Κεφάλαιο 92
(στο τώρα)
Ζωή
Ο έρωτας είναι το πιο όμορφο συναίσθημα του κόσμου. Έχουν δίκιο όσοι έχουν αγαπήσει, όσοι έχουν αφοσιωθεί και όσοι έχουν δοθεί άνευ όρων στο άλλο τους μισό, ή για μερικούς στο άλλο τους ολόκληρο. Το να αγαπάς και να αγαπιέσαι, το να ερωτεύεσαι και να σε ερωτεύονται, το να δίνεσαι και να σου δίνονται, είναι ότι πιο ισχυρό υπάρχει στον κόσμο των συναισθημάτων, και ισχυρό διότι και βουνά μετακινεί.
Ανοίγω το ένα μου μάτι, τεντώνω τα χέρια μου στον αέρα, ανοίγω και το άλλο μου μάτι.
Για να δω τι?
Οτι με κοιτούσε ήδη.
"Καλημέρα όμορφη" μου λέει ο Στέφανος και μου χαμογελάει με αγάπη.
Ο Στέφανος
Από πάντα τον αγαπούσα.
Από όταν με θυμάμαι, θυμάμαι να τρέχω πίσω από τον Στέφανο, να γαργαλάω τον Στέφανο, να σπάω τα παιχνίδια του Στέφανου, ή με άλλα λόγια να αγαπάω τον Στέφανο. Είναι σε όλες μου τις αναμνήσεις, εκεί. Να μου δίνει το φαγητό του στο διάλειμμα στο σχολείο αν το δικό μου το είχα ξεχάσει ή μου είχε πέσει κάτω, να περπατάει μαζί μου μέχρι το ωδείο, να φεύγει νωρίτερα από το εργαστήριο στην σχολή του για να με πάει με το αμάξι στην δική μου δραματική σχολή, μόνο και μόνο για να μην βραχώ ή να μην κουραστώ, και προπαντώς να αντέχει όλα τα χτυπήματα του πατέρα μου. Μαζί και τις ιδιοτροπίες του και τα σατανικά του σχέδια να μας χωρίσει.
Όλα. Τα έχει υπομείνει όλα.
"Τι σκέφτεσαι και γελάς?" με ρωτάει το αγόρι μου και ταυτόχρονα γλιστράει το χέρι του πάνω στην γυμνή κοιλιά μου.
"Τον πατέρα μου" του απαντώ μόνο και μόνο για να τον δω να μορφάζει. Από πόνο? Από τρόμο? Από φόβο? Ε δεν είναι και ο πιο αγαπημένος του άνθρωπος στον κόσμο. Και τα αισθήματα είναι αμοιβαία.
"Είναι Σάββατο πρωί, είμαστε μαζί στο κρεβάτι μου, έχουμε περάσει μια απίστευτη νύχτα με κέφι, χορό, ποτό και έρωτα, ξυπνάς δίπλα μου και το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι είναι τον κύριο Άρη?" με ρωτάει και τον βλέπω που έχει ξενερώσει. Αν διακρίνω και καλά κάτω από το λευκό σεντόνι, νομίζω ότι μάλλον του έπεσε κιόλας.
"Τι μπορώ να κάνω για να επανορθώσω?" τον ρωτάω και δεν περιμένω την απάντηση του, γλιστράω αμέσως κάτω από το λευκό βαμβακερό σεντόνι. "Ξέρουμε τι ώρα επιστρέφουν οι γονείς σου?" επιμένω γιατί δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που ο κύριος Μάνος και η κυρία Αlex έλειπαν στην Ιταλία για συνέδριο, ο Στέφανος έδωσε άδεια σε όλο το προσωπικό, ακόμη και στον κηπουρό, για να περάσουμε μια εβδομάδα οι δυο μας σπίτι του και να μπορούμε να κινούμαστε ελεύθερα, να πάμε πάντα και παντού και να μπορούμε να το κάνουμε πάντα και παντού. Μόνο και μόνο για να χάσουμε την αίσθηση του χρόνου και να μας πιάσει ο μπαμπάς του στην κουζίνα. Πάνω στον πάγκο.
Χριστέ μου
Τρεις μήνες έκανα να τον κοιτάξω ξανά στα μάτια μετά από αυτό.
Και ακόμη και τώρα δεν το έχω ξεπεράσει. Μα τι ντροπή.
"Αγάπη μου η πτήση τους προσγειώθηκε πριν από 6 ώρες, έχουν έρθει, έχουν τακτοποιηθεί και έχουν μαγειρέψει κιόλας, μας περιμένουν κάτω για φαγητό" μου απαντάει το αγόρι μου και-
Σταματάω πριν τον βάλω στο στόμα μου.
Βγάζω το κεφάλι μου έξω από το σεντόνι.
"Θύμισε μου λίγο τι ώρα είναι?" τον ρωτάω και τον κοιτάω μόνο και μόνο για να διαπιστώσω ότι πονάει, που δεν συνεχίζω.
"5 και τέταρτο το απόγευμα, αγάπη μου γυρίσαμε στις 7 το πρωί, κοιμάσαι 10 ώρες" μου λέει και μου κάνει νόημα να συνεχίσω.
"ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ" φωνάζω έντρομη στην συνειδητοποίηση και πετάγομαι πάνω σαν το ελατήριο.
"Τι έπαθες?" με ρωτάει το ξανθό αγόρι μου και με κοιτάει λες και είμαι εξωγήινος.
"Αχ Στέφανε.." σηκώνομαι από το κρεβάτι και ψάχνω τα ρούχα μου ανάμεσα στα δικά του στο πάτωμα. "Χθες η μαμά μου έστειλε μήνυμα ότι έχουμε οικογενειακό συμβούλιο σήμερα στις 4 στο σπίτι" τον ενημερώνω πως έχει η κατάσταση και ταυτόχρονα ντύνομαι με το λευκό φόρεμα μου. Το στρώνω καλύτερα πάνω μου και με παρατηρώ στον μεγάλο καθρεύτη μπροστά από το κρεβάτι. "Και χτες τόσο κοντό ήταν?"
"Όσο περισσότερο το τραβάς προς τα κάτω τόσο πιο αποκαλυπτικό γίνεται στην πλάτη και στο στήθος" μου λέει και δεν κάνει κίνηση να κρύψει την ξενέρα του που πρέπει να πάω σπίτι. Ωστόσο πάει στην ντουλάπα του την ανοίγει και την ανακατεύει με γρήγορες κινήσεις. "Βάλε από πάνω αυτό το πουκάμισο μου, πιο μακρύ από το φόρεμα θα σου έρχεται"
Ο Στέφανος μου δίνει το λευκό πουκάμισο του.
Εγώ τον κοιτάζω με λατρεία.
Δεν ξέρω τι έχω κάνει για να αξίζω αυτόν τον άνδρα. Ειλικρινά. Είναι ότι καλύτερο μου έχει συμβεί. Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτόν. Και δεν το έκανα και ποτέ μου κιόλας. Στις Πανελλήνιες βρέθηκα να περνάω εκτός Αθηνών. Δεν το σκέφτηκα δευτερόλεπτο, δεν πήγα, δεν εμφανίστηκα στο τμήμα ποτέ μου. Και ευτυχώς που και ο Βύρωνας κάποτε άφησε τον Στέφανο να αντιγράψει το τέταρτο θέμα στην φυσική στις Πανελλήνιες γιατί το αγόρι μου τώρα θα ήταν Ιατρική στην Κύπρο και όχι στην Αθήνα.
Και να μαστε τώρα. Δυο νέοι, τρελά ερωτευμένοι και τρελά ξενυχτησμένοι να ετοιμαζόμαστε με γρήγορες κινήσεις μέσα στο δωμάτιο του. "Δεν με παίρνει να περπατήσω μέχρι το σπίτι, άνοιξε το κινητό μου και κάλεσε μου ένα ούμπερ" του ζητάω όσο δένω τα ψηλά μαύρα μου πέδιλα. Δώρο της μαμάς του Στέφανου και αυτά όπως και τα περισσότερα παπούτσια μου. Κάθε φορά που πάει να πάρει κάτι για εκείνη πάντα αγοράζει κάτι και για εμένα. Νιώθω ότι με έχει σαν κάτι πολύ περισσότερο από κοπέλα του γιου της, πιο συγκεκριμένα κάτι σαν δεύτερη κόρη της.
