Κεφάλαιο 36

Βύρωνας

ΤΗΝ ΜΙΣΩ

Κλωτσιά

ΤΗΝ ΑΠΕΧΘΑΝΟΜΑΙ

Μπουνιά

ΤΗΝ ΚΟΝΤΗ ΜΙΚΡΗ ΚΑΚΑΣΧΗΜΗ

Κλωτσιά, μπουνιά, κλωτσιά, μπουνιά

ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΗΝ ΣΚΟΤΩΣΩ

ΜΠΟΡΩ?

"Βύρωνα παιδί μου είσαι καλά?" ο παππούς προσπαθεί με τα χίλια ζόρια να κρατήσει τον σάκο του μποξ σταθερό, αλλά το προχωρημένο της ηλικίας του τον εμποδίζει. 

"Πώς με βλέπεις?" τον ρωτάω και συνεχίζω να κοπανάω τον δερμάτινο σάκο όπου βρω. 

Ηλίθια, μικρή, κακάσχημη.

Έχασα από μια υποδεέστερη μου.

Θα τρελαθώ.

"Είσαι σε ένταση" ο παππούς σφίγγει δόντια και εγώ χτυπάω σαν να μην είναι ο σάκος μπροστά μου αλλά το κεφάλι αυτηνής. Ούτε το όνομα της δεν μπορώ να πω. "Δεν μου λες.. πόσο καιρό έχεις να συνευρεθείς ερωτικά με την Έλενα?" 

"Μια εβδομάδα" τον ενημερώνω και συνεχίζω να χτυπάω σαν να μην υπάρχει αύριο. Δεν είναι αυτό, δεν είμαι αναστατωμένος επειδή δεν πηδάω, αλίμονο, χτες το βράδυ το έκανα πόσες..? Τρεις φορές? Απλά όχι με την μνηστή μου.

Η Έλενα το πάει πολύ αργά, θέλει να το απολαμβάνει, απαιτεί φιλιά και χάδια και εγώ χτες ήθελα κάτι σύντομο, άγριο και χωρίς κανένα συναίσθημα, ούτε καν ψεύτικο. Το κλαμπ επομένως ήταν η μόνη λύση. Ο παππούς με έβαλε πριν τρία χρόνια και έκτοτε εκείνος πληρώνει την συνδρομή και των δυο μας. Βέβαια αυτός δεν χρησιμοποιεί όλες τις παροχές που παρέχει. Ευτυχώς για την γιαγιά Στέλλα. 

"Αυτό είναι τότε, να την πάρεις τηλέφωνο να βρεθείτε, χτες με πήρε ο Θεόφιλος δέκα φορές, με ρωτούσε που χάθηκες όλη την εβδομάδα και γιατί δεν σήκωνες τα τηλέφωνα της κόρης του"

Ναι άλλη όρεξη δεν είχα από το να μιλάω όλη μέρα για εκείνον το καθηγητή της που τόλμησε να της βάλει εννιά και όχι δέκα. Έλεος! Στο διπλωματικό σώμα θέλει να μπει, εγώ θα της δώσω λύση στο πρόβλημα της?

"Έκανα όλη την εβδομάδα την εργασία της Μακρυδήμα" ενημερώνω τον παππού και στην σκέψη της ηλίθιας, μωβ μπάλας τρελαίνομαι. Χτυπάω όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά. 

Μα να τολμήσει να μην μου δώσει αποκλειστικότητα στην δημοσίευση? Να απαιτεί να συνεργαστώ με μια υποδεέστερη μου? Και να θέλει να της μάθω και το μυστικό της επιτυχίας μου! Ε αυτό πάει πολύ! 

"Και?" ο παππούς βάζει περισσότερη δύναμη. "Πώς πήγε? Να φανταστώ η δημοσίευση σου ανήκει σωστά?"

Σφίγγω δόντια.

Σφίγγω γροθιές. 

Σφίγγω σώμα. 

Περιμένει από εμένα το τέλειο, συνέχεια. Ή μάλλον όχι, το απαιτεί. Αυτός μου έμαθε εξάλλου όλα όσα γνωρίζω. Ο ίδιος είναι κορυφή σε αυτό που κάνει, θέλει λέει ο μαθητής του να ξεπεράσει τον δάσκαλο. Δεν δέχεται την αποτυχία, ούτε και εγώ άλλωστε. Άρα τα χτεσινά γεγονότα πως του τα λένε?

