Κεφάλαιο 21°


"Μαμά; Γιατί τους άφησες να με πονέσουν;"

"Γιατί πεινάμε..."

"Θα δουλέψω αν πεινάμε... Μα αν πεινάμε γιατί με γεννησες; Τόσα παιδιά αν δεν αντέχεις να τα ταισεις, δεν τα κάνεις..."

"Γιατί ήθελε ο μπαμπάς πολλά παιδιά... Δεν κάνεις για δουλειά. Είσαι μικρή"

"Μα πονάω μαμά... Κάθε φορά που έρχονται αυτοί και με ακουμπάνε πονάω..."

"Αυτή είναι δουλειά Λεϊλά. Μια δουλειά που κάνεις μια χαρά. Εγώ γέρασα πια..."

"Γιατί μόνο εγώ;"

"Γιατί εσύ είσαι η πιο όμορφη..."

"Μη με αφήσεις μαμά ξανά σε εκείνους! Δε θέλω να είμαι όμορφη! Πονάω!"

"Πάψε! Θα υπομείνεις όπως όλοι μας! Θέλεις να πεθάνουμε;"

"Όχι..."

"Τότε θα πας και ας πονάς!"

"Μα μανούλα... Αυτοί οι άνθρωποι... Κάνουν πάνω μου... Κλαίω μαμά... Κάθε φορά κλαίω μα δεν με αφήνουν. Δεν σταματούν να με πονάνε... Γελάνε μαμά... Εκείνα τα μουστάκια τους. Η βρωμιά τους..."

"Είπα πάψε! Γρήγορα τώρα να πας στο φούρναρη! Θέλουμε ψωμί!"

"Δε θέλω να πάω σου λέω!"

"Θα πας! Αν δε πας θα πεθάνω άκουσες;!!"

"Μα και εγώ νιώθω πως θα πεθάνω!!!"

"Ε τότε πέθανε!"

Φτάνοντας στη δυτική μεριά του σπιτιού σταμάτησε απότομα.
Πέθανε...
Η θύμησες από τότε που έπαψε να θεωρεί τη μάνα της , μάνα , ήρθαν σαν συνονθύλευμα εικόνων στα μάτια... Όπως και τότε έτσι και τώρα περπατούσε τοίχο τοίχο για να πάει στο φούρναρη. Ήταν μόλις έξι... Έξι ολόκληρα χρόνια ζωής χαμένα μέσα σε ένα μικρό κορμάκι που πάσχιζε να βγάλει τη μέρα προσευχόμενη να μη χρειαστεί να "αγοράσουν" κάτι για να φάνε. Τα στήθη της γέμισαν με αέρα σαν είδε ένα καθρέφτη στο τέλος του διαδρόμου και εκείνος βγήκε δύσκολα μετέπειτα. Σαν να μην αντεχε ούτε την εκπνοή να κάνει σωστά.
Κάθε πρωί σαν άνοιγε τα μάτια έβλεπε τον παιδικό εαυτό της να τη κοιτάζει στο καθρέφτη και έπαψε να αντέχει. Μήνες ολόκληρους είχε να κοιταχτει σε έναν... Στο παλιό το σπίτι είχαν ένα τεράστιο παλιό και θαμπό στο δωμάτιο του Αμίρ... Εκεί την βίαζε... Εκεί σιχαθηκε τη ζωή περισσότερο.

"Ξέρεις τι είσαι καταβαθος; Ένα τσουλάκι! Ξέρεις τι είναι τα τσουλάκια; Έμαθα τη λέξη από έναν δυτικό που ήρθε πρόσφατα στη πόλη... Είναι όλες αυτές οι πόρνες που τον τρώνε και το γουστάρουν καταβαθος... Αυτό είσαι Λεϊλα... Αυτό θα είσαι πάντα... Μια τσουλα! Η δική μου..."

