Κεφάλαιο 31°
~Πυρ, μανια... καταστροφη... Αιμα... θάνατος παντού και πονος... Η ελπίδα ταξιδεύει και εσύ παλεύεις για μια αδύνατη επιβιωση...~
Τα τζιπακια σήκωσαν σύννεφα σκόνης καθώς έτρεχαν στην άμμο. Ο ήλιος είχε βγει για τα καλά και εκείνος κοιτάζοντας προς τα μέσα, άφησε τα δόντια του να τρίξουν. Μια τόση δα μικρή καλύβα έκρυβε μέσα της τον έρωτα της ζωής του. Τη παρηγοριά...
Τη γυναίκα που έμελε να είναι η πραγματική του αρχή μα και το τέλος όπως φάνηκε. Ήταν τόσο χορτατος όμως... Χόρτασε ευτυχία και ζωή πλάι της, εκεί που είχε σταματήσει να ελπίζει.
"Σαχάρ μου;" Αποκρίθηκε και μόλις εκείνη βγήκε ο Γκάμπριελ της χαμογέλασε "Θυμάσαι τι σου έχω πει να κανεις σε περίπτωση ανάγκης κορίτσι μου;" ρώτησε μαλακά και εκείνη συννεφιασε.
"Σκόνη...." ψέλλισε βλέποντας κάτι που έμοιαζε με θύελλα να πλησιάζει "Άντρα μου;"
"Σ'αγαπαω Σαχάρ μου... Πάντοτε σε αγαπούσα. Από εκείνη τη πρώτη μέρα που σε είδα να περπατάς τσακισμένη σε εκείνο το χωριό..." Ο Γκάμπριελ με ένα βήμα πήγε κοντά της και την έσφιξε σε μια αγκαλιά που σαν κι αυτή, δεν υπήρχε άλλη. Σαν να ήταν η τελευταία...
"Κάποτε είπες..." ξεκίνησε να λέει βουρκωμενη και με τρεμάμενη φωνή "Είπες πως δε θα με αφήσεις ποτέ μόνη..." Η Σαχάρ σήκωσε το χέρι της πάνω στο γέρικο πρόσωπο του και έβγαλε ένα πνιχτο λυγμο "Γερασαμε άντρα μου..."
"Το ξέρω κοριτσάκι μου..." αποκρίθηκε συγκινημένος
"Μαζί... Σε όλα μαζί... Ίσως έφτασε η στιγμή να φύγουμε παρέα για εκείνο το ταξιδακι που πάντα ήθελες να κάνουμε. Θυμάσαι;"
"Στα γαλανά νερά;"
"Ναι άντρα μου... Στη δική μας όαση... Εγώ και εσύ... Να ζω για σένα, εσύ για μένα και μαζί να φτιάξουμε ένα καινούριο κόσμο..." Η Σαχάρ άρχισε να παράγει δεκάδες δάκρυα και τα αυτοκίνητα πλησίαζαν
"Πήγαινε κρύψου να χαρείς... Δε το βαστάει η καρδιά μου να πέσεις πλάι μου... Θα φάω μερικούς... Μα σίγουρα όχι όλους... Αν σε πειράξει κανείς θα γίνω στοιχειό και θα σύρω κατάρα δίχως να ηρεμήσει η ψυχή μου. Κρύψου γυναίκα μου... Κρύψου!" αποκρίθηκε νιώθοντας πως το κακό πλησίαζε... Άκουγε πυροβολισμους στον ουρανό και κραυγές.
"Όχι!" η Σαχάρ τράβηξε στη καλύβα, έβγαλε τις καραμπίνες και δίνοντας του τη μια , στάθηκε πλάι του... "Φτάνει πια άντρα μου..." είπε χαμηλά και γεμάτη παράπονο "Με κούρασε η ζωή , δε το βλέπεις... Αλλάζει ο καιρός και μας πονάνε το κόκαλα... Πάμε να ηρεμήσουμε... Μαζί ..." είπε και χαρίζοντας του ένα φιλί, ο Γκάμπριελ της χαμογέλασε.
