Κεφάλαιο 33°

~Κανεις δεν ξεφεύγει από τη μοίρα και το ριζικό του...~

Γύριζε καταιδρωμενος σε εκείνο το χωμάτινο κρεβάτι...
Έρεβος...
Σκοτάδι παντού και λάμψεις ...

yarhamuk allah.
anaha lam yahin alwaqt baed....
(Ο θεός σε ευλόγησε... Δεν είναι ακόμα η ώρα)

Μια απόκοσμη φωνή ήχησε στο κεφάλι του και το κορμί άρχισε να φέρνει στροφές...Δεν είχε που να πάει. Δεν υπήρχε τίποτα για να κρυφτεί εκτός από το απόλυτο σκοτάδι παντού. Άκουσε αστραπές. Βροντές και κλάμα... Κάποιος έκλαιγε γοερα.
"man 'ant!!" (Ποιος είσαι!) φώναξε τρέχοντας προς το απόλυτο κενό και εισέπραξε ένα γέλιο που έφερε ανατριχιλα στο άυλο κορμί του.
Ήταν ολομόναχος σε ένα μέρος που δεν είχε έδαφος. Και αυτή η γυναίκα ...
Αυτή η φωνή...

"al yamama.." άκουσε πάλι τη φωνή και ένιωσε ένα τσούξιμο στο μυαλό του. Θαρρείς και ολόκληρο το κεφάλι του ήταν έτοιμο να εκραγεί. Παραλήρημα αισθήσεων, κατέκλυσε την ύπαρξη του και δεν είχε ιδέα τι συμβαίνει. Φόβος. Άγχος. Ταραχή. Πόνος. Εγκλωβισμός. Παράνοια... Όλα ήταν αρνητικά και ήταν σαν να έτρεχαν πίσω του να τον προφτάσουν...
"abiq baeid eaniy"
(Μείνετε μακριά από μένα!)

Ξανά το ίδιο γέλιο...
Σαν να έτρεχε σε έναν ατέρμονο κύκλο και εκείνα τον κυνηγούσαν χωρίς σταματημό.

"la yumkinuk alhurub min alqadar...."
(Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τη μοίρα...)

Πάλι το ίδιο χαοτικό γέλιο...
Ένιωσε τα πόδια του να παίρνουν μορφή και έτσι όπως έτρεχε να σωθεί εκείνα απέκτησαν υπόσταση και έπεσε... Μα δεν είχε πουθενά να πέσει εκτός από το κενό...
Το σώμα του αιωρούνταν και εκείνος συνέχισε να πέφτει...και να πέφτει ... Δεν είχε σταματημό...
Δύο μάτια... Ένα γαλανός ουρανός και μια όαση απλώθηκαν από κάτω ξαφνικά και σαν πήρε ολόκληρο το σώμα του μορφή, βρέθηκε πεταμένος μέσα σε νερά... Μια μικρή ελώδη λίμνη ...
Μια γυναίκα... Τώρα έβλεπε καθαρά...
Έπλενε το κορμί της.

"man ant amaraa...;" ρώτησε μα ήταν σαν να μην τον άκουγε
(Ποια είσαι εσύ...)
"ana atahadath alyak!" Φώναξε δυνατά
(Σου μιλάω!!!)

Τίποτα... Είχε μελανιές επάνω της... Τα μαλλιά της ήταν μακριά και έμοιαζε με θεά... Σαν ένα πλάσμα βγαλμένο από άλλο κόσμο. Φως υπήρχε γύρω της και εκείνος βάζοντας δύναμη στα πόδια έτρεξε μέσα στο νερό για να τη πιάσει

"hadha lays mustaqbalak ..."
(Δεν είναι αυτό το μέλλον σου..." η φωνή που τον κυνηγούσε επανήλθε και η γυναίκα που έπλενε το κορμί της χάθηκε ακριβώς λίγο πριν κλείσει γύρω της τα χέρια του και την αγγίξει