"Κατά το ήμισυ" του λέω και εκείνος αμέσως παγώνει. "Η Μακρυδήμα απαίτησε να συνεργαστώ με εκείνη την.. την.. την.." γαμώτο. "ΜΕ ΕΚΕΊΝΗ ΤΗΝ ΗΛΙΘΙΑ" μπουνιά "ΜΙΚΡΗ" κλωτσιά "ΚΑΚΑΣΧΗΜΗ" μπουνιά κλωτσιά μπουνιά κλωτσιά "ΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΠΟΥ ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΗΝ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΤΗΣ ΕΠΕΙΔΗ ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΓΚΟΥΓΚΛΑΡΕΙ ΘΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ ΕΓΩ ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ ΒΥΡΩΝΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΜΝΗΝΟΣ ΤΗΝ ΔΟΞΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ" 

Χτυπάω δυνατά

Χτυπάω συνεχόμενα

Χτυπάω μανιακά

ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΤΩ ΜΑΖΙ ΤΗΣ

ΔΕΝ ΓΟΥΣΤΑΡΩ 

ΠΩΣ ΤΟ ΛΕΝΕ

"Βύρωνα.." ο παππούς μου κάνει νόημα να σταματήσω αλλά δεν μπορώ. Είναι που βλέπω μπροστά μου δυο καφέ σκατουλί μάτια, ένα στόμα με κενό στα πάνω δόντια και κάτι τρίχες να πετάνε δεξιά και αριστερά. Από αύριο θα φέρω μια φωτογραφία της να την βάλω πάνω στον σάκο. Πάω στοίχημα στο τέλος του χρόνου διακριθώ και στο μποξ. Πόσοι τίτλοι πια?

"ΒΥΡΩΝΑ ΕΙΠΑ ΤΕΛΟΣ" ο παππούς φωνάζει, πράγμα σπάνιο. Κακό αυτό, σημαίνει ότι τον έφερα στα όρια του. "ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΠΑΘΕΙ ΠΙΑ ΜΟΥ ΛΕΣ? ΔΕΝ ΣΕ ΕΧΩ ΔΕΙ ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ ΝΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΡΕΣΑΙ ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ!" 

Κάνω δύο βήματα πίσω, βγάζω τα κόκκινα γάντια και τα πετάω πάνω στον πάγκο. Προσπαθώ να βρω τις ανάσες μου όσο ο παππούς με κοιτάει με προσμονή. Τέλεια, θέλει να του πω με λεπτομέρειες τι έγινε χτες. 

"Την χτύπησα" του ξεφουρνίζω και περιμένω την μπόρα να ξεσπάσει.

"ΤΗΝ ΜΑΚΡΥΔΗΜΑ?" ο παππούς τοποθετεί το δεξί του χέρι στο στήθος, στο σημείο πάνω από την καρδιά. Κοιτάζω φευγαλέα τον απινιδωτή που υπάρχει σε ένα κουτί στην αίθουσα, ευτυχώς ξέρω να τον χρησιμοποιώ. 

"Την μικρή" του απαντώ και πίνω λίγο από το κίτρινο νερό. Πάντα μετά την προπόνηση αναπληρώνω τα χαμένα υγρά όχι με σκέτο νερό αλλά με νερό και ηλεκτρολύτες μαζί. Γιατί αν πάθω καμία υπονατριαμία και πάω στα επείγοντα αμφιβάλλω αν υπάρξει ειδικευόμενος στα ΤΕΠ που να γνωρίζει τι είναι το νάτριο. 

"Μπορείς να γίνεις λίγο πιο συγκεκριμένος?" ο παππούς με κοιτάζει αυστηρά. 

Θέλει να με βάλει να το φωνάξω?

Ωραία λοιπόν

"ΈΠΙΑΣΑ ΤΗΝ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΑΠΌ ΤΟΝ ΛΑΙΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΈΡΙΞΑ ΣΤΟ ΠΑΤΩΜΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟΣ?" Γιατί εγώ προσωπικά δεν είμαι. Την ήθελα νεκρή. Ή να μην είχε γεννηθεί καν. Ναι αυτό θα ήταν ακόμη καλύτερο. 

"ΣΕ ΕΙΔΕ ΚΑΝΕΙΣ?" ο παππούς έχει παγώσει ολόκληρος, έχει γουρλώσει και τα μαύρα μάτια του και κάτι μου λέει ότι είτε  θα πάθει ανακοπή είτε θα ακολουθήσει κήρυγμα. Μάλιστα

"Ήμασταν κλεισμένοι στο ασανσέρ και μόνοι μας" μαζεύω τα πράγματα μου και πάω προς τις ντουζιέρες. Λίγο να χαλαρώσω θέλω μόνο, γιατί στις δέκα που θα την δω θα ανεβάσω πίεση, όπως χτες.

"Ευτυχώς Θεέ μου ευτυχώς" ο παππούς με ακολουθεί. Σωστά, η εικόνα πάνω από όλα. "Αν και τέτοιου είδους πρακτικές δεν αρμόζουν στον κύκλο μας Βύρωνα, αυτά τα κάνει ο μπαμπάς σου και ο Στέλιος, δεν θα τα κάνεις και εσύ. Διότι φαντάσου χτες να ήταν από μια γωνιά κάποιος συνάδελφος μου και καθηγητής σου ή κάποιος εν δυνάμει ασθενής σου.. νομίζεις είναι πρέπουσες τέτοιες ενέργειες?" 

Σκύβω το κεφάλι. 

Αφήνω το κρύο νερό να τρέξει πάνω στο γυμνό σώμα μου. 

Όχι φυσικά!