Έχω λάβει υπέρμετρη αγάπη από αυτήν την οικογένεια και στεναχωριέμαι αφάνταστα που ο Στέφανος έχει λάβει υπέρμετρες απειλές από την δική μου οικογένεια. Ευτυχώς τουλάχιστον που η μαμά μου σώζει κάπως την κατάσταση και κρατάει τις ισορροπίες, ευτυχώς.
"Θα σε πάω εγώ" μου απαντάει ο Στέφανος σαν να μου λέει κάτι το αυτονόητο. Αν και του έχω πει ότι δεν θέλω να γίνεται ο ταξιτζής μου, 'δεν αφήνω μόνη της την κοπέλα μου', επιμένει να μου λέει ξανά και ξανά και ξανά.
"Εγώ λέω να κάτσετε να φάμε όλοι μαζί" ο κύριος Μάνος με το που ακούσει τα βήματα μας στην σκάλα βγάζει το κεφάλι του έξω από την κουζίνα. "Η Alex πήρε δεκαπέντε διαφορετικά είδη πάστας από την Ρώμη, νομίζω υπολογίζει να μας ταίζει κάθε μέρα ζυμαρικά μέχρι τα Χριστούγεννα" προσθέτει και χαιρετάει τον γιο του χτυπώντας τον ελαφρά στην πλάτη.
"Γεια σας κύριε Μάνο, ελπίζω να είχατε καλό ταξίδι" του αποκρίνομαι και κοιτάζω απευθείας το πάτωμα.
Ε δεν είναι και λίγο το γεγονός ότι μας είδε με τον Στέφανο τέρμα γυμνούς.
Δεν μπορώ να το ξεπεράσω με τίποτα.
"Μπαμπά η Ζωή πρέπει να πάει σπίτι, την θέλουν οι δικοί της, έχουν οικογενειακό συμβούλιο" του λέει και με την άκρη του ματιού μου τον κοιτάζω που του κουνάει τα κλειδιά του αυτοκινήτου του στον αέρα.
Σφίγγω περισσότερο το λευκό πουκάμισο του αγοριού μου πάνω μου.
Ευτυχώς που υπάρχει.
Ευτυχώς που με σκέφτεται.
Ευτυχώς που με στηρίζει.
Ευτυχώς
"Και εσύ τι θα πας να κάνεις μαζί της ρε? Πάλι να τις φας θέλεις?" τον ρωτάει ο μπαμπάς του και σηκώνω απευθείας πάνω του τα μάτια μου.
"Χίλια συγγνώμη κύριε Μάνο για την συμπεριφορά του μπαμπά μου, αλλά η μαμά μου του έχει μιλήσει. Μας υποσχέθηκε πως αυτήν την φορά θα αλλάξει και θα τα καταφέρει, θα αποδεχτεί την σχέση μας και θα μας αφήσει επιτέλους στην ηρεμία μας" προσπαθώ να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα γιατί στην τελική κανένας πατέρας δεν θέλει να συμπεριφέρονται έτσι στον γιο του. Τον κύριο Μάνο τον κατανοώ απόλυτα και τον σέβομαι βαθύτατα.
"Να σου πω μελλοντική μου νύφη.." πλέον ο μπαμπάς του αγοριού μου με κοιτάζει στοργικά, και ίσως λιγάκι πονηρά. "Πιστεύεις ότι θα σκάσεις μύτη ντυμένη έτσι στο σπίτι σου Κυριακή απόγευμα με τον γιο μου στο πλάι σου και ο Άρης δεν θα πάθει εγκεφαλικό? Για αυτό σας λέω.." πλέον κοιτάζει τον γιο του. "Άσε την κάτω στην είσοδο της πολυκατοικίας και τρέξε αγόρι μου μπας και γλιτώσεις" προσθέτει και γελάει.. μόνος του.
Κοιτάζω τον κύριο Μάνο, έχει ξεκαρδιστεί στα γέλια.
Κοιτάζω τον Στέφανο, προσπαθεί να μην γελάσει αλλά δεν τα καταφέρνει.
Κοιτάζω και μια τεράστια λευκή χάρτινη σακούλα στο πάτωμα που γράφει Ζωή.
"Τα δώρα της Alex από την Ρώμη" ο κύριος Μάνος μου κλείνει το μάτι του. "Έλα μην στεναχωριέσαι κορίτσι μου" μου λέει και ταυτόχρονα περνάει παρηγορητικά το χέρι του γύρω από τους ώμους μου. "Τόσα χρόνια τον ξέρω τον πατέρα σου. Δεν θα αλλάξει. Αλλά όταν αποφασίσετε να παντρευτείτε θα το πάρει απόφαση, δεν μπορεί, θα έρθετε να μείνετε και εδώ και όλα καλά θα πάνε θα το δείτε" προσθέτει και-
Του χαμογελώ γλυκά.
Η κυρία Alex και αυτός είναι οι πιο γλυκοί άνθρωποι στον κόσμο.
Μετά τον Στεφανούκο μου βέβαια.
"6 παρά 10" το αγόρι μου μου δείχνει το ασημένιο ρολόι στον αριστερό καρπό του.
Γουρλώνω τα μάτια μου ακόμη πιο έντρομη.
"Θα με σκοτώσει ο μπαμπάς" του απαντώ και ταυτόχρονα ευχαριστώ τον κύριο Μάνο για τα δώρα. "Θα έρθω άλλη μέρα να τα πάρω για να μου τα δώσει η κυρία Alex" τον ενημερώνω και τον κοιτώ γλυκά.
"Πότε θα ξεκινήσεις να την λες μαμά?" με ρωτάει και εγώ του χαμογελάω ακόμη πιο γλυκά.
Να τώρα που θα αργήσω να πάω σπίτι, κινδυνεύω να με δώσουν για υιοθεσία μια και καλή στην οικογένεια του Στέφανου οπότε το μαμά θα μου βγαίνει αβίαστα. Μα τι στο καλό σκεφτόμουν και δεν έβαλα ξυπνητήρι χτες? Με βρίζω σιωπηλά από μέσα μου όσο ο Στέφανος βγάζει το αυτοκίνητο από το γκαράζ.
"Και δεν είναι μια οποιαδήποτε Κυριακή, σήμερα πρόκειται για οικογενειακό συμβούλιο, και ξέρεις πως κάνει η μαμά μου στα οικογενειακή συμβούλια" μιλάω μόνη μου κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Είναι το μοναδικό που απαιτεί και κατά την διάρκεια του οποίου έχει το πάνω χέρι. Κάθε φορά είναι όρθια και πάει πάνω κάτω και ο μπαμπάς, τα αδέρφια μου και εγώ καθόμαστε και την κοιτάμε έντρομοι να μας τα ψέλνει. Και στους τέσσερις.
"Στείλε μου το βράδυ να μου πεις τι έγινε αγάπη μου ναι?" ο Στέφανος σταματάει με αλαρμ μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας μου, μου δίνει ένα παθιασμένο γλωσσόφιλο λίγο πριν βγω από το άουντι του και εγώ ξεκινάω να τρέχω πανικόβλητη πάνω στα δωδεκάποντα, φορώντας ένα λευκό μίνι φόρεμα και από πάνω το πουκάμισο του Στέφανου για να προλάβω.
Ω μα ποιον κοροιδεύω?
Να προλάβω τι ακριβώς?
"Συγγνώμη για την καθυστέρηση το ξέρω ότι άργησα δυο ώρες αλλά θυμηθείτε πως είμαι η μοναδική κόρη σας και με αγαπάτε και πως αν με σκοτώσετε θα μείνετε με τα δυο ζαβά που πήγατε και κάνατε πριν από εμένα" ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου μιλώντας δίχως σταματημό αλλά σταματάω όταν-
Κοιτάζω το σαλόνι μας.
Για να δω τι?
"Έλα κορίτσι μου δεν πειράζει που άργησες κάτσε εδώ στην παρέα μαζί μας" η μαμά μου κάνει νόημα να πλησιάσω την στιγμή που εγώ κοιτάζω παγωμένη την Όλγα να κάθεται στην μια άκρη του μεγάλου καναπέ και την Έλλη να κάθεται στην άλλη άκρη του μεγάλου καναπέ.
