Κεφάλαιο 3°
"κι αν θέλεις να ορίσεις ένα μέλλον, κοίτα κατάματα το παρελθόν και μάθε μέσα από αυτό..."
Σεπτέμβρης , έτος 1997
"Με συγχωρείς αλλά νομίζω πως κάπου σε έχω δει ..."
"Λάθος θα κάνεις"
"Μα δεν με ξεγελάει το ένστικτο μου ..."
"Για καφέ ήρθατε σωστά; Πείτε μου τι θα θέλατε..."
"Ένα σκέτο... Έχω ήδη μεγάλη γλύκα μπροστά μου για να προσθέσω ζάχαρη..."
"Σοβαρά τώρα; Με τέτοιες ατάκες ρίχνεις γυναίκες;"
"Καμιά φορά..." της είπε χαμογελαστος.
"Είσαι καιρό στο Μπρούκλιν; Πρώτη φορά σε βλέπω..."
"Όχι ακριβώς. Απλώς ας πούμε πως δεν κυκλοφορούσα πολύ ..."
"Ίσως γι αυτό ... Ντέμιαν, παρεπιπτόντως" κοίταξε το χέρι του με δισταγμό "Ωω έλα τώρα... Μια χειραψία τι κακό μπορεί να προκαλέσει;"
Νοέμβρης 1997
"Σε παρακαλώ μπορείς να μη με φέρνεις σε δυσκολη θέση;"
"Τι έκανα; Εγώ το καφέ μου ήρθα να πάρω..." Η Βίβιαν έστριψε το βλέμμα της προς ένα μπουκέτο λουλούδια που υπήρχαν πίσω από το πάγκο. "Α... Τα λουλούδια..."
"Α.... ναι αυτά!" τον ειρωνεύτηκε ευθέως
"Ήθελες λευκά; Μήπως ροζ; Μπλε; Μωβ; Συγνώμη μα δε νομίζω να βγαίνουν σε άλλο χρώμα οι ορχιδέες..."
"Ντέμιαν φτάνει! Σου είπα πως έχω σχέση..."
"Μα δεν έκανα κάτι κακό .."
"Δε καταλαβαίνεις... Ο κόσμος που ζω με το δικό σου δεν έχουν σχέση... Εσύ είσαι ένας απλός φοιτητής μηχανικής... Εγώ..."
"Εσύ τι; Τόσο πολύ φοβάσαι το αγόρι σου;"
"Θα γίνει αρραβωνιαστικός μου!"
"Αυτό θα το δούμε...."
Δεκέμβρης 1997
"Αφήστε με!!! Μη με ακουμπάτε!!! Τέρατα!!!"
"Κάτσε φρόνιμη!!" φώναξε ο άντρας με τη μάσκα
"Που με πάτε! Μη!!"
Την έβαλαν προσεκτικά πίσω μέρος ενός βαν και εκείνη όσο και να χτυπιοταν δε μπορούσε να πάει πουθενά.
"Ε μα σταμάτα επιτέλους!!"
"Ποιοι είστε! Τι θέλετε από εμένα;"
"Πολλά δε ρωτάς; Απόλαυσε τη διαδρομή..."
Το βαν σταμάτησε κάτω από τη μεγάλη γέφυρα του Μπρούκλιν. Η πριτα άνοιξε και την έβγαλαν έξω. Η Βίβιαν άρχισε να φωνάζει καθώς το βαν ξεκίνησε αλλά εκείνο ανέπτυξε ταχύτητα με αποτέλεσμα να μείνει μόνη , με τη βροχή να απειλεί το κεφάλι της και με ένα αεράκι που προμήνυε ότι η θερμοκρασία θα πέσει κατακόρυφα.
"Αλήτες ..." Ψέλλισε λυπημένη ώσπου ένιωσε κάτι ζεστό να τυλίγεται γύρω της.
"Ε όχι και αλήτες... Μια χαρά δουλειά έκαναν τα παιδιά..." Η γνωστή φωνή ξεπήδησε από το πουθενά και σαν γύρισε, του αστραψε ένα χαστούκι.
"Ντέμιαν έχεις τρελαθεί εντελώς;!"
"Αουτς γυναίκα! Θα με πεθάνεις!"
"Εγώ; Εγώ;;; Τι σκεφτόσουν; Έχεις ιδέα τι θα συμβεί αν με ψάχνουν; Εκτός αυτού θα μπορούσα να πάθω καρδιά! Νόμιζα πως κα...." Ένα φιλί της έκοψε όχι μόνο τη λαλιά αλλά και την ανάσα. Η Βίβιαν προσπάθησε να τον απωθήσει αλλά στα επόμενα λεπτά ανταποκρίθηκε σαν σχολιαροπαιδο που ζει το πρώτο του έρωτα...
