Πρόλογος ΙΙ
στο τελευταίο κεφάλαιο του the road to your heart
ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑ
Έλλη
"Θα της αρέσει λες?"
Γυρνάω το κεφάλι μου προς το κρεβάτι μου και του ανασηκώνω προειδοποιητικά τα φρύδια μου.
"Με έχεις ρωτήσει χίλιες φορές από το πρωί" γκρινιάζω και βγάζω το κόκκινο φόρεμα μέσα από την ντουλάπα. Δώρο του παππού Σπύρου για τα δέκατα ένατα γενέθλια μου. Αυτό και ένα αυτοκίνητο.
"Ναι αλλά δεν μου απαντάς ξεκάθαρα" μου λέει ο μπαμπάκας μου και ανακάθεται προβληματισμένος στο στρώμα. "Μήπως το θεωρήσει φτηνό?"
Καρφώνω αμέσως το βλέμμα μου στο διαμαντένιο κολιέ που βρίσκεται ανάμεσα στα δάχτυλα του. 6.530 ευρώ δώσαμε σήμερα το πρωί στον Χαριτίδη.. δεν το λες και φτηνό.. σε καμία περίπτωση.
"Χαλάρωσε" προσπαθώ να τον καθησυχάσω και πάω πίσω από το παραβάν του δωματίου μου για να αλλάξω. "Η μαμά θα το λατρέψει.. και αυτό όπως και όλα όσα της έχεις χαρίσει μέχρι στιγμής"
Και να πεις ότι είναι και λίγα τα δώρα που της έχει κάνει.. μάλλον όχι. Συχνά πυκνά ο μπαμπάκας μου της παίρνει και από κάτι. Να δυο Σάββατα πριν την βγάλαμε στου Valentino. Με τρία φορέματα βγήκαμε από εκεί μέσα.. ένα λευκό για την μαμά μου.. ένα λιλά για εμένα.. και ένα ροζ για την Αναστασία.
"Με αυτό το κουστούμι πάει η γαλάζια ή η μπλε γραβάτα?"
Βγαίνω αμέσως πίσω από το παραβάν και κατευθύνομαι προς τον μεγάλο ολόσωμο καθρέφτη που υπάρχει απέναντι από το κρεβάτι μου.
"Την γαλάζια" του λέω και στέκομαι δίπλα του. "Σίγουρα την γαλάζια για να σε φωτίσει και λίγο" Καλά όχι ότι ο Μιχάλης χρειάζεται μια γραβάτα για να λάμψει. Του φτάνει που θα βγουν το καθιερωμένο τους σαββατιάτικο ραντεβού με την μαμά. Και επίσης του φτάνει που θα την έχει κατά αποκλειστικότητα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής.
Τον κοιτάω μέσα από την αντανάκλαση του καθρέφτη και χαμογελάω λοξά.
Την αγαπάει.
20 χρόνια έχουν περάσει από τότε που γεννήθηκα.. 21 από τότε που γνωρίστηκαν οι γονείς μου και ο μπαμπάκας μου είναι ακόμη ερωτευμένος με την Μαρία.. ή μάλλον το Μαράκι του.. όπως του αρέσει να την αποκαλεί.
"Εγώ τι σου λέω?" σπάω την σιωπή που έχει απλωθεί στον χώρο και του δείχνω το πλέον αδυνατισμένο μου κορμί. Πάλι καλά που τα κιλά των Πανελληνίων έκαναν φτερά.
Ο μπαμπάς μου στρέφει το πρόσωπο του προς το μέρος μου, πισωπατεί δυο βήματα και με τσεκάρει από πάνω μέχρι κάτω.
"Είσαι μια οπτασία" μου λέει και με κλείνει στην μεγάλη του, ζεστή αγκαλιά.
Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από την μέση του και χάνομαι στο πιο τέλειο μέρος όλου του κόσμου.. στην αγκαλιά του μπαμπά μου.
Κλείνω τα μάτια μου και αναστενάζω βαριά.
Του έχω αδυναμία.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου κάθε φορά που λέω την λέξη μπαμπά η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Και το ίδιο συμβαίνει και από την μεριά του. Παρόλο που δεν το παραδέχεται ανοιχτά είμαι το πιο αγαπημένο του παιδί.. το πιο αδύναμο σημείο του.
"Να προσέχεις τώρα που θα βγεις με την άλλη την τρελέγκο ναι ψυχή μου?" με ρωτάει και με βγάζει από την αγκαλιά του.
Γελάω.
Γελάω δυνατά.
Ο μπαμπάς με την νονά Κέλλυ δεν τα πάνε καθόλου καλά, χρόνια τώρα.
"Ναι μπαμπάκα" του απαντώ και αρπάζω το κινητό μου πάνω από το γραφείο μου.. ο γνωστός ήχος του messenger μόλις ακούστηκε.
"Επίσης πήρε τηλέφωνο ο παππούς σου και είπε να πας εσύ τα αδέρφια σου στο σπίτι τους" προσθέτει ο μπαμπάς μου και ξεκινάει να δένει την γραβάτα του γύρω από τον λαιμό του.
Σηκώνω για μια στιγμή τα απορημένα μάτια μου πάνω του.
"Νόμιζα ότι θα τους πηγαίνατε εσύ με την μαμά" του απαντώ. "Στον δρόμο σας για το εστιατόριο είναι το σπίτι"
Καλά όχι ότι έχω πρόβλημα να βάλω δυο εννιάχρονα και ένα οχτάχρονο μέσα στο αμάξι μου.. αλλά τα αδέρφια μου δεν είναι και τα πιο ήσυχα όλου του κόσμου. Την τελευταία φορά που τους πήγα στο τάεκ βο ντο.. έχυσαν μια πορτοκαλάδα και έριξαν δυο παγωτά πάνω στα μπεζ δερμάτινα καθίσματα μου.
"Θέλει να σε δει ο Σπύρος" με ενημερώνει ο μπαμπάς μου και αμέσως ένα διάπλατο χαμόγελο εξαπλώνεται στο πρόσωπο μου. Λες να έχει νέα για εκείνο το λοφτ που νοικιάζει ο φίλος του στο Κολωνάκι?
