Κεφάλαιο 3°
~Ο ανώτερος άνθρωπος έχει απαιτήσεις από τον εαυτό του. Ο κατώτερος άνθρωπος από τους άλλους.~
Ξεφυσησε δυνατά. Κράτησε ακόμα πιο σιγά τους μοχλούς και έβαλε ακόμα περισσότερο πείσμα. Ο αέρας γέμισε τα μάγουλα του , το πρόσωπο κοκκινησε και σφίγγοντας τα δόντια έδωσε ώθηση και τα σήκωσε επιτέλους βγάζοντας ακαταλαβιστικους ήχους θηρίου. Εκατόν είκοσι ένα κιλά έβαλε στις μπάρες αυτή τη φορά. Δεν κατάφερε να σηκώσει τα εκατόν δέκα μα αντί να τα μειώσει , πεισμωσε σαν το μουλάρι και έβαλε ακόμα πιο πολλά.
"Ουαου!" ο Νικ μπήκε μέσα έχοντας μια πετσέτα στον ώμο και βαρεσε παλαμάκια ενώ την ίδια στιγμή ο Ίαν κατέβασε τα σίδερα που κρατούσε και απελευθέρωσε την ανάσα του καταιδρωμενος. "Μαλάκα βλέπω το έχεις τερματίσει έτσι;" σχολίασε μα εκείνος έπιασε το μπουκάλι με το νερό και ανοίγοντας το , έριξε όσο είχε πάνω στο κεφάλι του. "Τέτοια βλέπουν τα γκομενάκια και μετά απορεις γιατί δεν ηρεμείς!"
"Όρεξη έχεις πρωί πρωί;" απάντησε εν τέλει τινάζοντας τις σταγόνες από δω και από εκεί.
"Εγώ; Ή εσύ που κουβαληθηκες εδώ, ένας θεός ξέρει από τι ώρα και σηκώνεις βάρη;"
"Και τι θες να κάνω; Αύριο φεύγουμε Πρεπει να είμαι προετοιμασμένος... Κάτι που φυσικά θα έπρεπε να κανεις και εσύ!"
"Μα αυτό κάνω! Δε βλέπεις;" Ο Ίαν κοίταξε το καφέ που έφερε μαζί καθώς και ένα σακουλάκι με φαγητό και κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι.
"Το βλέπω που να μην έβλεπα. Τέλος πάντων. Στις εφτά ακριβώς να είσαι έτοιμος. Μην έρθω πάλι να σε πάρω και μου ανοίξει καμία ξεβρακωτη. Άλλη όρεξη δεν έχω πρωί πρωί να περιμένω πάλι"
"Γκρινιάζεις δίχως λόγο! Θαρρείς και σε χάλασε να βλέπεις τα οπίσθιά της να πηγαίνουν πέρα δώθε όσο περίμενες!"
"Εδώ δε χαλούσε εσένα ρε μαλάκα εμένα θα χαλάσει; Μάτια είναι και κοίταξε και για αυτό μας τα δώσε. Αυτό δε σημαίνει πως κάνω σα λυσσασμένο σκυλί γύρω από μια γκόμενα"
"Ότι κινείται... Εκτελείται!"
"Και ότι εκτελείται μετά μυρίζει σαν ψοφίμι το αφήνεις και πας στο επόμενο. Ξέρω ξέρω ξέρω.... Μας τα 'παν κι άλλοι αυτά"
"Αν είχα τις γκόμενες που σε τριγυρίζουν στο μπαρ κάθε βράδυ θα ήμουν θεός! Απορώ ώρες ώρες τι της βρήκες της Κάθριν και έχεις κολλήσει με την ίδια γκόμενα ένα χρόνο τώρα"
"Δε μιλάει πολύ" Του είπε σοβαρός και ο Νικ έσκασε στα γέλια
"Με δουλεύεις έτσι;"
"Καθόλου. Το πολύ μπλα μπλα μπλα, σου μου του και τα σχετικά τα απεχθάνομαι. Χάθηκε ο κόσμος δηλαδή να κρατάνε το στόμα τους κλειστό; Μια φορά πήγε να μου τραγουδήσει η Κάθριν και θα τη πετούσα από το μπαλκόνι!"