"Πριν δύο εβδομάδες σου είπα να διαλύσεις εσύ αυτήν, όχι αυτή εσένα" ο τόνος του μέντορα μου είναι αυστηρός. "Τόσο καλή ήταν η εργασία της που δεν μπόρεσες να κρατηθείς, έπρεπε να την πιάσεις από τον λαιμό?" 

Κοιτάζω προβληματισμένος το λευκό πλακάκι. Δεν είναι αυτό, την εργασία της δεν την είδα καν, ο τρόπος της με εκνεύρισε, που επειδή της είπε μια άσχετη ότι ξέρει που να ψάχνει για πληροφορίες το πήρε πάνω της και ύψωσε το κοντό της ανάστημα. 

Σε ποιον? Σε εμένα!

Σε ολόκληρο Βύρωνα Ιωάννου Κομνηνό!

Τόλμησε αυτό το κοντό σκατό να μου κουνηθεί!


Μα καλά.. δεν ξέρει ποιος είμαι?


"Βύρωνα είναι και τίποτα άλλο εγγονέ μου?" ο παππούς τοποθετεί τα ακροδάχτυλα του στο πιγούνι μου και με αναγκάζει να σηκώσω το βλέμμα μου πάνω του. Με κοιτάζει εξεταστικά. 

"Μαλώσαμε μπροστά στην Μακρυδήμα" του το λέω μια και έξω.

"Τι εννοείς?" ο παππούς χάνει αμέσως το χρώμα του.

Τι τι εννοώ.. αφού του είπα.. μάλωσα με το κοριτσάκι μπροστά στην καθηγήτρια της Νευροανατομίας μου. 

"Προσπάθησα να κρατήσω επίπεδο αλλά η Ελισάβετ με πίεσε και έπεσα στο ύψος της" πιο χαμηλά πεθαίνεις δηλαδή. 

"Μπροστά στην Μακρυδήμα?"

"Μπροστά στην Μακρυδήμα"

"Μαλώσατε?"

"Μαλώσαμε"

"Για την εργασία?"

"Για την εργασία"

"Μάλιστα" ο παππούς κάνει δυο βήματα προς τα πίσω, παίρνει μια πετσέτα από το ντουλαπάκι και μου την πετάει. "Ντύσου και έλα πάνω στο γνωστό τραπέζι, θα πάρουμε πρωινό και θα συζητήσουμε" διεξοδικά φαντάζομαι. 

"Στις δέκα έχω ραντεβού με την Ελισάβετ" ενημερώνω τον παππού ότι δεν έχω πολύ χρόνο στην διάθεση μου, πρέπει να κάνω και την εργασία. 

Μαζί της 

Με το κοριτσάκι

Με το 1,50


ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΜΟΥ


"Η ώρα είναι οχτώ προλαβαίνεις άνετα" 

Κοιτάζω το apple watch στον αριστερό μου καρπό. 

Τι μόνο μία ώρα γυμνάστηκα?

"Και να πάρεις την Έλενα τηλέφωνο" προσθέτει ο παππούς παρόλο που έχει χαθεί μέσα στον διάδρομο. Ναι αυτή μου έλειπε τώρα. "Προτείνω να πάτε για Σαββατοκύριακο στο εξοχικό στον Άγιο Αιμιλιανό, να της ζητήσεις και συγγνώμη που χάθηκες τόσες μέρες" μειδιάζω.


Εγώ να ζητήσω συγγνώμη?


Σε κάποιο παράλληλο σύμπαν ίσως. 

Σε αυτό αποκλείεται.

"Α και Βύρωνα.." ο παππούς μπαίνει ξανά μέσα στα αποδυτήρια. 

Τον κοιτάζω με απορία. 

Τι ξέχασε να μου πει?

"Μην σε δω να σκύβεις ξανά το κεφάλι, είσαι ένας Κομνηνός και οι Κομνηνοί δεν κοιτούν το πάτωμα, μόνο την κορυφή, ναι αγόρι μου?" 

Παίρνω μια βαθιά ανάσα. 

Φουσκώνω από αυτοπεποίθηση. 


"Μάλιστα παππού" 

Το λέω και το εννοώ. 


Εξάλλου έχει δίκιο.

Στα πάντα.





<<Τι είναι εκεί?>> διαβάζω το μήνυμα που μόλις μου έστειλε η καταραμένη και σφίγγω τα δόντια μου. Δεν συνηθίζω να το συζητάω. Εγώ διατάζω, οι άλλοι υπακούν. Τόσο απλά

<<Το σπίτι μου και σε συμβουλεύω αν δεν μένεις Κηφισιά να ξεκινήσεις τώρα, η ώρα είναι 9:42>> Αλλά τι λέω? Σιγά μην μένει αυτό Κηφισιά. Που φοράει τζιν με είκοσι ευρώ και μπλούζα με πέντε. Φοιτήτρια Ιατρικής είναι, ακόμη να το εμπεδώσει? 

Αφήνω το κινητό μου στο τραπέζι και πίνω λίγο από τον καφέ μου. Γαλλικός, σκέτος. Ο αγαπημένος μου. Ξαφνικά η πόρτα της κουζίνας ανοίγει και μέσα μπαίνει μια αγουροξυπνημένη Ζωή. Μάλιστα, τώρα ξύπνησε, τώρα που έχασε ήδη την μισή της μέρα. Τι θα κάνει αυτή η κοπέλα με την ζωή της? 

