Κεφάλαιο 24° (Τέλος)

Της μοίρας τις κλωστες κι αν θελήσεις να αγγίξεις, πρόσεξε γιατί στο τέλος θα κοπείς. Δεν ορίζεις εσύ το μέλλον...
Ακόμα και οι επιλογές σου είναι προκαθορισμένες... Γραμμένες για σένα από τη μέρα που πήρες τη πρώτη σου ανάσα. Σε κάνουν να πιστεύεις πως είσαι ικανός να διαλέξεις αλλά εκείνη ξέρει καλά πως είναι απλά ένα παιχνίδι.
Πως είσαι ένα πιόνι που περπατά ψάχνοντας λύτρωση στην άβυσσο και εκείνη είναι η μόνη μου ξέρει το τέλος...

Το σπίτι ήταν όπως ακριβώς το είχαν αφήσει. Όλα τα έπιπλα, κάποια μικροπραγματα αλλα και μερικά παιχνίδια των κοριτσιών, ήταν όλα άριστα τακτοποιημένα.
Η Άλισον άνοιξε τα παράθυρα και άφησε το φρέσκο αέρα να ευωδιασει το χώρο με εκείνη τη γλυκιά αλμύρα που τόσο της άρεσε...

"Μαμά μπορώ να ανοίξω τώρα τη κούτα μου;" η Βίβιαν δεν κρατιόταν από την ώρα που φτάσανε. Δεν πήρανε πολλά μαζί τους. Μόνο όσα είχαν πάει εξ αρχής ενώ όλα τα παιχνίδια και τα ρούχα που είχε πάρει ο Χούγκο, τα άφησαν πίσω.

"Μπορείς... Η Ελίζαμπεθ;"

"Είναι έξω ακόμα..."

"Έγινε μικρή μου..." Η Βίβιαν έφυγε χαρούμενη και η Άλισον βγαίνοντας από τη κουζίνα πήγε στο μικρό σαλονακι. Τράβηξε τη κουρτίνα και είδε την Ελίζαμπεθ να κάθεται στην ακροθαλασσιά δίπλα από τα βράχια.
Πάντοτε ήταν πιο ώριμη συγκριτικά με τη Βίβιαν που ήταν πιο αφελής. Δεν πέρασε μια εβδομάδα από τότε που έγιναν όλα και ακόμα κρατούσε την ίδια στάση ενώ η αδερφή της από τη δεύτερη κι όλας μερα τα ξέχασε όλα σαν να ήταν ένα κακό όνειρο που πέρασε.

Άνοιξε τη πόρτα και βγήκε. Η απόσταση δεν ήταν πολύ μεγάλη αλλα πάραυτα ίσως είχε φτάσει η ώρα για μια κουβέντα μεταξύ τους.
Όλα έγιναν τόσο γρήγορα εκείνο το βράδυ αλλά και την επόμενη μέρα...
Ο Γκάμπριελ δεν την άφησε να κατέβει σε εκείνο το δωμάτιο. Πήρε τη Τζένη αγκαλιά και βγήκαν μαζί έξω...
Και τότε ηρέμησε...
Είδε τις μικρές να περιμένουν μέσα σε ένα αμάξι μαζί με το Σεθ και αγαλλίασε η ψυχή της. Δεν υπολόγισε τίποτα . Έτρεξε αλλά άνοιξε τη πόρτα και τραβώντας τες στην αγκαλιά της έβαλε τα κλάματα...
Πριν ολοκληρωθεί η αποστολή , τις μετέφεραν αρχικά στο σπίτι του Χούγκο ενώ εκείνος έμεινε πίσω για να σώσει εξηγήσεις στο Λόγκαν. Ένα Λόγκαν που εφτά ολόκληρες μέρες μετά το συμβάν δεν έδωσε σημείο ζωής σε κανένα...
Όσες φορές και αν η Άλισον προσπάθησε να μάθει δεν της έλεγε κανείς τίποτα. Το ήξερε και η ίδια... Ήταν μεγάλο το σοκ για να ανταπεξέλθει ενώ σαν έμαθε ύστερα από μέρες το τρόπο που σκότωσε το Πάμπλο, ήταν σίγουρη πως δεν ήταν έτοιμος.

Οι άντρες του Γκάμπριελ έστειλαν όλες τις γυναίκες αλλά και τα παιδιά σε ένα ίδρυμα εμπιστοσύνης πίσω στην Αμερική μέχρι να γίνουν εντελώς καλά ενώ παράλληλα έψαξαν στις βάσεις δεδομένων για συγγενείς. Φρόντισαν φυσικά να αφήσουν αρκετά χρήματα για κάθε μία ξεχωριστά έτσι ώστε να ξεκινήσει τη ζωή της και έπειτα καθάρισαν πίσω τους κάθε πτώμα και κάθε λεπτομέρεια που έμεινε.