"Με έσωσες κάποτε..." αποκρίθηκε ήρεμος "Τότε που έχασα το κόσμο όλο εσύ ήρθες και μου τον πρόσφερες σαν ευλογία... Αιώνια θα είμαι δικός σου κοριτσάκι μου... Και αν αυτά τα γέρικα χέρια δεν αντέξουν να σε προστατέψουν, τότε θα πέσω πλάι σου , παίρνοντας μαζί μου, όσους μπορώ..." Ο Γκάμπριελ έσφιξε τη καραμπίνα σαν αναγνώρισε τα αυτοκίνητα και η ψυχή του πεταρισε στο στήθος. Κάτι πήγε λάθος... Κάτι σίγουρα ήταν άσχημο και εκείνοι ήρθαν για να τον σκοτώσουν...
Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στη Σαχάρ η οποία ήταν σταθερή πλάι του. Έμοιαζε με Ινδιάνα που ήταν έτοιμη να βγάλει μια ιαχή και να παραδοθεί στη μάχη.
"Καλό ταξίδι μάτια μου..." της είπε βουρκωμενος αυτη τη φορά και εκείνη γέλασε γλυκά
"Καλό μας ταξίδι άντρα μου... Μην μου αργήσεις... Ξέρεις πως δεν μπ..." Η σφαίρα καρφώθηκε απευθείας στο μέτωπο της πριν καν σταματήσει το αυτοκίνητο και ο Γκάμπριελ βγάζοντας μια δυνατή κραυγή που θύμισε λιοντάρι, έβγαλε όση δύναμη κρατούσε στη ψυχή, και όρμησε ουρλιάζοντας και πυροβολώντας ανεξέλεγκτα....
*******
"Η πόλη...." Η Λεϊλα σταμάτησε το άλογο της αξαφνα και κατέβηκε από αυτό λίγο πριν βγουνε από την έρημο
"Ανέβα πάνω να χαρείς! Τι κάνεις!" η Αναστασία σταμάτησε μαζί με το Νικ και κατέβηκε μονομιάς
"Πρέπει να συνεχίσουμε! Φτάσαμε Λεϊλά μου!"
"Όχι..." είπε έτοιμη να βάλει τα κλάματα και κοίταξε το Νικ. "Δεν έχω που να πάω Αναστασία μου... Πρέπει να γυρίσω..."
"Να γυρίσεις σε ποιον; Τρελάθηκες;"
"Δε ξέρω! Έχει μαυρίσει η ψυχή μου! Πόδι δε μπορώ να βγάλω έξω από αυτή τη καταραμένη έρημο ανάθεμα με!" Φώναξε και η Αναστασία τη κοίταξε έντρομη μα ο Νικ βλέποντας τη κατάσταση να ξεφεύγει, κατέβηκε και πήγε κοντά της.
"Φύγετε! Σώσε την..."
"Όχι" απάντησε με σταθερή φωνή ο Νικ. "Είτε θα ανέβεις στο άλογο είτε θα σε πάρω σηκωτη... Αυτές είναι οι εντολές και οι επιλογές..." αποκρίθηκε κάνοντας ένα ακόμα βήμα πιο κοντά "Φόβος είναι κορίτσι μου..." της είπε ελαφρώς πιο ήρεμος και χαρίζοντας της ένα χαμόγελο "Φόβος για την ελευθερία που δεν έμαθες ποτέ να έχεις... Σε παρακαλώ... Αν δεν ανέβεις , τα χάνουμε όλα... Όλα όσα παλέψαμε και καταφέραμε και όλα όσα θα είσαι σε θέση να ζήσεις από δω και μπρος... Μη φοβάσαι την ελευθερία Λεϊλά..."
"Δεν έχω τίποτα..." του απάντησε λυπημένη "Που να πάω; Πώς να ζήσω; Ποια θα είμαι; Πώς θα ανταπεξέλθω;" ήταν ταραγμένη και εκείνος την ένιωσε
"Κάποιος εκεί έξω..." της θύμισε γλυκά τα λόγια του Ιαν "Πιστεύει σε σένα..."
