Κεφάλαιο 34°

~Με ένα θαύμα ξεκινάς και με ένα τελειώνεις...~

"Δεν καταλαβαίνω άνθρωπε μου!" ο Νικ ξεφυσησε αγανακτισμένος αδυνατώντας να καταλάβει τι άκουγε. Ήταν σίγουρα αραβικά μα όλοι όσοι τον έπαιρναν από τα Εμιράτα ήξεραν και του μιλούσαν αγγλικά. Παρόλα αυτά , η φωνή που άκουγε ήταν εντελώς ξένη για εκείνον. Πάνω από ένα μιση χρόνο είχε να χτυπήσει το κινητό του από εκείνα τα μέρη αφού σαν έκλεισαν οι έρευνες και παρέλαβε τη σωρό του Ιαν, κανένας δεν ήρθε σε επικοινωνία ξανά μαζί του.

"Με ποιόν μαλώνεις επιτέλους;!" Η Αναστασία βγήκε από το μπάνιο και τον κοίταξε έξαλλη. "Θα ξυπνήσεις το μωρό και αν το ξυπνήσεις μάντεψε ποιος θα το φροντίσει μετά! Τρεις ώρες το καλό μου έκανε να κοιμηθεί!"
Η ώρα είχε πάει μια το βράδυ και η εβδομάδα που πέρασε ήταν εφιάλτης...
Η Λεϊλα δεν ένιωθε καλά τις τελευταίες μέρες με αποτέλεσμα η Αναστασία να αναλάβει το γραφείο αλλά σαν επέστρεφε πίσω , είχε ένα ολόκληρο σπίτι και ένα παιδί να φέρει βόλτα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η Βίβιαν κοιμόταν στο σπίτι για να τη βοηθήσει μα η Αναστασία επέμενε πως δεν ήταν σωστό μεγάλη γυναίκα να κάνει δουλειές και ένιωθε ντροπή καταβαθος.
Κρατούσε που κρατούσε το μικρό όλη μέρα, είχε και τα αρθριτικά της, και δεν ένιωθε καλά. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα τα έφερνε βόλτα μια χαρά αλλά ο Λέο έσωσε εκείνη την εβδομάδα έξι μικρά παιδάκια δύο εκ των οποίων δεν είχαν γονείς και η Αναστασία είχε χάσει το μπουσουλα χωρίς τη Λεϊλα.
Ήξερε τι να κάνει μα παρόλα αυτά, εκείνη ήταν η ψυχή...

"Εγώ μαλώνω;!" Ο Νικ την αγριοκοίταξε και εκείνη σήκωσε το φρύδι της ως το θεό

"Χαμήλωσε το τόνο σου, Νίκολας..." Αποκρίθηκε με μισάνοιχτο μάτι και πήγε κοντά του "Και πες μου επιτέλους γιατί φωνάζεις στο κινητό!"

"Ορίστε! Πάρε και εύχομαι να βγάλεις συννενόηση!" Της έδωσε το τηλέφωνο και εκείνη μόλις το έβαλε στο αυτί της , ανατριχιασε. Ήταν δύο χρόνια τώρα που δεν είχε ακούσει εκείνη τη γλώσσα.
Η ανατριχιλα όμως έγινε αξαφνα τρόμος και ασπρισε ολόκληρη. Δίχως να πει λέξη γύρισε και κοίταξε τον Νικ ο οποίος είχε σμίξει τα φρύδια του και τη κοιτούσε περίεργα.

"Αναστασία μου;" αποκρίθηκε και κρατώντας την απαλά την έβαλε να καθίσει "Ποιος είναι αγάπη μου; Γιατί δε μιλάς; Τι λέει; έχεις χάσει το χρώμα σου..." συνέχισε αναστατωμένος και μόλις την είδε να βουρκωνει , ταράχθηκε ακόμα περισσότερο.
Σαν άνοιξε τα χείλη της έμεινε παγωμένος να την ακούει...