Τι κάνουν τα κορίτσια στο οικογενειακό συμβούλιο?
"Όλα καλά?" ρωτάω δύσπιστη και κοιτάζω την μαμά μου. Φοράει ένα κόκκινο λινό σετάκι και πάει πάνω κάτω μες στο σαλόνι, μπρστά από τον μεγάλο καναπέ. Μένει για λίγο να κοιτάει την αμφίεση μου αποδοκιμάζοντας την φανερά, όμως γρήγορα συνέρχεται και μου κάνει νόημα να κάτσω.
"Ναι ήμουν με τον Στέφανο" της εξηγώ και κάθομαι ανάμεσα στην μελλοντική νύφη μας και το παρόν απωθημένο μας. "Γεια σας" λέω στα κορίτσια.
Η Έλλη με κοιτάει τρυφερά και μου δίνει ένα πιάτο με κοκάκια. "Είναι φρέσκα, μην πεις στο Βύρωνα ότι σας έφερα γλυκά, αν σε ρωτήσει πες του ότι σας έφερα ζελέ ακτινίδιο" μου λέει και την παρατηρώ. Έχει την ίδια αμηχανία με την Όλγα, η οποία κάθεται σιωπηλή στα αριστερά μου.
"Και εσύ στο οικογενειακό συμβούλιο?" την ρωτάω και κανονικά θα την αγκάλιαζα και την φίλη μου και την Έλλη αλλά-
"ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΚΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΑΓΟΡΙΑ?" φωνάζω έντρομη στην υποψία και μόνο ότι τα δυο ζαβά με τα οποία μοιράζομαι τα ίδια γονίδια έπαθαν το οτιδήποτε. "ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ?" ρωτάω την μαμά μου και κοιτάζω το άδειο σπίτι γύρω μου. Δεν γίνεται, όχι όχι, κάτι ύποπτο συμβαίνει εδώ πέρα.
Μα γιατί συγκαλέστηκε οικογενειακό συμβούλιο χωρίς τα τρία βασικά μέλη της οικογένειας?
Δεν γίνεται.. μάλλον.. το πιο πιθανόν.. είναι να έπαθαν κάτι..
Και μόνο στην σκέψη..
"ΜΑΜΑ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΕΣ ΜΟΥ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΚΑΛΑ" την παρακαλώ τσιρίζοντας και σκουπίζω τα υγρά μου μάγουλα. Τα αγαπάω τα αδέρφια μου, και τον μπαμπά μου, τους αγαπώ όλους πολύ, δεν αντέχω στην ιδέα να πάθουν το οτιδήποτε.
"Μια χαρά είναι παιδί μου.. σταμάτα να φωνάζεις και κάτσε κάτω" η μαμά σταματάει να περπατάει και μου δείχνει την θέση μου στον μεγάλο καναπέ.
Την κοιτάω με δυσπιστία.
Με κοιτάζει με αυστηρότητα.
Μμμμμμμάλιστα
"Εσύ δεν δουλεύεις?" ρωτάω την Όλγα δίπλα μου και την κοιτάζω και αυτήν με δυσπιστία. Φοράει τα ρούχα της δουλειάς της, αυτήν που κάνει προσωρινά τέλος πάντων.
"Σήμερα ήμουν πρωινή" μου απαντάει και κοιτάζει φευγαλέα την μαμά μου. Και κάπως ενοχικά επίσης.
Μμμμμμμάλιστα
"Εσύ τι κάνεις μόνη σου χωρίς τον Τζακ?" η για τον κόσμο Βύρωνα. Αλλά νομίζω το Τζακ του πάει περισσότερο γιατί ενάμισι χρόνο τώρα που τα παιδιά είναι μαζί, όπου πάει η Έλλη ο αδερφός μου την ακολουθεί. Ότι του πει κάνει και γενικά την παίρνει από πίσω. Πάντα και παντού. Την ακολουθεί.
Πνίγεται η Έλλη? Ο Βύρωνας τρέχει να της χτυπήσει την πλάτη.
Πεινάει η Έλλη? Ο Βύρωνας τρέχει να της μαγειρέψει λαχανικά στον ατμό.
Θέλει καινούρια τσάντα η Έλλη? Ο Βύρωνας τρέχει να σηκώσει όλη την Βουκουρεστίου.
"Η μαμά σου ήθελε να μιλήσει αποκλειστικά και μόνο σε εμάς οπότε ο Βύρωνας πήγε στον παππού σας στην Κηφισιά" μου απαντάει τρυφερά και μπουκώνεται με ένα κοκάκι στο στόμα. "Μόλις τελειώσουμε θα του στείλω να έρθει από εδώ"
Τι σας είπα?
Τζακ
Τουλάχιστον είναι ευτυχισμένοι. Μαζί.
Πολύ-πολύ ευτυχισμένοι. Μαζί.
"Και τώρα που μαζευτήκαμε όλες.." η μαμά παίρνει και πάλι τον λόγο. Την παρατηρώ που ξεκίνησε να περπατάει και πάλι νευρικά πάνω κάτω μπροστά από τον καναπέ. Με το ένα της χέρι τρίβει αμήχανα το μέτωπο της, με το άλλο τρίβει το κόκκινο ύφασμα πάνω της. "Kορίτσια μου θέλω να σας μιλήσω"
Την κοιτάζω χωρίς να μιλάω.
Τα αγόρια είναι σίγουρα καλά?
Διότι η μαμά κάνει λες και πέθανε κάποιος.
"Εσύ ξέρεις?" ρωτάω την μελλοντική νύφη μας στα δεξιά μου.
Η Έλλη κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.
"Εσύ μήπως?" ρωτάω το παρόν απωθημένο μας στα αριστερά μου.
Η Όλγα συνεχίζει να κοιτάει ανέκφραστη το πάτωμα.
"Και συνεχίζω" η μαμά μου κάνει νόημα να σταματήσω να μιλάω και μένει μια στιγμή να μας κοιτάει. Και τις τρεις μας. Επίμονα, την κάθε μια μας, μες στα μάτια. Σαν να προσπαθεί να πάρει μια απάντηση. Και η ερώτηση? Άγνωστη.
"Ο ερχομός ενός παιδιού στον κόσμο είναι ότι πιο όμορφο υπάρχει" συνεχίζει να μιλάει η μαμά μου και-
Κοιτάζω απορημένη τριγύρω μου.
Ούτε στην κλινική της είμαστε.
Ούτε με ασθενείς της είμαστε.
Και επίσης η μάνα μου είναι καρδιολόγος. Τι την έπιασε τώρα να μας λέει για γέννες? Σαν τον κύριο Μάνο ακούγεται. Ότι να'ναι.
"Είναι η απτή απόδειξη ότι δυο άνθρωποι που αγαπιούνται, αποφασίζουν να δημιουργήσουν μαζί μια νέα ζωή. Δημιουργώντας ταυτόχρονα και μια ακόμη ζωή. Ένα μωράκι, μια συνέχεια της αγάπης τους και του έρωτα τους. Ένα πλασματάκι μικρό που θα έχει δυο ματάκια, δυο χεράκια, δυο ποδαράκια, και θα το κοιτούν οι γονείς του και θα λιώνουν, θα παίρνουν αγάπη και θα δίνουν ακόμη περισσότερη. Κορίτσια μου η μητρότητα είναι ότι καλύτερο μπορεί να ζήσει μια γυναίκα. Αλλά και οι δυο γονείς, μαζί, το ζουν μαζί"
Κοιτάζω την μαμά μου. Συνεχίζει να περπατάει πάνω κάτω μπροστά στον καναπέ. Μες στην νευρικότητα και μες στην αμηχανία. Κοιτάζω την Έλλη δίπλα μου, μόνο που δεν έχει βγάλει το τετράδιο να κρατήσει σημειώσεις, τόσο προσηλωμένη και σοβαρή παρακολουθεί την μάνα μου. Κοιτάζω την Όλγα δίπλα μου, συνεχίζει να κοιτάζει ανέκφραστη το πάτωμα. Και που και που ρίχνει φευγαλέες ματιές στην μαμά μου.