Σήκωσε το κεφάλι του και κοιτάζοντας ψηλά είδε μια μαύρη δίνη να απλώνεται στον ουρανό. Ήταν σταθερή... Μεγάλη... Σαν να περίμενε να τον τραβήξει μέσα της... Άρχισε να βγάζει κραυγές ενώ ο πόνος δυνάμωνε στο κορμί του. Ένιωσε τα κύτταρα του να εξαϋλώνονται ένα προς ένα και τα εκατομμύρια μικρά κομματάκια της σάρκας του , χάνονταν μπρος στα μάτια του... Τα έβλεπε να πετάνε ώσπου εξανεμίστηκαν και τα τελευταία που έδιναν μορφή στο πρόσωπο και βρέθηκε ξανά στο κενό ...

Κύκλους ....
Ατελείωτοι κύκλοι ξανά και εκείνα τα συναισθήματα έτρεχαν από πίσω του...

Μέσα στο έρεβος της δίνης είδε ένα φαναράκι στο τέλος και ώθησε ότι του έμεινε προς τα εκεί...
Όσο πλησίαζε, άλλο τόσο το φως δυνάμωνε... Έκαιγε σαν τον καυτό ήλιο της ερήμου μα εκείνος δε σταμάτησε.
Ήταν το μόνο μέρος σε εκείνη την άβυσσο που είχε υπόσταση ξανά και σαν έφτασε κοντά ένα εκτυφλωτικό φως απλώθηκε γύρω του συνοδευόμενο από έναν εκκωφαντικό ήχο.
Δεν άντεξε... Έπεσε κάτω...
Μόλις άκουσε εκείνο το γέλιο ξανά και ένιωσε το κορμί να ζωντανεύει , το φως μαλάκωσε και είδε τα χέρια του αυτή τη φορά να παίρνουν μορφή ...

Μα δεν ήταν τα μόνα... Μέσα σε αυτά έπαιρναν μορφή αλλά δύο χέρια...
Ένα ύφασμα λερωμένο...
Μακριά μαλλιά...
Ώμοι... Λαιμός....
Όσο ανέβαζε τα μάτια του έβλεπε την εικόνα μιας γυναίκας να σχηματίζεται μπροστά του ώσπου σαν έφτασε στο πηγούνι , εκείνη έγινε θρυψαλλα και χάθηκε μονομιάς.

"ash bidak miniy !!!" Κραυγασε με όλη του τη δύναμη (Τι θες από μένα!)

"qul asmi...." (Πες το όνομα μου....)

"al yamama..." Ψέλλισε και ο κόσμος που μαζεύτηκε στο χαμόσπιτο αλληλοκοιταχθηκε έντρομος.

"bisureatin! shakhs ma li'iiqazih!!"
(Γρήγορα! Κάποιος να τον ξυπνήσει!)
Φώναξε ένας άντρας αναστατωμένος σαν τον άκουσε να λέει αυτό το όνομα

"tard alshari ya 'iilahi!!"
(Διώξε μακριά το κακό θεέ μου!" Αποκρίθηκε μια γυναίκα τρέμοντας ολόκληρη

Ένας γηραιός άρχισε να ψέλνει ενώ μια γυναίκα όρμησε κατά πάνω του και σχηματίζοντας κάτι σύμβολα στο μέτωπο του , τον ταρακούνησε για να σηκωθεί μα εκείνος έμοιαζε βυθισμένος σε όνειρο βαθύ.