Τον περασμένο Ιούνιο έδωσε Πανελλήνιες και πέρασε που? Στο τμήμα Θεάτρου στην σχολή Καλών Τεχνών στην Θεσσαλονίκη. Που είχε βάση τα 8000 μόρια. Αν είναι δυνατόν. Βέβαια όσο είδα εγώ την σχολή της την είδε και εκείνη. Δεν θέλει να πάει λέει, θέλει να μείνει Αθήνα να είναι μαζί με τον Στεφανούκο της. Και θα ξαναδώσει. Του χρόνου. Δεύτερη φορά. Για την ίδια σχολή. Πόσα απανωτά χτυπήματα να δεχθώ το εκκολαπτόμενο μέλος ΔΕΠ?

"Καλημέρα" η αδερφή μου ανοίγει το ψυγείο και βγάζει από μέσα το μπουκάλι με το γάλα. 

Τουλάχιστον είναι όμορφη και προσέχει πολύ την εμφάνιση της. Κάνει κάθε μέρα τρεις ώρες γυμναστική, πηγαίνει σε σπα και αισθητικούς και μια δερματολόγος -παλιά συμφοιτήτρια της μαμάς- μας έχει ανακηρύξει ευεργέτες της. Μάνα και κόρη την επισκέπτονται κάθε εβδομάδα. Πρόσφατα έμαθα ότι κυρία Παναγιώταρου απέκτησε βίλα στην Σαντορίνη. Να δεις που εμείς της την χτίσαμε. 

"Πες και ένα καλημέρα ρε αγόρι μου" η Ζωή ακουμπάει με δύναμη το ποτήρι της στον πάγκο και με κοιτάει απεγνωσμένα. "Που πρωί μεσημέρι βράδυ δεν μιλιέσαι, μες στην ξινίλα είσαι μόνιμα" 

Αδιαφορώ για το ξέσπασμα της και διαβάζω το νέο μήνυμα από την Ελισάβετ. Εξάλλου η αδερφή μου δικαιολογημένα έχει τα νεύρα της. Χτες ο Στεφανούκος πέρασε το απόγευμα του με την Ισμήνη. Και ως γνωστών η κοπέλα δεν έχει ιδανικά, φλερτάρει όποιον έχει πουλί και είναι φοιτητής ιαΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΜΟΥ. 

<<Και που ξέρω εγώ αν αυτό δεν είναι μέρος του σχεδίου σου για να με σκοτώσεις και να εξαφανίσεις μετά το πτώμα μου χωρίς να γίνεις αντιληπτός από κανέναν? Καλύτερα να έρθεις εσύ στο δικό μου! Είναι στο Παλαιό Ψυχικό, σου στέλνω την τοποθεσία μου με google maps>>

Και μου το λέει τώρα? 

Δέκα παρά δέκα?

<<Μην μου βάζεις ιδέες>> της απαντώ και σηκώνομαι όρθιος για να βάλω παπούτσια. Που αν δεν ήθελα στις 12 να ξεκινήσω για Αργολίδα σιγά μην πήγαινα, θα απαιτούσα να παραμείνουμε στο αρχικό σχέδιο που έλεγε να έρθει εκείνη στο δικό μου σπίτι. 

"Που πας?" η Ζωή με ρωτάει λίγα λεπτά μετά με το που με δει να μπαίνω στο σαλόνι με το δερμάτινο τζάκετ μου στο ένα χέρι και τον μαύρο σάκο στο άλλο. Την παρατηρώ που κάθεται προβληματισμένη και κοιτάει την κλειστή τηλεόραση. Μμμ.. περίεργο.

"Πρώτα σε μια συμφοιτήτρια μου και μετά Άγιο Αιμιλιανό" τσεκάρω μια τελευταία φορά αν έχω όλα όσα χρειάζομαι μαζί μου. "Εσύ τι έχεις και είσαι έτσι?" Εντάξει αδερφή μου είναι, ανησυχώ. 

"Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα" 

Ναι φαίνεται από τους μαύρους κύκλους. 

"Στο έχω πει ξανά ο Στέφανος με την Ισμήνη είναι μόνο φίλοι δεν πρόκειται να-"

"Δεν με κράτησε αυτό ξύπνια αλλά το κλάμα της μαμάς" 

Παγώνω

Τι συνέβη?

"Τι της έκανε?" στον Στέλιο αναφέρομαι, συνήθως η μαμά κλαίει για κάποιο κατόρθωμα του μεγάλου μας αδερφού. 

"Πήραν τηλέφωνο στις 3 το βράδυ οι φίλοι του να πάνε να τον μαζέψουνε, είχε πιει, πάλι, και τσακώθηκε με έναν άκυρο, ναι ξέρω περίεργο μιας και είναι αναίσθητος, δεν καταλαβαίνει τίποτα, χτύπησε όμως πολύ και τον πήγαν στην κλινική της μαμάς, τρία ράμματα κάτω από το δεξί μάτι" 

Σφίγγω δόντια, σφίγγω σώμα.