"Είσαι έγκυος?" δεν κρατιέμαι και την ρωτάω. Και στην τελική εγώ τους έχω πει δεν έχω πρόβλημα, ο Βύρωνας μόνο θα κάνει θέμα, που μας έχει ήδη απειλήσει ότι αν είναι να γεννήσουν και άλλο παιδί θα σηκωθεί να φύγει από εδώ μέσα. Που βασικά εδώ και ένα χρόνο μένει με την Έλλη σπίτι της, οπότε όλα κομπλέ. Εμένα δεν με πειράζει. Ο μπαμπάς θα τρελαθεί από την χαρά του, ο Στέλιος είναι πέρα βρέχει, οπότε όλα καλά.
"Όχι, εγώ δεν είμαι έγκυος" η μαμά κομπιάζει και κοιτάζει αμήχανη τριγύρω της. "Αλλά αν κάποια από εσάς μείνει κάποια στιγμή έγκυος, θέλω να ξέρετε κορίτσια μου ότι εγώ πρώτη από όλες και όλους θα σας στηρίξω, θα είμαι δίπλα σας, δεν θα χρειαστεί να στερηθείτε τίποτα, θα μπορείτε να συνεχίσετε τις σπουδές σας τα χόμπι σας, όλα, θα τα κάνετε όλα και εγώ θα είμαι δίπλα σας. Όχι μόνο εγώ, αλλά και εγώ. Σας αγαπάμε όλοι πολύ. Δεν θα μείνει καμία μόνη της ποτέ. Πάντα θα έχει την στήριξη όλων μας"
Μμμμμμμάλιστα
Κοιτάζω την μαμά σαν να έχει βγάλει δυο κεφάλια.
Τι περίεργο οικογενειακό συμβούλιο είναι αυτό?
Αρχικά τι μαλακίες κάθομαι και ακούω Κυριακή απόγευμα.
"Μαμά μήπως έπαθες εγκεφαλικό?" την ρωτάω και σκουντάω την Έλλη δίπλα μου. "Νευρολογία έχετε κάνει ή όχι ακόμη?"
"Και εσύ Ζωή μου αν κάποια στιγμή μείνεις έγκυος, μπορείς να το πεις στην μανούλα, εγώ θα σε στηρίξω" μου λέει και με κοιτάζει τρυφερά.
Εγώ πάλι συνεχίζω να την κοιτάζω σαν να είναι εξωγήινος.
"Συγκάλεσες οικογενειακό συμβούλιο χωρίς τα αγόρια, με την Έλλη και την Όλγα για να μας πεις ότι αν μείνω έγκυος θα είσαι δίπλα μου?" Σηκώνομαι απότομα όρθια. Τουλάχιστον να πάω μέσα να αλλάξω. Είμαι με το ίδιο φόρεμα από χτες, με το πουκάμισο του Στέφανου, πάνω σε δωδεκάποντα και μόλις θυμήθηκα ότι δεν φοράω και βρακί. Το ξέχασα τα ξημερώματα πάνω στο γραφείο του μωρού μου.
"Πριν δυο μέρες βρήκα πεσμένο στο πάτωμα στο σπίτι μας αυτό" μας λέει και προσπαθώ να καταλάβω τι ψάχνει μέσα στο σύνθετο στο σαλόνι μας. "Ήταν σε μια γωνία"
Κοιτάω την μαμά μου που αφήνει πάνω στο τραπεζάκι ένα -
ΑΜΑΝ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ
"Οι μονες γυναίκες που ήρθαν στο σπίτι μας την τελευταία εβδομάδα είμαστε εμείς εδώ, η μητέρα μου και η Σόνια η καθαρίστρια" προσθέτει η μαμά μου και κοιτάζει αμήχανη το τεστ εγκυμοσύνης πάνω στο τραπεζάκι.
Το θετικό τεστ εγκυμοσύνης
Έχω μείνει όρθια στήλη άλατος να μην μπορώ να αναπνεύσω.
Τι σκατά?
"Και προτείνω να το πάρουμε με εις άτοπο απαγωγή" η μαμά μιλάει ακαταλαβίστικα, κάνει στην άκρη το τεστ -το θετικό τεστ- και κάθεται πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Μπροστά μας. "Η γιαγιά Ζωή δεν είναι έγκυος, δεν την ρώτησα, αλλά βιολογικά δεν μπορεί να μείνει έγκυος. Η Σόνια η καθαρίστρια μου είπε ότι τελευταία φορά έκανε σεξ όταν το ΠΑΣΟΚ μοίραζε επιδόματα σε όλη την Ελλάδα και εγώ δεν έκανα αυτό το τεστ, οπότε κορίτσια μου σας ακούω"
Κοιτάζω την μαμά.
Με κοιτάζει τρυφερά.
Σαν να μου λέει 'πες το και θα σε στηρίξω'
"Δεν είμαι έγκυος, το ξέρεις ότι κάνω τις αντισυλληπτικές μου ενέσεις και δεν κατούρησα εγώ το συγκεκριμένο τεστ" της το κάνω ξεκάθαρο και κάθομαι ξανά κάτω στον καναπέ.
Είμαι ακόμη σοκαρισμένη που στο σπίτι μας βρέθηκε αυτή η ωρολογιακή βόμβα.
Γιατί από στιγμή σε στιγμή θα σκάσει, το νιώθω.
"Αλλά αν ήσουν, θα με είχες σύμμαχο σου" η μαμά μιλάει τρυφερά σε εμένα, αλλά μάλλον για να την ακούσσει κάποια άλλη.
Κοιτάζω αμήχανη μια δεξιά μια αριστερά.
Τώρα υπάρχει περίπτωση να..?
"Ο Βύρωνας δεν συμπαθεί τα παιδιά" μιλάω χωρίς να σκεφτώ γιατί μόλις τελειώσω.. η μαμά με χτυπάει απαλά στο γόνατο.
"Θα τα συμπαθήσει" η μαμά μου μου κάνει νόημα ότι θα με σκοτώσει. "Αν η Έλλη μας το κορίτσι μας είναι έγκυος, δεν μπορεί, μια δυο τρεις πάνες να αλλάξει, θα το λατρέψει το μικρό μπουμπουκάκι. Και κοπέλα μου, αν είσαι έγκυος, δεν θέλω να αγχωθείς για τίποτα, μπορείς να βασιστείς για όλα σε εμένα, εγώ θα σε στηρίξω, εγώ θα σε βοηθήσω, εγώ θα-"
"Δεν είμαι έγκυος" η Έλλη συνέρχεται και κουνάει το κεφάλι της δεξιά και αριστερά. "Δεν είναι δικό μου αυτό το τεστ. Και συγγνώμη, γιατί ο Βύρωνας δεν συμπαθεί τα παιδιά? Σας έχει πει κάτι συγκεκριμένο?" ρωτάει και κοιτάει έντρομη την μαμά μου. 'Τα δικά σας θα τα αγαπήσει' διαβάζουμε τα χείλη της μαμάς η οποία τώρα γυρνάει προς την ξανθιά γυναίκα της κοριτσοπαρέας μας.
Κοιτάζω την Όλγα στα αριστερά μου.
Απλά αποκλείεται.
"Η Όλγα δεν υπάρχει περίπτωση να είναι έγκυος, θα μου το έλεγε" μιλάω και τους λέω το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Αν η κολλητή μου ήταν έγκυος, είτε από τον Αλέξανδρο είτε από τον αδερφό μου, ξεκάθαρα θα μου το έλεγε. "Τώρα το πως αυτό το τεστ κατέληξε στο σπίτι μας, στην γωνία πάνω στο πάτωμα μας, είναι απορίας άξιο. Εκτός και αν ο μπαμπάς ή ο Βύρωνας ή ο Στέλιος άφησαν καμία έγκυο, η παθούσα τους το έδωσε σουβενίρ, και από τον τρόμο τους τους έπεσε η βόμβα στο σπίτι μας" μιλάω ακατάπαυστα, αρπάζω το τεστ στο χέρι και σκέφτομαι να το πάω για ανάλυση στο χημείο του κράτους. Πρέπει να βρω ποια κατούρησε αυτό το τεστ. Όπως και δήποτε.
"Τι λες παιδί μου?" η μαμά μου κοιτάει μια εμένα μια την Όλγα.
"Την αλήθεια. Αν και δεν νομίζω να ήταν ο μπαμπάς" της απαντώ με ειλικρίνεια.
