Κεφάλαιο 13°
~Ψαχνεις, τρέχω, σε κοιτώ ...
Μακριά σου μένω και υπομένω. Μη με κοιτας... σαν όλους και εσύ μόνο θα με πονας...Δεν έχει ουσία η ζωή και εγώ δεν είμαι αυτό που νομίζεις..~
"Σκύλα!" το χαστούκι τη βρήκε ξώφαλτσα μα τόσο η Σερίφ όσο και μια άλλη κοπέλα τη κρατούσαν αρκετά γερά και η Ζεχράν τη χτύπησε για δεύτερη φορά πετυχαίνοντας το στόχο "Πόρνη του διαβόλου! Γιατί δεν βγήκατε όλοι τη νύχτα από εκεί μέσα; Σου είπα να μείνεις μακριά του και εσύ τον παντρεύτηκες! Καταραμένη πόρνη!" τσιριξε "Απολαυσες την ελευθερία σου έτσι; Από το πρωί περιμένω να επιστρέψεις αλλά δεν έχασες ευκαιρία! Ακόμα δε φόρεσες τη χρυσή τσαμπιά και πήραν τα μυαλά σου αέρα! Κόβεις βόλτες από δω και από εκεί ενώ εμείς ετοιμαζόμαστε για κηδεία! Φτηνή πόρνη!" συνέχισε τις προσβολές. Η Ζεχράν την περίμενε με τις σκλάβες της στους στάβλους σχεδόν από το πρωί.
Όπως είθισται έπρεπε να το υποτιθέμενο ζευγάρι να κατέβει μετά τη συνουσία στη κεντρική αίθουσα για γιορτή μα ο φρουρός ανακοίνωσε πως το γλέντι διαλύεται και πως ο Ομέρ δε θα προσέλθει μαζί της κάτω. Ιδέα δεν είχαν για το θάνατο του Καρίμ αφού εκείνες το έμαθαν επίσημα το πρωί και το μυαλό της Ζεχράν έπλασε τα πιο ξεδιάντροπα σενάρια. "Σερίφ!" διέταξε και εκείνη πιάνοντας το καμουτσίκι του άλογο της το έδωσε στο χέρι "Τώρα θα σου δείξω μια και καλή!" την απείλησε να σαν το σήκωσε για να τη μαστιγωσει ένα χέρι κρατησε το δικό της δυνατά. Η Ζεχράν γύρισε έκπληκτη αλλά και έξαλλη συνάμα και σαν είδε την Αναστασία τράβηξε το χέρι της με μένος
"Άλλη μια φορά να την αγγίξεις κυρά μου..." τη προσφώνησε όπως έπρεπε "Θα ξεχάσω τι είσαι εδώ μέσα και θα σου κόψω το κεφάλι. Έπειτα θα το δώσω στους κροκόδειλους και θα γελάω!" η Αναστασία είχε ένα βλέμμα τρελό. Τόσο τα χέρια όσο και τα πόδια της έκαναν ακατανόητες κινήσεις και η μια σκλάβα έκανε αθέλητα ένα βήμα πίσω "Εχω εντολές να τη προσέχω σαν τα μάτια μου από τον άρχοντα και μάλιστα να αναφέρω ότι περίεργο κι αν δω! Κατανοητό; Μου είπε ακόμα και τον ίδιο του τον αδερφό να δω να την αγγίζει να τον ενημερώσω άμεσα και θα του πάρει το κεφάλι! Αν δε με πιστεύετε μπορείτε να τον ρωτήσετε! Μα τελευταία φορά το λέω ... Με όλο το σεβασμό, αφήστε την γιατί εσείς θα μετανιώσετε!"
"Είναι τρελή κυρά μου... Πάμε να φύγουμε. Δεν έχουν λογική αυτές. Δε σκέφτονται καθαρά..." της είπε η μια σκλάβα μα η Ζεχράν βρισκόταν σε σοκ. Η Σερίφ όσο κι αν θέλησε να πάρει θέση βλέποντας την αφέντρα της σε αυτή τη κατάσταση σώπασε για να μην υποστεί εκείνη το μένος της.