Σιχαθηκε το βίο της για ακόμα μια φορά   ενώ φτάνοντας στο καθρέφτη γύρισε αμέσως το βλέμμα από την άλλη και σαν να τη κυνηγούσε κάποιος άρχισε να τρέχει μέχρι τα δωμάτια που υπήρχαν στο βάθος δίχως να ρίξει βλέμμα πουθενά. Φτάνοντας έξω από τις πόρτες σταμάτησε τρομαγμένη. Δεν είχε ιδέα αν τρόμαζε από τις αναμνήσεις η το είδωλο της μα σίγουρα ήταν ένας καταστροφικός συνδιασμός.
Έπιασε τη πρώτη πόρτα μα ήταν κλειδωμένη. Δοκίμασε την απέναντι και μόλις το χερούλι γύρισε , την άνοιξε και κοίταξε γύρω της. Είδε ένα περίεργο μηχάνημα πάνω στο τραπέζι, ένα σάκο που δεν έμοιαζε με τους δικούς τους και σίγουρη πως βρήκε το σωστό δωμάτιο μπήκε και έκλεισε τη πόρτα αθόρυβα.

Πόσο διαφορετικό έμοιαζε...
Ήταν στο ίδιο κτήριο μα είχε άλλο αέρα μέσα. Πρόσεξε λίγα αφημένα ρούχα στο κρεβάτι και απλώνοντας διστακτικά το χέρι της τα άγγιξε. Το ύφασμα ήταν απαλό. Δεν ήξερε τι είναι μα ήταν χοντρό και ζεστό. Το σήκωσε και πρόσεξε πως από πίσω κρεμόταν κάτι που έμοιαζε με σάκο. Πόσο περίεργο ήταν. Για μια στιγμή έτσι όπως το κοιτούσε χάθηκε σε αυτό και ξέχασε ακόμα και το λόγο που πήγε. Ήταν τόσο όμορφο στα μάτια της ενώ η ικανότητα να κρύβει τα μαλλιά της , τουλάχιστον έτσι όπως το φαντάστηκε πως λειτουργούσε, γέννησε μέσα της ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα.
Συνηθισμένη στα μεγάλα υφάσματα και τα μακριά πανιά που έκρυβαν το πρόσωπο , το σήκωσε και το κοίταξε καλύτερα. Δίχως να το πολυσκεφτει απομάκρυνε την αμπάγια της , έβγαλε και το πάνω ύφασμα της μπούρκας και σηκώνοντας τα χέρια της ψηλά προσπάθησε να το φορέσει.
Όλα όμως πήγαν στα ανάθεμα. Τα χέρια της μπλέχτηκαν, εκείνος ο σάκος βρέθηκε να κρύβει το φως της και εκείνη  άρχισε να παλεύει με ένα κομμάτια ύφασμα νιώθοντας ένα άγχος περιορισμού μα τη καταβάλει.

"Θα πεθάνω θεέ μου!" ψέλλισε ταραγμένη κουνώντας τα χέρια της ακανόνιστα ώσπου ξάφνου , ο σάκος κατέβηκε και βρήκε το φως της. Μόνο που εκτός από το φως, είδε και ένα χαμόγελο...

*****

"Θα την εξαφανίσω!" η Ζεχράν πήγαινε πέρα δώθε εκνευρισμένη ενώ η Σερίφ έκλαιγε πλάι της. "Δικός σου ήταν! Πώς τόλμησε να ρίξει επάνω του εκείνο το δουλικό! Ο Ραχίμ ήταν τρελός για σένα! Δε καταλαβαίνω! είσαι σίγουρη πως είδες να βγαίνει από το δωμάτιο του;"

"Ναι κυρά μου... Περπατούσε βέβαια με το ζόρι και είχε καλυμμένο το πρόσωπο μα είμαι σίγουρη πως ήταν εκείνη..."

"Πρώτα με κατηγόρησε για κάτι που δεν έχω ιδέα και τώρα σπρώχνει επάνω στο Ραχίμ τη δούλα της Λεϊλα! Ως εδώ! Πρέπει να πάρει ένα μάθημα πάση θυσία!"