Μάλιστα, για ακόμη μια φορά μας έκανε ρεζίλι λοιπόν, ντρόπιασε την οικογένεια μας. 

"Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση" αφήνω κάτω το σάκο μου και κάθομαι δίπλα στην αδερφή μου στον μεγάλο καναπέ. 

"Αυτό είπε και η μαμά.." η Ζωή είναι βουρκωμένη. "Σκέφτονται να ζητήσουν βοήθεια Βύρωνα.. από κάποιον ειδικό" 

Κοιτάω τα καταπράσινα μάτια της αδερφή μου. 

Αυτά γυαλίζουν από τα δάκρυα. Λογικό

Η Ζωή νοιάζεται, για όλους μας.

"Να σε ρωτήσω κάτι?" απεχθάνομαι αυτό που θα κάνω τώρα, δεν είναι δουλειά μου τα ερωτικά του Στέλιου ούτε τα ερωτικά των φιλενάδων της αδερφής μου. Όχι πια, όχι από τότε που αρραβωνιάστηκα την Έλενα. "Μιλάς καθόλου με την Όλγα?" 

Η Ζωή με κοιτάει φευγαλέα. 

"Κάθε μέρα σχεδόν" 

Ναι μάλλον δεν έγινα κατανοητός.

"Για τον Στέλιο εννοώ.. μιλάτε καθόλου για εκείνον?" 

Η Ζωή πετάγεται αμέσως όρθια. 

"Τι? Όχι φυσικά, μου το έχει απαγορεύσει" 

Ώστε ένα χρόνο του το κρατάει η ξανθούλα.. 

Κακό αυτό.. ειδικά για το ήπαρ του αδερφού μου. 

"Καλά πες της πως είναι από τότε που τον άφησε και θα λυγίσει" Αν και δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί η Όλγα τον αγαπάει τον αδερφό μου και πάντα στο τέλος τον συγχωρεί. 

Αγαπάει.. τρόπος του λέγειν.

Δεν υπάρχει αγάπη.

Έτσι λέγεται αυτό το κόλλημα που έχει βασικά. 

Ως εδώ όμως, λύση στο πρόβλημα το Στέλιου έδωσα, να τον συγχωρήσει η ξανθούλα, τώρα τον τρόπο ας τον δουλέψει η Ζωή, εγώ έχω και μια καριέρα να χτίσω, δεν θα ασχολούμαι όλο το σαββατοκύριακο με τα ερωτικά του αδερφού μου. 

"Βύρωνα?" η φωνή της αδερφής μου με σταματάει λίγο πριν βγω από το σπίτι. 

"Ναι τι?" γυρνάω και την κοιτάω. 

"Η Όλγα.." η Ζωή χαμογελάει λυπημένα και ταυτόχρονα χαρούμενα. Δεν ξέρω πως το κατάφερε αυτό αλλά το πέτυχε. "Είναι εδώ και μισό χρόνο σε σχέση.. με άλλον" 

Κατάλαβα

Λυπάται για τον αδερφό μας

Χαίρεται για την φίλη της

"ΓΙΑ ΠΕΣ ΤΟ ΑΥΤΟ ΑΚΟΜΗ ΜΙΑ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΦΟΡΑ" 

Γυρνάω απότομα το κεφάλι μου προς το μέρος από όπου προήλθε αυτή η βαριά, οργισμένη φωνή. Ο Στέλιος στέκεται ημίγυμνος στην είσοδο του σαλονιού. Ο κορμός του είναι γεμάτος μελανιές, το μισό πρόσωπο του καλυμμένο με γάζες. Και το άλλο μισό κοιτάει την Ζωή σαν να θέλει να την δολοφονήσει για αυτό που μόλις αποκάλυψε. Τέλεια

Άλλο ένα ήσυχο, χαρούμενο σαββατιάτικο πρωινό ξεκινάει για την οικογένεια Ιωάννου. 

Πιο τέλεια πεθαίνεις. 




Αφήνω την πόρσε μου ακριβώς έξω από ένα μεγάλο, σκούρο γκρι σπίτι. Δεν μπορώ να δω και πολλά, τα ψηλά δένδρα καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του οικήματος, αλλά με μια ματιά στους πάνω ορόφους, τα παράθυρα και τα μπαλκόνια.. 

Αυτό το σπίτι φαίνεται ακριβό.

Εδώ μένει η καταραμένη?

Παίρνω την ανθοδέσμη και το κουτί με τα κοκάκια από το κάθισμα του συνοδηγού, τοποθετώ την τσάντα με το λάπτοπ μου στον ένα μου ώμο, περνάω απέναντι στο δρόμο και.. η πόρτα είναι ανοιχτή. Περίεργο για τέτοιο σπίτι. 

Ανεβαίνω μερικά σκαλοπατάκια τα οποία καταλήγουν στην μπροστινή όψη ενός κήπου. Το σπίτι της Ελισάβετ έχει όλες τις ανέσεις, στον εξωτερικό χώρο βρίσκεται ένα μεγάλο μαρμάρινο τραπέζι, πολλές καρέκλες, μια μικρή παιδική χαρά, διάσπαρτα ποδήλατα, μια τεράστια φουσκωτή πισίνα και γύρω από αυτήν-

"Ωραίος κώλος" 

Εμ.. ναι..

