Κεφάλαιο 11°

~Ενα όνειρο απατηλό σβήνει, μια ελπίδα πεθαίνει και καμιά άλλη δε γεννιέται... ο σπαραγμός γίνεται πέτρα στη ψυχή και η πέτρα μεγαλώνει.. γίνεται τέρας και σου τρώει τα σωθικα... Ένα ατέρμονο γιατί πλανάται και εσύ το κυνηγάς μα δεν το πιάνεις ποτέ... Κοιμήσου γλυκιά μου ψυχούλα... Δεν έχει αύριο για μας...~

~Και από τη βρωμιά, γεννιέται η δυσωδία, ο βούρκος το βδελυγμα και η αυταπάρνηση...~

Ολόκληρος ο διάδρομος μύριζε λιβάνι...
Παντού υπήρχε διάσπαρτος ένας απαλός καπνός που ταξίδευε τη μυρωδιά με το απαλό αεράκι και αναμεμειγμένο με τα αρώματα της γης που έμπαιναν από τα ανοιχτά παράθυρα έφτιαχναν ένα ονειρεμένο σκηνικό. Ονειρεμένο ίσως για άλλους μα όχι για εκείνη...

Ένα βήμα...
Δύο....
Τρία πριν το θάνατο του κόκκου....
Γιατί τόσο θα πουλιόταν η ψυχή της στο ζυγι της ζωής... Σαν ένας κόκκος...

Τα ακριβά ρούχα ανέμιζαν και το ρόδο που έμεινε πάνω στο δέρμα της άφηνε τη δική του σφραγίδα στο χώρο.

Ακόμα ένα βήμα... Ήταν μακρύς εκείνος ο διάδρομος τελικά μα και εκείνη δεν ήθελε να φτάσει στο τέλος του.
Η Αναστασία έπρεπε να μείνει πισω και η Λεϊλα συνέχισε μόνη. Περπατούσε με το κεφάλι ψηλά και καταβαθος ήξερε πως άξιζε. Ίσως η δική της ζωή δεν είχε πια σημασία μα η Αναστασία ήταν καταβαθος ένα μικρό αθώο πλάσμα μέσα της. Με εκείνη την αθωότητα και τη πίκρα στη ψυχή τους δηλητηρίασε όλους και όχι από το μίσος και τη κακία. Το έκανε από την αγάπη της προς τη Λεϊλα και εκείνη το ήξερε καλά αυτό.

Η πόρτα του δωματίου απ' έξω ήταν τεράστια και όσο πλησίαζε έβλεπε και τις μικρές λεπτομέρειες πάνω της. Ήταν σκαλιστή , έμοιαζε με μεγάλη καμάρα και ήταν βαμμένη στα χρώματα του κάστανου. Το ξύλο ήταν καινούριο ενώ τριγύρω της, η κάσα ήταν στολισμένη με λευκά πανιά που με τη κίνηση του αέρα έμοιαζαν σαν να χορεύουν ένα πένθιμο συρτό χορό. Σαν να ήξεραν πως όσα ακολουθήσουν πίσω από εκείνη τη πόρτα θα αποτελέσουν τη κηδεία της ψυχής της.

Φτάνοντας στο έξω, άφησε τα στήθη της να γεμίσουν με τις ευωδιές της γης και πιάνοντας το τεράστιο πόμολο, το χτύπησε μια φορά και περίμενε...
Τα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν μέχρι να ανοίξει η πόρτα ήταν και τα τελευταία της ενώ σαν άνοιξε επιτέλους ο Ομέρ έμεινε να τη κοιτάζει θαμπωμένος. Δεν της είπε κάτι, έκανε ένα βήμα στο πλάι για να της δώσει χώρο να πέρασε και σφίγγοντας τα χείλη μέσα από τη μπούρκα της, έσυρε το πόδι της και μπήκε μέσα.

Ακούγοντας πίσω τη πόρτα να κλείνει και το μάνταλο αυτής να κλειδώνει ύψωσε περήφανα το κεφάλι. Αυτό ήταν λοιπόν... Παραδόθηκε άνευ θελήσεως υπό τον όρο της ανιδιοτέλειας απο την αγάπη που γνώρισε στο πρόσωπο της Αναστασίας.
Το δωμάτιο του ήταν τεράστιο. Δύο μεγάλα λευκά ανάκλιντρα υπήρχαν δεξιά και αριστερά. Ένα διπλό κρεβάτι με ουρανό στο κέντρο, γραφείο, τζάκι στο πλάι για τις παγωμένες νύχτες της ερήμου και κουρτίνες... Είχε τόσα μα τόσα πολλά παράθυρα τριγύρω και όλα ήταν ορθανοιχτα. Αν πριν έβλεπε εκείνα δύο λευκα πανιά να χορεύουν τώρα έγιναν δεκάδες...

