Κεφάλαιο 12

Όλγα

Παίζω άκεφα με τον αρακά μπροστά μου. Δεν είναι ότι δεν μου αρέσει το συγκεκριμένο φαγητό, αντιθέτως είναι ένα από τα αγαπημένα μου μαζί με τις μελιτζάνες και τα κολοκυθάκια. Λατρεύω τα λαχανικά, ευτυχώς. Βέβαια λατρεύω και το παστίτσιο, δυστυχώς. 

"Μετράς τα μπιζέλια?" 

Σμίγω τα φρύδια μου σε απορία και αναρωτιέμαι αν τόση ώρα ο μπαμπάς τρώει ή παρατηρεί εμένα που δεν τρώω. 

"Απλά δεν έχω όρεξη" του απαντώ με φυσικότητα. Γιατί φυσικό και επόμενο είναι να μην έχω όρεξη με ότι γίνεται έναν μήνα τώρα. 

"Δεν σηκώνεσαι από το τραπέζι αν δεν φας τουλάχιστον το ένα από τα δύο κομμάτια μοσχάρι και τον μισό αρακά" η φωνή του Γιώργου βγαίνει αποφασιστική από μέσα του, μου δίνει να καταλάβω ότι δεν έχω τα περιθώρια να του εναντιωθώ. 

Αλίμονο! 

Έναν μήνα τώρα ότι θέλει αυτός γίνεται, ο λόγος του είναι διαταγή και κάθε αντίρρηση μη αποδεκτή.

"Άστην βρε αγάπη μου να φάει όσο θέλει" η μαμά μου προσπαθεί να κατευνάσει τα πνεύματα και σήμερα, το τονίζω το και, διότι τις τελευταίες εβδομάδες εδώ μέσα δεν κάνει και τίποτα άλλο, μπαίνει μόνιμα ανάμεσα σε εμένα και στον μπαμπά προσπαθώντας η καημένη να κρατήσει τις ισορροπίες.

"Αυτό είναι το θέμα μου Δώρα! Ότι δεν θέλει!" ο πατέρας μου ακούγεται εκνευρισμένος. Τι πρωτότυπο! "Εδώ και έναν μήνα δεν τρώει τίποτα, μισή έχει μείνει. Μαγειρεύουμε μόνο τα φαγητά που της αρέσουν μπας και κατεβάσει δυο μπουκιές αλλά η πριγκίπισσα που έχουμε για κόρη εξακολουθεί να απαξιώνει το φαγητό μας σε μόνιμη βάση. Βέβαια όμως, τι περιμένει κανείς από μια καλομαθημένη που έχει μάθει πάντα να γίνεται το δικό της?"

Πετάω με δύναμη το πιρούνι μου στο τραπέζι. 

Εμένα είπε καλομαθημένη?

"Γίνεται πάντα το δικό μου?" επαναλαμβάνω τα λόγια του πατέρα μου και σηκώνω μετά από ώρα το βλέμμα μου πάνω του. Τα καφέ μάτια του με κοιτάνε αυστηρά, η στάση του σώματος του μου υποδεικνύει ότι είναι έτοιμος για ακόμη έναν καβγά, αλλά όχι, όχι! Αυτήν την φορά δεν θα βγει από πάνω! 

"Να σου υπενθυμίσω ότι έναν μήνα τώρα μου έχεις απαγορεύσει κάθε έξοδο, μου έχεις πάρει κινητό, laptop και tablet, με αφήνεις μόνο να πηγαίνω σχολείο και χορό? Από τα οποία μάλιστα με πας και με φέρνεις εσύ! Εξήγησε μου σε παρακαλώ πολύ, πώς ακριβώς γίνεται το δικό μου από την στιγμή που κάνω ότι ακριβώς γουστάρεις?" οι λέξεις βγαίνουν από μέσα μου χωρίς να το καταλάβω, η πικρία είναι ξεκάθαρη στην φωνή μου. 

Και ναι, είμαι πικραμένη. Έναν μήνα τώρα με έχει περιορίσει, μου έχει στερήσει τα πάντα, χαρτζιλίκι, εξόδους, την επαφή μου με τα social media, με έχει κλείσει μέσα στο σπίτι και έχει σφετεριστεί την ελευθερία μου με το έτσι θέλω! Αν είναι δυνατόν! Την δική μου την ελευθερία! 

"Όλγα μου σε παρακαλώ πολύ μωρό μου" η μαμά μου κοιτάει λοξά τον πατέρα μου και συνεχίζει "αυτά τα έχουμε συζητήσει τόσες φορές. Κάνε λίγη υπομονή να τελειώσει η τιμωρία σου και μετά θα αποκτήσεις ξανά τις ανέσεις που είχες πριν" 

Άντε πάλι με αυτήν την καταραμένη την τιμωρία! Άντε πάλι! Ανυπομονώ να ενηλικιωθώ, να σηκωθώ να φύγω από εδώ μέσα και να κάνω ότι μου καπνίσει! Και όποτε μου καπνίσει! Και να μην δίνω λογαριασμό σε κανέναν! Ειδικά στον τραμπούκο τον πατέρα μου!

"Ορέστη πήγαινε μέσα στο δωμάτιο σου και κλείσε δυνατά την πόρτα να την ακούσω" ο Γιώργος διατάζει τον αδερφό μου να φύγει από το τραπέζι -πόσο αναμενόμενο, πόσο όμως- και εγώ νιώθω το vibe να έρχεται..

Θα τσακωθούμε ξανά. 

Θα κάτσω πάλι να ακούσω ένα ηλίθιο κήρυγμα. 