"Δε πρέπει να είσαι κοντά μου... Θα σου κάνουν κακό δε το καταλαβαίνεις;" Είπε σταματώντας το φιλί.
"Έχεις ιδέα ποιος πραγματικά είμαι;"
Τον κοίταξε δύσπιστα αλλά δεν του είπε κάτι. "Δε φοβάμαι τίποτα και κανένα... Δε το βλέπεις; Από την ώρα που σε είδα δεν έχω μάτια για άλλη γυναίκα ... Κοντεύω να χάσω το μυαλό μου... Τη ζωή μου και ότι έχω..."
"Μου ... Μου έλεγες ψέματα;" Απόρησε εκείνη επιστρέφοντας στις αρχικές του λέξεις.
"Εν μέρη ναι ... Αλλά θα με κοιτούσες ποτέ σαν Ντέμιαν αν μάθαινες ποιος πραγματικά είμαι; Ή θα έβαζες πάνω από όλα ένα μίσος που έχει αρχή αλλά όχι υπόσταση;"
"Δεν... Δεν καταλαβαίνω..."
Φεβρουάριος 1998
"Αυτή είναι η τελευταία φορά που βρισκόμαστε! Τέρμα... Δε πάει άλλο. Αστούς να πιστεύουν ότι θέλουν! Θα σε πάρω και θα φύγουμε μακριά..."
"Ντέμιαν μη μου το κάνεις αυτό..."
"Σσς... Δε μπορώ άλλο. Στη σκέψη και μόνο πως σε ακουμπάει αυτός ο καριολης τρελαίνομαι!"
"Δε μπορώ!!"
"Πες μου ένα λόγο!"
"Με... Με.."
"Βίβιαν μίλα και πες μου την αλήθεια γιατί μπορεί να μην ευθυνομαι για το φόνο της Αναστασίας αλλά στο ορκίζομαι θα μπουκαρω στην έπαυλη και θα τα βάλω όλα φωτιά! Εσύ με κρατάς... Εσύ και ο φόβος μη μου πάθεις κάτι..."
"Ο πατέρας μου χρωστούσε πολλά λεφτά στους Λώρενς..." ξεκίνησε να λέει και ο Ντέμιαν πήρε όλες τις απαντήσεις μαζεμένες...
Μάιος 1998
"Μου ζήτησες να μη κλεφτουμε γιατί φοβάσαι... Το δέχθηκα. Μου ζήτησες να περιμένω λίγο μήπως βρούμε κάποια άκρη ... Το δέχτηκα και αυτό... Μα μάτια μου, δε γίνεται άλλο... Ο κλοιός σφίγγει γύρω μας. Τίποτα δεν έμεινε πίσω ... Κοντεύω να τα χάσω όλα και δεν έχω ούτε τρόπο να αποδείξω την αθωότητα μου... Πρέπει να φύγουμε..."
"Όπου κι αν πάμε θα μας βρουν... Ο Λόγκαν έχει τρελαθεί να σε ψάχνει..."
"Καταραμένος! Δεν άφησε αρσενικό για αρσενικό ζωντανό! Πώς γίνεται να μη το πιάνει η αστυνομία μου λες; Ο Τζωρτζ είναι μπλεγμένος ακόμα με ναρκωτικά. Ο ηλίθιος ο Τζακ κάνει ότι του λένε ... Δε καταλαβαίνω!!!"
"Ντέμιαν;" τον ρώτησε σιγανα "Μου είπες αλήθεια πως δεν είχες καμία σχέση με το φόνο της Αναστασίας;"
"Είναι δυνατόν να το ρωτάς; έχουμε τιμή! Πώς φανταστηκες πως θα άπλωνα είτε εγώ είτε δικός μου, το χέρι σε μια έγκυο γυναίκα; Και γενικά σε γυναίκα! Οι γυναίκες μας φέρνουν στη ζωή... Μια γυναίκα γέννησε και μένα ... Δεν ξέρω πως βλέπουν οι Λώρενς τις γυναίκες αλλά εμείς έχουμε τιμή! Και κάτι μου λέει πως όλα έγιναν εσκεμμένα!"
Η Βίβιαν έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης και τρόμου συνάμα
"Ούτε να σκεφτώ μπορώ πως... Θεουλη μου. Δε γίνεται..."