"Τολμάς και με απειλεις;" ήταν τα πρώτα λόγια της Ζεχράν
"Εγώ; Καθόλου! Πρώτο δωμάτιο δεξιά στο τρούλο του σπιτιού! Εκεί να κάνετε παράπονα. Εγώ εκτελώ εντολές! Και τώρα κάντε στην άκρη και θα κάνω πως δεν είδα τίποτα για πρώτη και τελευταία φορά!" Η Αναστασία δεν έκανε διόλου πίσω ενώ η Λεϊλα είχε σηκωθεί , σκούπισε τα σκισμένα της χείλη και έφτιαξε τη πεσμένη της αμπάγια καλύπτοντας ξανά το πρόσωπο.
"Πώς... Μα πώς τολμάς! Ξέρεις ποια είμαι εγώ;! Ξέρεις ποια είναι η θέση σου; Να μου φιλάς τα πόδια! Αυτή είναι η θέση σου καταραμένο γυναιο!" Εκρωξε εκνευρισμένη
"Αρκετά!" Η Λεϊλα ανακτώντας τον εαυτό της ύστερα από τα αλλεπάλληλα χαστούκια που της χάρισε η αδερφή της, έκανε ένα βήμα προσπερνώντας τις σκλάβες και στάθηκε σαν ασπίδα μπροστά από την Αναστασία κοιτώντας τη Ζεχράν με μίσος.
"Δεν μπορείς να με αντιμετωπίσεις μόνη και έβαλες να με κρατήσουν δίνοντας μου ύπουλα χτυπήματα; Ντροπή της γυναικείας φύσης!" της είπε και γεμίζοντας τα στήθη της με αέρα της αστραψε ένα χαστούκι που όμοιο του η Ζεχράν δεν είχε ξαναφάει. "Δε θέλεις να με δεις να εκμεταλλεύομαι πραγματικά τη θέση μου και να σε πετάξω στα μπουντρούμια με μόνο ένα μου κούνημα... Το θέλεις;" την απείλησε νιώθοντας παράλληλα αηδία και μόνο στα λόγια που ξεστόμισε μα ήξερε καλά πως ήταν ο μόνος τρόπος να τη βάλει στη θέση της . "Μάζεψε τα δουλικά σου και πάρε δρόμο! Μη βρεθείς ξανά στο κατόπι μου γιατί στο ορκίζομαι στο αίμα που κυλάει στις φλέβες μου, θα σε σκοτώσω! Ακούς;"
Η Ζεχράν ζούσε το απόλυτο σοκ και εξευτελισμό. Κάτι που δε περίμενε ποτέ να νιώσει μα η Λεϊλα ήξερε πώς να τη πατήσει. Ακόμα και μέσα από τη μπούρκα της έβλεπε το αναψοκοκκινισμενο της μάγουλο και από τη μια ένιωθε ντροπή από την άλλη περηφάνια που την αντιμετώπισε κατά μέτωπο.
"Πάμε κυρά μου...." μίλησε πρώτη η Σερίφ και τη κράτησε από το χέρι.
"Αυτό θα μου το πληρώσεις ακριβά..." την απείλησε ευθέως μα η Λεϊλα γέλασε.
"Και μόνο που σε βλέπω σε αυτή τη κατάντια για ένα αρσενικό, ήδη πληρώνω τη ντροπή του αίματος μέσα μου. Ακόμα και να σε φτύσω , χαράμι θα πάει... Τέτοια ξιπασια δε τη περίμενα από εσένα... Κρατά τα λόγια μου αδερφή..." είπε προκαλώντας σοκ σε όλες τριγύρω ακόμα και στην Αναστασία "Κράτα τα καλά γιατί θα είναι τα τελευταία που θα θυμάσαι αν πλησιάσεις ξανά εμένα η την Αναστασία ..." της είπε τελεσίδικα και η Ζεχράν βγάζοντας ένα ήχο αγανάκτησης , πήρε τις δούλες της και έφυγε βιαστικά προς το κτήριο χωρίς λέξη.