"Θα τους πάω τότε" του απαντώ και χαμηλώνω ξανά του βλέμμα μου στην οθόνη του κινητού μου.
<<Δύο εβδομάδες μακριά σου και ήδη μου λείπεις τρελά>> διαβάζω το μήνυμα του Αιμίλιου στο messenger και αμέσως η καρδιά μου φτερουγίζει από ευτυχία. Είναι το πιο τέλειο αγόρι σε όλον τον κόσμο.
"Με τον φίλο σου στέλνεις?" με ρωτάει ο Μιχάλης την ώρα που πληκτρολογώ μια απάντηση στον έτερον μου ήμισυ.
"Πού το κατάλαβες?" απορώ.
<<Μακάρι να περνούσα όλο το βράδυ στην αγκαλιά σου>> του στέλνω αυτό που πραγματικά εύχομαι. Αν ήταν Αθήνα θα το ακύρωνα αμέσως στην νονά και θα την έβγαζα όλο το βράδυ στο κρεβάτι με τον Αιμίλιο.. τον Αιμίλιο μου.. το αρκουδάκι μου.
"Τα μάγουλά σου έχουν πάρει φωτιά και τα μάτια σου αστράφτουν" με ενημερώνει ο μπαμπάς μου με έναν τόνο..
Εμ..
Για μισό..
Πικρία διακρίνω στην φωνή του?
"Τον αγαπάω και το ξέρεις" του υπενθυμίζω και σηκώνω το βλέμμα μου πάνω του.
Πάλι καλά που στο θέμα αγόρι, ο μπαμπάκας μου είναι με το μέρος μου.
Πέρυσι με το που πάτησα το πόδι μου στην σχολή στα Ιωάννινα, έπεσα πάνω στον Αιμίλιο. Πρωτοετής της Ιατρικής αυτός, πρωτοετής της Ιατρικής και εγώ. Μία εβδομάδα του πήρε να κάνει κίνηση και σε λίγες μέρες κλείνουμε έναν χρόνο μαζί. Είναι η πρώτη μου αγάπη.. η πρώτη μου σχέση.. το πρώτο μου αγόρι.. σε όλα.. στα φιλιά.. στα χάδια.. στις αγκαλιές.
Στον έρωτα..
Με το που τα φτιάξαμε το είπα αμέσως στον μπαμπά μου. Πάντα του τα λέω.. όλα. Είναι πολύ πιο ανοιχτόμυαλος σε σχέση με την μαμά και πολύ πιο δεκτικός σε οτιδήποτε και αν του εξομολογηθώ. Δεν τον πείραξε καθόλου η σχέση μου με τον Αιμίλιο, αντιθέτως χάρηκε κιόλας.
Σε πλήρη αντίθεση με την μαμά μου, η οποία μόλις έμαθε ότι έχω αγόρι και πως μάλιστα προχώρησα μαζί του, ξεκίνησε να φωνάζει. Ναι, η Μαρία πιστεύει ότι δεν χρειάζεται να έχω αγόρι από αυτήν την ηλικία και πως καλύτερο θα ήταν να αφοσιωθώ στις σπουδές μου πρώτα.
Μα καλά, ποιος της είπε ότι δεν μπορώ να συνδυάσω τον έρωτα με την ιατρική?
"Και τώρα που θα συνεχίσεις τις σπουδές σου στην Αθήνα?" με ρωτάει ο μπαμπάκας μου. "Θα εξακολουθήσετε να είστε μαζί? Το έχετε συζητήσει καθόλου?"
Χαμηλώνω αμέσως το λυπημένο μου βλέμμα στο πάτωμα.
Αυτός επέμενε να δηλώσω με το 10% την αντίστοιχη σχολή στην Αθήνα.
Πέρυσι το φροντιστήριο πέρασε μια περίοδο κρίσης και τα οικονομικά του σπιτιού δεν ήταν στα καλύτερα τους. Οπότε αναγκαστικά πήραμε κάποια δραστικά μέτρα ως οικογένεια, ο Μιχάλης δηλαδή, και ένα από αυτά ήταν να επιστρέψω στο πατρικό μου στην Αθήνα.
Φέτος ευτυχώς οι εγγραφές αυξήθηκαν και οικονομικά τουλάχιστον είμαστε πολύ καλύτερα από πριν. Σε αυτό συνέβαλε βέβαια και το γεγονός ότι η μαμά έγινε και επίσημα αναπληρώτρια καθηγήτρια στην Κυτταρική Βιολογία στο Βιολογικό και συνεισφέρει και εκείνη στα έξοδα του σπιτιού.
Αλλά τι να το κάνεις?
Είχα ήδη συμπληρώσει τα χαρτιά, είχα ήδη κάνει την διαγραφή από τα Γιάννενα, είχα ήδη κάνει την εγγραφή στην Αθήνα όταν ανακοίνωσε ο μπαμπάς σε όλη την οικογένεια τα καλά νέα.
"Θα έχουμε σχέση από απόσταση" ενημερώνω τον μπαμπά μου και ταυτόχρονα διαβάζω το νέο μήνυμα του Αιμίλιου.
<<Θέλεις να κάνουμε skype αργότερα? Σε μισή ώρα τελειώνω την προπόνηση>>
Ωχ
Ωχ ωχ ωχ
"Και θα πετύχει?" απορεί ο Μιχάλης. "Διότι μωρό μου να το ξέρεις οι σχέσεις από απόσταση δεν είναι καθόλου εύκολες"
Πώς θα του πω τώρα ότι θα πάω για ποτό με την νονά μου?
Κάθε φορά που βγαίνω βράδυ χωρίς εκείνον γκρινιάζει.. γκρινιάζει πολύ.
"Θα πετύχει" καθησυχάζω τον πατέρα μου.
Ο καημενούλης.. ανησυχεί πολύ για να μην χαλάσει η σχέση μου και λογικό το βρίσκω άλλωστε. Κάθε πατέρας θα ήθελε να δει την κόρη του με κάποιον σαν τον Αιμίλιο. Είναι έξυπνος, όμορφος, καλλιεργημένος.. ο τέλειος άνδρας με λίγα λόγια.