"Μα δεν φάγαμε γλυκό" ο αδερφός μου γκρινιάζει που θα σηκωθεί από το τραπέζι χωρίς να φάει σοκολατόπιτα. Και μετά εγώ είμαι το καλομαθημένο σε αυτό το σπίτι. Έλεος!

"Ορέστη είπα κάτι" ο μπαμπάς μου αφήνει με δύναμη την πετσέτα του στο τραπέζι γεγονός που φανερώνει ότι πρέπει να περάσει το δικό του. 

ΞΑΝΆ

Πρέπει να περάσει το δικό του ΞΑΝΑ

Ο αδερφός μου με το που δει την κίνηση του Γιώργου γουρλώνει αμέσως τα μάτια του και τρέχει κατευθείαν μέσα στο δωμάτιο του. Δεν είναι μυστικό άλλωστε, ο Ορέστης τον τρέμει τον μπαμπά, σε αντίθεση με εμένα που δεν υποκύπτω στους εκβιασμούς του. 

Εγώ έχω προσωπικότητα!

Εγώ δεν σκύβω το κεφάλι!

"Μπορεί η μάνα σου να πάτησε πόδι και να έκανα πίσω στο θέμα με το κολλέγιο στην Ελβετία αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα κάτσω να ανεχτώ ξανά τέτοιου είδους συμπεριφορές" ο πατέρας μου ξεκίνησε να μιλάει μόλις ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος από το κλείσιμο της πόρτας του Ορέστη. "Όλγα πρόσεξε γιατί τα νεύρα μου τον τελευταίο καιρό δεν είναι καλά"

Καγχάζω

"Μόνο τον τελευταίο καιρό?" αναρωτιέμαι φωναχτά και κάτι στο γαλάζιο μάτι της μάνας μου που ανοίγει διάπλατα με το που ακούσει τις συγκεκριμένες λέξεις να βγαίνουν από το στόμα μου με κάνει να συνειδητοποιήσω στο δευτερόλεπτο την γκάφα που μόλις έκανα. 

"ΕΊΣΑΙ ΑΝΑΓΩΓΗ" ο μπαμπάς μου σηκώνεται απότομα από την καρέκλα του. "ΠΟΥ ΆΛΛΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΑΝ ΕΠΙΑΝΕ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΓΥΜΝΗ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΕΝΟΣ ΜΑΝΤΡΑΧΑΛΑ ΑΦΟΥ ΤΟ ΕΣΚΑΣΕ ΝΥΧΤΑ ΑΠΌ ΤΟ ΣΠΊΤΙ ΤΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΕΙ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙ ΣΤΟΝ ΓΚΟΜΕΝΟ, ΔΕΝ ΘΑ ΑΡΚΟΥΝΤΑΝ ΑΠΛΑ ΣΕ ΜΙΑ ΤΙΜΩΡΙΑ ΑΛΛΑ ΘΑ ΤΗΣ ΈΔΙΝΕ ΚΑΙ ΈΝΑ ΧΕΡΙ ΞΥΛΟ"

Γουρλώνω τα μάτια μου στην λέξη ξύλο. 

Η καρδιά μου ξεκινάει να χτυπάει δυνατά.

Το αίμα μου ανεβαίνει με ταχύτητες φωτός στο κεφάλι.

Αυτό πρώτη φορά το ακούω.

Αυτό για το ξύλο δεν το έχω ακούσει ποτέ μα ποτέ ξανά.

"ΣΟΥ ΠΈΡΑΣΕ ΈΣΤΩ ΚΑΙ ΜΙΑ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΣΤΙΓΜΗ ΑΠΌ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ ΝΑ ΜΕ ΧΤΥΠΉΣΕΙΣ?" σηκώνομαι απότομα από την καρέκλα μου και σφίγγω τα χέρια μου σε γροθιές πάνω στο τραπέζι. Αν το έκανε ποτέ αυτό.. αν τολμούσε ποτέ να σηκώσει χέρι πάνω μου..

Και στην τελική δεν ήμουνα γυμνή! Φορούσα το πουκάμισο του Στέλιου! Πόσες φορές θα χρειαστούν ακόμη να του το πω για να το εμπεδώσει επιτέλους?

 ΠΌΣΕΣ?

"ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ ΠΩΣ ΕΚΦΡΑΖΕΣΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ" ο Γιώργος χτυπάει το χέρι του στο τραπέζι και αυτό τραντάζεται ολόκληρο. 

Κλείνω αντανακλαστικά τα μάτια μου, και ξεκινάω να τρέμω, τρέμω από τα νεύρα μου, τρέμω διότι κάτι στο σπινθηροβόλο βλέμμα του μπαμπά μου μου δηλώνει ότι θα ήθελε πολύ η συγκεκριμένη παλάμη να καταλήξει στο μάγουλο μου αντί για την ακριβή ξύλινη επιφάνεια. 

Γνωρίζει κανείς ποιο είναι το τηλέφωνο από το χαμόγελου του παιδιού?

"Μπορούμε σας παρακαλώ να κατεβάσουμε τους τόνους μας και να μιλήσουμε ήρεμα και ωραία όπως θα έκανε κάθε φυσιολογική και αγαπημένη οικογένεια?" η μαμά μου τοποθετεί το χέρι της πάνω στον ώμο του μπαμπά μου και τον πιέζει να κάτσει ξανά στην θέση του. "Και εσύ μωρό μου.. κάτσε κάτω και πες μας με ηρεμία τι είναι αυτό που σε ενοχλεί" τα καταγάλανα μάτια της Δώρας μου κάνουν νόημα να την υπακούσω. 