"Κι όμως... Το ένστικτο μου δε με ξεγελάει. Μα δεν μείναμε πολλοί... Ο χρόνος κυλαει και εμείς λιγοστευουμε..."
"Ντέμιαν... Νομίζω πως... Πώς θέλω ... Εμ .. πρέπει να σου πω κάτι ..."
"Είσαι εντάξει;"
"Ναι..."
"Και γιατί έχεις ασπρίσει; Μη μου τα κάνεις αυτά έτσι απότομα θα τρελαθώ..."
"Εμ.. ξέρω πως με όλα όσα γίνονται πάμε κατά διαόλου αλλά... Να... Πιάσε εδώ..." έβαλε το χέρι του στη κοιλιά της και εκείνος τη κοίταξε τρομαγμένος...
"Πες μου ότι..." Ξεκίνησε να λέει και εκείνη κούνησε το κεφάλι της έχοντας παράλληλα ένα θλιμμένο ύφος στο πρόσωπο.
Ιούνιος 1998
"Ούτε έρωτα μου εκανες σήμερα... Ούτε μιλάς... Ούτε καν με κοιτάζεις..." του είπε ύστερα από μια ολόκληρη ώρα που την είχε κλεισμένη στην αγκαλιά του
"Δεν είναι τίποτα μάτια μου... Εκτός αυτού... Πώς θα μπορούσα να αγγίξω με κάποιο άλλο τρόπο αυτό το κορμί που μέσα του έχει τη ζωή μου όλη;"
"Είσαι τόσο γλυκός μερικές φορές... Και σήμερα είσαι ένα παραπάνω. Με κοιτάς και δεν καταλαβαίνω πως δε βαριέσαι... Ξέρεις πόσες ώρες με κοιτάς;"
"Θέλω να σε χορτάσω..."
"Κάνεις λες και θα φύγεις...λες και θα χαθουμε... Στο είπα Ντέμιαν .. δε δύο ημέρες τα μαζεύω και φεύγουμε! Όσο επικίνδυνο κι αν νομίζεις ότι είναι το πήρα απόφαση..."
"Δε μπορούμε να βάλουμε σε κίνδυνο το παιδί!"
"Το ξέρω ... Δε θα μπει. Όλα καλά θα πάνε ..."
"Ακόμα δεν καταλαβαίνεις μάτια μου τη σκληρότητα αυτού του κόσμου; " Χάιδεψε το πρόσωπο της και τη κοίταξε ακόμα πιο έντονα. "Είναι σαν μια καρδιά... Όχι τη πραγματική φυσικά. Εκείνες τις ψεύτικες που σχεδιάζουν στα χαρτιά... Τις δίνουν χρώμα, σκίαση, ακόμα και φτερά... Βάζουν όλη τους τη τέχνη μα ξάφνου φαντάσου πως έρχεται κάποιος, ρίχνει πάνω νερό και.... Και πάει....
Ολος ο κόπος. Όλη η αγάπη που έβαλες επάνω για να το φτιάξεις καταστρέφεται σε μια μόνο στιγμή...έτσι είναι και η σκληρότητα του κόσμου. Έρχεται εκεί που δε το περιμένεις να καταστρέψει τη θαλπωρή της ζωής σου και να σε αφήσει μόνο με μια άχνη μουτζούρα για να θυμάσαι τι έκανες..."
"Με θλίβουν τα λόγια σου..."
"Είσαι δυνατή γυναίκα..."
"Ντέμιαν; Γιατί είσαι τόσο περίεργος;"
"Μια χαρά είμαι... Έλα, κοιμήσου πλάι μου... Θέλω λιγάκι να σε μυρίσω... Να σε νιώσω..."
Ιούλιος 1998...
Θέλω να βάψω αυτό νυφικό σε εκείνο το μαύρο του εβενου. Εκείνο που κρύβει ένα πιο σκούρο μαύρο μέσα του.
Εκείνο του πένθους...
Πενθω σήμερα ... Ίσως όλοι βλέπουν μια νύφη αλλά εγώ πενθω...
Έφυγες και με άφησες να καρτερω ένα τίποτα στα χέρια ενός άντρα που δεν αγαπώ... Θέλω να φύγω , να τρέξω μακριά αλλά δε θα το κάνω. Θα σεβαστώ την επιθυμία σου να μείνω και να κρατήσω αυτό το παιδί ζωντανό. Μα το νιώθω αγάπη μου... Κάτι μου λέει πως κάπου εκεί... Κάπου μέσα σε κάθε μου βήμα, σε κάθε κίνηση και σε κάθε αναπνοή, θα είσαι εκεί... Κρυμμένος από τις σκιές και μέσα σε αυτές να περιμένεις ...