"Γιατί ρε φίλε...Και τι θες να κάνει δηλαδή;"
"Δε ξέρω. Αυτό που κάνει τέλος πάντων. Δε ρωτάει πολλά, δε δενομαι πολύ, κάνει καλό σεξ και είναι αρκετό"
"Κάποια στιγμή κακομοίρη μου, θα τη δαγκώσεις τη λαμαρίνα και εγώ θα είμαι εκεί να σου κουνάω το δάχτυλο μέσα στη μούρη, υπενθυμίζοντας σου τα λόγια σου! Να το θυμάσαι!"
Ο Ίαν έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας των λέξεων του και φόρεσε τη ζακέτα του.
"Στις 8 να είσαι ήδη όρθιος και έτοιμος. Το αεροπλάνο θα φύγει στις δέκα. Αν δεν είσαι έτοιμος φεύγω μόνος"
"Πολύ γκρίνια αδερφέ. Να το κοιτάξεις..."
"Γκρινιάζω γιατί έχουμε να κάνουμε ένα ταξίδι ως το Λος Άντζελες. Να προστατεύσουμε τη κακομαθημένη κόρη του δημάρχου για 72 ολόκληρες ώρες επειδή της σηκώθηκε να φύγει με το γκόμενο στη μέση του πουθενά και ξέρω από τώρα πως θα μου πιείς το αίμα!! Ρωτάς κι όλας και απορεις που γκρινιάζω!"
"Λίγο να μου έμοιαζες δηλαδή! Λίγο! Τέλος πάντων. Θα κάψω καμία θερμίδα γιατί έχω και ένα κορμί να διατηρήσω και θα πάω σπίτι χωρίς ξεβρακωτη απόψε οκ; Με τόση μουρμούρα μου έφυγε και η όρεξη!
Αύριο θα είμαι στην ώρα μου. Και όταν θα έρθεις μη ξέχασες καφέ!"
"Τώρα μιλάς σωστά. Εγώ πάλι, μια χαρά όρεξη έχω για τη Κάθριν, θα είμαι και στην ώρα μου γιατί έχει φάει το ξυπνητήρι εκ γενετής και σηκώνεται με τα κοκόρια και όλα κομπλέ" τον κοροιδεψε
"Ε τώρα τι να σου πω! Έχε χάρη που είσαι μικρότερος και δε χτυπάει μικρούς!"
"Ενώ αν δεν ήμουν, θα είχες ελπίδες!" ειρωνεύτηκε αμέσως γελώντας
"Εγώ φίλε αν θες να ξέρεις έχω το μυαλό!"
"Εγώ πάλι τα έχω και τα δύο...!"
"Πω πω σου μιλάω ειλικρινά ώρες ώρες θέλω τόσο πολύ να...."
"Να μου κάνεις φιλάκια και αγκαλίτσες;" αποκρίθηκε ο Ίαν στέλνοντας πεταχτά φιλιά προς το μέρος του ενώ μάζευε τα πράγματα του.
"Βρε άι στο διάολο ηλίθιε!"
"Κοίτα να δεις πως αλλάζουν οι ρόλοι βρε παιδάκι μου όμως... Μου φτιάξες τη διάθεση!"
Ο Νικ με μια κίνηση του όρμησε και ο Ίαν αντέδρασε αμέσως. Πιάστηκαν στα χέρια χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.. Σε λιγότερο από λεπτό, χτυπιοντουσαν στο πάτωμα μανιασμένα ώσπου ο Ίαν του κάρφωσε ένα αριστερό και έπειτα στο καπακι ένα δεξί κροσε και ο Νικ έπεσε ανάσκελα. "Φτάνει τη τρέλα μου μέσα!" φώναξε ενώ ξάπλωσε πλάι του και ο Ίαν λαχανιασμενος.
