Κεφάλαιο 74
"Νομίζω ότι πρέπει να συζητήσουμε για αυτό που έγινε τις προάλλες"
Μπαίνω μες στο γραφείο του, κλείνω την πόρτα πίσω μου.
"Θα μπορούσαμε απλά να το επαναλάβουμε" μου λέει ο Μιχάλης και ταυτόχρονα σβήνει το τσιγάρο στο τασάκι του.
Αν και του το έχω επισημάνει χίλιες φορές από τότε που ήρθε στο εργαστήριο, ότι όσο το διευθύνω εγώ δεν θέλω να καπνίζει κανείς εδώ μέσα. Και δεν είναι μόνο ότι με ενοχλεί ο καπνός, τόσα μηχανήματα έχουμε σε λειτουργεία, τόσες έρευνες σε εξέλιξη. Ώρα είναι να γίνει τίποτα και να τρέχουμε.
"Μιχάλη αυτό που έγινε τις προάλλες δεν πρέπει να γίνει.." τον κοιτάω έντονα στα μάτια. "Ποτέ ξανά"
Ήταν μια στιγμή αδυναμίας, αλήθεια. Στο εργαστήριο κόψαμε πίτα, εκείνος κέρδισε το φλουρί, ανοίξαμε μπουκάλια, ο Τηλέμαχος επέμενε να πιω και εγώ για να χαλαρώσω και σκατά στα μούτρα μου. Τι κατάλαβα? Παραχαλάρωσα και το βράδυ μείναμε εγώ και ο Μιχάλης για να κλείσουμε αλλά.. μαντέψτε τι κάναμε πρώτα!
Σεξ
Πάνω στο γραφείο μου
Δυο φορές
"Γιατί όχι?" με ρωτάει και σηκώνεται όρθιος.
Και συνεχίζει να με κοιτάει.
Πονηρά
"Γιατί είμαι παντρεμένη με παιδί" δεν κρατιέμαι και σχεδόν του το φωνάζω.
Το έχει ξεχάσει? Μπορεί μετά την αποκάλυψη του τεστ DNA πριν από δώδεκα χρόνια να τα μάζεψε μέσα σε ένα βράδυ και να έφυγε στο εξωτερικό, μπορεί να άλλαξε όλη του η ζωή, αλλά η δική μου παρέμεινε η ίδια. Εξακολουθώ να είμαι παντρεμένη με τον Δημήτρη, εξακολουθώ να γυρνάω κάθε βράδυ σπίτι σε εκείνον και εξακολουθώ να αγαπάω το παιδί μου. Ένα παιδί που θα μπορούσε να είναι.. μας.
Αναστενάζω βαριά.
Και τι δεν θα έδινα να ήταν δικό μας.
"Μπορείς να χωρίσεις.." τον παρατηρώ που κάνει τον γύρο του γραφείου του και-
"Γιατί κλείδωσες την πόρτα?" τον ρωτάω και τον κοιτάω.. αδύναμα.
Γιατί ναι, πέρασαν δώδεκα χρόνια και εγώ εξακολουθώ να είμαι ευάλωτη κοντά του.
"Γιατί δεν θέλω να μας διακόψουν" μου λέει ο Μιχάλης και-
Γουρλώνω τα μάτια μου από την έκπληξη.
Έβαλε το κλειδί μες στο μποξεράκι του.
"Μιχάλη ο Δημήτρης είναι ο πατέρας της κόρης μου" του το ξεκαθαρίζω γιατί μπορεί να το ξέχασε. Τι και αν πόνεσε τότε? Άτιμο πράγμα ο εγκέφαλος, μερικές φορές απωθεί εικόνες που τον βασανίζουν.
"Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και ο εραστής σου.." μου λέει και..
Και εκείνος έρχεται όλο και πιο κοντά μου..
Και εγώ βηματίζω όλο και πιο πίσω μου..
Και εκείνος με κοιτάει με πόθο..
Και εγώ τον κοιτάω με τρόμο..
Και έχω χάσει την μπάλα και δεν ξέρω τι μου γίνεται.