"Αδερφή;" ψέλλισε η Αναστασία έντρομη σαν έμειναν μόνες... "Λυπάμαι Λεϊλά... Λυπάμαι..."συνέχισε αφού εν μέρη ήξερε πως είχαν πουλήσει και την αδερφή της κάποτε.
"Μη λυπάσαι... Δεν αξίζει η κατάντια της να τη λυπάσαι...Είσαι καλά;"
"Εγώ; Εσένα χτυπούσαν με μανία! Αν δεν τις έβλεπα τις αναθεματισμενες... Θεέ μου..."
"Μια χαρά είμαι..." αρκέστηκε να πει "Δεν έχω πρόβλημα. Αντέχω το ξύλο. Μα για δικό της καλό ελπίζω να μείνει πίσω..." συνέχισε και γυρίζοντας προς το άλογο έπιασε να το ξεσελωσει μα σταμάτησε. Εκείνος ο άντρας τα είχε δέσει τόσο σφιχτά που ανάθεμα για αυτό άργησε να μπει μέσα και τη στρίμωξαν στο στάβλο. Η Λεϊλα αναστεναξε και κοίταξε την Αναστασία "Θα βάλεις ένα χεράκι σε παρακαλώ;"
"Εννοείται ... Μα που ήσουν; Από το πρωί δε σε έχω δει πουθενά..." είπε πιάνοντας και εκεινη τη σέλα
"Έφυγα το ξημέρωμα... Ένας φρουρός ήρθε και ανακοίνωσε πως ο πατέρας του έπιανε από καρδιά στον ύπνο... Μου είπε να μείνω στο δωμάτιο μα δεν το άντεξα... Ήθελα αέρα... Πνιγομουν..."
"Γιατί το έκανες; Σε απείλησε έτσι; Βρήκε τρόπο να σε πατήσει είμαι σίγουρη ... Καταραμένοι άντρες! Υπόσχονται ελευθερία και τη δίνουν με ανταλλάγματα!"
"Ότι έγινε έγινε... Μη σε απασχολεί εσένα αυτό... Μα πόσο σφιχτά το έδεσε επιτέλους!" αναφώνησε τραβώντας με δύναμη τα λουριά και η Αναστασία τη κοίταξε με απορία
"Ποιος το έδεσε;" ρώτησε και η Λεϊλα άφησε τα λουριά απογοητευμένη και τη κοίταξε
"Δεν ξέρω..."
"Δε ξέρεις; Τι εννοείς;"
"Ήμουν στην όαση όταν ξαφνικά εμφανίστηκε κάποιος και τρόμαξα... Δεν ήταν από τα μέρη μας...Το άλογο δε με αφηνε να βάλω σέλα για να φύγω και εκείνος την έβαλε..."
"Σσς!!!! Μη φωνάζεις!!" η Αναστασία κοίταξε γύρω τους "Τρελάθηκες; Αν μάθει κανείς πως σε πλησίασε κάποιος θα γίνει χαμός. Σε πείραξε;"
"Όχι...Μα και να ήθελε, θα τον σκότωνα! Τι εννοείς θα γίνει χαμός;"
"Δεν έλεγα ψέματα Λεϊλά... Ο Ομέρ όντως μου έδωσε αυτές τις εντολές..." παραδέχθηκε "Όταν με φώναξε στο δωμάτιο του τη νύχτα που ήταν να σου φέρω τα ρούχα σου, μου το είπε ξεκάθαρα. Να γίνω σκιά σου... Να μην αφήσω κανένα να σε πλησιάσει. Γυναίκα και άντρα... Δε φαντάζεσαι με πόσο μένος μιλούσε για όλους... Τον φοβήθηκα για μια στιγμή..."
Η Λεϊλα σήκωσε το κεφάλι ψηλά και ανοιγοκλείσε τα βλέφαρα της αργά. Έπειτα έκανε στην άκρη τη μπούρκα της και έβγαλε από μέσα ένα σουγιά
"Θεέ μου που το βρήκες! Ξέρεις πως απαγορεύεται να έχουμε τέτοια!"