"Όχι κυρά μου! Τόσες γυναίκες εξαφανίζονται συνεχώς! Κάτι μου λέει πως δε φεύγουν έτσι απλά... Μη το κάνετε!"

"Είπες πως την άκουσες να μιλάει με το Ραχίμ για αυτό! Πώς μου ζητάς να μη πάρω θέση; Με ποιο δικαίωμα του είπε πως είναι η κατάλληλη! Μήνες τώρα λιώνει στο δωμάτιο της σαν νεκρή και τώρα βγήκε να κάνει τι; Δε σηκώνω κουβέντα!"

"Κυρά μου... Μετά από όσα έγιναν με τη Μπασμά δε το κρίνω φρόνιμο..."

"Τρίχα δε πείραξα από τη Μπασμά , Σερίφ!!! Με βόλευε όμως που τη βρήκαν με καμένο πρόσωπο! Ήθελα να με φοβούνται! Το κατάφερα! Καμία δεν θα τον αγαπήσει όπως εγώ και ομολογώ πως το καταχαρηκα τότε! Αν δεν ήταν η Αμιρα στη μέση θα ήμουν η μόνη! Μα δε λέει να τα παρατήσει όπως βλέπω... Μέχρι και τραγούδι σηκώθηκε και είπε στη κηδεία! Νομίζω ανέχτηκα αρκετά! Ακόμα τις κρατάω το χαστούκι που τόλμησε να μου δώσει!"

"Κυρά μου; Σας κατηγόρησε ευθέως... Άκουσα κάποιες να λένε στον οντά πως εκείνη τη μέρα η Λεϊλα..."

"Η Λεϊλα;"

"Δεν ξέρω... Είπαν πως πριν τη κηδεία άκουσαν ουρλιαχτά από το δωμάτιο της και φωνές..."

"Δε νομίζω να ακουσαν σωστά Σερίφ. Ποιος θα τολμούσε να απλώσει χέρι πάνω της; Εκτός φυσικά από τον ίδιο τον Ομέρ που και πάλι, δε νομίζω..."

"Δεν ξέρω κυρά μου... Μα δεν την είδατε στη κηδεία; Περπατούσε με το ζόρι..."

"Αν ήξερα θα τη πρόσεχα μα δε το έκανα..."

"Μη πάτε σας παρακαλώ... Έχω κακό προαίσθημα..."

"Εντάξει. Όχι απόψε... Μα θα ενημερώσω τον Ομέρ μόλις επιστρέψει για όσα ξέρω!"

"Μη! Σας ικετεύω! Θα ρωτήσει ποιος τα είπε και θα βρω το μπελά μου!"

"Τίποτα δε θα βρεις! Πρέπει επιτέλους να δει καθαρά! Να διώξει αυτό το φίδι από δω μέσα το συντομότερο δυνατόν!"

"Και πάλι όμως ... Η Λεϊλα είναι εδώ. Τον παντρεύτηκε κυρά μου..."

"Τη Λεϊλα μπορώ να τη χειριστώ..." είπε σκεπτική και πιάνοντας τη κοιλιά της αναστεναξε "Θα του χάριζα διάδοχο... Μα όλα πήγαν στα κομμάτια!! Και το νιώθω! Το ξέρω πως αυτή η οχιά βρίσκεται πίσω από τη δηλητηρίαση που έπαθα! Τώρα όλα θα ήταν αλλιώς! Δε θα είχε ανάγκη καμιά άλλη παρά μόνο εμένα!"

"Μη ταραζεστε..."

"Πήγαινε Σερίφ... Θέλω να μείνω μόνη.."

*****

"Ποτέ δε πίστευα πως θα γελάσω τόσο βλέποντας μια γυναίκα να παλεύει με τη μπλούζα μου..." της είπε και εκείνη σαστισε "Έχεις ξεμαλλιαστει...μοιάζεις σαν να έδινες μάχη με θηρίο, έχεις τρομοκρατηθεί παράλληλα γιατί βρίσκεσαι στο δωμάτιο μου πιστεύοντας πως λείπω και ομολογώ πως η εικόνα από μόνη της, αρκεί για χίλιες λέξεις..."