"Πάντως αν οποιαδήποτε στιγμή νιώσεις ότι σε πιέζει ή ότι δεν περνάς καλά μαζί του.. θα τον χωρίσεις ψυχή μου ναι?"
Σηκώνω αμέσως το βλέμμα μου πάνω του.
Καφέ στο πράσινο.
Προβληματισμός στην ανησυχία.
Γαμώτο.. μόνο εγώ και η νεογέννητη μπέμπα πήραμε τα σκατουλί μάτια της Μαρίας. Η δεκαπεντάχρονη Αναστασία και τα τρία αγόρια κληρονόμησαν όλοι τους τα καταπράσινα μάτια του Μιχάλη. Τα δύο στα έξι αδέρφια μόνο ατυχήσαμε οικτρά.
"Αν και δεν το νομίζω ναι" τον διαβεβαιώνω και ξεκινάω να γράφω μια απάντηση στον Αιμίλιο.
<<Μπορούμε να το κάνουμε μετά τις 12?>> πληκτρολογώ και πατάω αποστολή.
"Λοιπόν ωραιοτάτη μου δεσποινίς.. έφτασε η ώρα να πας τα αδέρφια σου στους παππούδες σας" με ενημερώνει ο μπαμπάς και μου ανοίγει την πόρτα να βγω έξω από το δωμάτιο μου.
Χώνω το κινητό μου μέσα στο βραδινό τσαντάκι μου και το περνάω χιαστί στο σώμα μου.
"Μάλλον έφτασε η ώρα να περάσετε με την μαμά μερικές ώρες μόνοι σας" τον διορθώνω και ταυτόχρονα βάζω τα ψηλά μου μαύρα πέδιλα.
Παρατηρώ το πρόσωπο του μπαμπά μου.
Χαμογελάει πονηρά και κοιτάει χαμηλά.
Χα, σε τσάκωσα, ερωτοχτυπημένε Μιχαλάκη.
"Ώρες ώρες αναρωτιέμαι αν γέννησα εγώ εσένα ή εσύ εμένα" μου απαντάει ψιθυριστά.
"Ώρες ώρες αναρωτιέμαι αν αγαπάω περισσότερο εγώ εσένα ή εσύ εμένα" του αντιλέγω χαρούμενα και βγαίνω έξω από το δωμάτιο μου.
"Έλλη ευτυχώς σε πρόλαβα" Την ίδια στιγμή που ο μπαμπάς κλείνει την πόρτα του δωματίου μου, η Αναστασία βγαίνει από το δικό της. "Μπορείς να με πετάξεις μια στιγμή στην Λυδία?"
Την κοιτάω καχύποπτη και στενεύω απευθείας τα μάτια μου.
"Εσύ δεν ήσουνα τιμωρημένη?" ζητάω να μάθω. Χτες το βράδυ άργησε να επιστρέψει δυο ώρες από την βραδινή της έξοδο και η μαμά της απαγόρευσε να βγει για το υπόλοιπο Σαββατοκύριακο από το σπίτι.
"Ήταν" επιβεβαιώνει από δίπλα μου ο μπαμπάς. "Δεν είναι όμως πια" της λέει και ταυτόχρονα της κλείνει το μάτι του.
Μιχάλης Στεργίου ή αλλιώς ο δαμαστής της Μαρίας Οικόνομου-Στεργίου.
Πάλι καλά που υπάρχει και αυτός μες στο σπίτι και κυρίως στις ζωές μας.
"Σε πέντε λεπτά στην είσοδο" ανακοινώνω στην αδερφή μου και ξεκινάω να κατεβαίνω γρήγορα τα σκαλιά. Εκείνη την ώρα δονείται το κινητό μου στο τσαντάκι μου και το βγάζω για να διαβάσω το νέο μήνυμα του καλού μου.
<<Γιατί όχι νωρίτερα? Τι έχεις να κάνεις?>> με ρωτάει και πάω στοίχημα ότι αν ήταν μπροστά μου τα μάτια του θα ήταν δυο σχισμές και τα χείλη του μια ευθεία.
"ΠΕΤΡΟ! ΣΠΎΡΟ! ΧΆΡΗ! ΦΕΎΓΟΥΜΕ!" φωνάζω τα τρία μου αδέρφια να έρθουν για να φύγουμε και ταυτόχρονα πληκτρολογώ την απάντηση μου.
<<Θα βγω για ποτό με την νονά μου>> του στέλνω και προσεύχομαι να περάσει η τρικυμία όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα γίνεται. Γιατί τρικυμία έρχεται, το βλέπω.
"Γίνεται να περάσουμε να πάρουμε και τον Δημήτρη?" με ρωτάει ο Χάρης, ο μικρότερος σε σχέση με τους άλλους. "Μίλησε η μαμά με την θεία Λία και κανόνισαν να κοιμηθεί και εκείνος στην γιαγιά Αναστασία μαζί μας"
Ωχ
Κατάλαβα τι θα γίνει σήμερα στην Εκάλη.
Με τέσσερα διαβολάκια να τρέχουν πάνω κάτω σε όλο το σπίτι?
Ο κακός χαμός, σίγουρα.
"Ναι θα αφήσουμε την Αναστασία στο σπίτι της θείας Λίας και του θείου Νίκου και θα πάρουμε τον κολλητό σου" τον ενημερώνω και ταυτόχρονα κοιτάω πίσω του τα δίδυμα να μαλώνουν για μια μπάλα ποδοσφαίρου.
Άντε πάλι.. ξεκίνησαν!
"Να μην τρέχεις στον δρόμο" ακούγεται η φωνή της μαμάς μου από την κορυφή της σκάλας.
Στρέφω το πρόσωπο μου προς το μέρος της και την κοιτάω να κατεβαίνει τα σκαλιά με την μπέμπα στην αγκαλιά της.