"Κάνεις λάθος, το κάνουμε συχνά" του απαντώ με ύφος. Με πολύ ύφος.
Διότι προσπαθώ να κρύψω την ταχυκαρδία μου.
Γαμώτο
"Πριν μια εβδομάδα μου είπε ότι έχετε να το κάνετε από τα γενέθλια της Έλλης" μου λέει και αγγίζει χαμηλά την μέση μου. Σηκώνω το βλέμμα μου πάνω στο δικό του και-
Πράσινο στο καφέ
Πόθος στην απελπισία
"Και είναι αυτό πολύς καιρός?" τον ρωτάω και ταυτόχρονα προσπαθώ να του ξεφύγω αλλά μάταια.. το μόνο που καταφέρνω είναι στριμώχνομαι σε μια γωνία του γραφείο του. Με τον Μιχάλη πάνω μου. Πιο τέλεια πεθαίνεις.
"Δεν ξέρω, πες μου εσύ, η κόρη μας έγινε δεκαπέντε πριν έναν μήνα και ο Δημήτρης μου είπε ότι έχετε να το κάνετε από όταν έκλεισε τα εφτά"
Η ανάσα του χτυπάει στα χείλη μου, και αναστενάζω.
Το στόμα του φιλάει τον λαιμό μου, και τρέμω.
"Δεν είναι κόρη μας.." του υπενθυμίζω ενώ ταυτόχρονα προσπαθώ να του αντισταθώ.
Όχι Μαρία, όχι, μην λυγίσεις.
"Εγώ πάντα σαν κόρη μου θα την βλέπω" μου απαντάει και-
Κλείνω τα μάτια μου.
Το χέρι του με άγγιξε.
Εκεί.. κάτω.
"Σε παρακαλώ μη-" του ζητάω να σταματήσει εκείνος, γιατί εγώ.. αδυνατώ.
"Σε απατάει εδώ και χρόνια με μια συνάδερφο του από την κλινική" μου λέει ο Μιχάλης και-
Πνίγω έναν λυγμό, διότι δεν το αντέχω, δεν αντέχω αυτό που γίνεται. Ο Μιχάλης με δαχτυλώνει και ταυτόχρονα μου λέει ότι πάλι, πάλι είμαι η απατημένη σύντροφος.
Τι αμαρτίες πληρώνω?
"Λες ψέματα" προσπαθώ να τον αποθαρρύνω αλλά-
Το μπλουζάκι μου εγκαταλείπει το σώμα μου.
"Λέω την αλήθεια και κατά βάθος την ξέρεις και εσύ"
Ο Μιχάλης καρφώνει πρώτα τα μάτια του στα δικά μου, ύστερα σηκώνει το κορμί μου στον αέρα, τυλίγει τα πόδια μου γύρω του και ύστερα καρφώνει και κάτι ακόμη.. μέσα μου.
Κλείνω τα μάτια μου, ρίχνω το κεφάλι μου στον λαιμό του.
"Δεν μπορώ να το κάνω αυτό" του ψιθυρίζω όση ώρα.. το κάνω αυτό.
"Σε ποιον στον Δημήτρη?" με ρωτάει ο Μιχάλης και-
Με καρφώνει.
Όλο και πιο δυνατά.
"Στην Έλλη.."
Η πλάτη μου ακουμπάει στον καναπέ.
Το μυαλό μου θολώνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια.. και ακόμη.. είμαι ερωτευμένη μαζί του.
"Μια ζωή μωρό μου.." μου ψιθυρίζει ο Μιχάλης και δαγκώνει με μανία το δέρμα μου. "Μια ζωή μωρό μου θα είσαι ερωτευμένη μαζί μου" προσθέτει και ξεκινάω να κλαίω.
Γιατί δεν θέλω.
Δεν θέλω να διαλύσω την οικογένεια μου.
Δεν θέλω να το κάνω αυτό στην κόρη μου.
"Αφέσου.." η φωνή του ακούγεται ερωτική στα αυτιά μου όταν-
Αυτόματα παγώνω, και ο Μιχάλης επίσης.