Η Λεϊλα χαμήλωσε το κεφάλι λυπημένη
"Όλοι πιστεύουμε σε σένα..." πήρε θέση η Αναστασία και ανοίγοντας τα χέρια της διάπλατα την αγκάλιασε "Πάμε κορίτσι μου ... Μη κάνεις πίσω τώρα... Μπορείς και το ξέρω... Χωρίς εσένα δεν θα αντέξω ούτε εγώ..." η Λεϊλα κοίταξε το Νικ ο οποίος της έκανε ένα ήρεμο νόημα να ανέβει ξανά επάνω και μαζί με την Αναστασία ξεκίνησαν να περπατούν προς τα άλογα
"Θα γυρίσει έτσι;" ρώτησε σαν έφτασαν κοντά και εκείνος της χαμογέλασε. Ήταν τόσο αγνή και όμορφη η ερώτηση της. Έκρυβε μέσα της ένα διαφορετικό είδος ανησυχίας και ο Νικ κατάλαβε μονομιάς πως ότι κι αν είχε περάσει εκείνη η γυναίκα, κατάφερε να νιώσει έστω και έτσι , με το δικό της τρόπο ένα πρωτόγνωρο άγχος για έναν άντρα που πάλεψε να τη βγάλει από τη κόλαση. Μια κόλαση που ήταν προερχόμενη μόνο από αρσενικά...
Αυτό ήταν αξιοθαύμαστο από μόνο του ...
"Πάντα γυρίζει..." αρκέστηκε να της πει και εκείνη με ένα σάλτο ανέβηκε στο άλογο της. Έριξε ένα βήμα προς τα πίσω για τελευταία φορά αγναντεύοντας την απέραντη έρημο, και ξεκίνησε...
*******
Είχε πετάξει κάθε τι από πάνω του που ήταν βάρος και κάθε τι που του προσέφερε παραπάνω θερμότητα και έτρεχε... Δε σταμάτησε να τρέχει δύο ώρες τώρα. Ο ήλιος έκαιγε και στη σκέψη πως αυτή τη στιγμή ο Νικ θα βρίσκεται ήδη στη πόλη, έβαλε ακόμα περισσότερη ώθηση στο κορμί του. Έφτανε... Έβλεπε από μακριά τη καλύβα του παππού του και όσο πλησίαζε άλλο τόσο ένιωθε τις αισθήσεις του να οργιάζουν. Έπρεπε να τον προειδοποίησει... Να τους κρατήσει ζωντανούς με κάθε τρόπο μέχρι να τελείωνε αυτή η τρέλα...
Τοποθέτησε το χέρι στη καρδιά του λαχανιασμενος μόλις πάτησε πόδι στα πρώτα αγριόχορτα που φύτρωναν από τα γύρω νερά και σταμάτησε για μια στιγμή έντρομος.
Ένας άντρας ήταν νεκρός...
Δικός τους άντρας... Αναγνώρισε την μαντήλα στο κεφάλι του...
Ο Ίαν έβαλε φτερά στα πόδια και σαν πλησίασε λίγο περισσότερο, κάθε γρήγορος χτύπος εξανεμίστηκε και η καρδιά σταμάτησε...
Δύο σώματα ακόμα ήταν πεταμένα καταχαμα ένα άλλα τρία παραπέρα μα εκείνος εστίασε μονάχα στα δύο...
"Παππού;!!" Φώναξε και έτσι όπως πήγε να τρέξει, μπουρδουκλωθηκε στα χώματα. Η πτώση δεν τον πτοησε όμως και άρχισε να σέρνεται ώσπου φτάνοντας στην είσοδο , σταμάτησε στα γόνατα και κοίταξε γύρω του... Η Σαχάρ ήταν νεκρή έχοντας στο κούτελο ένα μακάβριο κόκκινο ρυάκι αίματος να λαμπυρίζει σαν ζαφείρι κάτω από τον ήλιο και ο Γκάμπριελ κείτονταν πλάι της... Είχε δεχθεί πάνω από δέκα σφαίρες μα έμοιαζε να χαμογελάει κρατώντας το χέρι της...