Αναστενάζω ελαφρά και παίρνω την προηγούμενη θέση μου. Εντάξει, στην τελική τι φταίει και αυτήν να κάθεται όλη μέρα να ακούει τους καυγάδες μας με τον μπαμπά. Οφείλω να φερθώ ώριμα και να κατεβάσω τους τόνους μου. Όσο δύσκολο και αν μου το κάνει ο Γιώργος, εγώ πρέπει να σταθώ στο ύψος μου. 

"Η τιμωρία σου τελειώνει αύριο" ο μπαμπάς σπάει την σιωπή που έχει απλωθεί εδώ και λίγη ώρα στην τραπεζαρία. 

"Μια τιμωρία με την οποία εγώ δεν συμφώνησα εξαρχής" του υπενθυμίζω ότι μόνος του αποφάσισε να με περιορίσει για έναν μήνα. 

"Δεν γνώριζα ότι για να τιμωρήσει κανείς το παιδί του πρέπει να πάρει την έγκριση του ευρωπαϊκού συμβουλίου" ο μπαμπάς με ειρωνεύεται και μου χαμογελάει στραβά. Την μισώ αυτήν την ειρωνεία του, την απεχθάνομαι βαθύτατα.

"Όλγα μωρό μου αυτά τα έχουμε συζητήσει" η μαμά μου χαμογελάει συμπονετικά. "Κάθε πράξη έχει και τις ανάλογες συνέπειες, και εσύ εκείνο το βράδυ όταν αποφάσισες να πας στο πάρτυ του Στέλιου χωρίς να το γνωρίζουμε αποδέχτηκες αυτόματα την τιμωρία που σου επιβάλαμε" 

Μα φυσικά! 

Και η μάνα μου ήταν συνένοχος σε όλο αυτό! 

Μπορεί να μην μου φώναξε, να με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της εκείνη την αναθεματισμένη Κυριακή που ο πατέρας μου γκάριζε ότι θα με έστελνε εσώκλειστη στην Ζυρίχη για να μάθω επιτέλους λίγη πειθαρχία, αλλά ήταν υπέρ στο να μου στερήσουν κάθε ελευθερία για έναν μήνα! Ο μπαμπάς βέβαια ήθελε μέχρι να ενηλικιωθώ, αλλά η μαμά επέμενε ότι ένας μήνας ήταν αρκετός. Θα έπρεπε να της πω και ευχαριστώ δηλαδή! Σημειώστε την ειρωνεία

Μα δεν υποτίθεται ότι όλες οι μάνες του κόσμου καλύπτουν τα παιδιά τους? 

Έχω κάποια εσφαλμένη εντύπωση?

Τι σκατά?

"Και για να γυρίσουμε στο θέμα που μας καίει" ο μπαμπάς πίνει μονορούφι το υπόλοιπο κρασί που έχει απομείνει στο κρυστάλλινο ποτήρι του. "Αύριο το μεσημέρι όπως και κάθε Κυριακή άλλωστε είμαστε καλεσμένοι στο σπίτι του παππού Βύρωνα στην Κηφισιά και από την στιγμή που τελειώνει η τιμωρία σου θα έρθεις και εσύ" 

Ανασηκώνω αμέσως το ένα μου φρύδι έκπληκτη. 

Θα με αφήσει να βρεθώ στον ίδιο χώρο με τον Στέλιο? 

Αλήθεια τώρα?

"Θα απέχεις τουλάχιστον δέκα μέτρα απόσταση από τον.. φίλο σου.. και στο τραπέζι θα κάτσεις δίπλα μου" ο μπαμπάς με κατακεραυνώνει με το βλέμμα του. "Συνεννοηθήκαμε?" προσθέτει αυστηρά.

Μόνο δέκα μέτρα?

Λίγα είναι!

Μα γιατί δεν το κάνει χιλιόμετρο να είναι σίγουρος ότι η μονάκριβη του δεν θα κάνει ποτέ ξανά σεξ με τον.. φίλο της.. όπως τον αποκαλεί ο πατέρας μου. Γιατί ο Στέλιος μόνο φίλος μου δεν είναι, μόνο. Μπορεί να μεγαλώσαμε μαζί, να είμαστε 17 χρόνια στην ίδια παρέα, αλλά μετά από ότι έγινε εκείνο το πρωινό έναν μήνα πριν, μόνο φίλο μου δεν τον θεωρώ. Και μην με ρωτήσετε πως τον αποκαλώ πλέον.. γιατί μία λέξη θα σας πω.. μία..


ΠΑΡΕΛΘΟΝ



Στέλιος 

"Όχι" μου απαντάει ο Βύρωνας και ξαπλώνει φαρδύς πλατύς στο υπέρδιπλο κρεβάτι. Τον παρατηρώ να πιάνει στα χέρια του ένα μπλε μωβ βιβλίο και να το ανοίγει στην προσημειωμένη σελίδα, στην πάνω άκρη της οποίας είχε τοποθετήσει ένα κίτρινο φωσφοριζέ αυτοκόλλητο. 

Τι φλωριές είναι αυτές γαμώ? Μόνο τα φυτά οργανώνουν με αυτόν τον τρόπο το διάβασμα τους, μόνο! Αλλά τι λέω? Και ο αδερφός μου ένα κωλόφυτο του κερατά είναι. Μα να τον παρακαλάω μισή ώρα να παίξουμε προ και να προτιμάει την βιολογία? 

Δεν είναι δικός μου αδερφός αυτός.

Όχι, δεν είναι.

"Έλα ρε μαλάκα" του πετάω το τηλεχειριστήριο στα πόδια. "Μην γίνεσαι σπαστικός, λίγο θα παίξουμε, έτσι και αλλιώς σε μία ώρα τρώμε" Και τι φαγητό! Το αγαπημένο μου! Μουσακάς! Από τα χεράκια της μάνας μου! Η οποία από τότε που γύρισε από Θεσσαλονίκη και με βρήκε.. έτσι όπως με βρήκε.. μου κάνει όλα τα χατίρια! 