Κι εγώ θα περιμένω...
Για πάντα ...
Δε θα πάρεις ποτέ αυτό το γράμμα αλλά ήθελα να σου πω πόσο σαγαπαω...
Όπου κι αν είσαι ... Όσο μακριά ή κοντά, εγώ σαγαπαω...
Παρόν
"Φτυστο ρε καριόλη! Φτυστο!!!" η τελευταία κλωτσιά ήρθε πιο δυνατή από την άλλη... Πάνω στις γυμνές του πλάτες ήταν καρφωμένα τέσσερα καλώδια οι άκρες των οποίων έσκιζαν το δέρμα του με το ατσάλι τους.
Τέσσερις ολόκληρες ώρες τον είχαν σε εκείνο το κελί .. ένα κελί που λίγοι έβλεπαν και ήταν βαθιά στα έγκατα των φυλακών.
Ο δεσμοφύλακας το είπε και το έκανε...
Προσπαθούσε να τον κάνει να φτύσει το αίμα του... Έχοντας τα τειζερ καρφωμένα πάνω του, τον χτυπούσαν αλύπητα με κλωτσιές μα εκείνος ούτε άνοιγε τα χείλη. Ούτε καν για να βογγηξει από τον αφόρητο πόνο όταν το ρεύμα διαπερνούσε το κορμί του προκαλώντας με αυτό το τρόπο φρενίτιδα νεύρων στο δεσμοφύλακα.
"Φτυστο ρε Πουστη! Άνοιξε το πού να σε πάρει ο διάολος!" φώναξε δίνοντας παράλληλα διαταγή να ανοίξουν ξανά το ρεύμα. Μόλις τα καλώδια πήραν ζωή άπλωσε τις παλάμες του στο πάτωμα και δίχως να ανοίξει τα χείλη, μουγκρηζε σαν θηρίο.
"Κάψτε τον!!!!" Ούρλιαξε
"Αφεντικό... Η ισχύς είναι ήδη ...."
"Είπα κάψτε τον! Δε θα βγει ζωντανός σήμερα από δω μέσα!!!"
Ο δεσμοφύλακας τον έπιασε από τα μαλλιά και γύρισε το κεφάλι του ψηλά για τον βλέπει. Ο Λόγκαν θέλοντας και μη, έτρεμε από την υψηλή τάση του ρεύματος. Μόλις είδε το πρόσωπο του ο δεσμοφύλακας γέλασε ... "Είδες ρε καριόλη; Ίσως δεν εφτυσες το αίμα της μάνας σου, αλλά θα το ξερασεις...." Αποκρίθηκε δείχνοντας επιδεικτικά τα αίματα που έβγαιναν από τη μύτη του και βάζοντας δύναμη στα δάχτυλα του , τράβηξε δυνατά τα μαλλιά και τον έσπρωξε προς τα κάτω...
Ο Λόγκαν ήξερε τι τον περιμένει εξ αρχής. Πριν καν πάει για το τηλεφώνημα.
Ήταν δεμένος χειροπόδαρα , ένιωθε τα δεξιά πλευρά του σπασμένα και ήταν σίγουρος πως αν συνεχίσει με το ηλεκτροσόκ θα του προκαλέσει σίγουρα βλάβες.
Έβγαλε ένα μουγκρητό σαν να ήθελε να μιλήσει και ο δεσμοφύλακας τον κοίταξε.
"Τι; Θέλεις να μιλήσεις; Δε σε ακούω!" Τον κορόιδεψε κάνοντας νόημα να του δώσουν λίγο ρεύμα και να σταματήσουν. Τα σαγόνια του Λόγκαν ετριξαν. Τα μάτια του δακρυσαν από το πόνο μα μουγκρησε ξανά...Ο δεσμοφύλακας τον πλησίασε. Χαμήλωσε μπροστά του και πιάνοντας τον ξανά από τα μαλλιά του ανασηκωσε το κεφάλι. "Σου έφαγε η γατ...." Πριν ολοκληρώσει μια φράση που ο Λόγκαν δεν ήθελε καν να ακούσει, ο φρουρός ένιωσε έναν οξύ πόνο στο λαιμό και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Προσπάθησε να κουνήσει το στόμα του αλλά ήταν αδύνατο να το ελέγξει.