Η όραση του θόλωσε μονομιάς ...
Οι γροθιές του έσφιξαν τα χώματα στις παλάμες και δαγκώνοντας τα χείλη του, τα άνοιξε και κραυγασε με όλη του τη δύναμη...
"ΘΑ ΣΑΣ ΘΑΨΩ ΟΛΟΥΣ!!!" σπαραξε και σκύβοντας , φίλησε το κούτελο του παππού του. "Συγχώρα με... Άργησα..." ψέλλισε τσακισμένος. "Ήρθα όμως..." συνέχισε και τριζοντας το σαγόνι του, σηκώθηκε. Σκούπισε τα μάτια του. Κοίταξε γύρω του και πήρε μια βαθιά ανάσα... Τα αίματα ήταν φρέσκα...
Αναγνώρισε τους τρεις άντρες από το σπίτι και πλησιάζοντας τον τέταρτο , τον γύρισε με το πόδι... Ήταν ο Ομέρ...
"Πέθανε... Μα σας γάμησε καριοληδες και τώρα εγώ , θα σας αποτελειωσω...."
Το αεράκι δεν είχε κρύψει ακόμα τα ίχνη από το αυτοκίνητο που έφυγε και σαν ξεκίνησε να τρέχει πίσω τους, είδε ένα ακόμα πίσω από τον αμμόλοφο παρατημένο. Ο Ίαν έτρεξε προς το αμάξι δίχως δεύτερη σκέψη, τα κλειδιά ήταν ακόμα επάνω και η μηχανή ανοιχτή. Σίγουρα δεν φαντάστηκαν ποτέ πως εκείνος ο γέρος θα ήταν ικανός να τους καθαρίσει...
Έχοντας τα ίχνη για οδηγό, έβαλε μπρος και πάτησε το γκάζι ενώ την ίδια στιγμή ένιωσε το κινητό του να χτυπάει. Πριν καν προλάβει όμως να το βγάλει, εκείνο σταμάτησε. Έκανε να δει μα ήταν κλειστό.
"Γαμωτο!" έβρισε χτυπώντας τα χέρια στο τιμόνι ώσπου σαν κατέβηκε έναν αμμόλοφο πρόσεξε ένα σύννεφο σκόνης στο βάθος και προσπάθησε να επιταχύνει μα ήταν αδύνατο. Όσο κι αν πατούσε το γκάζι εκείνο έμενε σταθερο.
Έχοντας χιλιάδες σκέψεις στο μυαλό για το Νικ, το κινητό, το παππού του και όσα μα όσα έγιναν, συνέχισε να το ακολουθεί θολωμένος ώσπου σαν είδε το σπίτι των Νατζίν να ξεπροβάλει και το τζιπ να τρέχει προς εκείνη τη κατεύθυνση, όλα έσβησαν. Δεν είχε ιδέα πόσους θα έβρισκε στο διάβα του μα θα τους τελείωνε όλους!
*******
Μπήκε γρήγορα μέσα και κλείνοντας τις πορτες άρχισε να φωνάζει τους άντρες του μα δεν ερχόταν κάνεις. Δεν ακουγόταν ήχος σε ολόκληρο το σπίτι...
"Χουσειν!! Μπαάρτ!!" φώναξε μα τίποτα
"Αμιρα! Τι διάολο!" άρχισε να ελέγχει όσες πόρτες έβρισκε μπροστά του ώσπου κατέληξε στη τραπεζαρία και σαν άνοιξε τη πόρτα , έμεινε παγωμένος στο θέαμα. Ήταν σκοτεινά παρά το φως του ήλιου εξω...
