στόμα της, διεκδικώ το φιλί της, κλέβω την ανάσα της. Κανονικά θα έκλεβα και την καρδιά της.. αλλά..
Έχω την εντύπωση ότι η Ελισάβετ κλέβει την δική μου καρδιά.
Ή μπορεί και να το έχει ήδη κάνει.
Κλείνω την ξύλινη πόρτα πίσω μου, πετάω την τσάντα της στο πάτωμα, βγάζω το παλτό της, και ξεκινάω να γδύνομαι και εγώ ο ίδιος. Δεν ξεκολλάω στιγμή το στόμα μου από το δικό της, εδώ και ώρα δεν μπορώ να πάρω τα χέρια μου από πάνω της. Ένας Θεός ξέρει πως κατάφερα και μας έφερα σώους και αβλαβείς μέχρι το σαλέ.
"Ποιος άναψε το τζάκι?" με ρωτάει το μωρό μου καθώς περνάω το λευκό της φόρεμα πάνω από αναψοκοκκινισμένο της προσωπάκι.
"Εγώ τους το είπα, ήθελα να είναι ζεστό το μέρος όταν φτάσουμε" την ενημερώνω και δεν περιμένω να μου απαντήσει, δεν θέλω να μιλήσει. Την πιάνω από τους γοφούς της, την σηκώνω πάνω μου και η Ελισάβετ τυλίγει τα πόδια της γύρω από την μέση μου.
Δεν υπήρχε περίπτωση να επιστρέψουμε σε εκείνον τον άθλιο ξενώνα που για ιδιοκτήτες του έχει μια απαράδεκτη οικογένεια. Πήγα και μάζεψα μόνος μου τα πράγματα μας, τους πλήρωσα και την διαμονή μας και μας έφερα εδώ, σε ένα τεράστιο ξύλινο σαλέ, κρυμμένο μες στα έλατα.
Δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω μας, μόνο του κοριτσιού μου και η δικιά μου.
Δεν ακούγεται ανάσα μέσα στο σπιτάκι, ούτε του κοριτσιού μου, ούτε η δικιά μου.
"Δεν.. δηλαδή.. τι να κάνω?" με ρωτάει το μωρό μου.
Αφήνω την πλάτη μου να γίνει ένα με το πάτωμα, παίρνω τα χέρια μου πάνω από το γυμνό κορμί της, τα τοποθετώ στο πρόσωπο της.
"Ξέσπασε" της δίνω την άδεια να βγάλει όλον τον θυμό που έχει μέσα της, όλη την πίεση που έχει συσσωρευθεί στο σώμα της.. πάνω μου.
Δεν έχω αφήσει, ποτέ, καμία γυναίκα να έχει το πάνω χέρι στο σεξ.
Αλήθεια. Ποτέ. Καμία.
Αλλά μαζί της είναι αλλιώς.
Όλα μαζί της είναι αλλιώς.
"Βύρωνα εγώ.. αυτό.. δεν.. δεν το έχω κάνει ποτέ ξανά.. δεν θα είμαι καλή" Βλέπω το κορίτσι μου να διστάζει, το πρόσωπο της είναι φοβισμένο, τα ματάκια της τρομαγμένα.
Τι φοβάται ακριβώς?
Μήπως με απογοητεύσει?
"Είσαι κάτι παραπάνω από καλή" την διαβεβαιώνω. "Για την ακρίβεια είσαι τέλεια"
Δαγκώνω το κάτω χείλος της, το ρουφάω, της δίνω χρόνο να μαζέψει δύναμη και αυτοπεποίθηση. Μια γυναίκα σαν την Ελισάβετ δεν πρέπει να αισθάνεται φόβο, αλλά σιγουριά. Διότι μπορεί να καταφέρει.. τα πάντα.
Καθώς κατάφερε το ακατόρθωτο.
Να με κάνει να νοιαστώ.
"Δεν.. δεν χωράει.. κάτι κάνω λάθος"
Κοιτάζω χαμηλά το σημείο στο οποίο ενώνονται τα σώματα μας. Έχω μπει μισός, απέχω πολύ από το να μπω ολόκληρος. Και η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να περιμένω.. θέλω να την νιώσω τώρα.. αλλά..
Σφίγγω δόντια.
Το κάνεις για εκείνη, Βύρωνα.
Το κάνεις για εκείνη.
"Χαλάρωσε.. είσαι πολύ σφιγμένη.. όλοι οι μύες σου είναι σε σύσπαση" της ψιθυρίζω πάνω στα χείλη της και της δίνω λίγο χρόνο να αφεθεί. Και τελικά το κάνει, αφήνεται ενώ ταυτόχρονα αφήνει μια ανάσα που κρατούσε εδώ και ώρα να βγει, και εγώ μπαίνω, ολόκληρος, μέσα της.
Μερικά δάκρυα τρέχουν στο πρόσωπο της όμως είμαι σίγουρος, αυτά είναι δάκρυα ηδονής.
"Μου αρέσει" μου λέει ξέπνοη η Ελισάβετ και ξεκινάει να χορεύει πάνω μου. Τα χέρια της ακουμπούν το στήθος μου, τα νύχια της μπαίνουν μες στο δέρμα μου.
Και εμένα μου αρέσει μωρό μου, μου αρέσει πολύ.
Κλείνω τα μάτια μου και η απόλαυση μεγιστοποιείται, η αίσθηση απογειώνεται.
Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα είμαι κάτω από μια γυναίκα.
Πόσο μάλλον ότι αυτή η γυναίκα θα είναι η Ελισάβετ.
Και πόσο ακόμη ότι θα το απολαμβάνω τόσο πολύ.
Η ανάσα μου βαθαίνει, ο ιδρώτας μου στάζει, και για όλα αυτά ποιος φταίει?
Η καρδιά μου.. που χτυπάει σαν τρελή.
Ανάθεμα
Πως είναι άραγε να είσαι ερωτευμένος?
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top