Κεφάλαιο 9°
Ο καιρός είχε αρχίσει να χαλάει στα μισά της διαδρομής κάτι που ίδιος θεώρησε σημάδι γκαντεμιας. Δε φτάνει που φορτώθηκε τις μικρές για να τις πάει στο σπίτι μιας άγνωστης και έπρεπε να κάτσει εκεί για τουλάχιστον δύο ώρες , είχε και τα μικρά ζιζάνια στο πίσω μέρος να μαλώνουν ασταμάτητα.
Δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί αν δεν τον παρακαλούσαν τα κορίτσια και έτσι όπως τα έκανε η Άλισον , λούστηκε τα αντίποινα των λέξεων του σαν τιμωρία.
"Πάλι καλά αυτός ο διάολος έχει GPS..."
"Θείε! Κακιά λέξη!" πετάχτηκε η Βίβιαν από πίσω
"Η κακιά λέξη σε πείραξε εσένα; Σε λίγο θα βγάλετε κανένα μπαζούκα εκεί πίσω και θα τιναξετε το αυτοκίνητο στον αέρα!"
"Τι είναι η μπαζούκα;" Ρώτησε η Ελίζαμπεθ και ο Γκάμπριελ αφήνοντας για ένα δευτερόλεπτο το τιμόνι έπιασε το κεφάλι του
"Χέρια στο τιμόνι!" Τον μάλωσε η Βίβιαν και εκείνος γύρισε προς τα πίσω
"Και βλέμμα στο δρόμο!" Συμπλήρωσε η Ελίζαμπεθ και τις κοίταξε σαν να κοιτούσε δύο τέρατα
"Δε θα κάνω ποτέ παιδιά .. θα βρω μια γυναίκα που να έχει ένα έτοιμο και αυτό ήταν!" Ψέλλισε γυρίζοντας προς το δρόμο
"Και εμάς ο Χούγκο έτοιμες μας βρήκε..." Σχολίασε η Ελίζαμπεθ χαμηλά
"Ναι αλλά μας λατρεύει!" απάντησε η Βίβιαν αμέσως
"Ναι αλλά ο μπαμπάς θα μας λάτρευε πιο πολύ!"
"Κάνεις λάθος! Δεν έχει σχέση!"
"Δε θα μου πεις εμένα τι έχει σχέση!"
"Ειιιιιι σταματήστε!!"
"Ότι θέλω θα κάνω!"
"Σκατα θα κάνεις!"
"Ελίζαμπεθ!!! Βίβιαν!!!" Ο Γκάμπριελ πάτησε μια δυνατή φωνή και κοβοντα6το τιμόνι τέρμα δεξιά πάρκαρε στην άκρη του δρόμου.
"Τι κατάσταση είναι αυτή;" Γύρισε προς τα πίσω εκνευρισμένος και τα κορίτσια έμειναν αμίλητα "Έτσι θα πάμε σε ξένο σπίτι; Και γιατί μαλώνετε για κάτι τέτοιο! Ο καθένας αγαπάει με ότι έχει!"
"Το αίμα νερό δεν γίνεται..." ψέλλισε σιγανα η Ελίζαμπεθ και η Βίβιαν την αγριοκοίταξε
"Βρε αγάπη μου... Νομίζω η μαμά σας εξήγησε... Σωστά;" Η Ελίζαμπεθ κούνησε μονάχα το κεφάλι "Για λόγους που οι μεγάλοι κατανοούν καλύτερα η κατάσταση έχει ως έχει. Θα πρέπει να μάθουμε να σεβόμαστε τις αποφάσεις των άλλων εντάξει;"
"Εντάξει..." είπε σιγανα
"Σας πείραξε ποτέ;" ρώτησε υπονοώντας το Χούγκο
"Όχι..." Είπαν και οι δύο με μια φωνή
"Πείραξε ποτέ τη μαμά;"
"Ούτε..."
"Άρα η μαμά ξέρει καλύτερα , εντάξει; Πάμε τώρα γιατί θα πιάσει βροχή; Και σας παρακαλώ να είστε κυρίες όσο σας συνοδεύω . Καλά;"
"Ναι θείε..." Είπαν και οι δύο ξανά και ο Γκάμπριελ γύρισε και έβαλε μπροστά.
Είχε κάνει αμέτρητους καυγάδες και ο ίδιος με την Άλισον και η κατάληξη ήταν πάντα η ίδια. Πάραυτα ένιωσε πως και στις μικρές υπήρχε ένας διχασμός και αυτό από τη μια του άρεσε, καθώς φανέρωνε το χαρακτήρα τους αλλά από την άλλη , δεν ήθελε να μαλώνουν . Ειδικά πάνω σε αυτό το θέμα... Βέβαια όσο μεγάλωναν άλλο τόσο πιο δύσκολο ήταν αλλά δε μπορούσε να κάνει κάτι ο ίδιος... Σεβάστηκε την επιθυμία της αδερφής του όλα αυτά τα χρόνια και σώπασε κι αυτός.