Γυρνάω απότομα το σώμα μου από την αντίθετη πλευρά μόνο και μόνο για να έρθω αντιμέτωπος με μια καστανή, λεπτή κοπέλα. Φοράει μόνο ένα μαγιό, και από ότι βλέπω.. 

Οκ

Μόλις ένιωσα μια σύσπαση.

"Το ακούω συχνά" της απαντώ και σηκώνω το ένα μου φρύδι ψηλά. "Και εσύ είσαι η..?" 

Θα της έδινα το ένα μου χέρι αλλά δεν είναι κανένα ελεύθερο. 

Ευτυχώς, γιατί θα της έδινα και τον αριθμό μου και το κοριτσάκι είναι ανήλικο. 

Θα με πάνε μέσα. 

"Αναστασία ετών 17 και έτοιμη για όλα" μου λέει και περνάει από μπροστά μου κουνώντας προκλητικά τους γοφούς της. 

Οκ 

Μόλις ένιωσα και μια δεύτερη σύσπαση.

"Αν εσύ είσαι 17 εγώ θα παρατήσω την Ιατρική" της λέω με σιγουριά. 

"Συμφοιτητής της αδερφής μου?" με ρωτάει και ξαπλώνει μπρούμυτα στην ξαπλώστρα δίπλα από την φουσκωτή πισίνα. "Κοίτα να δεις.. και νόμιζα ότι όλοι είναι κοντοί και φλώροι σαν έναν που μας έφερε το προηγούμενο Σάββατο.. έπρεπε να ήσουν εδώ.. θα πέθαινες στα γέλια" προσθέτει η μικρή καστανή και-

Γουρλώνω τα μάτια μου.

Μόλις έβγαλε το πάνω μέρος του μαγιό της. 

"Μου βάζεις λίγο λάδι στην πλάτη?" η Αναστασία τοποθετεί τα γυαλιά ηλίου της στο κεφάλι της και δυο καταπράσινα μάτια καρφώνονται στα πεινασμένα δικά μου. "Εγώ δεν φτάνω.." προσθέτει και μου χαμογελάει πονηρά. 

Ναι άντε μετά να εξηγήσω στον δικαστή ότι εγώ ήμουν κύριος και πως αυτή με προκαλούσε συνέχεια. 

"ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ" ξαφνικά ένα μικρό κοντό αγοράκι περνάει σαν σίφουνας από μπροστά μου. Κίνδυνος κίνδυνος κίνδυνος

"Τι θες ρε Σπύρο? Δεν βλέπεις ότι έχω δουλειά?" η μικρή ανήλικη μου κάνει νόημα να την πλησιάσω. Δεν σφάξανε, ένα τέτοιο σκάνδαλο μπορεί να σταματήσει οποιαδήποτε στιγμή την ανοδική μου πορεία στον ακαδημαϊκόχώρο. 

"Ο μπαμπάς λέει να πας μέσα να σου δώσει χρήματα για το βράδυ"

"Πες του να τα αφήσει πάνω στο γραφείο μου"

"Είπε θέλει να συζητήσετε πρώτα" 

"Την πουτάνα μου μέσα" αντισεξουαλικό.

Ναι το να βρίζει μια γυναίκα είναι άκρως αντισεξουαλικό.

Και το να βρίζει ένας άνδρας είναι άκρως ψευτομάγκικο.

"Εμείς οι δύο θα τα πούμε ξανά.." η Αναστασία σηκώνεται όρθια. 

"Πολύ ευχαρίστως αλλά όταν ενηλικιωθείς σε τρία χρόνια υπολογίζω" της απαντώ με γυρισμένη την πλάτη μου προς το μέρος της. Δεν ήταν η ιδέα μου, τα στήθη της ήταν μεγάλα και στητά, και ανάμεσα τους υπήρχε ένα μικρό βέλος.. τατουάζ? Πολύ πιθανό.

"Και εσύ ποιος είσαι?" το μικρό επικίνδυνο πλάσμα με κοιτάει με δυο γουρλωμένα καταπράσινα  μάτια. 

Κάνω αμέσως ένα βήμα πιο μακριά του. 

Τα μισώ τα παιδιά.

"Ονομάζομαι Βύρωνας Ιωάννου Κομνηνός" του λέω και του κάνω νόημα να ξεκινήσει να περπατάει μπροστά μου. 

"Και τι κάνεις στο σπίτι μου?" 

Έλα μου ντε.

"Έχω έρθει για την αδερφή σου" 

"Η μαμά λέει ότι η Αναστασία είναι μικρή για έρωτες, μια φορά κιόλας που βρήκε κάτι μηνύματα στο κινητό της την έβαλε τιμωρία, καλύτερα να φύγεις, μπορεί να βάλει και εσένα" 

Μειδιάζω

Εντάξει έχει πλάκα

Αλλά μέχρι εκεί, εγώ το έχω δηλώσει σε όλους άλλωστε. 