Ο Λόγκαν κατά το σήκωμα , άνοιξε επιτέλους τα χείλη του αποκαλύπτοντας μια λεπτή λεπίδα από τα ξυράφια που χρησιμοποιούσαν και δίχως έλεος του έσκισε το λαιμό. Έπειτα έφτυσε το ξυραφάκι μέσα στη μούρη του και δίνοντας του μια κουτουλια ο δεσμοφύλακας έπεσε στο έδαφος. Το σώμα του άρχισε να κάνει σπασμούς και αίμα πετάγονταν από παντού ενώ οι άλλοι τρεις που ήταν μαζί του, κοιτούσαν το θέαμα αποσβολωμένοι.
Τα τηλεχειριστήρια από το τειζερ τους έπεσαν στα χέρια ενώ λίγο πριν τραβήξει όπλο ο ένας από αυτούς η πόρτα του κελιού άνοιξε...
Ένα μπαμ...
Δύο....
Τρία....
Τρεις πυροβολισμοί και τέσσερα πτώματα....
Ο Λίαμ τράβηξε τα καλώδια από το Λόγκαν και τον βοήθησε να σηκωθεί ενώ ο Ντρέικ έλεγξε τα πτώματα.
Από την ώρα που έγινε το τηλεφώνημα είχαν πάνω κάτω 4 ώρες να φτάσουν.
Ο Λόγκαν του κατέστησε σαφές πως μετά από τη κλήση θα πήγαινε στο θάνατο. Αν δεν πέθαινε από το δεσμοφύλακα όλο και κάποιος θα τον έτρωγε με πουστικο τρόπο.
Το τηλεφώνημα ήταν για καλό... Αποφυλακίζονταν πιο νωρίς... Πάραυτα όμως αν και τα νέα ήταν καλά, έπρεπε να δράσουν αν τον ήθελαν ζωντανό.
"Έλα αδερφέ..." Ο Λίαμ τον κράτησε και προσπαθησε να τον ακουμπήσει στον εξωτερικό τοίχο ενώ στο διάδρομο στεκόταν και η Σίλβια με μια βαλίτσα γεμάτη ρούχα..
"Εγώ τους προειδοποίησα επάνω... Αν κατέβαινα και ήσουν χτυπημένος θα τους έθαβα όλους! Οι μαλακες! Δεν κάνουμε τέτοια εδώ είπαν! Άντε να τους δω τώρα πως θα συγκαλύψουν τα πτώματα..."
"Λ..ι.."
"Σσς... Μη μιλάς. Μυρίζεις σαν χοιρινό στο φούρνο το ξέρεις;" Τον κορόιδεψε μα έτσι όπως τον στήριζε στο τοίχο, μπήκε από μπροστά του και επιασε στις χούφτες του το πρόσωπο του. Μόλις τα μάτια του Λόγκαν αντικρυσαν τα δικά του ο Λίαμ δακρυσε. Σαν ένα μικρό παιδάκι δακρυσε... σαν ένα παιδάκι που είναι ορφανό και κοιτάζει όλα όσα του απέμειναν να σβήνουν. Ο Λόγκαν είχε πολλές πληγές πάνω του και ο Λίαμ δεν άργησε να καταλάβει πώς τα μαρτύρια του στη στενή δεν είχαν τελειωμό και δε τους είπε ποτέ τίποτα μέχρι το σημερινό τηλεφώνημα...
"Αν παθαινες κάτι δε θα το άντεχα... Ηλίθιε! Γιατί δε μου είπες εξαρχής παναθεμα σε τι συμβαίνει εδώ μέσα! Θα τους βάλω όλους φωτιά! Ακούς;" του φώναξε εν τέλει και τραβώντας τον κοντά του, τον έσφιξε δυνατά και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Τόσο ο Ντρέικ βγαίνοντας όσο και η Σίλβια έμειναν σιωπηλοί στο θέαμα.
Τι να πει κάποιος για αυτή την εικόνα...
Ο Λόγκαν σήκωσε αργά το χέρι του, και το έβαλε στον ώμο του Λίαμ.
"Αδε...αδερφή είσαι ρε; Μη κλαίς .." Κατάφερε να πει με δυσκολία μα να που τελικά , οι πιο σκληροί άντρες ρίχνουν τα πιο αληθινά δάκρυα...
"Πρέπει να φύγουμε..." πήρε θέση η Σίλβια. "Είσαι ελεύθερος Λόγκαν... Όλα τελείωσαν..." είπε κι εκείνος της έριξε μια ματιά ... Μια γνωστή ματιά...
Ήταν η ματιά που έλεγε μονάχα ένα και μόνο πράγμα ...
Πώς τώρα όλα αρχίζουν....
❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top