Ένιωσε τη θέρμη της αύρας του πίσω της η οποία συνοδεύτηκε αμέσως από το χέρι του, που άγγιξε τον ώμο της.
Η Αναστασία είχε εντολές να τη στολίσει με κάθε τιμή. Εκτός από τη καφέ ημιδιάφανη μπούρκα, φορούσε ένα στέμμα στο κεφάλι ενώ μέσα από αυτό έπεφτε κι άλλο ύφασμα πιο λεπτό μεν μα έκρυβε τα πάντα από εκείνη. Στο λαιμό είχε περασμένα χρυσά νομίσματα όπως είθισται να γίνεται για να τα βγάλει ένα ένα ο γαμπρός όταν την έκανε δική του ενώ στα πόδια ήταν ξυπόλυτη. Έθιμο που δήλωνε πως η νύφη υποδέχεται τη ζωή που της προσφέρει ο άντρας της, χωρίς ανταλλάγματα και με γυμνό πέλμα δείχνοντας παράλληλα την εμπιστοσύνη της με αυτό το τρόπο.

"Επισκιάζεις κάθε μυρωδιά εδώ μέσα..." της ψιθύρισε και η φωνή του έφερε ανατριχιλα στο αυτί της. Όσο πιο τρυφερά της μιλούσε άλλο τόσο τον σιχαίνονταν με όλο της το είναι. Θαρρείς και έκλεινε τα μάτια του στη πράξη ... Θαρρείς και η Λεϊλα ήρθε μόνη της και δεν την ανάγκασε εκείνος. Πόση ψευτιά έδινε ακόμα και στον εαυτό του; αναρωτήθηκε μα παρέμεινε σταθερή.
"Απόψε θα γευτώ το παράδεισο και θα έπειτα θα δεις τι σημαίνει αγάπη..."

"Για την αγάπη ήρθα μα όχι τη δική σου, εσύ εκτός από αποστροφή δεν έχεις να μου δώσεις τίποτα" Απάντησε χωρίς φόβο μα ήξερε καλά πως δε μπορούσε να φέρει πολλές αντιστάσεις. Τίποτα ακόμα δεν είχε γραφτεί και η μοίρα της Αναστασίας ήταν ακόμα στα χέρια της.

