Κεφάλαιο 10°
~Της αμαρτίας το κρίμα παραμένει κρίμα ακόμα κι όταν εσύ δε το βλέπεις... Ο έρωτας τυφλώνει, αλλάζει, σε κάνει να ξεχνάς...
Να διεκδικεις... Σε κάνει να απαρνιεσαι τα πιστεύω σου και να γίνεσαι σαν όλα αυτά που μέχρι πρότινος καταδικαζες...~
~Ο θάνατος τυγχάνει ων, ως εμοί δοκεί, ουδέν άλλο ή δυοίν πραγμάτοιν διάλυσις, της ψυχής και του σώματος απ’ αλλήλου~
Ψίθυροι , σουσουρο και έντονα βλέμματα. Ο οντάς όπως αποκαλούσαν το μέρος που έμεναν όλες οι γυναίκες του σπιτιού εκτός φυσικά από τις νόμιμες νύφες , ήταν κατάμεστος και επικρατούσε παντού μια αναστάτωση.
Ούτε η Ζεχράν όμως ούτε η Αμιρα κατέβηκαν. Όπως είθισται ήταν κλεισμένες στα δωμάτιά τους ενώ οι υπόλοιπες φρόντιζαν για τις ετοιμασίες.
Θα ήταν οι τελευταίες που θα κατέβαιναν.
Ο Ομέρ έδωσε σαφέστατες εντολές και ήξεραν όλες τη διαδικασία.
"Θέλω να δω τα μούτρα της Ζεχράν. Τίποτα άλλο μόνο ..." η Αναστασία προετοίμαζε ένα δίσκο για το προσωπικό δωμάτιο του Ομέρ σαν άκουσε μια μεγαλύτερη γυναίκα να ψιθυρίζει σε μια άλλη.
"Εγώ πάλι δε θέλω να δω τη κυρά μου αναστατωμένη..."
"Ναι, θαρρείς κι αν ήσουν εσύ στη θέση της Λεϊλα, θα έκανες πίσω για να μην αναστατώσεις τη κυρά σου Σερίφ!" την κορόιδεψε μα η Αναστασία σαν άκουσε αυτό το όνομα της φάνηκε γνωστό ώσπου σαν θυμήθηκε που το είχε ξανακουσει σήκωσε τα φρύδια της έκπληκτη και παρέμεινε με τη πλάτη γυρισμένη.
"Ναι αλλά δεν είμαι! Και αν θες να ξέρεις φυσικά και θα έκανα πίσω! Δε θα πήγαινα ποτέ κόντρα στη κυρά μου! Ξέρεις πόσες απολαβές έχω στα δωμάτια της; Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο και να χάσω την εύνοια;"
"Γιατί είσαι μια εσύ.... Ας μη το συζητήσω! Νομίζεις δεν σε έβλεπα να κρυφοκοιταζεις το μικρό άρχοντα;"
"Ο Ραχίμ είναι ελεύθερος! Γιατί να μη κοιτάζω;"
"Κακομοίρα μου... Ούτε έξι μήνες εδώ και σηκώνεις μπαϊράκι! Πρόσεχε όμως γιατί η κυρά που νομίζεις πως υπηρετείς έκαψε ολόκληρη τη καημένη τη Μπασμά πριν ένα χρόνο σαν σήκωσε βλέμμα πάνω της ο Ομέρ... Όσο καλή είναι μαζί σου τόσο εύκολα μπορεί να σε ξεπαστρεψει και να φανεί σαν ατύχημα όπως και εκείνης..."
"Έννοια σου και μην σκας για μένα... Ξέρεις τι πέρασα μέχρι να με βρει ο Ραχίμ και να με φέρουν εδώ; Αντέχω!"
"Και εμένα με μάζεψε ο Ομέρ αλλά ήξερα τη θέση μου και αρκέστηκα στη ζωή που έδωσαν... Δεν μπλέχτηκα ποτέ ανάμεσα τους και ούτε με ενδιέφερε. Μόνο που με γλίτωσαν από το σκλαβοπάζαρο για μένα ήταν όαση. Μπορεί να είναι καλοί , να βοηθάνε , να μας γλιτώνουν μα είναι άντρες Σερίφ... Έχουν ανάγκες και αν έρθει η ώρα να γίνεις μία από αυτές θα μπλέξεις... Να εύχεσαι που ζεις, τρως και κοιμάσαι ήσυχη χωρίς πολλά πολλά ..."