Όσο κι αν προσπάθησε να της εξηγήσει ότι έπρεπε έστω να μιλήσει στο Λόγκαν εκείνη ήταν ανένδοτη . Πίστευε ακράδαντα πως όχι μόνο δε θα καταλάβει αλλά ακόμα και να προσπαθούσε θα τη θεωρούσε υπεύθυνη για τη φυλάκιση του.
Ο Γκάμπριελ προσπάθησε πολύ να μάθει πως κατέληξαν εκείνα τα χαρτιά στα χέρια της αστυνομίας...Με ότι δύναμη είχε άρχισε να ψάχνει για μικρές λεπτομέρειες αλλά δεν κατάφερε τίποτα . Είχαν ήδη πάει εκεί οι Λώρενς οπότε ήξερε και ο ίδιος πως όση έρευνα και να κάνει, θα ήταν άκαρπη.
Παρουσίασε μέχρι και χαρτιά πως ήταν αδερφός της, λαδωσε τους τραπεζικούς μα το μόνο που βρήκε ήταν πως ένας άντρας είχε επισκεφτεί τη συγκεκριμένη θυρίδα αρκετό καιρό πριν. Μήνες ολόκληρους πριν γίνει το συμβάν. Με βάση αυτό τίποτα δεν είχε νόημα. Γιατί κάποιος να επισκεφτεί τη θυρίδα τόσο καιρό πριν και ποιος είχε δικαίωμα πάνω σε αυτή; Δυστυχώς για εκείνον ο υπάλληλος που δούλευε τότε είχε δηλώσει παραίτηση μυστηριωδώς και εξαφανίστηκε. Δεν κατάφερε να βρει πολλά. Άφησε κάποια λεφτά σε κάποιους γνωστούς αλλά και στο διευθυντή της τράπεζας και αν κάτι έπεφτε στην αντίληψη τους ήθελε να το ξέρει.
"Που σκατα πάμε..." μουρμουρισε βλέποντας το δρόμο να μικραίνει καθώς πήραν τη στροφή. Ήταν χωματόδρομος και τριγύρω υπήρχαν δέντρα ενώ η ευωδία της άγριας θάλασσας έσκαγε στα ρουθούνια του ανελέητα. Σκοτείνιαζε, η βροχή ήταν στα όρια και εκείνος ένιωθε πως οδεύει προς το άγνωστο. Μόλις είδε το λλη τεράστια έπαυλη να ξεπροβάλει στο τέλος του δρόμου γύρισε προς τα κορίτσια "Θέλετε σίγουρα να πάμε εκεί;" Είπε δείχνοντας το σπίτι
"Δείχνει λιγάκι τρομακτικό είναι η αλήθεια..." είπε διστακτικά η Βίβιαν
"Και φοβάσαι μη σε φάει ο μπαμπούλας;" Πετάχτηκε η Ελίζαμπεθ
"Λίζι!" Τη μάλωσε ο Γκάμπριελ κι εκείνη στριφογυρισε το βλέμμα και γύρισε προς το παράθυρο απαθεστατα
"Τέλος πάντων. Εγώ ειμαι εδω οπότε πάμε. Ένα αστείο ήθελα να κανω κι εσείς αμέσως!" Ο Γκάμπριελ έβαλε μπρος και πλησίασε τη πύλη. Η Άλισον του είπε ότι θα ενημερωνε τη φίλη της οπότε πάτησε μια φορά κόρνα και περομενε. Στη δεύτερη φορά άρχισε να χάνει την υπομονή του όπου ξαφνικά είδε μια γυναίκα να βγαίνει από την είσοδο τρέχοντας κατά μήκος του μονοπατιού.
"Μου κάνεις πλάκα τώρα έτσι;" μονολογησε σαν την κοίταξε καλά καλά και χαμηλώνοντας το κεφάλι του, το βαρεσε μια φορά στο τιμόνι απελπισμένα και έμεινε να τη κοιτάζει να πλησιάζει αποσβολωμένος...
*****
"Όχι. Έστειλα τα κορίτσια με τον αδερφό μου στη Τζένη και σε λιγάκι θα γυρίσω σπίτι. Τελειώσα νωρίτερα..."
"Ελπίζω να φτάσω στην ώρα μου... Θα ξεκινήσω σιγά σιγά. Συγνώμη που δεν ήμουν εκεί να γνωρίσω τον αδερφό σου όταν έφτασε αγάπη μου..."
"Δε πειραζει.. βρήκε ευκαιρία να απολαυσει τα κορίτσια δύο μέρες τώρα...Πάραυτα χαίρομαι που γυρίζεις. Περίπου τι ώρα θα φτάσεις; Αν τα υπολόγισα σωστά τα κορίτσια θα γυρίσουν πριν το σούρουπο. Είπα στη Τζένη να μην παρασυρθούν και να έχουν το νου τους στην ώρα..."