Όχι..
Όχι.. όχι..
Όχι.. δεν είναι δυνατόν.
Έλλη
"Κοίταξε να δεις Αλίκη" τοποθετώ την μικρή μου αδερφή καλύτερα στην αγκαλιά μου και της δείχνω την εικόνα από το βιβλίο της βιολογίας. "Αυτό στο τελευταίο μάθημα που κάναμε στην σχολή μας είπε ο καθηγητής ότι είναι αντισός. Ναι? Ναι. Ε λοιπόν ότι στοίχημα θες αυτό θα πέσει μεθαύριο στην εξέταση. Να το ξέρεις, για όταν μεγαλώσεις, για να μην χρειαστεί να πας ποτέ Σεπτέμβρη για μάθημα.. πρέπει να τα διαβάζεις όλα.. και κυρίως τα αντισός"
Η αδερφή μου με κοιτάζει λυπημένη, μετά κοιτάζει την εικόνα, και στο καπάκι τοποθετεί απότομα την ανοιχτή παλάμη της πάνω στο βιβλίο της βιολογίας.
Μούντζα ήταν αυτό?
"Ποιος σου τα έμαθε εσένα αυτά?" την επιπλήττω και την καθίζω στο πάτωμα δίπλα μου. Αν και τι ρωτάω? Κάτι τέτοια από την Αναστασία τα μαθαίνει είμαι σίγουρη. Η μαμά μας είπε να της μάθουμε να λέει και καμία άλλη λέξη εκτός από το μπα αλλά η μεγάλη μου αδερφή της έμαθε να μουντζώνει.
Δεν υπάρχει σωτηρία!
"Να να να να ... να.. να μπα" η Αλίκη ξεκινάει να μπουσουλάει προς τον μεγάλο αρκούδο που της έκανε δώρο ο Άη Βασίλης, ή αλλιώς ο Άη Μιχάλης. Τον φτάνει, τον αρπάζει ατσούμπαλα από το πόδι και-
Σκύβω το κεφάλι μου.
Θλίβομαι στην θύμηση των φετινών γιορτών.
Ήταν οι πρώτες γιορτές που τις περάσαμε χώρια. Τα Χριστούγεννα με βρήκαν μαζί με τον μπαμπά στο δικό μου διαμέρισμα, πνίγαμε τον πόνο μας στις χριστουγεννιάτικες ταινίες. Ήμασταν και οι δύο μακριά από τα αδέρφια μου και μακριά από την μαμά μου. Δεν ξέρω ποιο από τα δύο στρατόπεδα στεναχωρέθηκε περισσότερο, αλήθεια. Θα σας έλεγα για τον Μιχάλη αλλά..
Σκυθρωπιάζω
Και η μαμά δεν είναι καλύτερα.
Έχει αδυνατίσει πολύ, είναι συνέχεια στεναχωρημένη, σχεδόν δεν μιλάει, και δεν κοιμάται. Τα περισσότερα βράδια που γυρίζω σπίτι την βρίσκω με ένα ποτήρι κρασί, στο σαλόνι, μόνη της, να κάθεται και να βλέπει την μεγάλη κλειστή τηλεόραση. Δεν ήταν λίγα τα βράδια που ήταν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις της που δεν αντιλήφθηκε καν ότι μπήκα στο σπίτι. Και όταν αποφασίσει να πάει στο δωμάτιο της να ξαπλώσει?
Μετά από μια ώρα μας ξυπνάει όλους στο σπίτι από τις φωνές της.
Νομίζω βλέπει εφιάλτες. Πολλούς εφιάλτες. Τρομακτικούς εφιάλτες.
Πάντως υποφέρει.. και αυτή.
"Α...α...Α!...α... μα.. α"
Από τις σκέψεις μου με βγάζει η παιδική φωνή της αδερφής μου και-
Γουρλώνω απευθείας τα μάτια μου.
Έχει πιάσει το βιβλίο της βιολογίας μου και το σκίζει σε μικρά, πολύ μικρά κομματάκια και-
"ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ"
Αμέσως μου κόβεται η ανάσα.