"Εγώ πάντως της το είπα της Ζεχράν... Αυτό το όνομα είμαι σίγουρη πως το είχα ακούσει στο πλοίο που μας έφεραν... Αν είναι η ίδια, τότε θα έχει μπλεξίματα. Από μικρή σε εκείνο το πλοίο τράβηξε τη προσοχή. Θαρρείς και δε μπορούσε να μείνει σιωπηλή όπως εμείς! Εκείνη τραγούδαγε!"
"Ε και; Δε καταλαβαίνω γιατί σε ένα κόσμο που μισεί τις γυναίκες οι γυναίκες μισούν περισσότερο Σερίφ... Ειλικρινά αυτό που λες είναι κακό .."
"Δεν είναι οι γυναίκες που μισούν... Αλλά το τρόπο που μια άλλη βλέπει τον εαυτό της... Κανείς δεν είναι ανώτερος. Εκείνη είχε μια υπεροψία που ούρλιαζε στα αμπάρια... Θαρρείς και τα είχε δει και τα ήξερε όλα! Δεν είδες όμως πως τη φέρανε εκείνη τη μέρα; Σχεδόν νεκρή!"
"Φαντάσου τι πέρασε..."
"Ή τι αναγκάστηκαν να της κάνουν για την ανυπακοή της!"
"Ντροπή σου!"
"Δε θα συζητήσω άλλο μαζί σου. Πάω να τελειώσω..."
"Ούτε και εγώ θέλω κάτι παραπάνω να ειπωθεί. Νομίζω άκουσα αρκετά! Κάθε μια εδώ μέσα έχει διασωθεί. Ίσως ζούμε καλύτερα να μη ξεχνάς πως όλες μας έχουμε κακοποιηθεί βάναυσα με κάποιο τρόπο! Λίγο σεβασμός στις γυναίκες δε θα έβλαπτε. Γι αυτό δε μου αρέσει καθόλου η Ζεχράν! Ξεχνάει τη κατάντια της! Ξεχνάει πως ήρθε εδώ μέσα και με πόσα τερτιπια τύλιξε τον Ομέρ. Τη λυπάμαι σαν άνθρωπο!"
"Αν σε ακούσει ξέρεις τι θα γίνει;"
"Τι θα γίνει; Θα βάλει να με δειρουν και μένα; Κάποια στιγμή ο Ομέρ και όλοι θα καταλάβουν τι κάνει εν άγνοια τους... Και τότε θα καταλήξει αντί για τα σαλόνια στα αλώνια ξανά. Να μου το θυμασαι!"
"Λέγε ότι θες!"
Η Σερίφ έφυγε έξαλλη και η γυναίκα αναστεναξε.
"Μικρές ανόητες κορασίδες... Τόσα ξέρετε τόσα λέτε και τόσα πράττετε..." μονολογησε και απομακρύνθηκε αφήνοντας την Αναστασία άφωνη με όσα άκουσε...
*******
Πέρασε το σφουγγάρι πάνω το χέρι της και το κατέβασε απαλά κατά μήκος του αφήνοντας το ρόδινο νερό, να μοσχομυρισει τα κύτταρα της. Επέλεξε το ρόδο και εκείνη όσο κι αν σιχαίνονταν τη μυρωδιά το αποδέχθηκε.
Ετριψε σιγανα το λαιμό της για να εξαγνίσει την αμαρτία που θα έμενε αργότερα πάνω του και αφήνοντας παράμερα το σφουγγάρι βυθίστηκε ολόκληρη μέσα στο λουτρό. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα κάτω και έπειτα βγήκε ξανά στην επιφάνεια. Σκούπισε τα μάτια της , άπλωσε το χέρι για να πάρει το ύφασμα που έμοιαζε με πετσέτα και βγαίνοντας τυλίχθηκε με αυτό. Σπάνια κάποιος έβλεπε τα μαλλιά της πεσμένα κάτω και όχι κρυμμένα πίσω από την αμπάγια της. Έφταναν ως τα οπίσθιά και έλαμπαν. Δεν είχε ούτε μια μελανιά πλέον. Μόνο τις διάσπαρτες ουλές σαν θύμησες για όσα πέρασε όλα αυτά τα χρόνια στη ζωή της.