"Ναι θα πηγαίνω με 20" την ειρωνεύομαι και παρατηρώ τι φοράει. "Συγγνώμη εσύ δεν θα ντυθείς? Ο μπαμπάς είναι έτοιμος εδώ και ώρα"
"Έλλη μην με νευριάζεις!" η μαμά μου υψώνει ελάχιστα τον τόνο της φωνής της και ξεκινάει να χτυπάει την μικρή στην αγκαλιά της για να ρευτεί. Λογικά μόλις την θήλασε. "Ο μπαμπάς σου το μόνο που είχε να κάνει όλη μέρα σήμερα ήταν να πάει στο σούπερ μάρκετ το πρωί και να ετοιμαστεί για το βράδυ. Ενώ εγώ έπρεπε να κάνω μπάνιο την μικρή, να συμμαζέψω τα δωμάτια σας, να μαγειρέψω, να ετοιμάσω τους σάκους των αγοριών για να μείνουνε σήμερα στην γιαγιά τους και άλλες χίλιες δυο δουλειές! Μόλις έρθει η Κωνσταντίνα να μου κρατήσει την Αλίκη θα ξεκινήσω να ετοιμάζομαι"
Ωχ
Ξεκίνησε πάλι να γκρινιάζει.
Κλασσική μαμά.. μια ζωή στην τσίτα είναι.
"Να μην κάνατε και έκτο παιδί" η Αναστασία της μιλάει εριστικά. Μόνιμα.
"Πώς μιλάς έτσι για την αδερφή σου?" την ρωτάει με έναν αυστηρό τόνο η μαμά. "Επίσης να σου θυμίσω ότι είσαι ακόμη τιμωρία. Μπορεί ο πατέρας σου να με έπεισε να μείνεις σήμερα στην Λυδία, αλλά κακομοίρα μου σε προειδοποιώ.. μην τυχόν και βγείτε έξω από το σπίτι. Θα παίρνω τηλέφωνο την Λία κάθε μισή ώρα να μαθαίνω τι κάνετε"
Παρατηρώ την αδερφή μου να ρολλάρει επιδεικτικά τα μάτια της και να σιγοψιθυρίζει κάτι μέσα από τα δόντια της. Βέβαια δεν το αντιλαμβάνομαι μόνο εγώ, και η μαμά έχει καρφωμένο το βλέμμα της πάνω στο δεύτερο παιδί της.
"Αν θες να πεις κάτι, πες το δυνατά να σε ακούσουμε όλοι" απαιτεί με αυστηρότητα.
Η Αναστασία χαμογελάει λοξά και ξεκινάει να βάζει με νεύρο τα παπούτσια της.
"Δεν θα ενηλικιωθώ?" ρωτάει. "Θα ενηλικιωθώ! Σε τρία χρόνια που θα κλείσω τα 18 θα σηκωθώ να φύγω από εδώ μέσα και δεν θα επιστρέψω ποτέ ξανά σε αυτό το τρελοκομείο να το ξέρεις!"
Επίσης.. η Αναστασία περνάει εφηβεία.
Σας το είπα?
"Να προσέχεις πως μιλάς στην γυναίκα που σε γέννησε!" της απαντάει με νεύρο η μάνα μου. "Και να σου θυμίσω ότι αυτό που εσύ αποκαλείς τρελοκομείο είναι το σπίτι μέσα στο οποίο μεγάλωσες! Μάθε μικρή μου να εκτιμάς το γεγονός ότι έχεις μια οικογένεια δίπλα σου και ένα τούβλο πάνω από το κεφάλι σου. Δεν είναι δεδομένα αυτά για όλους! Το κατάλαβες?"
Κουνάω αποδοκιμαστικά το κεφάλι μου και κάνω νόημα στα αγόρια να βάλουν τα παπούτσια τους.
"Μας έχεις ζαλίσει τα αρχ-" η Αναστασία διακόπτει την πρόταση της στην μέση.
Αμέσως παγώνω.
Μα καλά τρελή είναι?
Δεν μιλάμε έτσι μπροστά στην Μαρία.
"ΤΙ ΠΉΓΕΣ ΝΑ ΠΕΙΣ?" Τέλεια η μαμά ωρύεται. Πάλι.
"Τι φωνές είναι αυτές?" Ο μπαμπάς αποφασίζει να κάνει την εμφάνιση του την πιο κατάλληλη στιγμή. Ευτυχώς Παναγίτσα μου, ευτυχώς. "Μέχρι πάνω ακούγεστε" προσθέτει και κατεβαίνει τις σκάλες.
"Η κόρη σου" τον ενημερώνει η μαμά και καρφώνει το σπινθηροβόλο βλέμμα της πάνω στην αδερφή μου.
"Ποια από τις τρεις?" ρωτάει ο μπαμπάκας μου και αφού δώσει ένα τρυφερό φιλί στο Μαράκι του παίρνει την Αλίκη στην αγκαλιά του.
Τους κοιτάω που στέκονται δίπλα δίπλα και χαμογελάω ευτυχισμένη.
Είναι τέλειοι έτσι.. μαζί.
Ο μπαμπάς κάθε φορά που κοιτάει την μαμά λιώνει.
Η μαμά κάθε φορά που κοιτάει τον μπαμπά κοκκινίζει.
Μου θυμίζουν τόσο πολύ εμένα και τον Αιμίλιο.
Τόσο μα τόσο πολύ.
Αν και τώρα που είπα Αιμίλιος..
Κοιτάω και πάλι την συνομιλία μας στο messenger.
Διαβάστηκε
Και απάντηση καμία.
Γαμώτο
<<Θύμωσες?>> του στέλνω χωρίς δεύτερη σκέψη.
Αν και είμαι σίγουρη..
Εξαγριώθηκε!
"Δεν πάμε?" με ρωτάει η Αναστασία και πιάνει με το ένα της χέρι τον Σπύρο και με το άλλο της χέρι τον Πέτρο. "Θα αργήσουμε" μου λέει και ξεκινάει να περπατάει έξω από το σπίτι.
"Έλλη εσύ μην αργήσεις να γυρίσεις" με παρακαλάει η μαμά μου και με φιλάει στο μέτωπο. "Και από την στιγμή που θα πάρεις το αυτοκίνητο μην πιεις καθόλου αλκοόλ ναι μωρό μου?"
Της γνέφω θετικά και κλείνω το μικροσκοπικό χεράκι του Χάρη μέσα στο τεράστιο δικό μου.