"Γιατί υπάρχει περίπτωση να είναι ο Βύρωνας?" η Έλλη έχει γουρλώσει τα μάτια της.
"Μπορεί να είναι του Στέλιου" της λέω. "Αν και τελευταία μας είχε πει ότι το έκοψε το σπορ, ποιος ξέρει μπορεί με τις τόσες χυλόπιτες που του έριξε η Όλγα από τότε που γύρισε να -"
"Δικό μου είναι" η Όλγα με διακόπτει και το τεστ πέφτει κάτω από τα χέρια μου.
Η Όλγα αποφασίζει να μιλήσει, και ξαφνικά στο σαλόνι μας σκάει μια εκκωφαντική σιωπή.
Εγώ παγώνω, η Έλλη το ίδιο, η μαμά επίσης.
Κοιτιόμαστε έντρομες μεταξύ μας, η δε Έλλη πέφτει με φόρα πίσω στον καναπέ.
Και μια στιγμή που φάνηκε αιωνιότητα, δεν είπε καμία μας τίποτα.
Ενώ όλες μας σκεφτόμασταν το ίδιο.
Ποιανού είναι
"Είναι σίγουρα θετικό?" δεν ξέρω τι να πω και αρπάζω το τεστ από το πάτωμα προσπαθώντας να διαπραγματευτώ το αποτέλεσμα.
Χριστέ μου τι θα κάνει?
"Πιο θετικό πεθαίνεις" η Έλλη διαπραγματεύεται το ίδιο πράγμα με εμένα την στιγμή που η μαμά-
"Παιδί μου.." την παρατηρώ που βουρκώνει τέρμα συγκινημένη και με μια κίνηση κλείνει την Όλγα στην μεγάλη της αγκαλιά. "Κορίτσι μου όμορφο" της λέει και την σφίγγει περισσότερο πάνω της, την στιγμή που η Όλγα μένει αμέτοχη να κοιτάζει το πάτωμα κάτω της.
"Του Στέλιου είναι?" η Έλλη νομίζει πως ψιθυρίζει αλλά στην πραγματικότητα φωνάζει.
"Δεν έχει σημασία" η μαμά μου αμέσως της απαντάει. "Αυτήν την στιγμή μας νοιάζει το πως νιώθει το κορίτσι μας το όμορφο, το οποίο θα γίνει μανούλα, Χριστέ μου, τι χαρά" λέει και σφίγγει την κολλητή μου ακόμη περισσότερο στην αγκαλιά της. Την παρατηρώ όμως που το βλέμμα της έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα λόγια της. Η μαμά με την άκρη του ματιού της πονάει. Πονάει γιατί το πιο πιθανό είναι το παιδί να είναι του Αλέξανδρου. Οπότε η μαμά μου πονάει προκαταβολικά για τον γιο της.
Κοιτάζω έντρομη την Έλλη.
Η Έλλη κοιτάζει έντρομη μια εμένα μια την Όλγα.
Και η Όλγα..
"Κυρία Άννα.." η φίλη μου αποφασίζει να σπάσει την σιωπή και αγκαλιάζει κάπως αμήχανα την μαμά μου. "Μην το πείτε ακόμη στους γονείς μου, θέλω να τους το πω εγώ" της λέει και-
Στρέφω αμέσως το βλέμμα μου πάνω της.
"Τώρα αλήθεια δεν θα μας πεις ποιανού είναι?" την ρωτώ κάπως απότομα.
Η Όλγα συνεχίζει να μην με κοιτάζει.
Γαμώτο σου
"Μπορεί να μην είναι σίγουρη" παρατηρώ την Έλλη που κάπως σκοτείνιασε.
"Πως είναι δυνατόν να μην είναι σίγουρη?" την ρωτώ ειλικρινά.
"Είναι" η Έλλη με κοιτάει φευγαλέα. "Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, και δεν πειράζει, όλα μες στην ζωή είναι, και στην τελική πατέρας είναι αυτός που μεγαλώνει ένα παιδί όχι αυτός που συμμετείχε στην σύλληψη του" προσθέτει και-
"Αλήθεια τώρα?" την κοιτάω σαν να είναι εξωγήινος. "Νομίζω ότι αν ο πατέρας είναι ο Αλέξανδρος πρέπει να το μάθει, άσχετα με το αν το μεγαλώσει αυτός ή κάποιος άλλος.. " ονόματα δεν λέμε οικογένειες δεν θίγουμε "και γενικά πρέπει να το μάθει και αυτός ο άλλος ο οποίος κάθε μέρα που περνάει ελπίζει, γιατί Όλγα τον έχω δει" πλέον στρέφω το σώμα μου στην κολλητή μου "ο Στέλιος κοιτάζει γαμπριάτικα γιατί νομίζει ότι θα παντρευτείτε τα Χριστούγεννα" ε μιλάω γιατί δεν πάει άλλο. Όλο αυτό είναι μια παρωδία.
Από την μια η Όλγα -η έγκυος Όλγα- είναι όλη μέρα με έναν δίσκο στο χέρι, να σερβίρει και ταυτόχρονα να ρίχνει άκυρα στον αδερφό μου, ο οποίος αδερφός μου την παίρνει από πίσω σαν άλλος Τζακ της οικογένειας Ιωάννου. "Οπότε σε παρακαλώ, Όλγα, εκτός από τους γονείς σου, πες το και στον αδερφό μου, του αξίζει να δει την πραγματικότητα μπας και πατήσει λίγο γη"
Η Όλγα κλείνει απελπισμένη τα μάτια της την στιγμή που η μαμά μου μου κάνει νόημα ότι θα μου βγάλει το μαλλί τρίχα τρίχα. "Αυτήν την στιγμή το μόνο που μας νοιάζει είναι το πως νιώθει το όμορφο μας το κορίτσι" λέει και ακόμη δεν έχει αφήσει το παρόν και από ότι φαίνεται για πάντα μελλοντικό απωθημένο μας από την αγκαλιά της. "Και μην φοβάσαι κόρη μου, δεν θα πω τίποτα στους γονείς σου, είσαι μεγάλη κοπέλα και μπορείς να αποφασίσεις εσύ πως θα χειριστείς την κατάσταση, το μόνο που θέλω να ξέρεις, είναι ότι για όλα, για όλα όμως μπορείς να βασιστείς πάνω μου, έχεις μια σύμμαχο σε όλο αυτό, εμένα, μην φοβηθείς ποτέ και για τίποτα" προσθέτει η μαμά μου και εγώ-
Ξεροβήχω και ξεκινάω να κάνω αέρα με το τεστ στο χέρι.
"Όλγα..." την παρακαλώ να ανοίξει τα μάτια της.
Η μάνα μου μου κάνει νόημα να σκάσω.
"Πάντως μπορεί να είναι και του Στέλιου" η Έλλη λέει την πιο βαθιά ελπίδα όλων μας.
Μπορεί και της Όλγας. Μπορεί πάντα.
"Σας παρακαλώ μπορείτε και οι δυο να σταματήσετε να πιέζετε το κορίτσι μας να μας πει-"
"Του Στέλιου είναι" η Όλγα δεν αφήνει την μάνα μου να συνεχίσει να μιλάει την ώρα που εγώ-
Αυτό ήταν
ΛΙΠΟΘΥΜΗΣΑ
Στέλιος
"Κοίτα εδώ" δείχνω στον αδερφό μου μια γαμάτη εκκλησία που είναι δυο στενά πιο κάτω. "Πήρα τον παππά τηλέφωνο και μου είπε ότι κάτι μπορούμε να κάνουμε με τις ημερομηνίες" λέω στον μαλάκα της οικογένειας και του βάζω το κινητό μου στην μούρη. Όχι να κάτσει να δει που θα παντρευτώ το Ολγάκι μου μετά τα Χριστούγεννα. Μην νομίζει ότι μόνο αυτός κοιτάει για ημερομηνίες και εκκλησίες. Έχουμε και εμείς σειρά.. οι μεγαλύτεροι και πιο μυαλωμένοι στην οικογένεια.
"Η οθόνη έχει μικρόβια, σε παρακαλώ να την απομακρύνεις από την μύτη μου" μου λέει ο αδερφός μου και κοιτάει ξανά την πόρτα του ασανσέρ στην πολυκατοικία μας.