"Κι εγώ κάπου εκεί πιστεύω. Ίσως πιο νωρίς. Απορώ πως γίνεται τέτοια εποχή να χαλάει ο καιρός..."
"Κι εγώ αυτό κοιτουσα πριν... Τα σύννεφα είναι τεράστια. Ελπίζω να προλάβουν να γυρίσουν πριν πιάσει καταιγίδα..."
"Κι εγώ. Άντε κλείσε για να τελειώσεις. Μην μαγειρέψεις τιποτα στο σπίτι! Θα κάνω μια στάση να φέρω εγώ φαγητό για όλους! Εσύ ξεκουράσου εντάξει; Και μη τολμήσεις να κανεις πάλι δουλειές! Πότε θα βρεις ξανά χρόνο να απολαυσεις λίγη ηρεμία..."
"Έχεις δίκιο... Δεν έχω συνηθίσει χωρίς τα κορίτσια είναι η αλήθεια αλλά θα δω τι θα κάνω. Λίγες ώρες είναι, θα περάσουν"
"Ακριβώς αγάπη μου... Α! Ξέχασα να σου πω... Θα έρθουν κάποιοι καλεσμένοι τις επόμενες μέρες..."
"Α.. εντάξει..."
"Σου φέρνω ένα δωράκι!"
"Τι εννοείς..."
" Ε να.. θα βγούμε έξω οπότε είπα να σου πάρω δώρο ένα φόρεμα..."
"Μα δεν έπρεπε! Χούγκο αφού το ξέρεις πως δε τα πάω καλά με αυτά... Γιατί να έρθω μαζί;"
"Είναι συνεργάτες μου. Θα μείνουν ένα διάστημα στη πόλη. Ίσως τύχει να έρθουν και στο σπίτι. Δεν πρέπει να τους δεις;"
"Μα κανένας δεν έρχεται ποτέ σπίτι..."
"Το ξέρω γλυκιά μου μα είναι σημαντικό. Εντάξει;"
"Εντάξει..."
"Ειλικρινά θέλω απλά να είμαστε καλά .. να είστε καλά .. και εσύ και τα κορίτσια... Σκέφτομαι μέχρι και να σταματήσω ένα διάστημα για να χαρώ το σπίτι..."
"Δε θα ήταν άσχημο. Δουλεύεις και λείπεις πολύ μερικές φορές..."
"Το ξέρω. Θα το αλλάξω αυτό εντάξει; Και τώρα θα σε αφήσω για να τελειώσω και να γυρίσω καλά;"
"Εντάξει, θα τα πούμε στο σπίτι..."
Η Άλισον έκλεισε το τηλέφωνο και αφήνοντας το πάνω στο πάγκο αναστεναξε. Δεν ήθελε γενικά επαφές με πολύ κόσμο και η ιδέα πως κάποιος άγνωστος θα πρέπει να πάει και στο σπίτι της έφερνε αμηχανία. Στο παρελθόν είχε ξαναέρθει κάποιος αλλά ήταν για ένα γεύμα μόνο. Τυπικά επαγγελματικά... Παραμέρισε τις σκέψεις της , ελεγξε τους φούρνους και τις ασφάλειες και έκλεισε τα φώτα. Ήταν μέρα ακόμα αλλά ο ουρανός ήταν υπερβολικά σκοτεινός. Αυτός ο καιρός της άρεσε όταν έμενε στο παλιό σπίτι. Άνοιγε παράθυρα και άφηνε τη βροχή να μπει μέσα και να ευωδιασει μαζί με τη μυρωδιά της θάλασσας το χώρο.
Πήρε τη τσάντα και τα πράγματα της μα λίγο πριν βγει, παρατήρησε μια φιγούρα στην άκρη του δρόμου. Αμέσως η καρδιά της πεταρισε. Όχι πως ήταν κάτι αξιοπερίεργο αλλά για κάποιο λόγο ένιωσε άβολα. Εμεινε για λίγο στο μαγαζί και με τη βοήθεια της έλλειψης φωτός που υπήρχε στο εσωτερικό , εστίασε πάνω στη φιγούρα.
Δυστυχώς δεν ήταν μια πόλη όπου φημιζόταν για την ανομία της και η Άλισον ήξερε καλά πως αν επρόκειτο για κάποιο αλισβερίσι χασίς, θα ήταν προτιμότερο να περιμένει κρυμμένη μέχρι να τελειώσει.
Λεπτά αργότερα και προς έκπληξη της, δεν πήγε κανένας... Ο άντρας που στεκόταν στη γωνία γύρισε από την άλλη και εξαφανίστηκε αφήνοντας τη τόσο με μια αίσθηση φόβου, όσο και με ένα περίεργο συναίσθημα πως κάτι δε πήγαινε καλά....
🖤🖤🖤
AnastasiaSokou
κάτι είπες πως χρωστάω!
Αφιερωμένο γλυκειά μου! (Δεν έχει ζουμί, αλλά ζουμια από αύριο!)
Και τώρα πέφτω να ξεραθω 🤣
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top