Παιδιά δεν κάνω


Ακολουθώ το μικρό ζιζάνιο και μπαίνω μέσα στο σπίτι της Ελισάβετ. Με το που πατήσω το δεξί μου πόδι εντός του σαλονιού, παγώνω. Αυτό το σπίτι είναι πολύ μεγαλύτερο από το δικό μας. Στο ισόγειο υπάρχει ένας τεράστιος ενιαίος χώρος με δύο καθιστικά, μια μεγάλη τραπεζαρία και ένα μεγάλο πάρκο στην μέση. Στο βάθος διακρίνω δύο συρόμενες πόρτες, και αν μπορώ να διακρίνω καλά.. γραφεία είναι εκεί?

"Που είναι η Αναστασία Σπύρο?" 

Γυρνάω απότομα το κεφάλι μου από την άλλη. Δίπλα σε ένα μεγάλο παράθυρο στέκεται ένας άνδρας ψηλός, μελαχρινός, με πράσινα άγρια μάτια και γένια.. πυκνά μαύρα γένια.. τουλάχιστον μιας εβδομάδας. Στα τεράστια μυώδη χέρια του υπάρχουν τατουάζ, πολλά τατουάζ, κυρίως με κάτι ονόματα και με κάτι περίεργα σχέδια. 

Μα καλά δεν ξέρει ότι το μελάνι απορροφάται από τα τριχοειδή του δέρματος, εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος και είναι υπεύθυνογια ένα μεγάλο ποσοστό λευχαιμιών? Τόσες έρευνες έχουν γίνει, αλλά μάλλον την PubMed δεν την έχει ακουστά. Κρίμα

"Η έξω πόρτα είναι ανοιχτή" ενημερώνω τον φύλακα του σπιτιού. Στην θέση των γονιών της Ελισάβετ θα τον απέλυα πάντως, δεν κάνει σωστά την δουλειά του. 

Ο μεγαλόσωμος άνδρας με κοιτάζει εξεταστικά από πάνω μέχρι κάτω. Ναι τώρα θυμήθηκε να ελέγξει το ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει από το σπίτι, αν δεν ήμουν εγώ μπορεί να ήταν κάποιος κλέφτης. Α! Και τώρα που είπα κλέφτης..

"Έξω είναι μια πόρσε 911 τούρμπο S χρώματος ασημί, μπορείς σε παρακαλώ να την βάλεις στο γκαράζ του σπιτιού?" τον ρωτάω και του δίνω τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου. 

Και πριν πείτε το οτιδήποτε να σας ενημερώσω ότι ήταν δώρο, από έναν Άραβα που πριν δυο καλοκαίρια ήρθε για διακοπές στο Αμανζοε και νόσησε βαριά. Τρεις γιατροί του ξενοδοχείου και δεν μπορούσαν να βρουν τι είχε, την λύση στο πρόβλημα υγείας του την έδωσε ο παππούς, όπως πάντα δηλαδή. Και δύο μήνες μετά ήρθε το δώρο από το Κατάρ, το αυτοκίνητο μου. Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά, ο παππούς μου το χάρισε αμέσως. 

Ο φύλακας του σπιτιού κοιτάει μια το μπρελόκ στο χέρι του μια το πρόσωπο μου. Το βλέμμα του είναι άγριο, πετάει φωτιές. "Έλα εδώ εσύ" ο ψηλός άνδρας μου δίνει πίσω τα κλειδιά μου και καρφώνει το βλέμμα του κάπου πίσω μου. Πολύ αντιεπαγγελματίας

"Δεν σου είπα να μην κάνεις ηλιοθεραπεία χωρίς το μαγιό σου? Ειδικά τα πρωινά που πηγαινοέρχεται τόσος κόσμος στο σπίτι. Εγώ δεν είμαι η μάνα σου να σε βάζω τιμωρίες αλλά δεν θα δεχτώ να μην ακολουθείς τους κανόνες αυτού του σπιτιού. Πήγαινε στο δωμάτιο σου τώρα και περίμενε με, θα έρθω μόλις τελειώσω με το παλικάρι από εδώ" 

Καρφώνω το βλέμμα μου στο άγριο πρόσωπο του άγνωστου άνδρα. 

Αυτός είναι ο μπαμπάς της Ελισάβετ δηλαδή?

Ανασυγκρότηση τώρα

"Κύριε Στεργίου.." του δίνω την σακούλα με τα κοκάκια. "Δεν γνώριζα ποιος είστε, επιτρέψτε μου να συστηθώ, λέγομαι Βύρωνας Ιωάννου Κομνηνός και είμαι συμφοιτητής της κόρης σας, της Ελισάβετ, στο δεύτερο έτος της Ιατρικής, χαίρω πολύ για την γνωριμία" 

Σηκώνω το δεξί μου χέρι για χειραψία. 

Ο κύριος Στεργίου το κοιτάει καχύποπτα. 

Και το αμέσως επόμενο λεπτό..

Μου γυρνάει την πλάτη του.


ΟΡΙΣΤΕ?