"hu ealaa qayd alhayaati;" (Είναι ζωντανός;)

"Αναστασία θα τρελαθώ κορίτσι μου... Τι λες;" της είπε μα εκείνη σημασία δε του έδωσε

"hal 'ant muta'akid;" (Είστε σίγουρος;)

Ο Νικ σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε ενώ σαν είδε ένα χαμόγελο μπλεγμένο με δεκάδες δάκρυα να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο της , η ψυχη του έφυγε από τη θέση της.

"yarhamuk allah....shukran" (ο Θεός να σε ευλογεί... Σε ευχαριστώ)

Η φωνή της έσκασε και σαν έκλεισε το τηλέφωνο , άνοιξε τα χείλη να εξηγήσει μα φωνή δεν έβγαινε για να πει όσα έμαθε. Κατάπινε με το ζόρι ενώ κάθε φορά που έκανε να μιλήσει , η λαλιά της κοβόταν.

"Αγάπη μου με τρομάζεις..." ο Νικ γονάτισε μπροστά της και εκείνη άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια της προς το πρόσωπο του, και το κράτησε στις χούφτες της.

"Πρέπει να αναβάλλεις το ταξίδι στην Αργεντινή , Νικ μου ..." κατάφερε και του είπε ενώ τα δάκρυα έρεαν σαν ποτάμια

"Μάτια μου τι λες; Φεύγω αύριο..."

"Όντως φεύγεις..." του είπε γλυκά "Μα δε φεύγεις για Αργεντινή..." Η Αναστασία έκανε μια παύση για να βρει ανάσα και του χαμογέλασε "Φεύγεις για Ντουμπάι... Κάποιος σε περιμένει εκεί... Κάποιος που χάθηκε, δύο ολόκληρα χρόνια τώρα...." του είπε και εκείνος έτσι όπως ήταν γονατιστός έχασε την ισορροπία του και έπεσε καταγής τρομαγμένος....

*****


Περιμένω, τι περιμένω; Το αυτοκινητο που θα με οδηγήσει στο καινούριο μου σπιτι. Ενα σπιτι που δεν υπόσχεται τιποτα για μενα παρά μονο θλίψη. Αφήνω πισω μια ζωη που είχα χτίσει με κόπο. Μια ζωη που πάλεψα να διαχειριστώ σωστά για να μην αντιμετωπίσω την τιμωρία στην καθημερινότητα της. Ο λόγος; αδιανόητος και φριχτός. Μπορώ να κάνω κάτι; όχι φυσικά. Αυτές είναι οι εντολές και πρέπει να τις ακολουθήσω.

Κοιτάζω γύρω μου το δωμάτιο μου για τελευταία φορά. Δυστυχώς δεν είχα την ευκαιρία να ζήσω μια όμορφη εφηβεία οπως πολλά κορίτσια στην ηλικία μου. Κλεισμένη σε ενα σπιτι σχεδόν 24 ωρες , 7 ημέρες την εβδομάδα δεν το λες και ωραίο. Έμαθα ομως. Έμαθα πολλά. Για τα δεκαεννέα μου χρονια ξέρω να χειρίζομαι άψογα ενα όπλο ακόμα κι αν δεν το ήθελα εξ αρχής, αυτές είναι ομως οι δραστηρίοτητες σε αυτο το σπιτι.

Αν και ο πατέρας μου ήθελε να με κανει μια γυναίκα υπάκουη για καλή μου τύχη δεν είχαν όλοι το ίδιο σκεπτικό με αυτόν. Ο μόνος λόγος που στεναχωριέμαι είναι για τον Τζέιμς. Τον σωματοφύλακα μου. Μου έμαθε όσα ξέρω. Ασχολήθηκε μαζι μου όταν όλοι σε αυτο το κωλοσπιτο με είχαν ξεγραμμένη, θα μου λείψει. Και πως να μην το κανει αλλωστε όταν ηταν ο μόνος που έβλεπα συνεχώς ;

Η ζωη σε μια τέτοια κοινωνία είναι δύσκολη. Έκανα μαθήματα κατ οίκον . Δεν πήγα καν σχολείο για να βιώσω την εμπειρία. Ηταν αρκετά επικίνδυνο. Μια λάθος κινηση απο κάποιον εχθρό της οικογένειας μου και θα κατέληγα νεκρή. Ακόμα υπάρχουν στιγμές που απορώ ... Νοιαζόταν πραγματικά για μενα ο πατέρας μου η άπλα ήθελε να με κρατήσει ασφαλή για να μπορέσει να με χρησιμοποιήσει οπως εκανε λίγες μέρες πριν; Υποθέτω πως δεν θα μάθω ποτέ.