"Δεν θα σχολιάσεις το γεγονός ότι θα παντρευτώ πριν από εσένα?" ρωτώ το ζαβό της οικογένειας. Μου αρέσει να του σπάω τα νεύρα. Υπερβολικά πολύ.
"Να πάρεις τον μπαμπά της Ελισάβετ τηλέφωνο, μου είπε τις προάλλες ότι θα κάνει δυο νέα τμήματα σε μαθητές πρώτης και δευτέρας Λυκείου, και ψάχνει για προσωπικό. Είναι μερικής απασχόλησης αλλά νομίζω ότι είναι μια καλή αρχή για όσο ακόμη έχεις την σχολή. Του χρόνου, αν πάρεις πτυχίο, βλέπουμε" ο Βύρωνας μιλάει μόνος του και με το που φτάσει το ασανσέρ μπαίνει μέσα.
"Τι κάνει ο πεθερούλης σου?" τον ρωτάω παιχνιδιάρικα και δεν σχολιάζω καν την μαλακία με το φροντιστήριο. Δεν έχω ανάγκη τα λεφτά, ο Άρης μου δίνει αρκετά, επίσης έχω δουλειά πλήρης απασχόλησης, να κυνηγάω την Όλγα μου. Μέχρι να με συγχωρήσει. Μόλις με συγχωρήσει, βλέπουμε.
"Στέλιο θέλεις λίγο να συγκεντρωθείς?" ο λόρδος της οικογένειας με κοιτάει με την άκρη του ματιού του. Πάντως τον είδα που στο άκουσμα του πεθερούλη του μόρφασε, από αηδία. Αλλά έτσι ήταν πάντα, χωρίς γούστο στους ανθρώπους. Με μόνη εξαίρεση την νύφη. Γιατί και νύφη και κύριος Μίκυς τα σπάνε. "Πρέπει να δεις τι θα κάνεις επαγγελματικά, μπαίνεις στο 5ο έτος της σχολής σου, τα εργαστήρια τελείωσαν, τι θα κάνεις όλη μέρα κάθε μέρα για τον επόμενο χρόνο?" με ρωτάει και-
Σηκώνω τα δάχτυλα μου στο στόμα μου, τα ανοίγω ωσάν ισοσκελές τρίγωνο με γωνία 70 μοιρών, και βγάζω την γλώσσα μου και παίζω μαζί ωσάν έπαιξα με το μουνάκι της Όλγας μου. "Σεξ" τον ενημερώνω και του κάνω μια ζωντανή αναπαράσταση του τι σκοπό έχω να κάνω από εδώ και στο εξής. "Άγριο, παθιασμένο, καθημερινό σεξ"
Ο Βύρωνας πλέον πονάει από την αηδία.
Ναι γιατί αυτός δεν γλείφει μουνί?
Αφού η Έλλη μου τα λέει όλα, ο αδερφός μου γονατίζει σε καθημερινή βάση.
"Γίνεσαι χυδαίος" μου λέει και με το που ανοίξει η πόρτα του ασανσέρ προσθέτει "και δεν θέλεις να βάλουμε στοίχημα για το ποιος θα παντρευτεί πρώτος γιατί θα το χάσεις"
Κοιτάζω τον Βύρωνα που περιμένει να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μας.
"Εσύ κλειδάκια δεν?" τον ρωτάω και ψάχνω χαλαρός και ήρεμος τα κλειδιά του διαμερίσματος. Την ώρα που ο αδερφός μου βράζει. "Και δεν θα βάλουμε στοίχημα γιατί εσύ θα το χάσεις και μετά θα κλαις, η Έλλη μου το έχει πει, δεν θέλει να παντρευτεί πριν τα 30"
"Η Ελισάβετ θα με παντρευτεί λίαν συντόμως και όχι δεν έχω κλειδιά γιατί πλέον έχω φύγει από το σπίτι-"
"Α ναι έγινες σώγαμπρος"
"-έχω μετακομίσει με την αρραβωνιαστικιά μου στο σπίτι της που πλέον είναι μας και δεν θεωρώ σωστό να ανοίγω εγώ την πόρτα στο πατρικό μας. Δεν ζω πλέον εδώ, έχω εξελιχθεί, προσπάθησε να το κάνεις και εσύ, το έχεις ανάγκη, για αυτό σου λέω να πάρεις τον πεθερούλη τηλέφωνο μπας και δεις άσπρη μέρα" ο Βύρωνας προφέρει την λέξη πεθερούλης ειρωνικά. "Και δεν είμαι σώγαμπρος" μου λέει θυμωμένος με το που ανοίξω την πόρτα του σπιτιού.
"Βυρωνάκο?" του κάνω βγάζοντας τα παπούτσια μου και πετώντας τα πάνω του. "Τσίμπα ένα αρχίδι" του δείχνω τα αρχίδια μου. "Και είσαι σώγαμπρος.. μαλάκα"
Ο Βύρωνας κλείνει για μια στιγμή τα μάτια του, τον βλέπω που μετράει μέχρι το τρία.Τα ανοίγει ξανά, ανασαίνει βαθιά και ξεκινάει να περπατάει προς το σαλόνι. Ναι σωστά, πέρασε τρεις ώρες μακρυά από την νύφη και ξεκίνησε μόλις το στερητικό σύνδρομο.
"Αν είναι δυνατόν" τον ακούω να λέει από το σαλόνι. "Πόση ώρα είναι έτσι? Χτύπησε πουθενά?" ρωτάει και σταματάω να γράφω μήνυμα στην ξανθούλα μου ότι την αγαπώ πολύ και αν θέλει να περάσω από το σπίτι της να την πάρω να πάμε καμία βόλτα, βάζω το κινητό στην κωλότσεπη και ξεκινάω να περπατάω προς το σαλόνι. Κάτι έγινε.. σκέφτομαι και με το που μπω στο σαλόνι.
Η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο.
Η Όλγα μου, το κορίτσι μου, είναι εδώ, κοντά μου.
"Θέλεις λίγο να με βοηθήσεις να βάλουμε την Ζωή να ξαπλώσει στον καναπέ?" με ρωτάει ο Βύρωνας και εγώ κοιτάζω φευγαλέα την αδερφή μου που είναι στο πάτωμα. Και να σας πω κάτι? Χέστηκα αλήθεια, τρεις γιατροί είναι στο σαλόνι, ας την κάνουν αυτοί καλά.
"Γεια" επιστρετεύω το πιο γοητευτικό χαμόγελο μου και πλησιάζω το Ολγάκι μου.
Από τον ουρανό το γύρευα, στο σαλόνι μου το βρήκα.
"Τι κάνεις?" την ρωτάω και την παρατηρώ που με κοιτάζει αποδιοργανωμένη.
Τουλάχιστον ξέρω ότι ακόμη και τώρα την αναστατώνω, πάλι καλά.
"Εμάς δεν μας βλέπεις?" ακούω την αδερφή μου να τσιρίζει. "Εγώ λιποθύμησα, καθόλου δεν σε νοιάζει για την αδερφή σου?" την ακούω να γκρινιάζει και πρώτη φορά στην ζωή μου εύχομαι να ήταν και ο Στέφανος στο σπίτι μας .. για να της το βούλωνε.
"Είσαι πολύ όμορφη" αδιαφορώ για την αδερφή μου, μιλάω στο κορίτσι μου και το πλησιάζω.
Τι και αν φοράει αυτά τα άθλια ρούχα της δουλειάς της?
Είναι η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο.
Μακάρι να μου πει το ναι όταν της το ζητήσω.
Απλά μακάρι.
Και ξαφνικά σιωπή. Στο δωμάτιο είμαστε πόσα άτομα αλλά κανείς δεν μιλάει. Η μάνα μου κάνει κάτι νοήματα από πίσω μου, το καταλαβαίνω από την αντανάκλαση στην τηλεόραση. Η αδερφή μου κάτι κρατάει, ο Βύρωνας το παρατηρεί, αμέσως την κοιτάζει έντρομος, μετά η Ζωή του νεύει αρνητικά, ο Βύρωνας κοιτάζει προς το μέρος της νύφης, η νύφη του νεύει επίσης αρνητικά και μετά κοιτάζει προς το μέρος το δικό μου και της Όλγας.