"Έχασες τη φόρμα σου!"
"Μη το πεις πουθενά αυτο!" τον απειλησε υπονοώντας πως τις έφαγε για τα καλά και ο Ίαν γέλασε.
"Κι εσύ δε πας πίσω όμως. Παραλίγο να μου βγάλεις το φρύδι!"
"Θα χαλούσε τη γοητεία σου;"
"Εννοείται!"
Γέλασαν μαζί και αφέθηκαν να βρουν τις ανάσες τους. Από παιδιά το να μαλώνουν ήταν κάτι αγαπημένο για αυτούς. Τεσταραν ο ένας τον άλλο αλλά ξεδιναν κι όλας. Βέβαια δεν ήταν πλέον παιδιά και είχαν πατήσει τα είκοσι και είκοσι τρία αντίστοιχα μα αυτό δε τους εμποδιζε. Ήταν ο δικός τους μοναδικός τρόπος επικοινωνίας που κανείς δεν καταλάβαινε και πλέον δεν έδιναν και σημασία. Μπορούσαν να πιαστούν παντού στα χέρια. Μέχρι και στο οικογενειακό τραπέζι. Όλοι όμως ήξεραν πως στο τέλος, τίποτα δεν είχε σημασία. Ήταν και πάλι μια γροθιά. Ίσως μία από τις πιο ισχυρές πλέον στην οικογένεια.
"Θα πας τελικά στη Κάθριν;" Ρώτησε ο Νικ ύστερα από λίγο
"Σιγά μη πάω... Θέλω να μελετήσω όλη τη διαδρομή από το σπίτι μέχρι το θέρετρο. Κάτι δε μου κολλάει με το γκόμενο στην όλη υπόθεση. Ο πατέρας της είπε πως συνήθως είναι χαρούμενη. Πάραυτα δεν είχε τόση ζωντάνια για το ταξίδι..."
"Πιστεύεις πως τη κακοποιεί;"
"Ίσως. Αν όχι σωματικά τότε ψυχικά. Καμία φορά η ψυχική βία είναι χειρότερη από κάθε άλλη... Σε κάνει να αισθάνεσαι άχρηστος. Υποχείριο του καθενός... Νομίζω πως κάτι μας διαφεύγει στην υπόθεση και δεν είναι απλά μια προστασία"
"Δεν έχεις άδικο... Από όσο κοίταξα και αυτός δεν ειναι από τα καλύτερα παιδιά. Χρωστάει από δω και από εκεί... Ίσως με κάτι την εκβιάζει"
"Ίσως... Ίσως και να είναι ενωμένοι για να εκβιάζουν το πατέρα της. Ποτέ δε ξέρεις με όσα έχουν δει τα μάτια μας..."
"Είναι και αυτό ένα σενάριο .." ο Νικ σηκώθηκε και τινάχτηκε ενώ απλώνοντας το χέρι προς τον Ιαν , εκείνος το έπιασε και σηκώθηκε με τη σειρά του.
"Πάντως χωρίς πλάκα, βαρέθηκα να σε βλέπω με αυτό το φυτό ρε συ... Σαν γλάστρα είναι"
" Όπως σου είπα, κάνει καλά αυτό που είναι να κάνει και μάλιστα εν γνώση της. Ξέρεις πως δε μαρεσει να πηδάω από και από εκεί και ούτε θέλω όμως και κάποια μόνιμη. Ήμουν ξεκάθαρος από την αρχη. Εκείνη το αποδέχθηκε και όλα καλά"
"Εσύ ξέρεις... Θα έρθει τελικά ο Σιμόν μαζί μας;"
"Καλύτερα να πάμε οι δυο μας όπως πάντα και αν χρειαστεί κάτι θα έχουμε το Λίαμ στη βάση. Ο πατέρας σου είναι απασχολημένος, ο δικός μου έχει τη μάνα μου και πίστεψέ με είναι ήδη αρκετό για εκείνον και ο Σιμόν σου εξήγησα πως δε το έχει... Ξέρω είναι ξάδερφος και αδερφός μα..."