Δεν χρειάζομαι καν ρούχα μαζι μου, μου είπε. Αλήθεια πίστεψε πως θα πήγαινα να ζήσω στο σπιτι καποιου άγνωστου χωρις καν να πάρω λίγα προσωπικά αντικείμενα; αν είχα την δύναμη άπλα θα του σφήνωνα μια σφαίρα στο κεφάλι. Ναι , με έφερε στον κόσμο. Είναι πατέρας μου αλλα έπρεπε να να παλέψει γι αυτο. Έπρεπε να είναι διπλα μου σε καθε στιγμη της ζωής μου. Και αυτός και η γελοιογραφία διπλα του που υποτίθεται πως είναι μάνα μου.

Μεγαλώνοντας κατάλαβα πολλά. Ενα απο αυτά ηταν πως δεν γίνεται μια γυναίκα να εχει διαφορά σχεδόν 20χρονια με τον σύντροφο της και να υπάρχει αγάπη ανάμεσα τους. Φυσικά υπάρχουν και εξαιρέσεις σε αυτή τη ζωη αλλα είναι ελάχιστες. Στην δική μας περίπτωση; καμια εξαίρεση. Η μάνα μου εκανε καλα την δουλειά της και δεν την εκανε και σωστά. Ο πατέρας μου ήθελε διάδοχο και αντί αυτού πηρε έμενα. Μια γυναίκα. Κατά κάποιο τρόπο το ευχαριστήθηκα που δεν μπόρεσαν να κάνουν αλλα παιδιά. Τωρα θα ήμουν στα σκουπίδια .

Δεν έχω ιδέα που θα παω. Τι θα αντικρίσω μπροστα μου, ουτε καν την ηλικία του ανθρώπου με τον οποίο με αρραβώνιασε. Θα ρωτήσει φυσικά καποιος πως έγιναν όλα αυτά χωρις την συγκατάθεση μου... δυστυχώς σε κοινωνίες σαν τη δικής μας δεν ορίζεις την ζωη σου τοσο εύκολα αν είσαι γυναίκα. Σκόπευα να το αλλάξω αυτο αλλα απέτυχα παταγωδώς. Έχουν ηδη κανονίσει τα παντα απο ψηλά. Αμερικη και Μεξικό. Παντοδυναμία προς όλες τις άλλες χώρες. Εγώ είμαι το κλειδί. Το ξεπούλημα μου ηταν η απολυτή διαστροφή...

Η Λεϊλα ένιωσε τα μάτια της να αγριευουν και τα δάκρυα να απειλούν να πέσουν διαβάζοντας εκείνες τις γραμμές... Ήταν η πρώτη πρώτη σελίδα από ένα παλιό σκονισμένο ημερολόγιο που της χάρισε η Ελίζαμπεθ το βράδυ που τον είδε στον ύπνο της.
Της είπε ότι άνηκε σε μια σπουδαία γυναίκα που μάλιστα έφερε το όνομα της και ήταν η προ προ προ προ γιαγιά του Ιαν...
Τότε δεν κατάλαβε γιατί της το έφερε δακρυσμένη και της είπε πως με έναν Ίαν και μια Λεϊλά άρχισαν όλα...
Μα τώρα ήξερε...
Ίσως η ζωή εκείνης της γυναίκας να ήταν διαφορετική μα και εκείνη σαν ένα κομμάτι κρέας πουλήθηκε...
Δέκα μέρες της πήρε κοντά  να συνέλθει εντελώς και πλέον ήταν στο γραφείο από τα αξημερωτα έχοντας για παρέα εκείνο το σκονισμένο τετραδιακι...
Ένα τετράδιο που έκρυβε μόνο κτηνωδία στις πρώτες σελίδες του...
Τι κι αν ήταν πλούσια;
Τι κι αν είχε σωματοφύλακες;
Το ξύλο και ο βιασμός ήταν για εκείνη καθημερινότητα...
Η Λεϊλα την ένιωσε μέχρι το κόκαλο.
Ένιωθε το πόνο της μέσα από τη γραφή και δίχως να το θέλει επλαθε εικόνες καθώς συνέχισε να διαβάζει.
Μέχρι και τα καυτά της δάκρυα ήταν σε θέση να νιώσει βλέποντας το στυλό να ξεθωριάζει στα σημεία που έπεφταν...
Πόσος πόνος θεέ μου παντού....
Σε κάθε γενιά...
Σε κάθε γυναίκα...
Γιατί κανείς δε βλέπει τη πραγματική τους ομορφιά και το μόνο που βλέπει είναι μια σάρκα για να ικανοποιήσει τις ακόρεστες ανάγκες του;
Έσπασε η ψυχούλα της διαβάζοντας τη συνέχεια...
Γιατί της το έδωσε αυτό η Ελίζαμπεθ ξέροντας πως θα της προκαλέσει πόνο;
Ένιωθε τις λέξεις σαν να ήταν καρφια και τρυπούσαν τα μέσα της...
Η Λεϊλα σκούπισε τα δακρυσμένα της ματια φτάνοντας σε μια σελίδα που ήταν τσακισμένη ψηλά ψηλά και αναστεναξε ....

