Κεφάλαιο 30°

~Οταν το τέλος έχει γραφτεί, ο απολογισμός σου είναι το μόνο που μενει~

Χρόνια ολόκληρα πέρασαν που έχω χάσει τον εαυτό μου. Έγινε μια μπάλα με οστά που ο ένας την πέταγε στον άλλο γελώντας.
Πέρασα πολλά...
Τα μάτια μου είδαν αλλά τόσα...
Πιστεύω να γκρεμίζονται στο βωμό της ηδονής και ψυχή να τρέμει στο άκουσμα μιας και μόνο λέξης...
Εκείνο το όνομα που παίρνεις με φώτιση από το Θεό, για μένα έγινε καταρα.
Πόσες γυναίκες έστειλα στο θάνατο, ούτε που ξέρω... Έχασα το μέτρημα. Τα έχασα όλα. Ξέρεις όμως κάτι θεέ;
Έρχεται η ώρα, εκείνη η πιο όμορφη στιγμή της ζωής σου, που ξέρεις ότι με μια μόνο πράξη σου, θα εξιλέωσεις ένα κομμάτι της ψυχής και θα φύγεις ήρεμη...

Σαράντα ένα πιάτα είναι μπροστά μου...
Σαράντα μία ψυχές στα χέρια μου...
Δεν υπάρχει σωτηρία λένε όταν φτάσεις στο βούρκο. Δεν σώζεις όταν μαθαίνεις να ζεις με δυνάστες. Και δυστυχώς στα μέρη μας, αυτό είναι μόδα...

Έχω δει γυναίκες ελεύθερες να περπατούν στην αγορά και ζήλεψε η ψυχούλα μου...
Τουρίστριες που έρχονται να πετάξουν την ακρίβεια τους μέσα στη φτώχεια μας και νιώθουν πως απέκτησαν όμορφες εικόνες και εμπειρίες σε τουτο το τόπο.
Γυναίκες που ποτέ δε θα δουν τη πραγματική ζοφεροτητα πισω από τις μαντήλες μας. Γιατί; Γιατί πολύ απλά δε θα το αντέξουν. Επιλέγουν να κλείνουν τα μάτια σκορπώντας τα χρήματα τους...χμ... Πώς το είχε πει εκείνη;
Α ναι... Σε διακοπές...
Τι είναι άραγε αυτό; Δεν ξέρω μα σίγουρα δεν αντιπροσωπεύει τη ζωή εδώ.
Μέσα από τα πανιά που κρύβουν τα χείλη μας, κρύβεται η απόλυτη δυσωδία αυτού του κόσμου. Πρόσωπα θλιμμένα. Ταλαιπωρημένα. Ξεχασμένα από της μάνας την αγκαλιά...
Αυτές είμαστε... Εμείς, οι άτυχες δούλες... Οι φτωχές γυναίκες που πουλήθηκαν για ένα κομμάτι ψωμί παραπάνω στο τραπέζι.
Καταραμένη να είναι η μάνα μου!
Καταραμένοι όλοι!
Παίρνω όλο το βάρος και όλη την ευθύνη και ας καω στη κόλαση...
Στη κόλαση ζούσα εξάλλου χρόνια τώρα.
Είτε επίγεια είτε όχι, δεν αλλάζει για μένα...

Μένει μονάχα ένα πιάτο για να γεμίσει στο τραπέζι και αυτό είναι το δικό μου...
Σαράντα δύο στο σύνολο ...
Και εγώ ούτε τα σαράντα δύο μου χρόνια έχω πατήσει ...

Πόσο άδικος είναι αυτός ο κόσμος για ανθρώπους σαν εμάς; Ανάθεμα αν κάποιος έχει πραγματικά αναρωτηθεί πως είναι η διαβίωση του φόβου και του τρόμου. Πώς είναι να ζεις με τη ψυχή στο στόμα και να τρέμει η καρδιά σου όταν σε κοιτάνε με εκείνο το αρρωστημένο βλέμμα. Αυτό είμαστε τελικά; Μια σάρκα για ικανοποιεί τις ανάγκες τους; Μάλλον ναι...