Ζελέ ακτινίδιο θέλω? 

Μου το φτιάχνει.

Λεφτά για ζάντες θέλω? 

Μου τα δίνει. 

Να φέρω γκόμενα στο σπίτι θέλω? 

Καλά αυτό δεν μου το επιτρέπει.. αλλά που θα μου πάει.. λίγη ακόμη πίεση και θα λυγίσει. 

"Ξέρεις πόσες σελίδες βιολογίας διαβάζω εγώ μέσα σε μια ώρα?" ο Βύρωνας με ρωτάει? Απορεί? Ιδέα δεν έχω. "Ενώ αν κάτσω να παίξω μαζί σου ηλεκτρονικό, όχι μόνο δεν θα διαβάσω αλλά και τι μπορεί να μου προσφέρουν έντεκα εικονικοί παίκτες που τρέχουν πάνω κάτω στην οθόνη της τηλεόρασης? Θα σου απαντήσω εγώ! Απολύτως τίποτα!"

Μένω αποχαυνωμένος με ανοιχτό το στόμα να τον κοιτάω σαν να είναι εξωγήινος. Δηλαδή για να κάνει κάτι πρέπει να μπορεί να κερδίσει ντε και καλά μέσα από αυτό? Περιμένει αντίτιμο? Αλλά και έτσι να είναι.. 

"Δεν θέλεις να περάσεις λίγο ποιοτικό χρόνο με τον αγαπημένο σου αδερφό?" τον ρωτάω και σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος μου. Καλά όσο μπορώ δηλαδή γιατί ο γαμημένος ο γύψος με εμποδίζει. 

Κοιτάζω το αριστερό μου χέρι. Το καημενούλη.. είκοσι λεπτά μου το πατούσε ο θείος Γιώργος εκείνο το πρωινό.. τι να κάνει το δύσμοιρο.. έσπασε. Έξι εβδομάδες μου είπε ένας συνάδελφος του παππού ότι θα το έχω δεμένο και μετά θα δούμε. 

Βέβαια, αυτό ήταν το λιγότερο που έπαθα εκείνη την ημέρα. Μαλάκα τόσο ξύλο δεν έχω φάει ποτέ στην ζωή μου.. ούτε τότε που μας έπιασε στα πράσα ο γκόμενος μιας τύπισσας που την γαμούσα από κώλο και πιαστήκαμε στα χέρια. Δεν ξέρω αν ο θείος Γιώργος έκανε ποτέ μποξ αλλά θα μπορούσε άνετα να ασχοληθεί επαγγελματικά. Ο τύπος το έχει και θα σας εξηγήσω το γιατί..

Ένα σπασμένο χέρι, ένα μαύρο μάτι, δυο σκισμένα χείλη, δυο ράμματα στο μάγουλο και μια τεράστια μελανιά στην κοιλιά. Μισή ώρα με χτυπούσε ο μαλάκας, μισή ώρα! Με είχε ρίξει στο πάτωμα και με κλωτσούσε ανελέητα. Του πείραξα την πριγκίπισσα.. έλεγε ξανά και ξανά! Την μονάκριβη του! Την ξανθομαλλούσα του! Λες και ότι έκανα το έκανα μόνος μου! Αλλά φυσικά, πάντα ο άνδρας φταίει! Πάντα!

"Μπορείς να μου κρατήσεις το βιβλίο της βιολογίας να στην πω μιας και σε έπιασε ο πόνος να περάσουμε ποιοτικό χρόνο μαζί σαν αγαπημένα αδέρφια που είμαστε!" ο Βύρωνας ανασηκώνεται ελαφρά από το κρεβάτι που κάποτε ήταν το κρεβάτι του μπαμπά και μου τείνει την μπλε μωβ μαλακία προς το μέρος μου. 

Αμέσως βλέπω κόκκινα λαμπάκια να αναβοσβήνουν στο οπτικό μου πεδίο. 

Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή, η ανάσα μου βαθαίνει. 

Ο ΜΑΛΑΚΑΣ Ο ΠΟΥΣΤΗΣ Ο ΕΓΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΒΥΡΩΝΑ

Παίρνω το βιβλίο στα χέρια και το εκσφενδονίζω στον τοίχο. 

Μόλις ανέβασα πίεση.

"Είσαι τρελός ρε?" ο αδερφός μου γουρλώνει τα μάτια του στην απότομη κίνηση μου. 

"ΜΕ ΆΦΗΣΕΣ ΡΕ ΠΑΠΑΡΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΝΑ ΜΕ ΧΤΥΠΑΕΙ Ο ΑΛΛΟΣ ΜΙΣΗ ΩΡΑ" του υπενθυμίζω ότι όσο με βαρούσε ο Γιώργος αυτός καθόταν αραχτός στο καθιστικό. Εγώ φώναζα για βοήθεια και αυτός έπινε λάτε. Είναι ή δεν είναι να εκνευρίζεσαι μετά?

"Πάλι αυτήν την συζήτηση θα κάνουμε?" ο Βύρωνας σηκώνεται από το κρεβάτι και μαζεύει το πούστικο το βιβλίο από το πάτωμα. "Και τι ήθελες να κάνω δηλαδή? Με το που είδα τον θείο στην πόρτα μας κάλεσα αμέσως τον παππού και αυτός μου είπε να καλέσω ασθενοφόρο. Δεν φταίω εγώ που έκανε μισή ώρα να φτάσει! Τι άλλο μπορούσα να κάνω στο μεσοδιάστημα?"