Κάθε τραπέζι, είχε μετακινηθεί έτσι ώστε να σχηματίζει ένα ολόκληρο πι παράλληλο με τους τοίχους του δωματίου ενώ το εσωτερικό , ήταν κενό και τα μεγάλα παράθυρα καλυμμένα με υφάσματα... Το φως που έμπαινε από ψηλά καθιστούσε την ατμόσφαιρα αποπνικτική και ίσως τρομακτική θα έλεγε κάποιος...
Ο Αμπντούλ προχώρησε έχοντας τα χέρια κολλημένα στο κεφάλι και αδυνατώντας να εξηγήσει το θέαμα...
Κάθε άντρας...
Κάθε γυναίκα του σπιτιού , είχαν τα κεφάλια τους πάνω ακριβώς στα πιάτα... Τα μάτια σχεδόν όλων ήταν ανοιχτά ενώ από τα χείλη τους κρέμονταν λευκοί αφροι...
Με βήματα σιγανα πλησίασε προς το σημείο που έμοιαζε με τη κεφαλή του πι και είδε την Αμιρα... Τα μάτια της ήταν ανοιχτά και έμοιαζε σαν να χαμογελάει...
Λίγο πριν βγει μια απελπισμένη κραυγή από μέσα του , πρόσεξε στα χέρια της ένα κομμάτι διπλωμένο χαρτί και το άρπαξε αμέσως
Ποτέ δεν ήμουν κτήμα κανενός...
Ευχομαι ολόψυχα το δέρμα σας να μη λιώσει... Τα κόκαλα να βγάλουν ρίζες και να μην βρείτε ποτέ τη γαλήνη...
Ο κάθε ένας δραπετεύει με το τρόπο του...
Ποτέ ξανά...
Ποτέ δε θα με αγγίξει κανείς σας...
Θα σας δω στη κόλαση καταραμένοι...
Ελπίζω να μη γύρισε κανένας σας ζωντανός ... Κι αν γύρισε , τότε ο χρόνος κυλάει αντίστροφα....
Τικ τακ...
Τα γκάζια της κουζίνας είναι ανοιχτά...
Μα ποιος θα μπει; Και ποιος θα βγει;
Η πόρτα ανοίγει , μα το κάνει μια φορά... Την επόμενη , οι βολοι θα σφυρίξουν, η σπίθα θα πεταχτεί και τέλος ....
Εύχομαι να σας δω στη κόλαση....
Ο Αμπντούλ έβγαλε τη κραυγή που κρατούσε και τσαλακωσε το σημείωμα μονομιάς ενώ το βλέμμα του έπεσε στη πόρτα... Ένα περίεργο πανί ήταν περασμένο από κάτω και έβγαινε προς τα έξω. Μα δε πρόλαβε να κάνει πολλά...
Άκουσε έντονο θόρυβο αξαφνα και τρέχοντας στο παράθυρο, πέταξε το πανί που το κάλυπτε και είδε ένα από τα αμάξια να πλησιάζει το σπίτι με μεγάλη ταχύτητα.
Μόλις σταμάτησε είδε τον Ιαν να κατεβαίνει εξαγριωμένος και ο Αμπντούλ άρχισε να ουρλιάζει δυνατά
"ΟΧΙ!!! ΜΗΝ ΑΝΟΙΞΕΙΣ!!!! ΜΗ!!!!!!!!"
*********
Τεράστια έκρηξη σημειώθηκε κυρίες και κύριοι όπως νιώσατε απο τις δονήσεις περίπου πέντε λεπτά πριν στη μέση της ερήμου του Αλ Αχμπαν και οι αρχές σπεύδουν ήδη στο σημείο... Δεν υπάρχει κανένα νεότερο και για ότι προκύψει θα είμαστε και πάλι κοντά σας... Η φωτιά και ο καπνός , είναι ορατά από διάφορα σημεία της πόλης και οι αρχές ζητούν τη κατανόηση των τουριστών μα μέχρι νεωτέρας, κάθε εξόρμηση στην έρημο αναβάλλεται... Για ότι νεότερο θα σας ειδοποιήσουμε αμέσως..."