Η Αλίκη ξεκινάει να κλαίει.
"Λες να έπαθε κάτι?" την ρωτάω και κοιτάω προς τις σκάλες.
Αυτήν ήταν η φωνή της μαμάς μου.
Η τρομαγμένη φωνή της μαμάς μου.
"Όχι όχι όχι μωρό μου.." παίρνω στην αγκαλιά μου την αδερφή μου και ταυτόχρονα προσπαθώ να την καθησυχάσω. "Μην φοβάσαι βρε, τίποτα δεν ήταν αυτό, η μαμά είναι μια χαρά, δεν συνέβη κάτι κακό" της λέω αλλά-
Κοιτάζω ξανά προς τις σκάλες.
Σίγουρα δεν έπαθε κάτι κακό?
Γιατί μπορεί να αγαπάω τον μπαμπά μου .. πολύ.. αλλά αγαπάω και την μαμά μου.. το ίδιο.
"Θέλεις να πάμε πάνω να δούμε τι έγινε?" ρωτάω την αδερφή μου και ταυτόχρονα σκουπίζω τα βρεγμένα της μαγουλάκια. Αν δεν ανησυχούσα για την Μαρία θα καθόμουν εδώ και θα της τα έτρωγα. Μα πόσο ροζ και μεγάλα μπορεί να είναι στην τελική? Ψυχή μου εσύ
"Που είναι οι υπόλοιποι?" Δεν προλαβαίνω να σηκωθώ από το πάτωμα, βήματα ακούγονται στις σκάλες και η μαμά τις κατεβαίνει τρέχοντας. "Έλλη εσείς οι δυο είστε εδώ? Τα αδέρφια σου που είναι?" η μαμά κάνει την μια ερώτηση πίσω από την άλλη και ταυτόχρονα κοιτάει έντρομη το σαλόνι γύρω της.
Είκοσι χρόνια τώρα το ίδιο είναι.
Γιατί το κοιτάζει με τόση περιέργεια?
"Σήμερα είναι Παρασκευή" της υπενθυμίζω και μου προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι ξέχασε τι μέρα είναι. Κανονικά τέτοια ώρα θα έπρεπε ήδη να ήταν στο σπίτι της νονάς και του νονού. Που ο Θεός να τον κάνει τέτοιος ανώμαλος που είναι αλλά τι να κάνουμε? Αυτόν ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε επίσης.
"Ναι και?" η μαμά περπατάει σαν υστερική στο σαλόνι και μαζεύει τα παιχνίδια της Αλίκης. Ή μάλλον όχι, δεν είναι υστερική. Τρομαγμένη είναι. Πολύ τρομαγμένη θα έλεγα.
"Και τους παίρνει ο μπαμπάς από το σχολείο, πάνε όλοι μαζί για φαγητό και επιστρέφουν το απόγευμα στο σπίτι όταν εσύ θα έχεις ήδη φύγει?" την ρωτάω το αυτονόητο, αυτό που γίνεται έξι εβδομάδες τώρα και την κοιτάω σαν να έχει πάθει Alzheimer. Πώς και το ξέχασε?
Η μαμά συνήθως φεύγει πριν τις δύο από το σπίτι για να είναι σίγουρη ότι δεν θα συναντηθεί με τον Μιχάλη. Και σήμερα είναι περασμένες πέντε.
"Α" η μαμά σταματάει αμέσως κάθε της κίνηση. Με κοιτάει.
"Ναι" της λέω. Την κοιτάω και εγώ.
Και μένουμε ώρα, πολλή ώρα, να κοιτιόμαστε έτσι.. περίεργα.. μεταξύ μας.
Τι τρέχει εδώ?
"Έχουμε λίγη ώρα ακόμη δηλαδή.." μου λέει και κάθεται στο πάτωμα δίπλα μου.
Παγώνω
Η μαμά στο πάτωμα.
Η ώρα πέντε και η μαμά στο πάτωμα.
Την έχουν απαγάγει εξωγήινοι, σιγουράκι.