Τον κοιτάω παγωμένος. 

Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει?

Είναι σίγουρα έξυπνος αυτός?

"Δεν σου πέρασε από το γαμημένο το μυαλό σου η πιθανότητα να έρθεις στο δωμάτιο να μπεις ανάμεσα μας για να με σώσεις?" αδερφός του είμαι στη τελική, αίμα του. Αν δεν μπει μπροστά να προστατέψει εμένα τότε ποιον?

"Θα αστειεύεσαι αν νομίζεις πως ένας Βύρωνας Ιωάννου Κομνηνός θα έμπλεκε ποτέ σε καυγά" ο αδερφός μου ξαπλώνει και πάλι στο κρεβάτι και ανοίγει και πάλι το πούστικο το βιβλίο. "Να έτρωγα καμία μπουνιά κατά λάθος και να κυκλοφορούσα δέκα μέρες με μελανιασμένο μάτι σαν εσένα. Να με έβλεπε κανένας γνωστός και να παρεξηγούσε. Έχω και ένα πρόσωπο στην κοινωνία! Και τώρα με συγχωρείς πολύ, αλλά δίνω Πανελλήνιες σε λίγο καιρό και θέλω να μελετήσω" προσθέτει και μου κάνει νόημα με το χέρι του να βγω από το παλιό δωμάτιο του Άρη.

Ανοίγω το στόμα μου για να μιλήσω, αλλά..

Το κλείνω ξανά. 

Και τι να πω δηλαδή?

Τι να του απαντήσω? 

Ο τύπος δεν πατάει.

Ώρες ώρες νομίζω ότι αυτά μου τα λέει για να με εκνευρίσει, ότι ο Βύρωνας την βρίσκει γενικά με το να πουλάει τρέλα και να παίζει μαζί σου. Αλλά όχι, τα εννοεί ο παπάρας! Ότι λέει το εννοεί και αυτό είναι πολύ χειρότερο, και ξέρετε γιατί? Διότι εγώ θα σκότωνα για να μην πάθει τίποτα κανένα μαλακισμένο από τα δύο που έχω για αδέρφια, ενώ ο Βύρωνας θα αδιαφορούσε. Εκεί είναι η διαφορά μας, ακριβώς εκεί. 

"Μας θέλετε για παρέα?" 

Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει και στο οπτικό μου πεδίο μπαίνουν μια χαζοβιόλα και ένας φλώρος. Τέλεια, όλα τα χα, ο πούστης ο γιος του Μάνου μου έλειπε τώρα. Ο μαλάκας.. που όσο τον βλέπω δίπλα στην αδερφή μου..

Εισπνοή

Εκπνοή

"Εσύ κάτσε, αυτός να φύγει" απαντώ στην Ζωή και της δίνω το τηλεχειριστήριο για να παίξει μαζί μου προ. Παίζουμε που και που όταν έχει χρόνο και κυρίως όταν δεν χαραμίζει τα απογεύματα της για να σαλιαρίζει με τον φλώρο της στο τηλέφωνο. 

Και αχ και Στέφανε και σ'αγαπώ και αχ και βαχ και μου λείπεις και σε θέλω και αχ δεν μπορώ και είσαι τέλειος και αχ βαχ είσαι θεός και σ'αγαπώ και σ'αγαπώ και σ'αγαπώ.

Αγαπάει κιόλας.. το σκατό. 

Μωρέ.. καλά την λέω εγώ χαζοβιόλα. 

"Δεν θα είσαι με τα καλά σου που θα αφήσω εγώ την αγάπη μου μόνη της" ο ξανθός μαλάκας παίρνει το τηλεχειριστήριο από τα χέρια της Ζωής, το πετάει πάνω στον Βύρωνα, περνάει τα χέρια του κάτω από την μέση και τα πόδια της αδερφής μου και την σηκώνει στον αέρα σε στυλ..

Σφίγγω δόντια. 

Σφίγγω χέρια. 

Σφίγγω ολόκληρο το σώμα μου. 

Αν επιτρέψω εγώ ποτέ να ντυθεί η Ζωή νύφη δίπλα σε αυτόν τον φλώρο, θα κόψω τον τεράστιο από την ρίζα. 

"Λέγαμε με το μωρό μου να πίναμε καφέ όλοι μαζί" ο ξανθούλης θα αστειεύεται, δεν μπορεί. "Τι λέτε? Πάμε στον κήπο?" μας ρωτάει και ταυτόχρονα ξαπλώνει την αδερφή μου στο κρεβάτι και ακολουθεί και ο ίδιος. Με αυτόν τον τρόπο εγώ στέκομαι όρθιος μες στην μέση του δωματίου και η χαζοβιόλα, ο φλώρος και το σκατόφυτο είναι ξαπλωμένοι πάνω στο στρώμα.

"Μπορείτε σας παρακαλώ να σεβαστείτε τον κόπο μου? Πάτε να πιείτε καφέ όπου θέλετε αλλά σας παρακαλώ αφήστε με ήσυχο να διαβάσω! Δίνω Πανελλήνιες σε λίγους μήνες, θέλετε να μην περάσω?" ο Βύρωνας γκρινιάζει και ταυτόχρονα σπρώχνει το ζευγαράκι να σηκωθεί από το κρεβάτι. 

Στρέφω τα μάτια μου στο ταβάνι. 

Πρώτον, τι ακούω ο Θεός.

Δεύτερον, τι βλέπω ο Θεός.

Τρίτον, τι κάνω ο Θεός. 