"Εσείς καλά να περάσετε σήμερα" της εύχομαι και φιλάω την Αλίκη στο χοντρό μαγουλάκι της.
Όλα μου τα αδέρφια έτσι γεννήθηκαν.
Κοντά, χοντρά και ροζ.
Πάντα ροζ.
"Επ πού πας μικρή?" Τον βηματισμό μου σταματάει η βραχνή φωνή του μπαμπά με το που περάσω το κατώφλι της εξώπορτας. Γυρνάω αμέσως και τον κοιτάω όλο απορία. "Δεν έχουμε πει ότι κάθε φορά που θα φεύγεις μακριά από τον μπαμπάκα θα του δίνεις ένα φιλάκι?" με ρωτάει μες στην γλύκα και ταυτόχρονα χαϊδεύει τα μαλλιά του Χάρη.
Του χαμογελάω ντροπαλά.
Επίσης κοκκινίζω λίγο.
Επίσης του έχω αδυναμία.
Σας το είπα και πριν?
"Σε αγαπώ πολύ" του ψιθυρίζω την ώρα που σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου για να αγγίξω τα χείλη μου στο γεμάτο με γένια μάγουλό του.
"Εγώ σε αγαπάω πιο πολύ πριγκίπισσα" μου λέει και με φιλάει στο μέτωπο. "Πιο πολύ από όλους και από όλα. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό ναι?"
Καρφώνω έντονα τα καφέ μου μάτια στα πράσινα δικά του.
Ω Θεέ μου.. με ξεχωρίζει.
Το νιώθω, το αισθάνομαι.
Είμαι το πιο αγαπημένο του παιδί από όλα.
Είμαι τα πάντα του.
"Ναι μπαμπάκα" του απαντώ.
Και ο Μιχάλης είναι τα πάντα μου.
Ο Μιχάλης είναι ο καλύτερος μπαμπάς όλου του κόσμου.
Ο Μιχάλης είναι ο καλύτερος σύζυγος όλου του κόσμου.
Ο Μιχάλης είναι ο καλύτερος καθηγητής όλου του κόσμου.
Ο Μιχάλης είναι ο καλύτερος.
Ο Μιχάλης είναι ο ήρωας μου.
Ο Μιχάλης είναι ο μπαμπάκας μου.
Και τον αγαπώ πολύ.
Πάρα πολύ.
.
.
.
<<Σου είχα ζητήσει να μην βγαίνεις τα βράδια έξω μόνη σου>>
Διαβάζω το μήνυμα του και σφίγγω απευθείας τα δόντια μου.
Εδώ και μια ώρα μαλώνουμε μέσα από το messenger.
"Γίνεται να αφήσεις το κινητό κάτω?" η νονά μου ακούγεται εκνευρισμένη.
"Μισό λεπτό να γράψω ένα μήνυμα" την παρακαλάω και ξεκινάω να πληκτρολογώ μια απάντηση στο αγόρι μου.
<<Δεν είμαι μόνη μου, είμαι με την νονά μου. Και τι περίμενες να κάνω? Να κλειστώ για τα επόμενα πέντε χρόνια μες στο σπίτι?>>
Ε δεν υποφέρεται πια. Εντάξει, δεν λέω, το γεγονός ότι ζηλεύει με κολακεύει αφάνταστα, αλλά αυτήν την στιγμή παραλογίζεται. Παραλογίζεται και γκρινιάζει. Και επίσης μου σπάει τα νεύρα.
"Πες στον φλώρο σου καληνύχτα και κοίτα στο απέναντι τραπέζι. Είναι δυο μανουλομάνουλα που μας τρώνε με τα μάτια τους εδώ και ώρα"
Σφίγγω αμέσως το κινητό μου στις παλάμες μου.
"Μην τον λες έτσι" απαιτώ με νεύρο μέσα από τα δόντια μου. Από τότε που της τον γνώρισα πέρυσι όταν είχε έρθει να με επισκεφτεί στα Γιάννενα όλο φλώρο τον αποκαλεί.
Ακούς εκεί!
Το γλυκό μου το αγοράκι φλώρος?
Ούτε καν!
<<Πες μου ότι τουλάχιστον φοράς ζιβάγκο να χαρείς>>
Διαβάζω το μήνυμα του και ρολλάρω απευθείας τα μάτια μου.
Ζιβάγκο τέλη Σεπτεμβρίου?
Πάει καλά?
<<Το κόκκινο το φόρεμα έβαλα.. εκείνο που είχα φορέσει και στα γενέθλια σου>> του απαντώ και στο καπάκι του στέλνω οχτώ καρδούλες. Οχτώ Οκτωβρίου τα φτιάξαμε, οχτώ καρδούλες του στέλνω. Πάντα.
"Πες του να πάει να πιει το γάλα του και να πάει να κάνει νάνι. Τι στο καλό! Πώς τον αφήνει η μαμά του να είναι ξύπνιος τέτοια ώρα? Δέκα και μισή έχει πάει!"
Ρουθουνίζω έντονα.
Δεν τον συμπαθεί, καθόλου.
"Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μιλάς για τον Αιμίλιο μου με αυτόν τον τρόπο" της απαντώ και καρφώνω το βλέμμα μου στις τρεις τελίτσες που χορεύουν στην οθόνη του κινητού μου. "Είναι πολύ καλό παιδί"
"Να τον κεράσουμε μια πάστα τότε" η νονά με ειρωνεύεται.. αχ τα νεύρα μου.
<<Χωρίζουμε>>
Γουρλώνω αμέσως τα μάτια μου.
ΟΡΙΣΤΕ?
ΧΩΡΙΖΟΥΜΕ ΕΙΠΕ?
ΤΑ.ΝΕΥΡΑ.ΜΟΥ
"Αυτό που κάνεις πάντως δεν είναι καθόλου σωστό" η Κέλλυ συνεχίζει να μιλάει ακάθεκτη. "Έχουμε έρθει σε ένα από τα πιο κοσμικά μπαρ της Αθήνας και εσύ είσαι συνέχεια με το κινητό στο χέρι. Δεν θα πάθει κάτι ο φλώρος σου αν-"
"Με χώρισε" την διακόπτω και σηκώνω σιγά σιγά το ξαφνιασμένο μου πρόσωπο στην Κέλλυ.