Η Λεϊλα κούνησε τα χέρια της δίχως να πει κάτι προσπαθώντας να τη βγάλει από πάνω της μα κατέληξε στο κενό.

"Λέγεται φούτερ... Μπορώ;" ρώτησε ήρεμα πιάνοντας την άκρη από τα μανίκια και εκείνη πήρε μια έκφραση γάτας σε ετοιμότητα. "Απλά θα σε βοηθήσω εντάξει;" ο Ίαν κρατησε σταθερά τα μανίκια και της χαμογέλασε "Τράβα σιγανα τα χέρια σου προς τα κάτω..." είπε και εκείνη προς έκπληξη του υπάκουσε. "Και τώρα θα βγάλουμε το κεφάλι... Τη φόρεσες ανάποδα..." συνέχισε πιάνοντας το ύφασμα και τραβώντας το ψηλά , το έβγαλε από πάνω της ενώ εκείνη έψαξε αμέσως για την αμπάγια της. Βρίσκοντας το χοντρό πανί το έπιασε πανικόβλητη.

"Μη..!" της είπε σαν την είδε να κρύβει το πρόσωπο της ενώ το χέρι του κράτησε αστραπιαία το δικό της. "Δεν είναι ντροπή να δείχνεις τα μαλλιά σου... Ούτε το πρόσωπο σου είναι ντροπή... Τίποτα δεν είναι ντροπή Λεϊλά αν εμείς οι ίδιοι δε νιώθουμε ντροπιασμένοι..."

"Είναι η θρησκεία μου!" του ανταπέδωσε και εκείνος γέλασε

"Αλήθεια πιστεύεις πως μια θρησκεία είναι ικανή να μας κανει να ντρεπόμαστε για ότι έχουμε; Τη φοράς για τη θρησκεία ή για να κρύψεις το πρόσωπο σου εσκεμμένα;" Η Λεϊλα παρέμεινε σιωπηλή "Ξέρεις πόσο γλυκιά είσαι έτσι; Με τα μαλλιά σου ανακατεμένα... Τα μάγουλα σου κατακόκκινα και..."

"Γλυκιά;" Αποκρίθηκε περίεργα

"Δεν στο εχουν πει ποτέ;" Ρώτησε και στα μάτια της μαζεύτηκε μια ολόκληρη καταιγίδα...

Σαν λουκουμακι είσαι γλυκιά...
Φώναξε κι άλλο...
Έχω αδυναμία στα κοριτσάκια σαν εσένα... Αναρωτιέμαι αν σε έχει πειράξει κανείς...

Μη!!! Πονάω!!

Παρθένα μου είσαι από δω; Θα το απολαύσω σήμερα!

Άσε με!!!

Έτσι... Έτσι μικρή μου...
Τσιριξε! Πονάς; Σε σκίζω; Πες μου πώς αισθάνεσαι... Είσαι τόσο σφιχτή... Ξέρεις τι είναι σφιχτό; Το μικρό σου το...

Δάκρυα άρχισαν να ρέουν σαν ποτάμια από τα χαμένα στο κενό μάτια της και ο Ίαν αντιλήφθηκε αμέσως πως η λέξη της ξύπνησε σίγουρα κάτι κακό από το παρελθόν. Σίγουρα την ήξερε και σίγουρα ήταν λάθος. Έβρισε τον εαυτό του νοερά και παίρνοντας το ρίσκο , σήκωσε τα δάχτυλα του να σκουπίσει τα μάτια της μα η Λεϊλα έκανε ένα βήμα πίσω οργισμένη.

"Καταραμένοι όλοι σας!" φώναξε και κάνοντας να τον προσπεράσει για να φύγει εκείνος τη γραπωσε από τη μέση και τη τράβηξε πάνω του. Η Λεϊλα άρχισε να τον χτυπά με τις γροθιές της μα εκείνος τη κρατούσε σταθερά υπομένοντας κάθε της χτύπημα.