Το έκανα όμως το καθήκον μου...
Σωστά κωλογερε;
Τώρα θα σου φέρω πολλούς εκεί κάτω να σου κάνουν παρέα...
Ένα πράγμα μονάχα εύχομαι...
Να μη πάει στραφι αυτή η γιορτή...
Εγώ έγινα γυναίκα στα έντεκα...
Εκείνη από μωρό παιδάκι...
Πώς άντεξε κάποιος να ακουμπήσει ένα μικρό μωρό; Βρωμιζει η καρδιά μου στη σκέψη! Σάπιοι όλοι! Ως το κόκαλο!

Μα τώρα θα έρθει η κάθαρση όλων και ο καθένας θα κριθεί όπως του αξίζει ...

Συγχώρα με μάνα...
Μα σε σιχαίνομαι...
Αφήνω τη κατάρα μου πάνω σου... Με αυτή ξεκίνησα, με αυτή θα κλείσω...

"Γιατί αργείς κυρά μου; Έχουν μαζευτεί όλοι στην αίθουσα από την ώρα που τους το ζητήσατε..."

Η Αμιρα γύρισε και τη κοίταξε κρατώντας ένα άδειο πιάτο στο χέρι ενώ πίσω της ακριβώς είχε αραδιασμένα σαράντα ένα έτοιμα και γεμάτα με φαγητό.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, κοίταξε το πιάτο της και χαμογέλασε πιάνοντας τη κουτάλα. Το γέμισε και έπειτα κοίταξε τη κοπέλα που ήταν πλάι της τα τελευταία χρόνια.

"Ξεκίνα να σερβίρεις σε όλους Μελιτά... Κανένας δε θα μείνει νηστικός απόψε..." αποκρίθηκε και κρατώντας το πιάτο της στα χέρια, προχώρησε πρώτη προς τη τραπεζαρία....

*******

"Αναστασία μου;" Η Λεϊλα της χάιδεψε το μάγουλο απαλά και εκείνη ανοίγοντας τα βλέφαρα, στρίψε ελαφρώς τα μάτια της και κοίταξε γύρω της. Ο Νικ έσβηνε τη φωτιά, έξω είχε αρχίσει να χαράζει και ο αέρας που έμπαινε μέσα ήταν ελαφρώς πιο θερμός ."Καλημέρα κοριτσάκι μου... Σήκω... Ξεκινάμε..."

Η Λεϊλα την άφησε πηγαίνοντας προς τα άλογα τα οποία ήταν ήδη σηκωμένα και στη θέση τους μπροστά από τη σπηλιά και η Αναστασία αγκαλιάζοντας τον εαυτό της, ετριψε τα χέρια της.

"Κρυώνεις;" Ο Νικ άφησε κάτω το ξύλο που κρατούσε και τη πλησίασε μα εκείνη μαζεύτηκε αμέσως. "Μη φοβάσαι... Πώς είναι δυνατόν ακόμα να φοβάσαι... Δε θα δε πειράξω..."

"Αν τολμήσετε να κάνετε κακό στη Λεϊλα, θα σας σκοτώσω!" του απάντησε ξέροντας πως ήταν μόνοι και ο Νικ γέλασε . Η Αναστασία δεν ήξερε πολλά και η αντίδραση της σε συνδιασμό με το τσαγανό της μένοντας μόνοι, τον έκανε να νιώσει όμορφα μέσα στο πανικό της τελευταίας μέρας.

"Για αρχή, φόρεσε αυτό..." είπε και βγάζοντας τη ζακέτα του, τη πέρασε γύρω της ενώ εκείνη ακολουθούσε με το βλέμμα της σαν γεράκι τα χέρια του.
Ήταν δύσκολη η εμπιστοσύνη παρά τα συναισθήματα που της έβγαζε ο Νικ
"Ξέρεις που θα πάμε σήμερα;' τη ρώτησε και εκείνη έμεινε σιωπηλή.
"Στην ελευθερία μικρή μου... Γυρίζεις πίσω. Στη Ρωσία... Στη μάνα σου... Στους δικούς σου..."