Ο Νικ μπήκε στο ξενοδοχείο ενώ ακριβώς από πίσω του , η Αναστασία ακολουθούσε με τη Λεϊλα. Η μία έπιανε το χέρι της άλλης τρομαγμένες κοιτάζοντας γύρω τους ένα πολιτισμό που δεν είχαν ξαναδεί. Η Σάρτζα ήταν μια από τρεις μεγαλύτερες πόλεις.
"Νικ!!! ΝΙΚ!!!" ένα χέρι κουνήθηκε στο βάθος και εκείνος αναγνωρίζοντας αμέσως τον αδερφό του, γύρισε προς τις γυναίκες
"Πάμε! Τελειώσαμε..." είπε έχοντας ένα χαμόγελο το οποίο έσβησε μόλις ο Λέο πλησίασε
"Παναθεμα σας! Μου κόπηκε το αίμα με την έκρηξη! Πάλι καλά είστε εντάξει! Ο Ίαν;" είπε και ο Νικ που δε πρόλαβε να δει τι είχε συμβεί και ούτε ένιωσε τη δόνηση μέσα στο πανικό, γύρισε και τον κοίταξε περίεργα
"Ποια έκρηξη; Πρέπει να φύγουν αμέσως από δω!"
"Στις πρώτες συντεταγμένες που μου δώσατε Νικ... Πήρε φωτιά ολόκληρο το σπίτι στην έρημο... Τρελάθηκα..." Το αίμα του Νικ πάγωσε και γυρίζοντας προς τα πίσω κοίταξε μονάχα τη Λεϊλα...
Ήταν ένα βλέμμα που δεν ήξερε τι να πει ... Ένα βλέμμα που του βγήκε αυθόρμητα σαν να έπρεπε να της δώσει λόγο...
"Πρέπει να φύγουμε! Που σκατα είναι ο Ίαν! Έχω κανονίσει αεροπλάνο στο αεροδρόμιο και ήδη ένα αυτοκίνητο μας περιμένει από τη πίσω μεριά!"
"Πηγαίνετε μαζί του..." Αποκρίθηκε ο Νικ και η Αναστασία σφίχτηκε "Είναι αδερφός... Αίμα μου... Όπως και εγώ έτσι και αυτός ξέρει τι θα κάνει... Μη φοβάστε... εντάξει;"
"Φερτον πίσω..." ψέλλισε η Λεϊλα τόσο χαμηλά και τόσο αηχα σχεδόν που έμοιαζαν σαν τα χείλη της να κουνήθηκαν μονάχα τους...
"Πρέπει να φύγετε..." Ο Νικ, χάρισε μια αγκαλιά στην Αναστασία και ένα βλέμμα στη Λεϊλα και έπειτα κοίταξε τον αδερφό του "Σε ένα τέταρτο θέλω ήδη να πετάς!" είπε και εκείνος κούνησε το κεφάλι
"Η ζωή τους, η ζωή μου... Ξέρω καλά τι πρέπει να κάνω..." Απάντησε και ο Νικ ένιωσε περήφανος...
Ότι και να γινόταν, ότι κι αν θα είχε να αντιμετωπίσει σαν επέστρεφε στην έρημο, ένα ήταν σίγουρο...
Η Λεϊλα και η Αναστασία, ήταν ασφαλής...
Τους χάρισε και τους τρεις ένα νεύμα και δίχως άλλη κουβέντα έτρεξε μακριά...Η σκέψη πως ίσως ο Ίαν έπαθε κάτι σε εκείνη τη φωτιά, ήταν κάτι που τον έτρωγε από μέσα...
Ήταν κάτι που απλά δε μπορούσε να συμβεί... Το απαγόρευε ακόμα και στην ίδια τη μοίρα να το πράξει....
Έπρεπε να τον βρει και να τον φέρει πίσω ζωντανό...
Όπως ακριβώς της υποσχέθηκε με μόνο μια του ματιά...
Ζωντανό....
😔😔😔
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top