Κοίταξε προσεκτικά τη καινούρια μπούρκα που ήταν αφημένη στο κρεβάτι και με βλέμμα κενό την ξεδίπλωσε. Ήταν ένα ημιδιαφανές κιμονό στα χρώματα του καφέ ενώ στις άκρες του είχε για τελείωμα λευκή δαντέλα. Ποτέ πριν δεν χρειάστηκε να κάνει κάποια προετοιμασία για να πάει στο θάνατο μα να που τώρα, ετοιμάζονταν για εκείνον με κάθε τιμή.
Κάθε κίνηση που έκανε ολοένα και τον πλησίαζε ... Φλέρταρε μαζί του και αποδεχόταν τελικά τη μοίρα της. Ένα σιωπηλό συμβόλαιο με τη κατάντια της ίδιας της ζωής της. Έκλεισε για λίγο τα μάτια σαν ήχησε στο αυτί της το καμπανάκι των φρουρών απ' έξω.
Τη γύρισε χρόνια πριν... Ήταν δεν ήταν έξι στα εφτά. Ο ψαράς της πόλης είχε ένα τέτοιο καμπανάκι για να μαζεύει κόσμο. Φώναζε για τη πραμάτεια του μα τα ριάλ για ένα ψάρι ήταν ελάχιστα...
Πόσο κάνει αυτή η ρέγγα;
Δώδεκα ριάλ ! Φρέσκια είναι.
Με πέντε να πάρω τη μισή;
Δε δίνω μισαδια.
Μα δεν έχω αλλά ριάλ. Θα στα χρωστώ
Ούτε βερεσεδια δίνω
Μπορώ να σε πληρώσω αλλιώς;
Τι εννοείς;
Πέντε ριάλ και τη μικρή για μισή ώρα... Δέχεσαι;
Αυτό το πράμα; Τι θα κάνει αυτό;
Ξέρει τη δουλειά της. Σωστά Λεϊλά;
Σωστά... Πολύ σωστά... Ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να υποστεί και αν και τόλμησε να κρυφτεί πίσω από τη φούστα της μάνας της δε γλίτωσε από τα χαρωπά μούσια του ψαρά...
Ούτε όμως από του φούρναρη... Του μανάβη... Δε γλίτωσε από κανενός την ανθρωπιά. Ζώα που για λίγο σάρκα ενός παιδιού έδιναν τη πραμάτεια τους όσο όσο...
Το δάκρυ που τόλμησε να βγει σαν σπίθα στα φλεγόμενα μάτια της, έμεινε εκεί και στέγνωσε... Έσβησε μέσα στη φωτιά που έκαιγε τα στήθη της και αφήνοντας το ύφασμα που έκρυβε το κορμί της να πέσει, έπιασε τη μπούρκα και τη σήκωσε. Πέρασε πρώτα τα χέρια της και μόλις το ύφασμα κάλυψε το κορμί της , σφίχτηκε.
Δεν ήταν ψάρι, ούτε ψωμί μα ούτε πατάτες το ξεπούλημα της τούτη τη φορά... Ξεπούλησε όσα όρκισε τον εαυτό της να μην αποδεχτεί ποτέ για μια άλλη ψυχή... Μια ψυχή που της στάθηκε όσο κανένας άλλος...
Τη ψυχή της Αναστασίας...
Ο Ομέρ είχε τρελαθεί μαζί της... Όσο η Λεϊλα παρέμενε σε άρνηση εκείνος τρελαινοταν από έρωτα. Ώσπου η τρέλα της έστειλε τελεσίγραφο δύο ημέρες πριν...
Γιατί συνεχίζεις και με απαρνιεσαι; Σου έδωσα ελευθερία. Σου έδωσα όσα όσες θα ζήλευαν! Εσύ ούτε βγήκες από αυτό το δωμάτιο... Κοίταξε με Λεϊλά!
Άφησε με! Σου είπα πως αν τολμήσεις και με ακουμπήσεις θα σε σκοτώσω! Δεν ήρθα εδώ για να γίνω υποχείριο κανενός! Προτιμώ να πεθάνω στην έρημο! Κατάλαβες;
Θα γίνεις δική μου... Δεν βλέπεις πως δε μου έμεινε μυαλό; Ακόμα και τα ρούχα που ακουμπάνε το κορμί σου με τρελαίνουν... Από την μέρα που σε είδα στην αγορά δε σκέφτομαι τίποτα άλλο παρά μόνο τα μάτια σου... Ένας άγγελος είσαι...