"Και για πες.." η Μαρία παίρνει την αδερφή μου στην αγκαλιά της και-
"Η ώρα είναι πέντε και.. έντεκα" της δείχνω το ρολόι στο χέρι μου.
Μπορεί να μπερδεύτηκε στην τελική.
"Ναι θέλω να επιστρέψουν τα αδέρφια σου, να τον δω και μετά θα-"
"Ποιον να δεις?" την διακόπτω.
Διότι..
Μην μου πεις ότι..
"Τον Χάρη" η μαμά με κοιτάει φευγαλέα. "Είχε την κοιλιά του χτες και.. καταλαβαίνεις"
Σμίγω τα φρύδια μου σε απορία.
Με δυσκολία αλλά το προσπαθώ.
"Αλλά μιας και το πήγες εκεί που το πήγες.." η μαμά με κοιτάει όλο νόημα.
Εγώ δεν πήγα τίποτα και πουθενά, σας το ορκίζομαι.
Στον έρωτα μου για τον ηλίθιο μπουκλάκια.
"Τι κάνει ο μπαμπάς?" με ρωτάει η μαμά και-
Τοποθετώ το χέρι μου στο αυτί μου και προσπαθώ να το ξεβουλώσω.
Μπα.. στουμπωμένο κερί θα είναι.. να θυμηθώ να κλείσω ένα ραντεβού στον ωριλά για καθαρισμό.
"Ελισάβετ μην μου σπας τα νεύρα, ναι καλά άκουσες, ρώτησα για τον μπαμπά σου" η μαμά με επιπλήττει και-
Γουρλώνω τα μάτια μου.
Είπε ο μπαμπάς.. μου?
"Καλά είναι.." της μιλάω κάπως επιφυλακτικά διότι..
Λες να παραμιλάει από την αυπνία?
Ή να νομίζει ότι ακόμη βλέπει εφιάλτη?
"Μαμά ξύπνησες έτσι?" την ρωτάω και ταυτόχρονα κουνάω το χέρι μου μπροστά στο πρόσωπο της.
"Κόψε τις αηδίες" μου λέει και μου το χτυπάει ελαφρά. "Απλά θέλω να μάθω αν βρήκε τελικά σπίτι, δεν μπορώ να ξεσπιτώνομαι κάθε παρασκευοσαββατοκυριακοδευτερα. Πέρασε ένας μήνας.. και κάτι.. πότε επιτέλους θα σταματήσει να έρχεται εδώ μέσα? Γιατί αν δεν το κατάλαβε, να του το υπενθυμίσεις, πως το διαζύγιο βγήκε, δεν είμαστε πια μαζί"
Στην θύμηση αυτού του γεγονότος θλίβομαι. Ναι το διαζύγιο βγήκε. Και ναι, όταν ο μπαμπάς ειδοποιήθηκε έπεσε σε κατάθλιψη. Τι και αν δεν ήθελε να δώσει στόχο? Δεν πάτησε για μια εβδομάδα στην δουλειά του και κλείστηκε στο δικό μου διαμέρισμα. Κάπνιζε και έπινε πέντε μέρες νον στοπ. Βέβαια και η μαμά δεν το πήρε καλύτερα, άσχετα που χαμογελούσε όλη την ώρα.. πολύ ψεύτικα για την ακρίβεια.
"Το σπίτι που αγόρασε θα είναι έτοιμο από Δευτέρα" την ενημερώνω για να χαλαρώσει. "Την επόμενη Παρασκευή θα πάμε όλοι μαζί στον Μαραθώνα" προσθέτω αλλά.. κοιτάζω την μαμά λίγο πιο προσεκτικά. Δεν την βλέπω και πολύ χαλαρή. Αντιθέτως, όλο της το σώμα σφίχτηκε με το που άκουσε τα νέα.
"Α" μου λέει και σκυθρωπιάζει. "Πως και τόσο μακριά?"
Ανασηκώνω απαλά τους ώμους μου. "Έψαχνε ένα σπίτι με αγρόκτημα, για τον Χάρη, αλλά η Αναστασία ήθελε θάλασσα και.. ξέρεις πως είναι τώρα ο μπαμπάς δεν θέλει να χαλάει χατίρι σε κανέναν μας.."