Αλήθεια τώρα?
Χωρίσαμε?
"Τέλεια!!!" η νονά μου ζητωκραυγάζει. "Ας το γιορτάσουμε λοιπόν!" προσθέτει και κάνει νόημα στον σερβιτόρο να έρθει στο τραπέζι μας. "Μπορείς να μας φέρεις μια σαμπάνια?" τον ρωτάει με το που ο ξανθούλης νέος μας πλησιάσει.
"Θέλετε και κάτι άλλο μαζί με την σαμπάνια?" μας ρωτάει και κοιτάει φευγαλέα το ντεκολτέ της-
Ξεροκαταπίνω.
Ο λιγούρης.
Η νονά μου τον τσεκάρει από πάνω μέχρι κάτω τέρμα επιδεικτικά και-
"Το τηλέφωνο σου" του απαντάει και του κλείνει το μάτι της.
Παγώνω
Δεν το είπε αυτό.
Όχι δεν το είπε.
"Τι κάνεις μου λες?" την ρωτάω με νεύρο μόλις ο σερβιτόρος απομακρυνθεί από το τραπέζι μας.
"Φλερτάρω προφανώς!" μου απαντάει καταενθουσιασμένη η νονά μου. "Θα έπρεπε να το κάνεις και εσύ ξέρεις.. ειδικά τώρα που είσαι ελεύθερη"
Ελεύθερη είπε?
Ναι καλά.
Εγώ τον Αιμίλιο μου δεν τον αφήνω να μου φύγει.
"Θα ήταν πιο εύλογο αν έβρισκες κάποιον στην ηλικία σου" προσπαθώ να την συνετίσω και χαμηλώνω ξανά το βλέμμα μου στην οθόνη του κινητού μου.
<<Σε αγαπάω πολύ βρε μωρό μου, γιατί δεν κόβεις τα πείσματα?>> του στέλνω και αναστενάζω ελαφρά. Αυτό μου κάνει, πεισματάκια.
"Οι άνδρες στην ηλικία μου είναι καλοί μόνο για να μου αλλάζουν τις λάμπες" μου απαντάει με αυτοπεποίθηση η νονά μου. "Ενώ εγώ θέλω κάποιον να μου αλλάζει τα φώτα"
<<Πείσματα νομίζεις ότι κάνω?>> μου στέλνει ο Αιμίλιος. <<Δεν με έμαθες καθόλου καλά ένα χρόνο τώρα? Έλλη χωρίζουμε, αυτό ήταν, τέλος>>
"Ορίστε η σαμπάνια σας" παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου τον σερβιτόρο να αφήνει ένα πράσινο μπουκάλι πάνω στο τραπέζι μας. "Και ορίστε και το κινητό μου"
Εμ
Σοβαρά τώρα?
"Εντάξει εγώ βολεύτηκα για σήμερα" μου λέει η νονά μου και μου δίνει ένα ποτήρι με ροζ υγρό. "Τώρα το μόνο που μένει είναι να βρούμε έναν και για εσένα μπας και μάθεις επιτέλους τι πάει να πει καλό σεξ"
Σηκώνω αμέσως το πρόσωπο μου ψηλά και κοιτάζω τρομοκρατημένη τριγύρω μου να δω αν άκουσε κανείς την τρελή νονά που με βάφτισε. Αλλά ναι.. έπρεπε να το φανταστώ.. από πάντα έτσι ήταν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τότε που ήμουν δεκατέσσερα χρονών και δεν έφευγε από το δωμάτιο μου αν δεν μάθαινα να γλιστράω με ευκολία τα προφυλακτικά πάνω στις μπανάνες. Η γυναίκα είναι θεότρελη, εξακριβωμένο.
"Στο έχω πει χίλιες φορές.." της λέω ενώ ταυτόχρονα ξεκινάω να πληκτρολογώ ακόμη μια απάντηση στο αγόρι μου. "Ο Αιμίλιος μου είναι σε όλα τέλειος.. ειδικά όταν κάνουμε έρωτα-"
"Μια φορά τον μήνα?" με διακόπτει η Κέλλυ.
<<Αιμίλιε σε παρακαλώ..>>
"Ξέρεις ότι η σχολή μου είναι πολύ απαιτητική και πως τα υποχρεωτικά μαθήματα είναι πολλά και ότι-"
"Και ότι έχεις μπλέξει με έναν ανέραστο" η Κέλλυ με διακόπτει και πάλι και μάλιστα αυτήν την φορά αρπάζει και το κινητό από το χέρι μου και ξεκινάει να διαβάζει την συνομιλία μας. "Και από ότι βλέπω.. αυτόν τον φλώρο.. τον παρακαλάς κιόλας!" προσθέτει όλο νεύρο και-
Γουρλώνω απευθείας τα μάτια μου.
"Τι κάνεις εκεί πέρα?" την ρωτάω φοβισμένη και προσπαθώ να της πάρω το κινητό μου από τα χέρια.
"Σε σώζω από ένα μίζερο μέλλον" μου απαντάει χαλαρή πλέον και ταυτόχρονα πληκτρολογεί ένα νέο μήνυμα. "Ορίστε! Τώρα μπορούμε να απολαύσουμε με την ησυχία μας το ποτό μας!" συμπληρώνει και μου χαμογελάει ύπουλα.
Κάτι έκανε.
Κάτι κακό έκανε.
Κάτι πάρα πολύ κακό έκανε.
Παίρνω το κινητό μου ξανά στα χέρια μου και-
...
Με χάνετε.
Αυτό ήταν με χάνετε.
"Αυτή είναι κερασμένη από τα παιδιά στο βάθος" λέει ο ξανθός σερβιτόρος και αφήνει ακόμη ένα μπουκάλι σαμπάνιας πάνω στο τραπέζι μας.
"ΠΑΣ ΚΑΘΟΛΟΥ ΚΑΛΆ?" φωνάζω.
Ή μάλλον λάθος.
Ωρύομαι.