"Δεν είμαστε όλοι ίδιοι!" είπε δυνατά και εκείνη άρχισε να βγάζει κραυγές σε κάθε της χτύπημα "Χτυπα! Βγαλτο από μέσα σου μα κατάλαβε πως δεν είμαστε όλοι ίδιοι!!" σύντομα οι κραυγές της μεταμορφώθηκαν σε ένα άηχο κλάμα και όλη η δύναμη με την οποία τον χτυπούσε , εξανεμίστηκε. "Πόσο έχεις πονέσει θεέ μου στη ζωή σου..." αναρωτήθηκε φωναχτά κοιτάζοντας τη να καταρρέει σχεδόν και σφίχτηκε η ψυχή του.

"Μη... Μη με... Μη με αγγίζεις..." ψέλλισε με τσακισμένη φωνή  παρακαλώντας τον μέσω της χροιάς της και όχι απαιτώντας. Μια φράση που την έλεγε από παιδί μα κανείς ποτέ σε σεβάστηκε... Μια φράση που εννοούσε κάθε της λέξη αφού για εκείνη τα αγγίγματα ήταν κατάρα..
Πλέον δεν είχε καμία σχέση με τη γυναίκα που είδε τη προηγούμενη νύχτα. Έμοιαζε σαν ένα μικρό παιδάκι που έκλαιγε ψάχνοντας κάτι που ήξερε καταβαθος πως δε θα βρει ποτέ.
Ο Ίαν την έβαλε να καθίσει, πήρε τα χέρια του από πάνω της και γονάτισε μπροστά της

"Κοίταξε με σε παρακαλώ..." ζήτησε ήρεμα και έτσι όπως είχε το κεφάλι της σκυμμένο, ανέβασε μόνο το βλέμμα της και βρήκε το δικό του "Ακόμα κι αν χρειαστεί να δώσω τη ζωή μου, σου υπόσχομαι πως θα σε βγάλω από δω μέσα... Το καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω; Δε θα σου κάνω ποτέ κακό. Δεν θα σε αγγίξω ποτέ για να σε πονέσω... Σε σέβομαι... Δεν αισθάνομαι το πόνο σου μα τον σέβομαι απόλυτα. Τον κατανοώ ως ένα βαθμό... Δεν είμαι όμως σαν αυτούς που γνώρισες ως τώρα... Άσε με απλά να σου το δείξω. Σου ζητάω εμπιστοσύνη ξέροντας πως δε θα μου τη δείξεις μα γι αυτό είμαι εδώ. Για να σου αποδείξω πως είμαι άξιος αυτής..." Ο Ίαν έκανε μια παύση και βάζοντας το χέρι πίσω από τη πλάτη έβγαλε το περίστροφο του "Αυτό ήθελες έτσι; Νομίζεις δεν είδα πως το κοιτούσες χθες;" έπιασε το χερι της , άνοιξε τη παλάμη της και βάζοντας το μέσα τη κοίταξε σοβαρός "Ορίστε... Όλο δικό σου, οπλισμένο και έτοιμο ..." είπε και σηκώθηκε "Αν πιστεύεις πως θα σε βλάψω , ρίξε μου καθώς θα φεύγω... Αν δε το κανεις όμως , τότε αποδέχεσαι τα λόγια μου και..." σταμάτησε και αναστεναξε βαθιά "Και αν τα αποδεχτείς, ανάθεμα με θα δώσω ότι έχω για να ζήσεις ελεύθερη..." είπε και γυρίζοντας τη πλάτη του προς εκείνη πήγε μέχρι τη πόρτα αργά αργά... Κοντοσταθηκε περιμένοντας για λίγο κάτι, μα άκουγε μόνο τη γρήγορη ανάσα της. Έπιασε το χερούλι και σαν άνοιξε τη πορτα και βγήκε χαμογέλασε ανακουφισμένος....

❤️🖤🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top