Στο άκουσμα των λέξεων μου η μαμά παίρνει μια βαθιά ανάσα και την κρατάει. "Θα βάλει άλογα?" με ρωτάει και κάνει λες και θα βάλει πυρηνικές βόμβες.
"Ένα με δυο πόνυ.." της απαντώ, αλλά τι το ήθελα? Η μαμά κοκκινίζει ολόκληρη, σε κλάσματα του δευτερολέπτου από τα νεύρα της. Μα που είναι το κακό?
"Και εμένα γιατί δεν με ρώτησε?" αναρωτιέται φωναχτά και σηκώνεται αμέσως όρθια. "Το ξέρει πολυ καλά ότι θεωρώ την ιππασία πολύ επικίνδυνη, και αν ο Χάρης ανέβει στο άλογο και πέσει κάτω? Αν την ίδια ώρα η Αναστασία κολυμπάει και πνιγεί? Και αν-"
"-πέσει μετεωρίτης στον Μαραθώνα? Τι θα κάνουμε?" την ειρωνεύομαι και σηκώνομαι και εγώ όρθια. "Έλα βρε μαμάκα χαλάρωσε, ο μπαμπάς τα έχει όλα υπό έλεγχο. Άσε που δεν θα είναι μόνος του, πήρε και μια γυναίκα για να τον βοηθάει με το σπίτι" προσπαθώ να την καθησυχάσω. Αλλά και πάλι η μαμά δεν ηρεμεί, αντιθέτως θυμώνει. Ακόμη περισσότερο.
"Όταν λες γυναίκα?" με ρωτάει και μισοκλείνει τα μάτια της. Επικίνδυνα πολύ
"Θέλεις να σου πω τον ορισμό της γυναίκας?"
Αλήθεια τώρα?
Βιολόγος είναι.
"Θέλω να μου πεις αν βγαίνει μαζί της" μου λέει η μαμά και κάτι στην έκπληξη του προσώπου της.. μου φανερώνει ότι αυτήν την ερώτηση δεν ήθελε να την κάνει. Της ξέφυγε.
Την κοιτάζω πονηρά.
Χαμογελάω στραβά.
Λες να υπάρχει καμία περίπτωση να..? Ή τζάμπα ελπίζω?
Διότι έξι εβδομάδες πέρασαν και ακόμη τρέφω ελπίδες.. γενικά.
"Ή μάλλον άσε.." η Μαρία μου δίνει την Αλίκη στην αγκαλιά μου και κουνάει αρνητικά τα χέρια της στον αέρα. "Δεν χρειάζεται να μου πεις, έτσι και αλλιώς είναι ελεύθερος να κάνει ότι θέλει και με όποια θέλει.. ναι? Ναι. Οπότε εγώ πάω να ετοιμαστώ για το σπίτι της Κέλλυς" η μαμά δεν περιμένει μια λογική απάντηση στον παραλογισμό της. Ξεκινάει αμέσως να ανεβαίνει νευρικά τις σκάλες μιλώντας μόνη της στον εαυτό της και.. ποιον βρίζει?
"Καταλαβαίνεις εσύ τίποτα?" ρωτάω την Αλίκη στην αγκαλιά μου.
Η αδερφή μου με κοιτάει με δυο γουρλωμένα καφέ ματάκια, ύστερα πιάνει τα μαλλιά μου και-
"Α.. τα τα τα.. μπα" μου λέει. Μάλιστα.
Θέλω λεξικό και για την μαμά αλλά και για την Αλίκη.
"Άσε τα μαλλιά μου ήσυχα και έλα να τελειώσουμε το κεφάλαιο" μας καθίζω ξανά στο πάτωμα. "Την Δευτέρα δίνω Αλικάκι και είναι κρίμα να το περάσω με ένα πέντε.. τόσο διάβασμα έριξα αυτόν τον καιρό.. δεν συμφωνείς στο ότι αξίζω ένα οχτώ?"