Μακάρι να ήμουν... Μα ανάθεμα αντί για φτερά εγώ έχω αλυσίδες!
Ελεύθερη θα είσαι!
Δίνοντας σου το κορμί; Αυτό λοιπόν σε νοιάζει;
Έκανα τα πάντα! Δε μου αφήνεις επιλογές!
Λέγοντας μου ότι θα διώξεις στην έρημο την Αναστασία , το μόνο που καταφέρνεις είναι να με κάνεις να σε μισήσω!
Να με αγαπήσεις θέλω! Να δεις πως δε μοιάζω με κανένα. Μυαλό δεν έχω για τίποτα. Λυπήσου με και δεξου με στα χέρια σου... Δεν έχω ξαναδεί γυναίκα άλλη σαν εσένα στη ζωή μου...
Η αποδοχή θέλει δύο για έρθει... Και εσύ έχεις χάσει ακόμα και την εύνοια που ίσως σου έδειχνα με τα λόγια και τις πράξεις σου. Δε διαφέρεις σε τίποτα από όλους αυτούς που πέρασαν από τη ζωή μου!
Θα δεις ... Θα δεις πως μόλις με δεχτείς θα αλλάξουν όλα... Δεν αντέχω άλλο Λεϊλά... Πρωί βράδυ μόνο εσύ πετάς στα μάτια μου... Συγχώρα μα, μα δεν μου αφήνεις επιλογές να σου δείξω και να σου διδάξω την αγάπη...
Έτσι θα με διδάξεις αγάπη; Αυτό πιστεύεις πως είναι η αγάπη; Ιδέα δεν έχεις τι είναι αγάπη... Ξέρεις γιατί; Γιατί ούτε εγώ έχω... Δεν ξέρω τι σημαίνει αγάπη για να μάθω να την διεκδικώ και ούτε θέλω...
Γι αυτό σου λέω ... Άφησε με ... Θα αγαπήσω κάθε τι επάνω σου. Όλα σου ... Και εσύ θα είσαι δική μου μόνο. Μπορώ να απαρνηθώ για σένα τη Ζεχράν ακόμα και τη Αμιρα... Καμία δεν έχει αξία μπροστά σου. Καμία δε θέλω. Ποτέ ξανά...
Λυπάμαι Ομέρ... Μα τα τέρατα τελικά αλλάζουν απλά σάρκα και οστά... Από ότι βλέπω , παραμένουν τέρατα ότι οι αν γίνει ...
Δεν είμαι τέρας! Ερωτευμένος είμαι!
Από τον έρωτα γεννιούνται τα μεγαλύτερα θηρία...
Έχεις δύο ημέρες... Τη τρίτη παντρευόμαστε επίσημα αλλιώς η Αναστασία θα καταλήξει στην έρημο...
Βλέπεις; Δε θέλεις να μου διδάξεις αγάπη μα μίσος...
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να δεις... Εσύ με αναγκάζεις...
Φύγε...
Θα φύγω... Μα θα δεις πως...
ΕΙΠΑ ΦΥΓΕ!
Και έφυγε... Έφυγε χωρίς όμως να κάνει άρση της απειλής. Χωρίς να πάρει πίσω εκείνα τα λόγια. Χωρίς να κανει πίσω...
Μία μετά μετά της έφεραν τα ρούχα της... Ανακοίνωσε στο σπίτι το γάμο χωρίς πολλά πολλά και ενώ η Αναστασία δεν πίστευε όσα έβλεπε η Λεϊλα δεν της είπε λέξη. Δε θα έστελνε ακόμα ένα κρίμα στο λαιμό της. Αποδέχθηκε τη βουβή της μοίρα γιατί η Λεϊλα πάνω από όλα έμαθε τελικά τι είναι αγάπη. Αγάπη ήταν αυτό που ένιωθε για την Αναστασία. Ο πόνος. Η θλίψη όταν εκείνη μιλούσε για τη μάνα της. Η στεναχώρια και οι ατελείωτες φορές που έκλαιγε στην αγκαλιά της. Αυτό ήταν αγάπη... Κι αν κάτι έπρεπε να κάνει για εκείνη , ήταν να την αφήσει να ζήσει. Δεν ήταν θεός για να τη στείλει στο θάνατο. Γιατί η έρημος θάνατος ήταν...