"Αν ήθελα θα τη σκότωνα. Και εκείνη, και αυτόν στην όαση. Τέλος τα παιχνίδια Αναστασία..." η Λεϊλα έπιασε το χέρι της και δίνοντας της το σουγιά τη φίλησε στο μέτωπο "Κράτησε το... Μη το δει κανείς. Αν κάποιος, οποιοσδήποτε σε πλησιάσει, μη διστάσεις. Εγώ είμαι από πίσω σου. Εντάξει;"
"Λεϊλά τρελάθηκες;"
"Απλά κράτα το! Θέλω να ξέρω πως θα είσαι ασφαλής!"
"Μα είμαι!"
Η Λεϊλα γέλασε
"Τώρα είναι που κινδυνεύεις πιο πολύ... Η Ζεχράν δε θα το αφήσει έτσι. Αν κάποιος σε πλησιάσει, απλά χρησιμοποιήσε το! Ότι κι αν γίνει εγώ θα αναλάβω τις ευθύνες..." Η Αναστασία δακρυσε και την αγκάλιασε
"Δε θέλω να μου πάθεις κάτι Λεϊλά. Θα τρελαθώ..."
"Μη σε νοιάζει για μένα... Είμαι καλά. Πρόσεχε τον εαυτό σου..."
*********
"Επιτέλους!" αναφώνησε ο Νικ σαν είδε ένα χαμόσπιτο από πέτρα να αχνό φαίνεται σε μια δεύτερη όαση κοντά στις συντεταγμένες "Εδώ πρέπει να είναι!"
"Μάλλον..." ο Ίαν κούνησε τα πόδια γρήγορα και η καμήλα αυτή τη φορά υπάκουσε πηγαίνοντας τον απευθείας εκεί που ήθελε. Όσο πλησίαζε έβλεπε όντως ένα μικρό παράδεισο. Δεν είχε καμία σχέση με την όαση που ήταν πριν. Υπήρχαν μέχρι και αυτοσχέδια σχοινιά για να απλώνουν ρούχα, τραπέζι από πέτρα, και γενικά ένιωθε σαν να πλησίαζε σε κάποιο ξεχασμένο από το χρόνο σπιτικό που πάραυτα του έβγαζε ένα όμορφο δέος.
Λίγο πριν σταματήσει είδε κάποιον να βγαίνει από το σπίτι. Ήταν γέρος μα καλοστεκουμενος. Είχε το χέρι στη πλάτη ενώ σαν πήγαν πιο κοντά, έβγαλε από πίσω ένα δίκανο σημαδεύοντας τους και ο Ίαν τραβώντας τα χαλινάρια, φρεναρε το ζωντανό σε δευτερόλεπτα ενώ ο Νικ, κατέληξε για ακόμα μια φορά στην άμμο αφού η δική του καμήλα σταμάτησε ακόμα πιο απότομα.
"Ποιοί είστε!" Ο γέρος είχε κοτσια και πυγμή στο λόγο
"Άσε κάτω το μαραφετι! Τρελάθηκες; Τι σας έχει πιάσει όλους ανάθεμα σε αυτή την έρημο , τη τύχη μου μέσα και εσένα μαζί για ζωντανό που δεν λες να ημερεψεις μου έχεις βγάλει τη πίστη από την.." Ο Νικ άρχισε να παραμιλα ενώ ο Ίαν κατέβηκε και χαμογέλασε.
Ο άντρας σαν τον είδε να χαμογελά πάγωσε ολόκληρος. Το όπλο του έπεσε από τα χέρια ενώ στα μάτια του έλαμψαν δάκρυα. Πήγε να κάνει ένα βήμα μα τα πόδια του τον πρόδωσαν από την χαρά και παραλίγο να πέσει μα ο Ίαν τον έπιασε
"Καταραμένος να είμαι μα αγόρι μου εσύ είσαι ίδιος...ίδιος ο...Ο Λόγκαν..." ψέλλισε και ο Ίαν χαμογέλασε περήφανα
"Καλώς σε βρήκα και εσένα παππού..." αποκρίθηκε και ο Γκάμπριελ βάζοντας τα κλαματα τον αγκάλιασε
"Σαχάρ!!! ΣΑΧΑΡ!!!!! ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ!! ΤΟ ΜΟΝΑΚΡΙΒΟ ΜΟΥ!!!" φώναξε στη γυναίκα του μα από πίσω φάνηκε και ο Νικ μέσα στις σκόνες
"Ε όχι και μονάκριβο! Κοτζαμ κούκλος εδω, εκείνον βλέπεις;!" αποκρίθηκε και ο Γκάμπριελ τα έχασε εντελώς.