Τον Χούγκο δεν τον είδε ξανά κανείς έπειτα από τη κουβέντα που θέλησε να κάνει με το Λόγκαν. Έστειλε μόνο ένα μήνυμα στην Άλισον ζητώντας της για ακόμα μια φορά ταπεινά συγνώμη και της είπε πως τόσο το σπίτι όσο και όσα είχαν αγοράσει σε εκείνο, ήταν δικά της. Όχι πως τα δέχτηκε... Η Άλισον δεν ήθελε καμία επαφή. Του χάρισε τη ζωή και αυτό ήταν αρκετό για να νιώθει καλά με τον εαυτό της.
Ο Γκάμπριελ από την άλλη μόλις η Τζένη και ο Σεθ ένιωσαν καλύτερα, έφυγε μαζί τους για την έπαυλη αφού φρόντισε  φυσικά στο μεσοδιάστημα να στείλει άτομα για να επισκευάσουν όλες τις υλικές ζημιές που προκληθηκαν.
Κάθε μέρα πρωί και βράδυ έπαιρνε τηλέφωνο την Άλισον για να σιγουρευτεί πως είναι καλά...
Ο τελευταίος που έφυγε πίσω ήταν ο Λίαμ. Έμεινε μαζί της στο σπίτι μέχρι να ηρεμήσει όλη η κατάσταση και όταν η Άλισον ήταν έτοιμη, τη πήγε ο ίδιος πίσω στο παλιό. Βέβαια επέμενε να φύγουν για το Μπρούκλιν αλλά εκείνη δεν ήθελε... Ήθελε να μείνει σε εκείνο το μικρό σπιτάκι που της άφησε η μάνα της. Τουλάχιστον δεν έφυγε μόνος...

Όταν δεν ήταν σπίτι πήγαινε διαρκώς στο νοσοκομείο. Δεν κατάφερε να ξεπεράσει την εικόνα εκείνης της γυναίκας και η Άλισον ήταν σίγουρη πως αν δε γινόταν καλα δε θα έφευγε ποτέ... Το όνομα της όταν κατάφερε τελικά και μίλησε, ήταν Άλμα... Της φάνηκε τόσο αστείο αρχικά... Άλμα σημαίνει ψυχή... Ήταν μόλις δεκαεννιά και τη κρατούσαν πάνω από τρεις μήνες. Την άρπαξαν από το πανεπιστήμιο της Αβάνας ένα πρωί και έκτοτε τη κρατούσαν κλειδωμένη σε ένα υπόγειο μέχρι που τη μετέφεραν στην άλλη πλευρά του νησιού. Ήταν η αγαπημένη τους... Έτσι τουλάχιστον είχε πει με βάση όσα άκουγε. Ευτυχώς για εκείνη παρά τους αλλεπάλληλους βιασμούς και τα χτυπήματα , η υγεία της ήταν καλή. Το σώμα της γιατρεύτηκε από μόνο του και ο Λίαμ δεν έφευγε λεπτό από το πλάι της.
Έψαξε , βρήκε και ειδοποίησε τους συγγενείς της που προς μεγάλη του έκπληξη ήταν από το Μπρονξ και την έψαχναν σαν τρελοί.

Ο Ντρέικ έφυγε πρώτος πίσω. Επέστρεψε για να κανονίσει κάθε εκκρεμότητα που έμεινε αλλά και για να βρει το Μάρκους. Βρήκαν φυσικά ένα πτώμα που ταίριαζε στα χαρακτηριστικά του στο δάσος μα δεν ήταν τόσο σίγουροι. Ήταν καμένο και χτυπημένο άσχημα. Έπρεπε να σιγουρευτούν πως ήταν νεκρός και αν δεν ήταν να το κάνουν πράξη...
Μια τέτοια προδοσία δε θα έμενε ατιμώρητη. Ειδικά από τη στιγμή που ο Λίαμ έμαθε ότι η γυναίκα που βρέθηκε με μια σφαίρα στο κεφάλι έξω από τη Σάντα Κρουζ λίγες μέρες νωρίτερα ήταν η Σίλβια... Ήξερε πως κατά πάσα πιθανότητα την σκότωσε μα βλέποντας το πτώμα της στο νεκροτομείο ήταν αρκετό για να ενισχύσει την οργή.

"Τι απασχολεί αυτό το μικρό μυαλουδακι;" Η Άλισον κάθισε πλάι της και η Ελίζαμπεθ συνέχισε να σκαλίζει την άμμο με ένα μικρό κλαράκι που κρατούσε στα χέρια. Δεν χωρούσε πανικός σε μια τέτοια κατάσταση ενώ τόσο η ίδια όσο και η Τζένη παρουσίαζαν ένα διαφορετικό πρόσωπο μπροστά στα παιδιά για να μη τα φοβίσουν περισσότερο. Έθαψαν τα δάκρυα και την οδύνη και απλά φόρεσαν τα μητρικά τους χαμόγελα προσφέροντας στα παιδιά τη ζεστασιά που είχαν ανάγκη έπειτα από το τρόμο που έζησαν.