"Σε μένα το λες; Θα ξεχάσω νομίζεις τη τελευταία φορά που πήγαμε στη Σάντα Ρόζα τι έκανε; Ρεζίλι θεέ μου... Απορώ ώρες ώρες σε ποιον έμοιαξε αυτό το παιδί! Μάλλον πήρε τη βλακεία από το πατέρα μου..."
"Είσαι ωραίος πάντως..."
"Πατέρας μου είναι Ιαν..." είπε πιο σοβαρά ο Νικ "Ότι κι έγινε για μένα πατέρας είναι ο Τζέρι και ειλικρινά όταν μου είπαν πως δεν είμαι παιδί του, γέλασα πολύ. Κανένας καριολης δε είναι ικανός να τον φτάσει ούτε στο μικρό του δάχτυλο!"
"Γι αυτό μαρεσεις..." του χάρισε μια αντρικια αγκαλιά και ο Νικ ανταπέδωσε. "Λοιπόν, φεύγω και τα λέμε το πρωί"
"Έγινε αδερφέ..."
***********
Ηνωμένα αραβικά Εμιράτα
Καμπίρ
"Κουνήσου!" έμπλεξε τα δάχτυλα του στα μαλλιά της και τραβώντας τα δυνατά, τη κλώτσησε παράλληλα στα οπίσθια και όσα καρβέλια κρατούσε στα χέρια εκείνα έπεσαν μονομιάς κάτω μαζί με εκείνη. "Άχρηστη!" είπε και αρπάζοντας ένα από τα ψωμιά της το πέταξε κατάμουτρα. "Το βράδυ θα σε στρώσω....και τώρα σήκω!"
"Λεϊλα;" σαν άνοιξε η πόρτα από το πλυσταριό και βγήκε από μέσα η Αναστασία , πέταξε αμέσως το κουβά με τα υφάσματα κάτω και έτρεξε προς το μέρος της. "Σήκω να χαρείς. Έλα να σε βοηθήσω..."
"Πήγαινε στη δουλειά σου εσύ!" ο άντρας τη κοίταξε εχθρικά βγάζοντας το τσιγάρο από τη τσέπη και η Αναστασία έσφιξε τα χείλη της.
"Θέλεις να μάθει ο Αμίρ τι έκανες;" είπε κοιτάζοντας τον εχθρικά.
"Και να μάθει; Πρώτη η τελευταία φορά θα είναι που πηδάω δουλικά! Τελειώνετε!"
"Αναστασία σταμάτα" η Λεϊλα της έπιασε το χέρι πριν μιλήσει και εκείνη ήταν έτοιμη να σκάσει. Ακόμα είχαν στα κορμιά τους τις βουρδουλιες της περασμένης εβδομάδας και δε θα άντεχαν κι άλλες.
"Έτσι μπράβο...και το βράδυ που θα έρθω στα δωμάτια σας θέλω πλυμένες και καθαρές!" η Λεϊλα ήταν πάντοτε η αγαπημένη όλων από μικρή. Είχε μια ομορφιά που όμοια της δεν είχαν ξαναδεί σε δούλα και ήταν η μόνη που κρατούσαν στο σπίτι όλη μέρα για να μη τη δει κανένας σείχης και τη πάρει με το έτσι θέλω. Μπορεί να ήταν μια από τις πιο πλούσιες οικογένειες μα όλοι έκαναν πίσω στα θελήματα των ισχυρών οι οποίοι δεν έπαιζαν.