"Ωραία, τώρα που κοιταχτήκατε και τα βρήκατε δεν ξεκουμπίζεστε να μείνω μόνος με την ξανθούλα μου μπας και την κάνω να λυγίσει καμιά φορά?" μιλάω έξω από τα δόντια, ειλικρινά, ντόμπρα, σταράτα. Βέβαια στα λόγια μου η Όλγα τρομάζει και κοιτάζει γύρω στο σαλόνι λογικά για τα πράγματα της.
Αλλά όχι.. όχι!
Δεν θέλω να την αφήσω να φύγει! Καθόλου δεν το θέλω!
ΓΑΜΩΤΟ ΠΟΥ ΠΑΣ, θελω να της φωνάξω αλλά δεν το κάνω. Δεν θελω να τρομάξει άλλο.
"Βασικά είναι τρομερή ιδέα" η αδερφή μου από εκεί που ήταν μισοπεθαμένη πλέον έχει αναστηθεί.
"Ναι να πάμε να ποιούμε μια πορτοκαλάδα βρε παιδιά εδώ πιο κάτω" η νύφη κάνει νόημα στον γαμπρό να σηκωθεί.
"Η πορτοκαλάδα έχει μόνο ζάχαρη και καμία θρεπτική αξία" της απαντάει αυτός και αν δεν σηκωθεί να φύγει στα επόμενα 5 δευτερόλεπτα θα του βάλω ένα καφάσι πορτοκαλάδες στον κώλο του μια προς μια.
"Εγώ νομίζω πως πρέπει πρώτα να πάμε την Όλγα σπίτι της" η Άννα θέλει να με σκοτώσει δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.
"Κυρία Άννα με όλο το θάρρος, είναι καλύτερο η Όλγα να μείνει εδώ να μιλήσει με τον Στέλιο" επεμβαίνει η νύφη και ειλικρινά έχει δίκιο ο πατέρας μου που λέει ότι είναι η καλύτερη νύφη σε όλον τον κόσμο. Την αγαπάμε ο Βύρωνας, ο πατέρας μου και εγώ, άπειρα.
Εδικά εγώ και ειδικά τώρα.
"Εσύ κορίτσι μου τι θέλεις?" ρωτάει η μάνα μου την Όλγα μου και παρατηρώ το κορίτσι μου να με κοιτάει φευγαλέα. Ύστερα παίρνει τα πράγματα της στα χέρια της, έπειτα σταματάει τις κινήσεις της, με κοιτάει ξανά, εγώ της σκάω ένα τεράστιο χαμόγελο, την παρατηρώ να κλείνει μάτια, κάτι βρισιές ψιθυρίζει και ύστερα αφήνει ξανά στον καναπέ την τσάντα της.
"Θα μείνω" λέει και-
"Α... Ω... Ε... - ένα δύο ένα" μιλάω και δοκιμάζω να δω ότι ακόμη ακούω καλά.
"Προτείνω να σταματήσεις τις βλακείες και να ωριμάσεις" ο Βύρωνας στέκεται μπροστά μου και με κοιτάει. Περίεργα.. "Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή" μιλάει αινιγματικά και-
"Έλα ζουζουνάκι μου προχώρα και άσε τα παιδιά να μιλήσουν" η νύφη χώνεται στην αγκαλιά του αδερφού μου και την παρατηρώ να μου κλείνει πονηρά το μάτι της.
Ε εντάξει, ότι θα την πηδήξω ξανά είναι δεδομένο.
Λες να γίνει τώρα όμως?
Γαμώτο, και δεν έχω και προφυλακτικό πάνω μου.
Αλλά τόσα χρόνια ξηρασίας ήταν αυτά, δεν χρειάστηκε ποτέ να πάω να πάρω, ξέχασα πως τα ζητάμε από το φαρμακείο κιόλας.
"Αγόρι μου εσύ" η μάνα μου με κοιτάει βουρκωμένη. Χαρούμενη και βουρκωμένη. Ύστερα έρχεται μου χαιδεύει το μάγουλο και φιλάει το μέτωπο μου. Ύποπτα πράγματα συμβαίνουν.
Που εντάξει, και εγώ χαίρομαι που η Όλγα μου δέχτηκε να μείνει σπίτι μου να μιλήσουμε επιτέλους, αλλά εδώ όλοι κλαίνε από την χαρά τους. Τι στον πούτσο?
"Στέλιο?" η αδερφή μου πλέον είναι η μοναδική που στέκεται στο σαλόνι, εκτός από το Ολγάκι μου βασικά. Άντε να ξεκουμπιστεί να μείνουμε μόνοι μας.
"Ναι?" την ρωτάω απότομα από την στιγμή που δεν κάνει καμία κίνηση. Κάθεται απλά και με κοιτάει, βουρκωμένη και αυτή. Τι στον πούτσο, σταμάτησα εγώ να καπνίζω μαύρο και το ξεκίνησαν όλοι οι υπόλοιποι?
"Σε αγαπώ" μου λέει και με μια κίνηση, πέφτει πάνω μου και με αγκαλιάζει.
"Και εγώ σε αγαπώ αλλά τώρα θέλω να αγαπήσω την ξανθούλα μου" μιλάω στην αδελφή μου, αλλά ταυτόχρονα κοιτάζω την Όλγα μου, η οποία μόλις ακούσει τα λόγια μου, σπάει την οπτική μας επαφή και κοιτάζει μια τον καναπέ, μετά το τραπεζάκι και καπάκι το ταβάνι του σαλονιού.
Ω μωρό μου.. σε λίγο θα κοιτάζεις κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον.. σκέφτομαι και τραβάω την αδερφή μου από πάνω μου που έχει κολλήσει σαν βδέλλα.
"Και τώρα οι δυο μας.." λέω στο μωρό μου με το που κλείσει η πόρτα του σπιτιού μας.
Η Όλγα με κοιτάει φευγαλέα. Αμέσως σκυθρωπιάζει, ξεφυσάει κουρασμένη και κάθεται στον καναπέ.
Δεν χάνω δευτερόλεπτο, πάω και κάθομαι ακριβώς δίπλα της.
Με το που το πόδι μου έρθει σε επαφή με το δικό της, το κορίτσι μου πετάγεται πάνω, απομακρύνεται από κοντά μου και πάει και κάθεται στον άλλον καναπέ.
Την κοιτάω.
Αναστενάζω απελπισμένος.
Εντάξει δεν μου το κάνει έυκολο αλλά δεν έχω το δικαίωμα να παραπονιέμαι. Στην τελική, δέχτηκε να μείνει να μιλήσουμε.
Την κοιτάζω που κοιτάζει το πάτωμα.
Ναι αλλά δεν μιλάει.
"Πως ήταν σήμερα η δουλειά?" την ρωτάω από την στιγμή που αποφασίζω να σπάσω την σιωπή. Ας ξεκινήσουμε με αυτό και ας την ζητήσω σε γάμο σε κανένα δεκάλεπτο. Δεν με πειράζει να περιμένω λίγο.
Κοιτάζω την Όλγα μου.
Το κορίτσι μου παραμένει σιωπηλό, να κοιτάζει το πάτωμα.
Ωραία θα πάει αυτό
"Θέλεις να σου κάνω ένα φρεντο να πιεις?" την ρωτάω και αποφασίζω να κάνω ακόμη μια προσπάθεια να την πλησιάσω και πάω ξανά να κάτσω δίπλα της.
Η ξανθούλα μου και πάλι σηκώνεται απότομα και πάει να κάτσει ξανά στον άλλον καναπέ, εκεί που είχε κάτσει εξαρχής.
Την κοιτάζω που είναι σκεφτική, προβληματισμένη και λίγο τρομαγμένη και αφήνω μια βαθιά ανάσα να βγει από μέσα μου. Ίσως και να αναστενάζω λίγο, ίσως.
Εντάξει σπαράζει το μέσα μου. Την έχω τόσο κοντά μου και ταυτόχρονα την νιώθω τόσο μα τόσο μακρυά μου. Πρέπει κάτι να σκεφτώ, πρέπει κάτι έξυπνο να της πω για να την αναγκάσω να αντιδράσει.
"Σε αγαπάω" της λέω την αλήθεια και αυτό που κάποτε με παρακαλούσε να της πω.
Παρατηρώ το κορίτσι μου, σταματάει να αναπνέει.