Τα βρεγμένα της μαλλιά μουσκεψαν το φόρεμα και ένα ρίγος διαπέρασε τη σπονδυλική της στήλη στη σκέψη πως εκείνο το βράδυ, θα έπρεπε να δωθεί σε έναν άντρα για ακόμα μια φορά...
Πώς θα έπρεπε να δίνεται για τα υπόλοιπα βράδια...
Γύρισε απότομα προς το τοίχο και βάζοντας κόντρα τα χέρια της έσφιξε τα δόντια από το πόνο θέλοντας να ουρλιάξει δυνατά μα δε το έκανε. Έβγαλε όση οργή είχε μέσα της χτυπώντας σε αυτόν τις γροθιές της και έμεινε να κοιτάζει το κενό...
Το στομάχι της είχε γίνει κόμπος ενώ ο λαιμός πονούσε αφάνταστα από το παράπονο που καρφώθηκε και έμεινε εκεί για να μη βγει προς τα έξω...
"Ακόμα δε μπορώ να καταλάβω γιατί δέχθηκες..." άκουσε αξαφνα πίσω της την Αναστασίαωμα δε γύρισε "Πάμε να φύγουμε; Στα κρυφά... Θα βρω ένα τρόπο. Ανάθεμα τα όλα. Και φαγητό και νερό και στέγη. Μη το κάνεις Λεϊλά... Ούτε που μου μιλάς δύο ημέρες και τώρα κλήθηκα να σε πάω στο δωμάτιο του... Τι συμβαίνει κοριτσάκι μου; Με θλίβει να σε βλέπω έτσι... Πες μου τι σου έκανε εκείνη τη μέρα που ήρθε και σε βρήκε... Μόνο μίλησε μου ..." Η Λεϊλα γύρισε βουρκωμενη και χαμογέλασε με τα τρεμάμενα χείλη της.
"Ξέρεις τι είναι αγάπη γλυκιά μου Αναστασία;" της είπε λυπημένη "Είναι αυτό το πάμε να φύγουμε που ειπες ξέροντας πως δεν έχουμε πουθενά να πάμε σε αυτή τη καταραμένη έρημο... Ξέροντας πως μέχρι το πρωί θα έχουμε ήδη πεθάνει..." ποτέ πριν η Λεϊλα δεν ανέφερε αυτή τη λέξη και η Αναστασία έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά της
"Τι σου έκανε; Πες μου!!" απαίτησε κλαίγοντας μα η Λεϊλα παρέμεινε σιωπηλή.
"Σσς... Μη μου κλαίς..." της είπε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της "Έχεις κλαψει αρκετά τόσα χρόνια σωστά;"
"Κατι σου έκανε Λεϊλά! Το νιώθω!!"
"Μου υπενθύμισε απλά το μόνο πράγμα που θα με έκανε πραγματικά να πονέσω..." της είπε τρυφερά και οι φρουροί χτύπησαν πάλι το καμπανάκι από έξω.
"Φοβάμαι..." ξεστόμισε η Αναστασία
"Να μη φοβάσαι... Δε θέλω να φοβάσαι... Όχι πια. Εντάξει;"
"Για σένα φοβάμαι... Για μένα δεν με νοιάζει τίποτα" ψέλλισε και η Λεϊλα χαμογέλασε
"Τότε εγώ και εσύ , έχουμε τους ίδιους φόβους και τις ίδιες αξίες... Σαγαπαω Αναστασία μου... Άνθρωπο δεν αγάπησα στη ζωή μου αν τελικά το να νοιάζεσαι σημαινει να αγαπάς , τότε χαίρομαι..."
Η Αναστασία έκλαιγε με λυγμούς στα χέρια της. Ήξερε πως κάτι έγινε μα δεν καταλάβαινε εντελώς...
"Κι εγώ σαγαπαω..." της είπε γεμάτη θλίψη και η Λεϊλα σήκωσε το πρόσωπο της , σκούπισε τα δάκρυα και τη φίλησε στο μέτωπο...
"Σαν αδερφή χωρίς να έχουμε το ίδιο αίμα..."
"Σαν αδερφή..." Επανέλαβε η Αναστασία και βλέποντας τη Λεϊλα να πιάνει την αμπάγια και να καλύπτει το πρόσωπο της, έδειξε εμπιστοσύνη στην απόφαση της και τη βοήθησε να ετοιμαστεί ακόμα κι αν δεν ήξερε το λόγο....
😔🖤😔🖤😔
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top