Ο Ομέρ έκανε ένα κύκλο γύρω της και σαν στάθηκε μπροστά της, έπιασε το στέμμα που φορούσε και βγάζοντας το, το πέταξε παράμερα. Ένα ύφασμα μείον για εκείνον και ένα βήμα πιο κοντά στο βιασμό για εκείνη. Άπλωσε τις παλάμες του στο πρόσωπο της και χάιδεψε τα γυμνά σημεία ενώ στο τελείωμα πέρασε το δάχτυλο του απαλά πάνω στα χείλη της. Τα άνοιξε, και το εισχώρησε στη στοματική της κοιλότητα. Χάιδεψε τη γλώσσα της και βγάζοντας το , το εγλυψε. "Απόψε θα κάνεις έρωτα για πρώτη φορά..." είπε και άρχισε να της βγάζει τη μπούρκα ώσπου την άφησε ολόγυμνη μπροστά του έχοντας μόνο εκείνα τα φλουριά να πέφτουν πάνω στα στήθη της. "Τόσο μοναδική..." της ψιθύρισε μαγεμένος ενώ μόλις το χέρι του άγγιξε το στερνό της η Λεϊλα αντέδρασε δίχως να το θέλει και αναπήδησε στη θέση της. "Μη φοβάσαι... Άσε τα χέρια μου να σου μάθουν Λεϊλά..." Ο Ομέρ έπιασε τη μέση της και κάνοντας μικρά βήματα προς τα πίσω την οδήγησε στο κρεβάτι. Όλα εκείνα τα αρώματα της γης πλέον της έφερναν αναγουλες. Την ώθησε απαλά και ξαπλώνοντας τη, έβγαλε το μανδύα του και απελευθέρωσε κι εκείνος τη γύμνια που έκρυβε από κάτω. Κάθε άλλη γυναίκα στο χαρέμι ίσως ανυπομονούσε για μια τέτοια στιγμή μα εκείνη ήθελε να ουρλιάξει.
Ο Ομέρ σκαρφάλωσε στο κρεβάτι , άγγιξε τα μπούτια της και μόλις έσκυψε για να τα φιλήσει η Λεϊλα και πάλι αναπήδησε απρόθυμα. Σαν να τον έδιωχνε από μόνο του το κορμί ενώ καταβαθος ήξερε τι θα ακολουθήσει.
Ο Ομέρ παραμέρισε τη κίνηση της και ξεκίνησε να τη φιλάει σιγανα κατά μήκος όλου του ποδιού ώσπου έφτασε στα πλούσια στήθη της και χαμογέλασε από ηδονη. Μόλις άνοιξαν τα χείλη του και ρουφηξε τη ρώγα της η Λεϊλα σφίχτηκε. "Απαλή σαν βαμβάκι ..." ψέλλισε χωρίς να σταματήσει και δαγκώνοντας τα χείλη του ανέβηκε πιο ψηλά ώσπου έφτασε στο πρόσωπο της.
"Πιο όμορφη ακόμα και από τη πιο μεγάλη φαντασία. Ακόμα και η άρνηση σου, βγάζει ηδονή και πρόκληση..."
Πήγε να τη φιλήσει μα εκείνη γύρισε το κεφάλι στο πλάι. Ο Ομέρ έβαλε τη παλάμη του στο πρόσωπο της και το έφερε ξανά στα ίσα του κοιτώντας τη.
"Σε έχουν φιλήσει ποτέ;" ρώτησε μα εκείνη στένεψε το βλέμμα της και τον κοίταξε με αποστροφή "Άσε με να σου δείξω τι εστί φιλί..." είπε πλησιάζοντας ξανά τα χείλη της μα εκείνη τα κράτησε κλειστά. Ούτε αυτό τον σταμάτησε όμως. Τα πιπιλησε σιγανα ενώ την ίδια στιγμή εχωσε το χέρι του στην περιοχή της και τη χάιδεψε θέλοντας να τη κάνει να αναστεναξει και να τα ανοίξει μα δε κατάφερε τίποτα. "Φίλα με" απαίτησε ελαφρώς πιο σοβαρός μα εκείνη γύρισε το κεφάλι από την άλλη δείχνοντας του ξεκάθαρα την άρνηση της.
"Δε θέλω να σε πονέσω Λεϊλά .."

"Κάνε ότι είναι να κάνεις...Ούτε πόνο έχω να δώσω. Ούτε τίποτα. Τελείωνε..." του είπε εξίσου σοβαρή μα εκείνος δε το έβαλε κάτω. Χάιδεψε τη περιοχή της πιο έντονα και μόλις το δάχτυλο του εισήλθε στο κόλπο της η Λεϊλα έκλεισε στα μάτια. Τον ένιωθε να την αγγίζει εκεί μέσα και φούντωνε ολόκληρη από αηδία. Δεν ήταν άσχημος άντρας ίσως μάλιστα ήταν όνειρο για αρκετές μα μόνο ασχήμια έβλεπε εκείνη. Η ασχήμια της ψυχής υπερτερούσε όλων...
"Νιώθω τα υγρά σου..."

"Και το αίμα σαν σε σκοτώνουν , υγρό είναι... Αυτό δε σημαίνει πως το θύμα επιδιώκει να ευχαριστηθεί το θάνατο..." του απάντησε και εκείνος γέλασε

"Λατρεύω ακόμα και το μυαλό σου Λεϊλά..."

Ο Ομέρ άνοιξε εντελώς τα πόδια της και χώθηκε ανάμεσα ενώ εκείνη μόλις τον ένιωσε να πιέζει τον εαυτό του μέσα της, βουρκωσε. Ίσως ήταν η μόνη αντίδραση που είχε ως τώρα και δεν κατάφερε να ελέγξει.
"Δική μου...." αποκρίθηκε γεμάτος ορμή και σαν βυθίστηκε μέσα της, η Λεϊλα έπιασε τα σεντόνια και τα κράτησε σφιχτά προσπαθώντας να διώξει εκεί το κλάμα και να μη πέσει από τα μάτια της.
Στη πρώτη κι όλας ώθηση και μόλις μπήκε ολόκληρος μέσα της ένιωσε να σπάει. Αυτό που δεν έβλεπαν άντρες σαν αυτόν ήταν πως μια γυναίκα που έχει υποστεί τέτοια κακοποίηση δε μπορεί ποτέ να ποτέ να ωραιοποίησει τη συγκεκριμένη πράξη. Όχι αν δε νιώσει τουλάχιστον σωτηρία στη ψυχή πράγμα σπάνιο... ακατόρθωτο σχεδόν...