Από θαύμα έφτασαν ως τα δεκαεπτά και οι δύο με όσα έζησαν από τη μέρα που τις αγόρασαν μαζι από το παζάρι... Ένα παζάρι κρέατος διαφορετικό από τα άλλα...Ήταν όμως τυχεροί που δε περνούσαν τα μεγάλα κεφάλια εκείνη τη μέρα. Της πήραν όσο όσο...
Ο άντρας χαμογέλασε με εκείνο το σάπιο του χαμόγελο και η ψυχες τους αηδιασαν.
"Μια μέρα ..." τον κοίταξε η Αναστασία γεμάτη μίσος "Μια μέρα θα φύγουμε από δω μέσα και εσύ θα πεθάνεις. Να το θυμάσαι..." είπε χωρίς φόβο και εκείνος σήκωσε το χέρι και κατεβάζοντας το για να τη χαστουκισει, η Λεϊλα αντέδρασε και μπήκε μπροστά τρώγοντας το εκείνη στη θέση της. Μάτωσε αμέσως και εκείνος εκνευρίστηκε περισσότερο. Ήταν η αγαπημένη του μεγάλου αδερφού...
"Πουτάνα!" την έβρισε έξαλλος σαν είδε το αίμα στα χείλη της και εκείνη γέλασε ενώ η Αναστασία άρχισε να τρέμει από τα νεύρα και το φόβο. Σπάνια η Λεϊλα κοιτούσε με εκείνο το βλέμμα. Ένα βλέμμα που έκρυβε μέσα του μεγάλο μισος και πόνο. Μα δε το έδειχνε ποτέ μπροστά τους και όσες φορές τόλμησε να τους κοιτάξει κατάματα , κατέληγε να ουρλιάζει όλη τη νύχτα. Πάραυτα όμως σηκώθηκε. Έστρωσε τη πεσμένη της αμπάγια και στάθηκε στο ύψος της.
"Με σημάδια θα πάω απόψε στον Αμίρ..." του είπε σοβαρή "Και μάντεψε τι συμβαίνει όταν με σημαδεύει κάποιος άλλος στο σπίτι..." του είπε κοιτάζοντας τον με μισή ματιά και εκείνος έσφιξε τις γροθιές του. Όλα σε εκείνη τη χώρα είχαν ιεραρχία... Ακόμα και η καταπάτηση ενός ανθρώπινου κορμιού. Πρώτα ο μεγάλος και μετά τα υπόλοιπα αδέρφια ... Μια άρρωστη κατάσταση που όμως μερικές φορές βόλευε από το έντονο ξύλο και τα ραπισματα.
"Αύριο όμως;" της είπε εξίσου σοβαρός... "Αύριο θα σε κάνω να μη μπορείς να σταθείς. Θυμήσου τα λόγια μου!"
"Μέχρι αύριο... Κανείς δε ξέρει αν ζει η πεθαίνει..."
"Εγώ θα φροντίσω να ζήσεις για να έχω την ικανοποίηση! Και τώρα δρόμο! Στρωθειτε στη δουλειά!"
"Τι γίνεται εδώ;" μια μεγάλη σε ηλικία γυναίκα μπήκε μέσα. Ντυμένη με ένα μαύρο τσαντόρ και έτοιμη να βγει εκτός σπιτιού.
"Οι δούλες καθυστερούν μάνα"
"Και εσύ τι κάνεις;! Έχουμε καλεσμένους απόψε άχρηστε!" φώναξε και η Αναστασία άρχισε να μαζεύει αμέσως τα ψωμιά πανικόβλητη. "Και εσύ! Πως τολμάς να υψώνεις το βλέμμα σου!" με ένα βήμα στάθηκε μπροστά από τη Λεϊλα και τη χαστούκισε με όλη της τη δύναμη. Μόλις το πρόσωπο της επανήλθε, η Λεϊλα κατέβασε το κεφάλι και γύρισε και από το άλλο μάγουλο ενώ η γυναίκα τη χαστούκισε ξανά.