"ΤΙ ΕΊΠΕΣ;!!" Η Αναστασία τιναχτηκε ολόκληρη μη πιστεύοντας στα αυτιά της

"Αυτό που άκουσες... Γι αυτό είμαστε εδώ... Βέβαια, η Λεϊλα δε ξέρω που θα θελήσει να πάει μα..." πριν συνεχίσει η Αναστασία έπεσε στα γόνατα της και άρχισε να του φιλάει τα πόδια αφήνοντας τον παγωμένο
"Σήκω πάνω! Για το Θεό γυναίκα!" Φώναξε αρπάζοντας τη από τα χέρια και σαν τη σήκωσε στο ύψος του εκείνη έβαλε τα κλάματα . Έκλαιγε τόσο δυνατά και τόσο γοερα που η Λεϊλα δεν άργησε να μπει μέσα τρέχοντας

"Τι συμβαίνει;!" ρώτησε αλαφιασμενη και η Αναστασία γύρισε βουρκωμενη προς το μέρος της

"Είναι αλήθεια; Πάμε σπίτι;" η φωνή της έτρεμε ολόκληρη και το γλυκό χαμόγελο της Λεϊλα , ήταν μια απάντηση που ούρλιαξε στα σωθικά της το παράπονο.

"Ναι κοριτσάκι μου... Αν φτάσουμε καλά, θα πάς επιτέλους σπίτι..."

"Πάμε! Μαζί μου θα έρθεις!! Θεέ μου!!" Τσιριξε από τη χαρά της και γύρισε προς το Νικ. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια της και τον αγκάλιασε σφιχτά χωρίς να σκεφτεί τίποτα άλλο.  "Να είσαι ευλογημένος...." Ψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή βάζοντας πάλι τα κλάματα από τη χαρά της. "Ζωη να σου δώσει ο Θεός να πιάσεις όσα αγαπάς  και να γίνουν δώρα στα χέρια σου..." Ο Νικ δεν είχε ιδέα πως να αντιδράσει ενώ η Λεϊλα χαμογελούσε γλυκά από πίσω. Τελικά πράγματι αυτοί οι άντρες, είχαν τιμή...

"Φτάνει κορίτσι μου... Έλα, πρέπει να ετοιμαστούμε πριν ανέβει ο ήλιος ψηλά..."

Η Αναστασία κοίταξε γύρω της και κοντοσταθηκε

"Ο... Τέσσερις δεν ήμασταν;" απόρησε και εκείνο το γλυκό χαμόγελο έγινε σύννεφο που επισκίασε το βλέμμα της Λεϊλα

"Τώρα είμαστε τρεις... Εκείνος έπρεπε να κάνει το καθήκον του και εγώ το δικό μου. Ένα καθήκον που αν δεν σας φτάσει με ασφάλεια στην ελευθερία δε θα εκπληρωθεί. Και τώρα ετοιμάσου... Φεύγουμε σε δέκα λεπτάκια..." πήρε ο Νικ το λόγο, και η Αναστασία καταλαβαίνοντας πως η Λεϊλα ήταν λυπημένη, κατέβασε το κεφάλι νιώθοντας μια περίεργη ντροπή για τη χαρά της.

"Όλα είναι καλά... Πρέπει να είναι..." Η Λεϊλα έσκυψε, πήρε τα πράγματα της και βγήκε έξω χωρίς πολλά πολλά.

"Θα σταματήσεις να κλαίς επιτέλους;" της είπε ο Νικ σαν έμειναν μόνοι "Όλα τελείωσαν..."

"Συγνώμη. Δε ξέρω για τι κλαίω περισσότερο... Για την ελευθερία; Τη μάνα μου; Τη κόλαση που αφήσαμε πίσω; Η τη Λεϊλα;" αποκρίθηκε αφήνοντας τα δάκρυα να πέφτουν "Κλαίει η ψυχή της... Δε το είδες;" συνέχισε και εκείνος κοίταξε προς τα έξω σκεπτικός. Ετοίμαζε το άλογο , έχοντας επιτέλους ελεύθερο το πρόσωπο και τα μαλλιά της να ανεμίζουν στον αέρα...
Τα μάτια της δε, έριχναν κλέφτες ματιές στο χάος της ερήμου, ενώ μπορούσε κάλλιστα να δει τα χείλη της να σέρνουν ένα αργό τραγούδι...

😔😔😔😔

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top