Ο Ομέρ βογγηξε και καθώς έμπαινε και έβγαινε από μέσα της , τη φιλούσε στα χείλη ακατάπαυστα. Πλέον ακόμα και κλειστά ,δεν τον ενδιέφεραν. Απλά τα φιλούσε και ωθούσε τον εαυτό του μέσα της βλέποντας το κορμί της να πηγαίνει πάνω κάτω σε εκείνο το κρεβάτι. Τα στήθη της ακουμπούσαν το δικό του και έφτανε στην απόλυτη έκσταση.

"Μαγικό... Τόσο σφιχτή ανάθεμα σε... Καμία γυναίκα που δοκίμασα σαν εσένα δεν ήταν τόσο σφιχτή. Πώς διάολο είναι αυτό δυνατό ..." γρυλισε αυξάνοντας ρυθμο ενώ ο ιδρώτας του άρχισε να στάζει πάνω της. Πλέον έφτασε να κουνάει δυνατά και γρήγορα το κορμί του. "Βογγηξε για μένα! Σταμάτα να το αρνείσαι!" της είπε πιο θυμωμένα σαν επιβήτορας που δε παίρνει όσα θέλει και πιάνοντας τους καρπούς της στα χέρια του άρχισε να μπαινοβγαίνει μέσα της μανιασμένα "Θέλω τα πάντα σου! Όλα! Κάθε κομμάτι! Για μένα... Δικό μου για πάντα...!!" έλεγε και ξαναελεγε κουνώντας άγρια το κορμί του ώσπου κρατώντας τη δυνατά ανασηκωσε το κορμί της , τη γύρισε μπρούμυτα χωρίς να βγει από μέσα της και χίλιες θύμησες ξύπνησαν στο μυαλό της. Χώματα, λάσπες, σίδερα, πετραδάκια... Κάθε μέρος που ανάγκαζαν το κεφαλάκι της να τρίβεται ικανοποιώντας κάθε αρρωστημένη τους επιθυμία από παιδί.

Άκουγε τη λαχανιασμενη του ανάσα και θύμωνε ώσπου σαν κατάλαβε πως ήταν έτοιμος να τελειώσει και μάλιστα μέσα της, σαν περήφανο άτι όπως έλεγε πως ήταν, η Λεϊλα τον κλώτσησε και μαζεύτηκε σε μια άκρη σαν αγρίμι ενώ εκείνος παραπάτησε και τη κοίταξε έκπληκτος. Το μόριο του έσταζε την ηδονή του στο πάτωμα ενώ το στήθος του πήγαινε σαν τρελό πάνω κάτω. Δεν ήταν ηλίθιος όμως για να μη καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί ενώ από τη κίνηση της και το τρόπο αυτής, αντιλήφθηκε ακόμα και πάνω στην έκσταση του, πως δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιδρούσε έτσι.

"ΜΗ ΤΟΛΜΗΣΕΙΣ ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟ ΜΕΣΑ ΜΟΥ! ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΔΕ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΓΗ ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΟΣ ΑΝΤΡΑ ΣΠΟΡΟ!" του φώναξε τυλίγοντας τη γύμνια της με τα υφάσματα "Η
Οι μόνες αμαρτίες που κουβαλάω στη ψυχή είναι τρεις ..." Αποκρίθηκε αμέσως μετά πιο ήρεμη "Μη με αναγκάσεις να τις κάνω τέσσερις ποτέ..." του δήλωσε αποκαλύπτοντας του παράλληλα μια άγνωστη προς εκείνον πτυχή της ζωής της και ο Ομέρ μάζεψε σιωπηλός το μανδύα του , τον φόρεσε και αναστεναξε.

"Με συγχωρείς... Τρελάθηκα. Έχασα τα λογικά μου. Δεν ήθελα να σε πονέσω..." ξεκίνησε να λέει "Μα είτε το θέλεις είτε όχι, θα γίνεις η πρώτη που θα μου χαρίσει διάδοχο..." συνέχισε και η Λεϊλα τον κοίταξε γεμάτη μίσος αυτή η φορά. Ένα μίσος που πράγματι έβγαινε απο τη ψυχή και κατέληγε στα μάτια της.

Πριν του δώσει λίγο φαρμάκι για απάντηση η πόρτα άρχισε να χτυπά

"Άρχοντα! Άρχοντα! Ελάτε αμέσως!"

"Πώς τολμάς και με διακόπτεις!" φώναξε από μέσα ο Ομέρ

"Ο πατέρας σας άρχοντα!" είπε και του έκοψε τα πόδια..."Δεν αναπνέει..."

🖤😔😔😔😔😔😔🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top