Σηκώνω αμέσως τα μάτια μου από το κινητό μου και τα καρφώνω στο πρόσωπο της νονάς μου.
Ο ξανθούλης τρομάζει και φεύγει.
Και η Κέλλυ μου κλείνει το μάτι.
"Παρακαλώ δεν κάνει τίποτα" μου λέει και τείνει το χέρι της δίπλα μου. "Κέλλυ χαίρω πολύ"
"ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΟΥ ΧΩΡΙΣΑΜΕ? ΕΥΚΑΙΡΊΑ ΝΑ ΒΡΩ ΕΝΑΝ ΠΟΥ ΤΗΝ ΈΧΕΙ 25 ΕΚΑΤΟΣΤΑ? ΕΊΛΙΚΡΙΝΑ ΤΩΡΑ?" συνεχίζω να της φωνάζω.
Θέλει να μου καταστρέψει την σχέση η τρελή!
Δεν εξηγείται αλλιώς!
"Μην δίνεις σημασία έχει πιει πολλή σαμπάνια" λέει η νονά μου και..
Συνοφρυώνομαι
Πού στο διάολο κοιτάει?
"Όχι θα ήθελα να δώσω σημασία" ξαφνικά ακούγεται μια βραχνή, άγνωστη ανδρική φωνή. "Ξέρεις Κέλλυ.. εγώ πιστεύω ακράδαντα ότι το μήκος στον άνδρα μετράει. Προφανώς και ο άλλος πρέπει να ξέρει να το δουλεύει το εργαλείο αλλά και πάλι.. άλλο 5.. άλλο 15.. άλλο 25"
Γυρνάω αμέσως στο πλάι και το μάτι μου πέφτει πάνω σε έναν άνδρα στην ηλικία της νονάς μου. Είναι ψηλός, μελαχρινός και αν μπορώ να διακρίνω καλά και γυμνασμένος.
"Συμφωνώ απόλυτα" του απαντάει η Κέλλυ. "Και εσύ.. αν μου επιτρέπεις.. το όνομα σου?"
"Πάνος" μας ανακοινώνει ο άγνωστος άνδρας και χωρίς καν να πάρει την άδεια κάθεται σε μια καρέκλα δίπλα στην νονά μου.
Τουλάχιστον αγενής.
Η Κέλλυ του χαμογελάει γοητευτικά και καρφώνει έντονα τα μπλε της μάτια πάνω στον γοητευτικό μεσήλικα.
"Λοιπόν.. Πάνο.. πόσο την έχεις?"
Παγώνω
Παγώνω
Και ξανά παγώνω
ΤΙ.ΣΤΟ.ΔΙΑΟΛΟ.ΤΟΝ.ΡΩΤΑΕΙ?
"Εγώ φεύγω" τους ανακοινώνω και σηκώνομαι απευθείας όρθια από την καρέκλα μου.
Ε δεν θα κάτσω να ακούσω πόσο την έχει ο Πάνος.
Αυτό πάει πολύ.
Εξάλλου έχω και μια σχέση να σώσω.
Μια σχέση που ελπίζω να συνεχίσει να μου μιλάει μετά από το τελευταίο απαράδεκτο μήνυμα που του έστειλε η τρελή που με βάφτισε.
"Μισό Έλλη πάρε αυτό" η Κέλλυ μου απευθύνει τον λόγο λίγο πριν απομακρυνθώ από το τραπέζι και μου δίνει ένα λευκό χαρτάκι.
Το κοιτάω με απορία.
"Τι είναι αυτό?" την ρωτάω και το παίρνω στο χέρι μου.
"Το κινητό του σερβιτόρου.. εγώ δεν θα το χρειαστώ σήμερα" μου απαντάει και συνεχίζει να κοιτάει τον Πάνο με υπέρμετρη λαγνεία στο βλέμμα της.
Σφίγγω τα δόντια μου και αφήνω επιδεικτικά το χαρτάκι πάνω στο τραπέζι.
"Δεν το χρειάζομαι" της ανακοινώνω και γυρνάω την πλάτη μου για να σηκωθώ να φύγω επιτέλους από μπροστά τους. Είχαν δεν είχαν με νευρίασαν πάλι.
"Αν ο πρώην σου την έχει τρία εκατοστά.. μάλλον το χρειάζεσαι κοπελιά" ακούω τον άγνωστο άνδρα να μου λέει.
Μένω για μια στιγμή παγωμένη στην θέση μου.
Ο τύπος είναι και πολύ θρασύς.
Με την κακή έννοια.
"Εγώ εσένα πολύ σε γουστάρω" ακούω την αισθησιακή φωνή της νονάς μου.
Αυτό ήταν.. δεν κάθομαι στιγμή παραπάνω σε αυτό το μέρος. Δίνω εντολή στα ποδαράκια μου και ξεκινάω να περπατάω με γρήγορο βήμα προς την έξοδο του μαγαζιού.
Θα πάω σπίτι και θα τον πάρω τηλέφωνο να τα βρούμε.
Ο Αιμίλιος είναι ο άνδρας της ζωής μου.. πρέπει να τα βρούμε.. επιβάλλεται βασικά!
"ΠΡΟΣΕΞΕ ΛΙΓΟ ΓΑΜΏΤΟ" Δεν ξέρω καν σε ποιον φωνάζω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι λίγο πριν βγω από το μπαρ ένας μαλάκας ρίχνει το ποτό του πάνω μου.. πάνω στο κόκκινο φορεματάκι που μου πήρε ο αγαπημένος μου παππούς για τα γενέθλια μου. "ΓΑΜΩΤΟ ΓΑΜΩΤΟ ΓΑΜΩΤΟ" συνεχίζω να φωνάζω. 200 ευρώ φουστάνι θα καταλήξει στα σκουπίδια. Το νιώθω το εγκεφαλικό να έρχεται.
"Συγγνώμη φωνάζεις κιόλας?" η άγνωστη ανδρική φωνή ακούγεται εκνευρισμένη. "Δεν φτάνει που δεν βλέπεις που πατάς, γκαρίζεις και από πάνω"
Σφίγγω τα δόντια και προσπαθώ να καθαρίσω με απελπισμένες κινήσεις το κόκκινο ύφασμα που πλέον έχει ένα σκούρο, μπορντό ντεκολτέ.