"yueani min himaa!!" (έχει πυρετό!) Η γυναίκα άρχισε να σκίζει τα κουρέλια που φορούσε τα τελευταία χρόνια , ο γηραιός δε σταμάτησε να ψέλνει ενώ ένας άλλος έτρεξε μέσα κρατώντας στα χέρια νερό και βρεγμένα πανιά.
Μόλις το βρεγμένο ύφασμα ήρθε σε επαφή με το πρόσωπο του, πετάχτηκε έντρομος προσπαθώντας να πάρει αναπνοή και όλοι γύρω του ζητωκραυγασαν

"yifuz!" (τη νίκησε!) φώναξε ένας ενώ η γυναίκα κάθισε πανικόβλητη πλάι του. Έδειχνε τόσο χαμένος...
Σαν να ήταν η πρώτη φορά που τους έβλεπε...
Τους κοιτούσε όλους έναν προς έναν ώσπου φτάνοντας στο γηραιό σταμάτησε... Εκείνος τον κοιτούσε σαν να ήξερε...
Δύο χρόνια είχαν περάσει από τότε που έγινε η έκρηξη στην Αλ Αχμπαν και τον βρήκαν σχεδόν νεκρό να σέρνεται πριν τον μαζέψουν με το καραβάνι τους. Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν... Από πού ήταν ... Ποιο ήταν το όνομα του μα ούτε και πόσο ετών ήταν... Δε μιλούσε καθόλου.
Αναγκάστηκαν να του διδάξουν τη γλώσσα τους σαν συνήλθε και ανάρρωσε από τα τραύματα.. Έκτοτε περιφερόταν μαζί τους παντού... Μια ομάδα νομάδων που δεν είχε βάση ούτε και τόπο. Τόπος ήταν ολόκληρη η έρημος για αυτούς... Έμεναν σε ένα μέρος και ένα μήνα μετά η ανάγκη για ελευθερία τους ανάγκαζε να μαζέψουν τα καραβάνια και να ξεκινήσουν πάλι...

"hal 'ant bikhayr;" (Είσαι καλά;)
ρώτησε ο γηραιός και εκείνος πάσχισε να αναπνεύσει. Ο χώρος της σκηνής ήταν τόσο μικρός ενώ ο κόσμος που είχε μαζευτεί σαν ξεσηκώθηκε από τα ουρλιαχτά του, έπαιρνε όλο τον αέρα που είχε ανάγκη για να γεμίσει τα πνευμόνια του...
Άρχισε να χάνει το φως του ενώ η γυναίκα που ήταν πλάι του , έβαλε γρήγορα τα χέρια της πίσω από το κεφάλι του πριν σωριαστεί και εκείνος έχασε τις αισθήσεις του...

*******

Τιναχτηκε καταιδρωμενη και άρχισε να ουρλιάζει πιάνοντας τα σκεπάσματα του κρεβατιού μέσα στο σκοτάδι ώσπου το φως του δωματίου άνοιξε και η Ελίζαμπεθ μπήκε μέσα έντρομη

"Τι έπαθες κόρη μου!" αποκρίθηκε και πλησιάζοντας τη, έπιασε τα χέρια της που τα κουνούσε πέρα δώθε χωρίς σταματημό "Σσς... Ηρέμησε,  εφιάλτης ήταν... Όλα είναι καλά... Είσαι καλά..."
Η Λεϊλα κοίταξε το κενό μπροστά της και έτσι όπως τη κρατούσε η Ελίζαμπεθ, τη γραπωσε σφιχτά και πάτησε τα κλάματα.
"Σσς... Μη κλαίς..."

"Έγινε θρυψαλλα..." η φωνή της έτρεμε ολόκληρη και σε λίγο στο δωμάτιο έφτασε και ο Σεθ "Τον άγγιξα και έγινε σκόνη...." είπε πιο δυνατά βγάζοντας πνιχτους λυγμούς και η Ελίζαμπεθ την έσφιξε ακόμα περισσότερο στα στήθη της. "Ήρθε...."
Είχαν ξαναζήσει εφιάλτη της μα τούτος εδώ ήταν διαφορετικός.
"Ήρθε...." επανέλαβε εξαντλημένη και η Ελίζαμπεθ τη βοήθησε να ξαπλώσει κάνοντας νόημα στο Σεθ να φύγει έξω.

"Ποιος ήρθε κορίτσι μου;"

"Ο Ίαν..." αποκρίθηκε και τα μάτια της Ελίζαμπεθ γέμισαν με ένα παράπονο που τελειωμό δεν είχε....

❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top