"Ο πρωτότοκος της Βίβιαν παππού..." του είπε σιγανα σπέρνοντας αμέτρητα δάκρυα και εκείνος ανοίγοντας την αγκαλιά του , δέχθηκε και το Νικ μέσα ενώ από πίσω βγήκε και η γυναίκα του.
"Σαχάρ!! Μου έστειλαν τα αγόρια μου!!" ο Γκάμπριελ δε σταμάτησε λεπτό να τους φιλαει και τους δύο και να τους σφίγγει στην αγκαλιά του ενώ η Σαχάρ από πίσω έκλαψε αφού πρώτη φορά έβλεπε τον άντρα της σε αυτή τη κατάσταση. Τους άγγιζε τα πρόσωπα, τους φιλούσε, τους κοιτούσε περήφανος αλλά και ευτυχισμένος. Λόγια δεν υπήρχαν να περιγράψουν τα μέσα του και την ευλογία που ένιωσε ύστερα από τόσα χρόνια.
Ξάφνου όμως σοβαρεψε... Έπιασε με τις τεράστιες παλάμες του τα κεφάλια τους και τους κοίταξε καλά καλά "Ζήτησα είκοσι άντρες και έστειλαν εσάς..." αποκρίθηκε "Πείτε μου πως από κάποιο λόφο θα δω κι άλλους να έρχονται παιδιά μου..." συνέχισε αναστατωμένος
"Κάνουμε για είκοσι παππού!" απάντησε ο Νικ και ο Γκάμπριελ αναστεναξε
"Έχετε ιδέα από τους κινδύνους της ζούγκλας; Γιατί ζούγκλα είμαστε εδώ και όχι έρημος..." Ο Ίαν έκανε να βγάλει το σουγιά του για να του δείξει το σημάδι του και να ελαφρύνει το κλίμα μα εκείνος δεν ήταν πουθενά.
"Τι ψάχνεις γιε μου;"
"Θα ορκιζομουν πως... Πώς είχα πάρει το αγαπημένο μου μαχαίρι μαζί..."
Ο Γκάμπριελ γέλασε
"Σε λήστεψαν ακόμα δεν έφτασες;!" Αστειευτηκε με τη ψυχή του
"Ναι! Από ότι φαίνεται! Με λήστεψε μια κλέφτρα στα μαύρα..." απάντησε και ο Νικ τον κοίταξε περίεργα
"Που την είδες ρε;"
"Στην όαση πριν φτάσεις... Έκανε το μπάνιο της και σαν με είδε ντύθηκε και εξαφανίστηκε... Τέτοιο θηλυκό δεν ξαναδα στη ζωή μου... Μα κρύφτηκε πίσω από εκείνα τα μαύρα της ρούχα... Θα τη βρω όμως έχει κάτι δικό μου πλέον...και ανάθεμα αν είναι μόνο ο σουγιάς.."
Ο Γκάμπριελ έχασε το γέλιο του μονομιάς. Κοίταξε τριγύρω και έπειτα τους έκανε νόημα να μπουν μέσα.
"Πάμε μέσα... Πάμε λίγο να σας χαρώ και θα μου τα πείτε όλα... Και εσείς... Και εγώ... Όσο για αυτή τη κλέφτρα που λες γιε μου , πες πως απλά δε την είδες καν..." είπε και αφήνοντας τον Ιαν γεμάτο απορίες, μπήκε στο σπίτι "Άντε ντε!" φώναξε και εκείνοι τον ακολούθησαν...
🖤❤️🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top