Η Αλίκη με κοιτάει με συμπόνια.. σαν να μου λέει.. θέλεις και οχτώ.. τρομάρα σου!
Έλα μου όμως που μια ζωή αυτό έκανα. Ονειρευόμουν με μάτια ανοιχτά. Οπότε γιατί να αλλάξω τώρα? Συνεχίζω και εγώ να ονειρεύομαι λοιπόν ένα οχτώ στην βιολογία, ένα μπέργκερ με πατάτες για το βράδυ, μια σχέση με τον Βύρωνα στο άμεσο μέλλον, και..
Γελάω θλιμμένα.
Σχέση με τον Βύρωνα.
Στο άμεσο μέλλον.
Αυτό δεν είναι όνειρο.
Είναι ουτοπία.
"Φτάσαμε!!!!!" ξαφνικά η πόρτα ανοίγει και ο Χάρης φωνάζει.
"Σου φέραμε πίτσα" μου λέει ο Σπύρος και νιώθω ένα παπούτσι να πετάγεται στο κεφάλι μου.
"ΡΕ ΠΕΤΡΟ" τον επιπλήττω. Έλεος αυτό το παιδί, μια φορά να βγάλει τα παπούτσια του και να τα βάλει στην παππουτσοθήκη δεν μπορεί, πρέπει να τα πετάξει στον αέρα και όποιον πετύχει πέτυχε. "Έχω στην αγκαλιά μου την Αλίκη"
"Μπα.. να ... τα τα τα.. να" η αδερφή μου με το που καταλάβει την παρουσία του μπαμπά μας στον χώρο.. χαμογελάει.. διάπλατα και τον κοιτάει πολύ πολύ πολύ χαρούμενα.
"Που είσαι κοριτσάρα μου όμορφη?" την ρωτάει ο μπαμπάς και μας πλησιάζει. "Γεια σου και σε εσένα πριγκίπισσα" μου λέει και με φιλάει στο μέτωπο. "Δεν πιστεύω να έφαγες, σου φέραμε μια ολόκληρη πίτσα"
Αχ ναι.. ναι ναι ναι..
Την μυρίζω.. στην ατμόσφαιρα και..
Κοντεύω να τελειώσω.
Αλλά δεν φταίω εγώ, ούτε η πίτσα.
Απλά έχω τόσο καιρό να..
Ξεροβήχω
"Έχω και φακές στο ψυγείο από χτες" ακούγεται η αυστηρή φωνή της μαμάς από τις σκάλες. "Σε περίπτωση που δεν θέλεις πίτσα.." προσθέτει και-
Κοιτάω τον μπαμπά, στο άκουσμα της φωνής της Μαρίας παγώνει. Δεν το περίμενε να είναι σπίτι, και τώρα που την ακούει έχει πετρώσει. Τα σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου του και το άκρως σφιγμένο κορμί του προδίδουν την αμηχανία και την ένταση που κρύβει το σώμα του.
"Καλησπέρα" λέει η μαμά και πλέον βρίσκεται και εκείνη στο σαλόνι με όλη την υπόλοιπη οικογένεια.
Μας κοιτάω όλους έναν προς έναν.
Κάποτε ήμασταν ευτυχισμένοι.
Μαζί και ευτυχισμένοι.
"Γεια σου μαμάκα" ο Χάρης τρέχει κατά πάνω της και την αγκαλιάζει.
Ο μπαμπάς κοιτάει επίμονα την Αλίκη στην αγκαλιά του, νομίζω ότι προσπαθεί με νύχια και με δόντια να μην λυγίσει, να μην λυγίσει και να μην της μιλήσει. Διότι από τότε που βγήκε και επίσημα το διαζύγιο, κρατάει αυτήν την στάση απέναντι της. Την αδιάφορη.