Ωπ, εδώ είμαστε.
"Σε αγαπάω τόσο μα τόσο πολύ, που θέλω να περάσω όλη μου την ζωή μαζί σου, σε παρακαλώ μωρό μου, συγχώρεσε με, δώσε μου μια ευκαιρία και θα δεις που αυτήν την φορά θα τα κάνω όλα σωστά" την παρακαλάω με την φωνή μου και το επόμενο λεπτό σκοπεύω να γονατίσω και μπροστά της. Τι στο καλό, μόνο εγώ δεν κρατιέμαι και θέλω σαν τρελός να την αγγίξω ξανά, να της τον χώσω ξανά? Εκείνη? Το κορίτσι μου? Δεν νιώθει την ίδια ανάγκη?
"Στέλιο.." η ξανθούλα μου τώρα ακουμπάει τους αγκώνες της στα πόδια της και κλείνει τo υπέροχο προσωπάκι της στα χεράκια της.
"Τι καρδιά μου?" την ρωτάω και πάω ξανά και κάθομαι δίπλα της.
Το αποφάσισα, θα της κάνω εδώ ξανά έρωτα.
"Μην με αγγίζεις" μου λέει με το που ακουμπίσω το χέρι μου χαμηλά στην πλάτη της.
Κλείνω για μια στιγμή τα μάτια μου.
Πόνεσε γαμώ
"Μπορώ τουλάχιστον να σε φιλήσω?" την ρωτάω και ακουμπάω τα χείλη μου στο γυμνό δερματάκι του ώμου της. Το σώμα μου αντιδράει αυτόματα σε αυτήν την μικρή αλλά τόσο έντονη επαφή και-
Ανακάθομαι άβολα.
Μόλις μου σηκώθηκε.
"Δεν έχω το κουράγιο ούτε καν να σου φωνάξω" μου λέει και-
Την παρατηρώ καλύτερα.
Είναι σαν να κλαίει, χωρίς να δακρύζει.
Τόσο πολύ πονάει το πρόσωπο της, τόσο.
"Σε πείραξε κανείς στην δουλειά?" την ρωτάω με γνήσιο ενδιαφέρον και σε δευτερόλεπτα φορτώνω.
Θα πάω να κάνω το μαγαζί του Ανέστη μπουρδέλο, αν πει ναι.
"Λοιπόν?" επιμένω και περιμένω μια απάντηση, μια λέξη, έστω κάτι, κάτι μικρό να έχω από κάπου να πιαστώ.
Αλλά γαμώ, η Όλγα μου δεν μιλάει, δεν λαλάει, με τα βίας αναπνέει.
Πω ρε πούστη μου
Ούτε οι βαρυποινήτες τέτοια τιμωρία, ήμαρτον.
"Μωρό μου θες να πάμε μέσα να ξεσκιστούμε στο πήδημα?" την ρωτάω και είμαι σε ετοιμότητα, είτε να την πιάσω και να την γαμήσω στην άκρη του καναπέ, είτε να σηκώσω και να πιάσω το χέρι της σε περίπτωση που πάει να με χαστουκίσει. Διότι δεν μπορεί, σε κάτι θα αντιδράσει.
"Γίνεται λίγο να σταματήσεις να μιλάς?" μου ζητάει το κορίτσι μου και ακόμη δεν με κοιτάει, έχει τα μάτια της κλειστά και μέσα στα χεράκια της.
Ωραία
Να την αγγίζω δεν θέλει.
Να της μιλάω δεν θέλει.
ΤΙ ΣΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΗΣΕΙ ΤΙ
Κοιτάζω που πάνω στο γραφείο της μάνας μου έχει κάτι χαρτιά και κάτι στυλό. Σηκώνομαι, αρπάζω ένα, αρπάζω και τις εξετάσεις από έναν κύριο Παπαδόπουλο, ετών 93, και ευτυχώς που οι καρδιολογικές εξετάσεις δεν πιάνουν πολύ χώρο, γράφω στο τεράστιο κενό από κάτω, 'Μωρό μου σε αγαπώ, θα με συγχωρέσεις?'. Γυρνάω πίσω στον καναπέ, κάθομαι δίπλα στο κορίτσι μου και αφήνω το ραβασάκι στα πόδια της.
Με το που νιώσει η Όλγα μου την ενόχληση, αμέσως πετάγεται, ανοίγει τα ματάκια της, κοιτάζει το χαρτί, για μια στιγμή απορεί, μετά χαμογελάει και μετά σκυθρωπιάζει. Σκοτεινιάζει πάλι. ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΟΥΤΑΝΑ ΜΟΥ ΓΑΜΩ. Πάλι, ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΣΕ ΠΑΛΙ.
"Εσύ μπορεί να μην με συγχωρέσεις" μου λέει και την παρατηρώ που αφήνει το χαρτί στο τραπεζάκι. Και εξακολουθεί να μην με κοιτάει. "Θα το κρατήσω" μου ψιθυρίζει και-
Την κοιτάω περίεργος.
"Ποιο?" την ρωτάω χωρίς να χάσω άλλο χρόνο.
Αρκετά έχασα μακρυά της.
Τέρμα ως εδώ, από εδώ και πέρα μαζί.
Πάντα και παντού μαζί.
"Στέλιο.." η Όλγα αποφασίζει να μιλήσει. ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και -
Το νιώθω θα μου μιλήσει.
"Εγώ είμαι.."
Ερωτευμένη μαζί μου?
Δυστυχισμένη μακρυά μου?
Διότι και εγώ είμαι. Πολύ.
"Εγώ Στέλιο είμαι-"
"ΓΥΡΙΣΕ Ο ΑΝΔΡΑΣ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ"
Ε δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει φύλακας άγγελος δεν υπάρχει τίποτα. Με έχουν φτύσει, όχι μόνο η Όλγα και το σύμπαν ολόκληρο. Νιώθω βρεγμένος στην τοποθεσία σπίτι μου.
"Τι κάνουν τα δυο καλά παιδιά μου?" ο πατέρας μου με το που μας δει ενθουσιάζεται και έρχεται απευθείας να κάτσει στο σαλόνι μαζί μας.
Ναι έλα μπαστακώσου, σαν το σπίτι σου.
Όχι όχι.. δεν μας κάνεις χαλάστρα. Έλα.
"Θειε Άρη χαίρομαι πολύ που σε βλέπω, αλλά πρέπει να φύγω, θα αργήσω στην δουλειά" λέει η Όλγα χωρίς να πάρει ανάσα, και δεν κάθεται δυο δευτερόλεπτα ακόμη, μαζεύει τα πράγματα της και εξαφανίζεται στην στιγμή από το σπίτι μας.
"Τώρα αυτό ήταν ανάγκη?" τον ρωτάω και βγάζω το κινητό μου από την κωλότσεπη για να της στείλω πόσο πολύ την αγαπώ.
"Είχε όντως να πάει στην δουλειά?" με ρωτάει ο πατέρας μου και μου δίνει ένα τσιγάρο από το πακέτο του.
"Όχι σήμερα ήταν πρωινή" του λέω και ταυτόχρονα πληκτρολογώ.
'Σε αγαπώ, δεν τελειώσαμε πριν την συζήτηση, να έρθω με το αμάξι να σε πάρω να πάμε να τα πούμε κάπου ήρεμα οι δυο μας?' Και βάζω και δέκα καρδιές στην σειρά. Κόκκινες κιόλας.
"Ε τότε τι κάθεσαι, τρέχα να την στριμώξεις" μου λέει ο Άρης και-
Τοποθετώ τον λευκό κίλυνδρο στο στόμα μου.
Ρουφάω καπνό.
Καταπίνω, εκπνέω.
Θα την στριμώξω... και θα πέσει.. που θα πάει.. θα πέσει.
"Η λες να φάμε τίποτα πρώτα?" με ρωτάει χαλαρός ο πατέρας μου και κάθεται και αυτός και καπνίζει δίπλα μου.
"Μπα εγώ είμαι χορτάτος" του λέω την αλήθεια.
"Τι έφαγες?" με ρωτάει ο Άρης και-
Σβήνω το τσιγάρο μου στο τασάκι.
Χυλόπιτες, για μια ακόμη φορά, έφαγα χυλόπιτες.
Την πουτάνα μου μέσα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top