Αντί να είμαι παραλιακή και να πίνω καφέ με εκείνο το μωρό που μου έστειλε τις προάλλες στο ινσταγκραμ ότι με γουστάρει, εγώ κάθομαι στο ίδιο δωμάτιο με-

"ΣΤΕΛΙΟ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΣΤΕΛΙΟ ΣΤΕΛΙΟ ΣΤΕΛΙΟ ΉΡΘΑ ΝΑ ΠΑΙΞΟΥΜΕ ΠΡΟ" οι σκέψεις μου διακόπτονται από μια τσιριχτή παιδική φωνή. Η πόρτα ανοίγει για δεύτερη φορά διάπλατα και στο δωμάτιο μπαίνει ένα μικρό ξανθό ζιζάνιο. 

Χαμογελάω ανακουφισμένος. 

Επιτέλους! 

Ήρθε ο Ορέστης!

Μόνο με αυτόν συνεννοούμαι, μόνο το πεντάχρονο με καταλαβαίνει, μόνο! 

"Έτοιμος να σε ξεσκίσω μικρέ?" τον ρωτάω σηκώνοντας τον στο αέρα και τον τοποθετώ πάνω στην μεγάλη μαξιλάρα μπροστά από την εξηνταπεντάρα τηλεόραση. 

"Εγώ θα νικήσω σήμερα" ο Ορέστης έχει έρθει αποφασισμένος. 

Γελάω αυτάρεσκα και κάθομαι δίπλα του. 

Θα 'θελες μπόμπιρα. 

"Μπορεί κάποιος να πάρει τον μικρό από εδώ μέσα και να εξαφανιστεί μαζί του?" ο Βύρωνας πετάγεται από το πουθενά για να μας υπενθυμίσει πόσο πολύ δεν συμπαθεί τα παιδιά. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω γιατί βγάζει σπυράκια κάθε φορά που βλέπει ένα νήπιο. Κάνει σαν παρανοϊκός. Εντάξει δεν θέλει λέει να κάνει ποτέ του παιδιά, κατανοητό, ούτε εγώ. Αλλά αυτός δεν μπορεί ούτε να τα βλέπει. Τι μαλάκας!

"Μην γίνεσαι σπαστικός ρε Βύρωνα" η Ζωή γκρινιάζει από πίσω μου. Λογικό γιατί μπροστά μου εξελίσσεται ματσάρα. "Ο Ορέστης είναι τέλειος! Είναι άγγελος! Μωρό μου λες και το δικό μας το παιδάκι να βγει ξανθό σαν εσένα?" 

Πνίγομαι με το σάλιο μου, και ξεκινάω να βήχω.

Και στο καπάκι τρώω και γκολ από τον τέλειο άγγελο.

Τι σκατά? 

Κλέβει το μικρό?

"Για μισό, μόνο ένα θα κάνουμε? Εγώ θέλω περισσότερα! Και φαντάζεσαι να βγουν όλα πρασινομάτικα σαν εσένα ψυχή μου? Μόνο αυτό και τίποτα άλλο, μόνο αυτό" 

Ανακατεύομαι.

Ανακατεύομαι και κολλάω.

Κολλάω από τα πολλά τα μέλια.

"Μμμ.. σ'αγαπώ" η φωνή της χαζοβιόλας ίσα που ακούγεται. 

Αλλά για ένα λεπτό..

Παγώνω στιγμιαία

Για να κάνουν αυτοί οι δύο παιδί απαραίτητη προϋπόθεση είναι να προηγηθεί μια γαμημένη πράξη..

Ισιώνω απευθείας το κορμί μου.

Γουρλώνω τα μάτια μου.

Τρώω ξανά γκολ από τον Ορέστη.

Και επίσης.. τι πλίτσι πλίτσι πλουτς.. ματς μουτς είναι αυτό που ακούγεται? 

Γυρνάω αμέσως 180 μοίρες το κεφάλι μου μόνο και μόνο για να δω την Ζωή να φασώνεται με τον φλώρο της πάνω στο υπέρδιπλο κρεβάτι. Και ο Βύρωνας πουθενά. Πού στον πήγε το μαλακιστήρι? Τόσο πολύ τον ενοχλούσαμε που έφυγε από το δωμάτιο?

"Σπάστε" γρυλίζω μέσα από τα δόντια μου και προσπαθώ με το χέρι μου να τους χωρίσω. 

"Άσε μας" η Ζωή νιαουρίζει και χώνεται ακόμη περισσότερο στην αγκαλιά του Στέφανου. 

Άμα την πιάσω από το μαλλί..

"ΣΠΆΣΤΕ ΓΑΜΏ ΤΗΝ ΠΟΥΤΆΝΑ ΜΟΥ ΓΑΜΩ" 

Δεν κρατιέμαι και φωνάζω. 

Και στην τελική πότε τους έδωσα την άδεια να φιληθούν και δεν το θυμάμαι? 

"Τι είναι η πουτάνα?" ο Ορέστης σταματάει να παίζει και με κοιτάει βαθιά μες στα μάτια. 

Τρίβω αμήχανα το σβέρκο μου.

Άντε τώρα να του εξηγήσεις..

Αναθεματισμένο ζιζάνιο..


"Είναι το είδος της γυναίκας που προτιμάει ο Στέλιος" 


Εμ..

Βασικά..

Δηλαδή..

Δεν.. 

Εδώ και ένα μήνα δεν..


"ΜΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ΠΛΑΚΑ ΤΩΡΑ" η αδερφή μου ζητωκραυγάζει. "Γιατί δεν μου είπες ότι θα ερχόσουν? Τελείωσε η τιμωρία σου? Πότε? Πού? Πώς?" 


Δεν την έχω δει εδώ και έναν μήνα.

Δεν την έχω ακούσει εδώ και έναν μήνα. 