Τρένα...

Τα τρένα γεμίζουν με κόσμο. Μερικά έχουν όμορφη διαδρομή ενώ αλλα περνούν μεσα απο τεράστιες δασικές εκτάσεις. Εκτάσεις που κανονικά δεν είναι προσβάσιμες αλλα ο άνθρωπος τις βίασε. Χωρις να ρωτήσει την φύση μπηκε και την διέλυσε. Καθε τρένο κρύβει μεσα του τις ψυχές εκατοντάδων ανθρώπων.

Μερικοί απο αυτούς είναι χαρούμενοι. Φτάνουν σε εναν προορισμό που θέλουν. Περιμένουν, ανυπομονούν για να φτάσει το ταξίδι στο τελος. Άλλοι πάλι είναι γεμάτοι με θλίψη. Με πονο... ισως ποτέ δεν ήθελαν να φύγουν, ισως ποτέ δεν ήθελαν να μπούνε μεσα σε ενα απο αυτά τα τρένα. Ισως η ίδια τους η ζωη να ειχε γίνει ενα τρένο με άγνωστο προορισμό. Πόση δύναμη θέλει να μπεις μεσα ξέροντας πως δεν υπάρχει καποιος για σένα στο τελος της διαδρομής. Πως ποτέ δεν θα υπάρξει, πως είσαι μόνος σε αυτο το κόσμο.

Όλοι δεν είμαστε στην τελική; Κάνεις δεν ανήκει σε κανένα έκτος απο τον εαυτό του. Μερικοί αργούν να το καταλάβουν, άλλοι πάλι είναι αρκετά πιο έξυπνοι και διαισθάνονται τον πραγματικό λόγο ύπαρξης μας. Η αλήθεια; πλεον πιστεύω πως δεν υπάρχει λόγος. Ερχόμαστε σε αυτή τη ζωη χωρις σκοπό. Χωρις λογική. Μας δίνεται η ευκαιρία οπως την αποκαλούν μερικοί να ζήσουμε. Για πόσο ομως; πόσο βίαια έρχεσαι και φεύγεις; έχετε αναρωτηθεί ποτέ πως γεννιόμαστε με πονο και φεύγουμε με αυτόν... για πιο λόγο λοιπον υπάρχουμε; το 90% των ανθρώπων έρχονται και φεύγουν και δεν τους θυμάται κάνεις μετά απο λίγες γενεές...

Κοντοί, ψηλοί. Άνθρωποι με γυαλιά, με ανοιχτό η σκούρο δέρμα. Αδύνατοι ή παχουλοι... Άνθρωποι που περνούν αδιάφορα από δίπλα σου. Σήμερα είδα αρκετούς... Σήμερα βρέθηκα ανάμεσα τους . Έτοιμη να κάνω την δική μου διαδρομή. Υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι πως ίσως αν τα πράγματα γινόντουσαν με διαφορετικό τρόπο να μην ήμουν σε αυτό το τρένο. Μπορεί να ήμουν νεκρή, μπορεί να ήμουν ευτυχισμένη και ζωντανή. Υποθέτω δεν θα μάθω ποτέ...