"Δεν γκαρίζω εγώ αλλά κάτι γάιδαροι σαν και εσένα" του απαντώ σε πιο ήρεμο τόνο αυτήν την φορά.
"Τώρα αυτό υποτίθεται ότι το είπες για να με πληγώσεις?" με ρωτάει ο τύπος και πλέον στο οπτικό μου πεδίο εμφανίζεται ένα χέρι με ένα γκρι υφασμάτινο μαντήλι.
Το αρπάζω χωρίς δεύτερη σκέψη και ξεκινάω να σώζω ότι σώζεται.
"Η αλήθεια πονάει λένε" του απαντώ κοφτά. "Τώρα αν εσύ νιώθεις πληγωμένος τότε μάλλον-"
"Μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι δεν νιώθω τίποτα" με διακόπτει. "Όπως επίσης μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι περνιέσαι για έξυπνη.. σε καμία περίπτωση δεν είσαι"
Παγώνω
Με είπε χαζή?
Εμένα?
Που έγραψα 18.865 μόρια στις Πανελλήνιες?
Που πήρα το πρώτο βραβείο στον πανευρωπαϊκό διαγωνισμό της Βιολογίας πέρυσι?
Που ο μπαμπάκας μου μου λέει ότι είμαι το πιο έξυπνο κοριτσάκι σε όλον τον κόσμο?
"Πώς το τολμάς?" τον ρωτάω και του πετάω το χαζό το μαντήλι του πάνω στην-
Εμ
Βήχω ελάχιστα για να καθαρίσω τον λαιμό μου.
.. πάνω στην θεσπέσια μούρη του?
"Παρακαλώ δεν κάνει τίποτα" μου απαντάει και βάζει το γκρι ύφασμα στο πέτο του μαύρου του σακακιού.
Μαύρο κοστούμι.
Μαύρο πουκάμισο.
Μαύρα μαλλιά
Μαύρα μάτια.
Ολοστρόγγυλα γυαλιά μυωπίας.
Σαρκώδη χείλη.
Ο διάβολος είναι γοητευτικός.
Και όμορφος.
Αλλά κυρίως γοητευτικός.
"Εντάξει με τσέκαρες? Μπορώ να επιστρέψω τώρα στην παρέα μου?"
Καρφώνω αμέσως το θυμωμένο μου βλέμμα πάνω στο δικό του.
Σαν πολύ αλαζόνας δεν είναι?
"Δεν σε κρατάω, είσαι ελεύθερος να επιστρέψεις" του απαντώ και σταυρώνω τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου. "Αλλά μάλλον για να συνεχίζεις να είσαι μαζί μου, περισσότερο ενδιαφέρον θα βρίσκεις σε εμένα παρά στην κοπέλα σου"
Και ο άγνωστος διάβολος χαμογελάει λοξά.
Και καρφώνει το παγωμένο βλέμμα του πάνω στο σώμα μου.
Και με κοιτάει έντονα από πάνω μέχρι κάτω.
Και καγχάζω.
Ειλικρινά τώρα?
"Δεν έχεις τίποτα το ιδιαίτερο πάνω σου ικανό για να με κρατήσει κοντά σου πίστεψε με" μου λέει και γυρνάει τα μαύρα του μάτια πάλι στα καφέ δικά μου. "Μια δεκαεφτάχρονη συνηθισμένη κοπέλα είσαι και μάλιστα κοντή.. δεν συγκρίνεσαι με τις γυναίκες με τις οποίες βγαίνω"
Είμαι εγώ συνηθισμένη?
Εντάξει κοντή είμαι αλλά..
Σφίγγω αμέσως τα δόντια μου.
Τώρα άμα του χώσω μπουνιά εγώ θα φταίω?
Όχι πείτε μου!
"Και εσύ είσαι ένας μεσοαστός εικοσάχρονος που νομίζει ότι αν βάλει το παλιό κοστούμι του μπαμπά του και κεράσει δυο ποτά την ματαιόδοξη ξανθιά που συνοδεύει το σαββατόβραδο στο Κολωνάκι θα εισαχθεί αυτόματα στην υψηλή κοινωνία" με το που τελειώσω την πρόταση μου, χαμογελάω νικητήρια. Είμαι σίγουρη, έπεσα μέσα στην υπόθεση μου.
"Δεν προσπαθώ να μπω στην υψηλή κοινωνία" μου απαντάει αμέσως ο πανέμορφος αλαζόνας και με το δεξί του χέρι χαϊδεύει ελαφρά το τριών ημερών αξύριστο μάγουλο του. "Είμαι ήδη μέσα"
Τον κοιτάω τόσο έντονα όσο δεν έχω κοιτάξει ποτέ ξανά στο παρελθόν κανέναν άλλον.
Είναι νάρκισσος.
Είναι αλαζόνας.
Είναι και πολύ μεγάλη ψωνάρα.
"Να μην σε κρατάω" Αποφασίζω να τερματίσω την χαριτωμένη μας κουβεντούλα και του γυρνάω την πλάτη μου για να φύγω επιτέλους από αυτό το άθλιο μέρος. Δεν πρόκειται να έρθω ποτέ ξανά εδώ. Όλο ηλίθιοι συχνάζουν.
"Πίστεψε με και να ήθελες να με κρατήσεις δεν θα τα κατάφερνες" ακούγεται από πίσω μου η εκνευριστική φωνή του.
Του σηκώνω το μεσαίο μου δάχτυλο στον αέρα.
"Μαλάκα" ψιθυρίζω την τελευταία λέξη και αυξάνω τον ρυθμό των βημάτων μου.
"Προτιμώ το Βύρωνας" τον ακούω να λέει λίγο πριν περάσω την έξοδο του μπαρ.
Μορφάζω σε ένδειξη αηδίας.
Πρώτη φορά συναντώ κάποιον με αυτό το ελεεινό όνομα.. πρώτη φορά.
Και εύχομαι να είναι και η τελευταία.
Μακάρι δηλαδή.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top