"Από σήμερα έχω και πάλι την ελευθερία μου" της απαντάει το Ολγάκι και.. 

Και.. 

Εμ..


Νομίζω έχω ιδρώσει. 

Σηκώνω το χέρι μου για να αγγίξω το μέτωπο μου και..

Στάζω γαμώ.

Και ζεσταίνομαι.. ζεσταίνομαι πολύ.. 


Και η καρδιά μου δηλαδή..


Στρέφω αργά αργά το βλέμμα μου προς την πόρτα. Και τότε την βλέπω, και τότε την αντικρίζω.  Φοράει ένα ψηλόμεσο τζιν που καλύπτει χαλαρά τα μακριά της πόδια που εκείνο το βράδυ ήταν τυλιγμένα γύρω από την μέση μου και..


Χτυπάει σαν τρελή. 

Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. 


Ένα λευκό φαρδύ πουλόβερ αγκαλιάζει ζεστά το κορμάκι της.. το μικρό λεπτό κορμάκι που εκείνο το βράδυ.. που εκείνο το βράδυ το φιλούσα το έγλειφα το ρουφούσα το..


Ανάσα

Δεν μπορώ να πάρω ανάσα

Τι σκατά?


"Γεια σου ξανθούλα" ο φλώρος χαιρετάει την Όλγα μου και εκείνη του κάνει ένα νεύμα με το πρόσωπο της. 

"Όλα καλά Στέφανε?" τον ρωτάει εκείνη και.. και.. 


Με χαστούκισε. 

Με χαστούκι δυο φορές. 

Και ανάθεμα.. το δεύτερο χαστούκι με πόνεσε περισσότερο από το πρώτο.


"Εσύ ρε Στέλιο δεν θα χαιρετήσεις την Όλγα?" 

Η Ζωή μου μιλάει? 

"Τι κάθεσαι και την κοιτάς σαν χάνος?"

Η Ζωή μου μιλάει. 

"Ένα μήνα έχεις να την δεις, ένα γεια τι κάνεις δείχνει τουλάχιστον ευγένεια. Μάζεψε τα σάλια σου και μίλα, άντε"

Και τότε το κάνει, με κοιτάει. Η Όλγα καρφώνει έντονα το βλέμμα της στο δικό μου και τότε το νιώθω. Νιώθω την τρικυμία, νιώθω την φουρτούνα. Μετά από έναν μήνα χάνομαι ξανά μέσα σε δυο γαλάζιες άγριες θάλασσες. Παλαιότερα με κοιτούσε με πόθο, συνήθως με έρωτα, ενώ τώρα, τώρα όμως..


Γαμώ την πουτάνα μου γαμώ. 

Μου είπε ότι είναι ερωτευμένη μαζί μου, το κέρατο μου μέσα. 

Πώς δεν το είχα καταλάβει νωρίτερα γαμώ? 

Πώς?


"Γεια" η μικρή μου κάνει εκείνη την αρχή και με χαιρετάει. 

Μένω σαν μαλάκας με τον στόμα ορθάνοιχτο να μην μπορώ να αρθρώσω λέξη. 

Και τι να της πω δηλαδή?

Έρωτας είναι θα περάσει?

Έρωτας είναι.. θα σου περάσει?

"Καλά" η Ζωή πιάνει την φίλη της από το χέρι. "Γάμα τον αδερφό μου, λογικά ξέχασε πως μιλάνε. Εμείς Στεφανούκο μου πάμε να πιούμε καφέ στον κήπο μωρό μου ναι?" 

Ο Στεφανούκος ψιθυρίζει ένα ξεψυχισμένο ναι την ώρα που εγώ παρατηρώ την Όλγα μου να περπατάει μακριά από το δωμάτιο, μακριά από τον Στεφανούκο, μακριά από τον Ορέστη και μακριά από.. εμ.. μακριά από.. από.. εμ.. από εμένα..


Γαμώ

Σκατά τα έκανα γαμώ σκατά


"Στέλιο θες να παίξουμε λίγο ακόμη?" μια παιδική φωνή μου μιλάει, ένα παιδικό χέρι με τσιμπάει. Στρέφω το πρόσωπο μου απότομα προς το μέρος του μικρού ζιζανίου. 

Αυτός ευθύνεται στην τελική.

"Γιατί δεν μου είπες ότι ήρθε και η αδερφή σου μαζί?" τον ρωτάω αυστηρά. Αυτός φταίει που μου ήρθε ξαφνικό. Είδα την Όλγα από το πουθενά μπροστά μου και μου κόπηκαν τα πόδια, ενώ αν με προειδοποιούσε ο αδερφός της, αν είχα λίγο χρόνο να το επεξεργαστώ..

"Δεν με ρώτησες!" ο Ορέστης με κοιτάει ενοχλημένος με δυο μικρά γαλάζια μάτια. Ανάθεμα, το ίδιο χρώμα έχουν, γαμώ. "Πες θα παίξουμε τώρα?" προσθέτει ο μπόμπιρας με ανυπομονησία.

"Μισό λεπτό πρώτα" η σπαστική φωνή του Στέφανου προλαβαίνει την δική μου. Ο φλώρος της αδερφής μου κατεβαίνει από το κρεβάτι, ανοίγει το πρώτο συρτάρι του κομοδίνου και βγάζει από μέσα ένα..

Σμίγω τα φρύδια μου σε απορία. 

"Για τα σαλάκια που τόση ώρα τρέχουν" μου λέει και ακουμπάει μια χαρτοπετσέτα στην άκρη των χειλιών μου. 

Γουρλώνω αμέσως τα μάτια μου.