Λίγες ώρες πριν τον άγγιζα... Τον ένιωθα... τον μυριζα που να πάρει η οργή...! Τι έμεινε όμως; Η Βία... Η γρήγορη και βίαιη απομάκρυνση μου. Χωρίς να έχω επιλογή... έμεινε ο κρότος από τη σφαίρα. Έμεινε η πληγή. Η πίκρα και η μετάνοια... Βρέθηκα εδώ μέσα χωρίς να ξέρω που πάω. Χωρίς να έχω τίποτα στα χέρια μου παρά μόνο έναν φάκελο...έναν γαμημένο λευκό φάκελο που δεν θελω να ανοίξω.

Τρομάζω. Τρομάζω γιατί εγώ είμαι μονή, μόνη θα παραμείνω και μόνη θα φυγω. Πολλοί ψάχνουν το αλλο τους μισό. Τον άνθρωπο που θα τους ολοκληρώσει σε αυτή τη ζωη. Εκείνον που θα έρθει και θα τα ανατρέψει όλα. Εκείνον που θα γεμίσει εύκολα καθε κενο μεσα τους. Ο πρίγκιπας που θα σε ανεβάσει στο άσπρο άλογο. Ψέμα. Όλα είναι ενα καλοστημένο παραμύθι. Ενα παραμύθι που κάποτε πίστευα κι εγώ. Γιατί κι εγώ είχα εναν πρίγκιπα... η έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Το δικό του άλογο ή ταν μαύρο. Και η πανοπλία του σκισμένη... το όπλο του όμως ήταν δυνατό. Τόσο δυνατό που με έσωσε...

Στην δική μου περίπτωση όλα είναι μαύρα. Σκοτεινά σαν έβενος. Η ζοφερή και πικρή πραγματικότητα δεν με αφήνει να προχωρήσω ουτε στιγμη. Με αναγκάζει να ζω νοερά ξανά και ξανά την ίδια στιγμη. Να ακούω εκείνον τον κρότο. Εκείνη την νεκρική σιωπή μετά απο το ουρλιαχτό. Εκείνο το απρόσμενο κράτημα από το μπράτσο και η αίσθηση πως τον αφήνω πίσω...

Ο δικός μου άνθρωπος ειχε σάρκα και οστά. Ειχε υπόσταση. Στεκόταν διπλα μου. Πλάι μου. Απέναντι μου. Στο ύψος μου. Ηταν παντα εκεί για να αγκαλιάσει καθε σκοτεινή στιγμη της ζωής μου. Να προφυλάξει με τα ίδια του τα χεριά το εύθραυστο κορμι μου. Καθε φορά μάζευε τα κομμάτια . Έβαζε τον εαυτό του και τα ένωνε. Μπορεί απο τα πολλά σπασίματα κάποια να έλειπαν αλλα φρόντιζε με τον καιρό να τα αναπληρώνει. Ποτέ δεν θα μάθω ομως αν άπλα τα αναπλήρωνε η αν έσπαγε τον εαυτό του και μου προσέφερε απλόχερα τα δικα του...

Δίνη. Στριφογυρίζω μεσα της και δεν υπάρχει ουτε ενα χέρι να πιαστώ. Ξέρω πως στην δική μου διαδρομή δεν θα με περιμένει κάνεις. Κανείς... πως θα κατέβω απο αυτο το αναθεματισμένο τρένο και θα αντικρίσω την μοναξιά μου κατάμουτρα. Θα συνειδητοποιήσω τον χαμό και θα πεθάνω. Γελάω, γελάω γιατί αν ηταν εδώ και άκουγε τις σκέψεις μου πιθανότατα θα με μάλωνε. Θα μου έβαζε τις φωνές αλλα στο τελος θα βρισκόμουν ανάμεσα στα χέρια του. Στο μέρος οπου μου άρεσε να κλείνομαι και να βρίσκω γαλήνη. Καθε φορά που γιάτρευε τις πληγές μου, καθε φορά που με έβλεπε δακρυσμένη, καθε φορά που έλιωνα σαν ενα κερί εκείνος ηταν εκεί. Με σήκωνε. Με διέταζε να σηκωθώ.