"Φλωρεντία έρχεσαι μισό λεπτό?" φωνάζει λογικά την γυναίκα του και αμέσως στο σαλόνι έρχεται μια μεγάλη σε ηλικία κυρία φορώντας ποδιά μαγειρικής και κρατώντας μια κουτάλα στο χέρι. Ίσως τελικά να μην είναι η σύζυγος του. "Μπορείς σε παρακαλώ πολύ γλυκιά μου να βάλεις αυτά τα γλυκά σε μια πιατέλα? Σε ευχαριστώ πολύ" προσθέτει και γυρνάει ξανά προς το μέρος μου. 

"Κάποιον μου θυμίζεις νεαρέ.." ο κύριος Στεργίου βγάζει από την πίσω τσέπη του τζιν του ένα πακέτο με τσιγάρα, τοποθετεί έναν κύλινδρο στο στόμα του και τον ανάβει. Καπνίζει εδώ μέσα? Σε κλειστό χώρο? Με τα μικρά του παιδιά να τρέχουν πάνω κάτω? Τουλάχιστον ανεύθυνος

"Έναν Άρη Ιωάννου τι τον έχεις?" με ρωτάει και φυσάει τον καπνό του πάνω μου. 

Ξεκινάω αμέσως να βήχω. 

Νομίζω θα πάθω ασφυξία. 

Τι στο καλό καπνίζει? 

Είναι πολύ βαρύ.

"Είναι πατέρας μου τον γνωρίζετε?" του απαντάω και ισιώνω το κορμί μου, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου καμπούριασα. Απαράδεκτο

"Εσύ γνωρίζεις ότι η Αναστασία είναι δεκαπέντε χρονών?" 

Καρφώνω το ξαφνιασμένο μου βλέμμα πάνω στο οργισμένο του κυρίου Στεργίου.

Δεν συμβαίνει συχνά αυτό, δεν ξαφνιάζομαι κάθε μέρα, και όποιος το καταφέρνει..

Μειδιάζω

"Εγώ ναι εκείνη φαντάζομαι όχι" του απαντάω και αφήνω την ανθοδέσμη που κρατούσα τόση ώρα πάνω σε ένα μικρό τραπεζάκι. "Αυτά είναι για την κυρία Στεργίου, ήθελα να την ευχαριστήσω που με δέχτηκε στο σπίτι της, έστω και τελευταία στιγμή, μπορείτε να μου πείτε που είναι η Ελισάβετ? Με περιμένει να κάνουμε εργασία" 

Ο κύριος Στεργίου χαμογελάει λοξά. 

"Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από τον γιο του Άρη" μου λέει και μου δείχνει την μαρμάρινη σκάλα στο βάθος. "Να φανταστώ εσύ είσαι ο δεύτερος ε?" 

Του νεύω θετικά και ξεκινάω να απομακρύνομαι από κοντά του. 

Πόσο καλά γνωρίζονται με τον μπαμπά άραγε?

Και γιατί νιώθω ότι δεν με συμπάθησε ιδιαίτερα?

"Τελευταία πόρτα στο βάθος αριστερά, τελειώνω το τσιγάρο και ανεβαίνω και εγώ, θα βρίσκομαι ακριβώς απέναντι, τον νου σου Βυρωνάκο" 

Τον κοιτάω φευγαλέα. 

Εμένα είπε Βυρωνάκο?

Ναι, ναι, πλέον είμαι σίγουρος. Δεν με συμπάθησε. Δεν έχει γούστο προφανώς διότι και φοιτητής ιατρικής είμαι, και όμορφος, και έξυπνος, και ξέρω να μιλάω και να φέρομαι και όλα τα καλά του κόσμου τα έχω. Τι φταίω εγώ που μου την έπεσε η κόρη του? 

Και αυτός δίπλα στο παράθυρο κάθεται όλη μέρα? 

Δουλειά δεν έχει?

Φτάνω έξω από την πόρτα που μου υπέδειξε πριν λίγο ο κύριος Στεργίου και την κοιτάω με ανοιχτό το στόμα. Είναι ροζ, από πάνω μέχρι κάτω, και στο κέντρο της έχει ένα φούξια κομμάτι ξύλου που γράφει με καλλιτεχνικά γράμματα Έλλη. Και πεταλούδες, πολλές πεταλούδες, όλη η πόρτα είναι γεμάτη μωβ πεταλούδες. Με έπιασε ήδη πονοκέφαλος. 

Χτυπάω ελαφρά το ξύλο και αυτό αυτόματα ανοίγει. Μάλιστα, δεν ξέρουν λογικά τι πάει να πει κλειστή πόρτα σε αυτό το σπίτι, στο δικό μας είναι όλες κλειδωμένες. Τοποθετώ το χέρι μου στο πόμολο και ανοίγω ακόμη περισσότερο την ήδη ανοιχτή πόρτα την στιγμή που-

Σταματάω αμέσως τον βηματισμό μου. 

Και καρφώνω τα μάτια μου στο γυμνό κορμί μπροστά μου. 


Μειδιάζω


Τώρα αρχίζει το καλό

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top