ΦΛΩΡΟΣ

ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ 

ΕΝΑΣ ΓΑΜΗΜΕΝΟΣ ΦΛΩΡΟΣ

"ΓΑΜΗΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ ΚΑΙ Η ΑΔΕΡΦΗ ΜΟΥ ΜΑΖΙ" του φωνάζω και τον σπρώχνω με δύναμη από κοντά μου.

Παπάρα μαλάκα παπάρα μαλάκα

Που θα δουλέψει αυτός εμένα!

Ποιος? 

Ο Στεφανούκος!

Ποιον?

Εμένα.. έναν ολόκληρο Θεό!

"Μαλάκα" μουρμουρίζω μέσα από τα δόντια μου και ξεκινάω να πατάω μες στα νεύρα τα κουμπιά του τηλεχειριστηρίου. 


"Στέλιο..?" 

Ωχ

"Τι είναι γαμήσου?"


Αφήνω απότομα το τηλεχειριστήριο και τρίβω με μανία το πρόσωπο μου. 

Τι του λες τώρα?


Κοιτάζω δυο απορημένα γαλάζια μάτια. 

Γαμώ το φελέκι μου γαμώ.

Αυτά τα αναθεματισμένα τα γαλάζια μάτια γαμώ.


Θέλω να της τα βγάλω.. ξανά. 

Θέλω να την πηδήξω.. ξανά.


Αλλά θα περιμένω.. πρώτα να της περάσει ο έρωτας.. πρώτα αυτό.. πρώτα αυτό και μετά.. μετά.. μετά θα το κάνουμε ξανά.

Είμαι σίγουρος. 


Όλγα

"Τον είδες?" με ρωτάει η Ζωή και ταυτόχρονα παίζει με τον Μπούμπη. "Δεν μπορούσε ούτε γεια να σου πει.. για να μην σχολιάσω το πως σε κοιτούσε" 

Πίνω λίγο από τον ζεστό καφέ μου. Στο μυαλό μου κάνω εικόνα την σύντομη συνάντηση μας πριν από πέντε λεπτά. Ούτε αν είμαι καλά δεν με ρώτησε! Ο βλάκας! 

"Τι θα κάνεις τώρα? Θα τον παρακαλέσεις ξανά? Θα συνεχίσεις να τρέχεις από πίσω του?" η φίλη μου κάνει την μια ερώτηση πίσω από την άλλη. Και μπορώ να σας πω με σιγουριά ότι νιώθω μια δυσφορία. Πρώτη φορά με ενοχλούν αυτές οι προτάσεις, πρώτη φορά. Να τον παρακαλέσω ξανά? Να συνεχίσω να τρέχω από πίσω του? Σοβαρά τώρα? Έχω και μια αξιοπρέπεια, ναι το κατάλαβα αργά αλλά το κατάλαβα. Και τι κατάλαβα ακριβώς?

Ο βλάκας ο ατελείωτος.

Δεν με θέλει. 

Δεν με θέλει όπως τον θέλω εγώ. 

"Εσύ τι θα έκανες στην θέση μου?" ρωτάω την φίλη μου και πίνω μια μεγάλη γουλιά από τον γαλλικό καφέ μου. Αν και ξέρω.. όταν της είχα πει τι έγινε εκείνο το βράδυ και το επόμενο πρωί η Ζωή μου πρότεινε να τον σκοτώσουμε μαζί και να το κάνουμε να φανεί σαν ατύχημα. 

Γελάω

Γελάω λυπημένα

Πώς σκοτώνεις τον άνθρωπο που αγαπάς? 

Πώς σκοτώνεις ένα κομμάτι της καρδιάς σου?

Πώς σκοτώνεις ένα κομμάτι του εαυτού σου?

Πώς?

"Θα έβγαινα με κάποιον άλλον" η Ζωή ανασηκώνει χαλαρά τους ώμους της. 

Την κατακεραυνώνω με το παγωμένο μου βλέμμα. 

Να προχωρήσω?

Αυτό μου λέει?

"Απλά μην το κάνεις για αυτόν, κάντο για εσένα αυτή τη φορά" 

Δυο πράσινα μάτια κοιτούν δυο γαλάζια. 

Μια κοπέλα συμβουλεύει μια άλλη. 

Μια φίλη στηρίζει την άλλη. 


Να βγω με κάποιον άλλον ε?

Να το κάνω για εμένα ε?


Σηκώνω αργά αργά το βλέμμα μου προς το παράθυρο του δωματίου που ήταν πριν ο αδερφός μου με τον Στέλιο.. και τότε.. τότε τον βλέπω.. ακουμπάει στο τζάμι χαλαρός.. καπνίζει σαν μανιακός.. με κοιτάει σαν.. σαν.. 

Σαν τι με κοιτάει ακριβώς?

Σίγουρα όχι με έρωτα.

Και εγώ αξίζω και να ερωτευτώ και να αγαπηθώ. 

Και εγώ αξίζω κάτι παραπάνω από αυτά που ο Στέλιος μπορεί να μου δώσει. 

Και εγώ αξίζω κάποιον διαφορετικό από τον Στέλιο. 


Παίρνω το κινητό στα χέρια μου και μπαίνω κατευθείαν στο ίνσταγκραμ.

"Πάμε στον επόμενο λοιπόν"





και που λέτε αφιερώνω το σημερινό κεφάλαιο στην passionxlove η οποία με συγκίνησε απίστευτα πολύ τις τελευταίες μέρες!! κορίτσια μαντέψτε!! είναι χορεύτρια σαν την Όλγα!! φίλη σε ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες που μου έδωσες!! οι γνώσεις μου στον χορό ήταν -είναι- περιορισμένες!!


σας υπεραγαπώ

~AngryCupcake














Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top