Είχα καταλάβει πως πέρασε πολλά. Και τα 6 χρόνια που είχε διαφορά με τον Τζεισον δεν ήταν λίγα... Δυστυχώς μέσα στην βρωμιά αυτού του κόσμου ήταν πιο καθαρός από όλους. Μέσα σε όλη αυτή την κοινωνία εκείνος ήταν ο πιο σωστός.  Μπορεί για όλους να ηταν άξεστος, δολοφόνος, επικίνδυνος και τρελός, αλλα για μενα ηταν ο Ιαν. Ήταν το θαύμα... Ήταν η αιτία που ζω. Η ίδια η αναπνοή μου.

Ο άνθρωπος που με κράτησε στη ζωη... οπως μου την έδωσε ομως έτσι μου την πηρε...

Ηταν δικός μου ομως, ηταν ο Προστάτης μου...


Πλέον τα δάκρυα δεν είχαν τελειωμό...
Αυτό ήταν λοιπόν ο δικός της Ίαν;
Ένας προστάτης;
Ο άντρας που τη γλίτωσε από τα δεινά και εκείνη τον έχασε...
Όπως ακριβώς και η ίδια...
Ήρθε από το πουθενά και όπως είπε έτσι και έπραξε... Ζήτησε εμπιστοσύνη, και ήταν το μόνο που αληθινά ζήτησε ποτέ του...
Πράξεις χωρίς ανταλλάγματα...
Λόγια δίχως να περιμένουν απαντήσεις...
Άγγιγμα δίχως να κρύβει αισχροτητα...
Τόσο ίδιοι σε τόσο διαφορετικούς κόσμους...
Ζωές μπλεγμένες στο κουβάρι πολλών ετών μα έχοντας ίδια πηγή, ίδια αξία και ίδια βαρύτητα...
Η Λεϊλα δεν άντεξε να διαβάσει παρακάτω...
Ήταν αδύνατο να συνεχίσει αφού ακόμα και το διάβασμα έτσι όπως έκλαιγε με τη ψυχή της, ήταν άθλος...
Σηκώθηκε όρθια και έτρεξε αμέσως στο παράθυρο. είχε αρχίσει να χαράζει έξω και εκείνη ανοίγοντας το με δύναμη, έβγαλε μια κραυγή μέσα από τα στήθη της. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι και κοιτώντας το γκρίζο ουρανό , άφηνε τσακισμένες φωνές να χαθούν στον αέρα για όλους και για όλα...
Για κάθε γυναίκα που πόνεσε και πονάει... Για κάθε μία που φεύγει άδικα χωρίς να το ξέρει κανένας...
Για κάθε παιδί που το εκμεταλλεύονται...
Για κάθε σάπιο άνθρωπο που δεν αξίζει να αναπνέει...
Για κάθε άντρα που πέθανε για τη τιμή του...
Άφηνε ανεξέλεγκτα το σπαραγμό της για όλους να ταξιδέψει ώσπου δεν άντεξε άλλο...
Ένιωσε το λαιμό της να καίει ολόκληρος και τα πόδια της να τη προδίδουν...

"Γιατί..." ψέλλισε αδύναμα ψάχνοντας από κάπου για να κρατηθεί πριν πέσει "Γιατί δε γύρισες...;" άφησε το μεγαλύτερο παράπονο της από όλα να βγει προς τα έξω και εκεί που  ολόκληρος ο κόσμος άρχισε να γυρίζει γύρω της και τις αισθήσεις της να χάνονται, ένιωσε δύο χέρια να την αγκαλιάζουν και να τη συγκρατούν πριν πέσει...

"li'ana allah kan ghadban miniy wadalalt tariqi...."
(Γιατί μου θύμωσε ο θεός και έχασα το δρόμο...) άκουσε αξαφνα μια γνωστή φωνή να μιλάει τη μητρική της γλώσσα και κατέρρευσε....

❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top