Αυτός ήταν ο νόμος τους σπιτιού.
Δεν υπήρχε τίποτα πιο βίαιο στις οικογένειες από τη μάνα. Τη γυναίκα που επιλέχθηκε κάποτε ανάμεσα από άλλες για να γεννήσει τα παιδιά... Εκείνη ήταν η πιο σκληρή από όλες και όλα ...
Ο άντρας γέλασε πονηρά. Η μάνα χτύπησε. Εκείνος απαλλάχθηκε άμεσα από την οργή του αδερφού.
Η Λεϊλα έχασε...
"Θα σου τα βγάλω τα μάτια με τα χέρια μου αν υψώσεις ξανά το βλέμμα. Κατανοητό;" είπε πιάνοντας τη βίαια από το πηγούνι και εκείνη αρκέστηκε σε ένα νόημα. Ακόμα και να μιλήσει ήταν κάτι που το απαγόρευαν.
"Αν σας ξαναδώ να χασομερατε θα σας ρίξω από είκοσι τη καθεμία!" η Αναστασία ανατριχιασε στην αίσθηση της βεργας να σκίζει τη πλάτη της για ακόμα μια φορά ενώ η Λεϊλα έμεινε με σκυμμένο κεφάλι. Το αίμα έσταζε πάνω στο εκρου κουρελιασμενο ύφασμα με το οποίο τις έντυναν και τα μάτια είχαν κολλήσει στο έδαφος.
"Χαθείτε από μπροστά μου!" διέταξε και η Αναστασία σηκώνοντας το καλάθι, έπιασε το χέρι της Λεϊλα τραβώντας τη προς τα πίσω.
"Νομίζω πως ήσουν πολύ ανεκτική μάνα" τον άκουσαν να λέει "Δώσε μου άδεια να απαλλάξω τη κοντή από τις εργασίες και να τις μάθω τρόπους!" συμπλήρωσε λίγο πριν απομακρυνθούν και η Λεϊλα σταμάτησε απότομα.
"Τρελάθηκες; Πάμε μέσα!" εσκουξε η Αναστασία βλέποντας τη να σταματά μα κάτι μέσα στη Λεϊλα έσπασε. Στη σκέψη και μόνο να την ακουμπήσει ξανά , έβραζε το αίμα της. Ήταν ο πρώτος άντρας που την άγγιξε ποτέ...
Με κάθε τρόπο. Την έκανε γυναίκα στα δέκα της και έκτοτε το κορμί της, έγινε μια μπάλα ανάμεσα σε όλους τους αδερφούς. Ούτε περίμενε όταν την αγόρασε εκείνη τη μέρα. Την έσυρε σε ένα σοκάκι ενώ η Αναστασία περίμενε στο αμάξι, της ανέβασε το φουστάνι και της έμαθε από πρώτο χέρι τι σημαίνει να πεθαίνεις... Ποιος να νοιαστει όμως για έναν άντρα που ασελγει με αυτό το τρόπο σε ένα κοριτσάκι , σε εκείνη τη βρωμοπολη; Το φαινόμενο ήταν καθημερινότητα... Τα στόματα κλειστά. Τα μάτια σφαλιστα. Κανείς δεν ήξερε και όλοι είχαν γνώση. Όλοι ήταν ένοχοι σε ένα έγκλημα που έπαιρναν και οι ίδιοι μέρος.
"Λεϊλα μου , να χαρείς... Περπατα..." ψιθύρισε η Αναστασία για ακόμα μια φορά μα αντί αυτού όσο τον άκουγε να ζητάει άδεια άλλο τόσο έφτανε στα όρια.