"Να περάσετε καλά ναι?" η μαμά σφίγγει στην αγκαλιά της τα δίδυμα. "Και πολλή προσοχή.. Αναστασία σε εσένα το λέω" Η αδερφή μου γνέφει απλά καταφατικά. "Καλό σαββατοκύριακο.. Μιχάλη"
Κοιτάζω τον μπαμπά, κλείνει απότομα τα μάτια του. Κοιτάζω την μαμά, είναι στην πόρτα και δεν μπορεί να δει το πρόσωπο του, αλλά βλέπει την καμπουριασμένη πλάτη του. Έπειτα χαμογελάει λυπημένη και χωρίς να πάρει απάντηση.. φεύγει.
"Πάω να φέρω τα πατατάκια" αναφωνεί χαρούμενη η Αναστασία με το που ακουστεί το χαρακτηριστικό κλείσιμο της εξωτερικής πόρτας.
Και ο μπαμπάς αφήνει να βγει μια ανάσα που έχω την εντύπωση ότι κρατούσε εδώ και πολλή ώρα μέσα του. Και νομίζω ότι είναι μια.. πονεμένη ανάσα. Παρατηρώ το στεναχωρημένο βλέμμα του και ναι.. πονάει.. και πονάει πολύ.
"Μου έλειψες" ψιθυρίζει στην Αλίκη και την κλείνει ακόμη περισσότερο στην μεγάλη του πατρική αγκαλιά. "Και εσύ μου έλειψες Έλλη μου.." προσθέτει και στρέφει αργά αργά το βλέμμα του στην πόρτα. Από εκεί που πριν λίγο πέρασε η μαμά. Σίγουρα του έλειψε και εκείνη.
Αχ μπαμπά
Πώς γίναμε έτσι?
Νιώθω το κινητό μου να τρίζει στην τσέπη του τζιν μου. Χαμογελάω γλυκά στα αδέρφια μου και τους κάνω νόημα να μου δώσουν μισό λεπτό. "Να δω ποιος είναι και τι θέλει και θα σας βάλω μετά τα στρουμφ" τους υπόσχομαι όταν-
Από Καραμαλάκας
'Μου λείπεις'
Μου πέφτει το κινητό από τα χέρια.
Η ανάσα μου κόβεται στην στιγμή.
Έχει να μου μιλήσει από τα Χριστούγεννα.
'Πάρα πολύ'
Ένα δεύτερο sms έρχεται μετά από λίγα δευτερόλεπτα για να κάνει ότι δεν έκανε το δεύτερο, δηλαδή να με αποτελειώσει.
Δεν.. δεν.. δεν μπορεί να..
Δεν έχει το δικαίωμα.
"Ποιος είναι μωρό μου?" με ρωτάει ο μπαμπάς και με κοιτάει περίεργα.
Το σκέφτομαι.
Ποιος είναι..?
Ο άνδρας που είμαι ακόμη ερωτευμένη μαζί του?
Ο άνδρας που εξακολουθεί να έχει σχέση με μία άλλη?
"Σίγουρα κάποιος που δεν θα με ρίξει" του μιλάω αινιγματικά και χωρίς να απαντήσω, βάζω ξανά το κινητό στην τσέπη του τζιν μου.
Και βλέπω τα στρουμφ.
Και θέλω να υποκύψω.
Και τρώω πίτσα.
Και προσπαθώ να μην του απαντήσω.
Και ο μπαμπάς με κοιτάει καχύποπτα.
Και προσπαθώ να μην καρφωθώ.
Και τελικά δεν τα καταφέρνω και βγάζω το κινητό μου από την τσέπη του τζιν μου.
Ξεκινάω να πληκτρολογώ μια απάντηση στον Βύρωνα όταν-
Κοιτάζω τον μπαμπά.
"Μπορείς να το πάρεις και να μου το δώσεις την Δευτέρα μετά την εξέταση?" τον ρωτάω και του δίνω το iPhone μου.
Ο Μιχάλης το παίρνει.
Και ευτυχώς, κρατάει τον λόγο του.
Και ευτυχώς, δεν υποκύπτω.
Άλλη μια πετυχημένη, βαρετή, μονότονη μέρα σημειώθηκε.
https://youtu.be/PfdYtJwUumA
ευχαριστώ άπειρα την passionxlove
ευχαριστώ ξανά την Renia_1
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top