"Αν πεθάνω αποψε, θυμήσου να είσαι δυνατή." Αποκρίθηκε ξαφνικά και γυρίζοντας ολόκληρη προς το μέρος τους, πέταξε την αμπάγια της κάτω και τη πάτησε αφήνοντας την Αναστασία να κοιτάζει έντρομη. Ήταν ο μόνος τρόπος διαμαρτυρίας στις δούλες των οικογενειών. Τους φορούσαν μια ειδική μαντίλα με τα αρχικά της οικογένειας σαν να ήταν μαρκαρισμένα ζώα για σφαγή. Άγραφος νόμος μεν , μα μερικές , ίσως οι πιο τυχερές έβρισκαν το δίκιο τους.
"Πως τολμάς δουλικό!" η μάνα μίλησε πρώτη και η Λεϊλα τη κοίταξε κατάματα
"Γυναίκα είσαι! Παιδιά γεννησες! Με τη βία στα φύτεψαν εκεί μέσα; Αν ναι.... Τότε είσαι ικανή να νιώσεις! Αν όχι ... Τότε θα έπρεπε ακόμα περισσότερο να προσπαθείς να καταλάβεις και όχι να κλείνεις τα μάτια!" το καλάθι με τα καρβέλια έπεσε από τα χέρια της Αναστασίας η οποία άρχισε να κοιτάζει δεξιά και αριστερά ψάχνοντας για οτιδήποτε μπορούσε να γίνει όπλο στα χέρια τους. Ή τώρα η ποτέ. Δεν θα την άφηνε μόνη.
"Κλείσε το ρημαδι σου πόρνη! Μιλάς στη γυναίκα του σπιτιού!" ο άντρας έβγαλε αμέσως τη βέργα από τη πλάτη μα σαν σηκωσε το χέρι για να τη μαστιγωσει , είδε τη μάνα του να μπαίνει μπροστά.
Με βλέμμα γεμάτο απαξίωση στάθηκε μπροστά από τη Λεϊλα και γέλασε.
"Όταν μια μάνα πουλάει το ίδιο της το σπλαχνο η αξία του αυτόματα μηδενίζεται για να θεωρείται άξιο..." είπε σηκώνοντας το κεφάλι περήφανα σαν το κόκορα. "Μάζεψε τη μαντήλα σου. Φόρεσε τη και συνέχισε τη δουλειά σου" ειπε απόλυτα σοβαρή
"Μανα!" Έφερε ένσταση αμέσως εκείνος
"Σιωπή Ρασάντ!" φώναξε δίχως να τον κοιτάξει "Είσαι τυχερή που είσαι η αγαπημένη του γιου μου..." ψέλλισε στάζοντας περιφρόνηση "Μπορεί να έχεις ένα όμορφο πρόσωπο, μα μη ξεχνάς πως είμαι ικανή να στο καταστρέψω μέσα σε μια βραδιά..."
"Κάντο επιτέλους!" τσιριξε σχεδόν η Λεϊλα και εκείνη γέλασε
"Για να σε απαλλάξω από το μαρτύριο; Νομίζεις είμαι τόσο χαζή που δε ξέρω τι θέλεις να πετύχεις; Μικρή ηλίθια δούλα... Σήμερα θα πλυθεις, θα ετοιμαστείς και θα γίνεις τροφή για τους καλεσμένους μας..."
"Όχι!" Αντιστάθηκε μα εκείνη γύρισε τη πλάτη και κοίταξε το γιο της
"Θέλω να μπορεί να περπατήσει και το πρόσωπο της να είναι άθικτο!" του δήλωσε γελώντας και εκείνος ετριψε τις παλάμες του ικανοποιημένος από χαρά.
"ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ!" ούρλιαξε η Λεϊλα και εκείνος έχοντας το ελεύθερο τη κλώτσησε με δύναμη στη κοιλιά και εκείνη σωριάστηκε κάτω... Η μάνα έφυγε, η Αναστασία έβαλε τα κλάματα και εκείνος... Εκείνος έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα...
🖤🖤🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top