"Γιατί μας κρατούσαν αυτοί οι άνθρωποι μαμά; Και τι απέγιναν;" Ρώτησε χωρίς να τη κοιτάξει . Η Άλισον περίμενε αυτή την ερώτηση. Δεν εξήγησαν πολλά εξ αρχής. Μόνο πως οι κακοί μπήκαν φυλακή και οι καλοί τους έσωσαν και πως δε θα μπορούσε ποτέ κανείς να τους κάνει κακό , γιατί είχανε προστάτες.

"Μπήκαν στη φυλακή αγάπη μου... Και στο είπα.. καμιά φορά οι άνθρωποι κάνουν απερισκεψίες. Λειτουργούν εγωιστικά και χωρίς να το θέλουν προκαλούν κακό στους γύρω τους. Εμάς όμως κανένας δε θα μας πειράξει ξανά.. βγαλτο από μέσα σου καρδούλα μου και άστο να φύγει..."

"Το ξέρω πως δε θα μας πειράξει κανείς..." είπε σιγανα "Όπως ήξερα πως κάποια μέρα ο αληθινός μου μπαμπάς θα έρθει για μας ..." Η Άλισον σφίχτηκε "Που είναι τώρα; Γιατί δεν ήταν μαζί μας;"

"Δε νομίζω να είναι η στιγμή να μιλήσουμε γιαυτο... Γιατί δεν έρχεσαι μέσα να ξεπακεταρεις τη κούτα σου;"

Η Ελίζαμπεθ γύρισε και τη κοίταξε δακρυσμένη και η Άλισον κατάλαβε πως ήταν πιο σοβαρά τα πράματα τελικά

"Έμοιαζε με σούπερ ήρωα μαμά... Σαν αυτούς που διαβάζαμε στα κόμικ και εγώ πάντοτε κορόιδευα... Μα ούτε που μας κοίταξε..." συνέχισε θλιμμένη και η Άλισον αναστεναξε βαθιά. "Μήπως δε μας αγαπάει; Για αυτό έφυγε ξανά;"

"Σας αγαπάει μάτια μου..." της είπε με σπασμένη φωνή και έτοιμη να βάλει τα κλάματα "Απλώς χρειάζεται λιγάκι χρόνο. Άνθρωπος είναι και αυτός εντάξει; Ίσως μοιάζει με σούπερ ήρωα αλλά δεν είναι ... Έχει καρδιά, ψυχή...
Νιώθει και νοιάζεται..."

"Είναι όμορφος..." είπε στολίζοντας τα παραπονεμένα της χείλη με ένα χαμόγελο και η Άλισον της χαμογέλασε γλυκά "Και ψηλός... Έμοιαζε με θηρίο... Τα χέρια του ήταν τεράστια και αν έβλεπες πως χτύπησε εκείνο τον άντρα μέχρι να μας βγάλει ο Σεθ!" Η Ελίζαμπεθ σηκώθηκε και άρχισε να δίνει μπουνιές στον αέρα "Έτσι μαμά! Και μετά εκείνος προσπάθησε να τον ακουμπήσει και ο μπαμπάς έσκυψε! Να έτσι! Κοιτάς μαμά;"

"Ναι αγάπη μου..." είπε λυπημένη αλλά χαμογελαστή

"Και μετά ο μπαμπάς τον έπιασε από...."

Ένα κλαράκι ακούστηκε να σπάει μα ούτε η Ελίζαμπεθ ούτε η Άλισον το άκουσαν.  Η μικρή εδειχνε περήφανα στη μητέρα της κάθε κίνηση του μπαμπά και συνέχιζε με το σώμα στραμμένο προς τη θάλασσα ενώ η Άλισον τη κοιτούσε δακρυσμένη.

"Π..." Μόλις η Άλισον άνοιξε τα χείλη για να πει στην Ελίζαμπεθ να πάνε μέσα ένα χέρι της έκλεισε το στόμα και γυρίζοντας έντρομη προς τα πίσω, όλα τα δάκρυα που πάσχιζε να κρατήσει έπεσαν μονομιάς σαν να άφηνε μια καταιγίδα στα χέρια του.

"Πήγαινε μέσα..." της ψιθύρισε απαλά και αφήνοντας της ένα φιλί στα χείλη, της χάρισε ένα βλέμμα που τα έλεγε όλα... Τα πάντα. Όσα έπρεπε να ειπωθούν και όσα δεν ειπώθηκαν ποτε...

"Μα αυτός ο βλάκας μας έβγαλε έξω μαμά την ώρα που ο μπαμπάς σήκωσε το χέρι ! Να έτσι! Βλέπεις μαμά;" Η Ελίζαμπεθ έδωσε μια δυνατή ανάποδη μπουνιά στον αέρα μα δεν άκουσε απάντηση από πίσω. "Μαμα;" Έκανε να γυρίσει μα είδε ένα μεγάλο τεράστιο χέρι να εμφανίζεται πλάι της και κοκαλωσε

"Λάθος το κάνεις μικρή ... Από την αριστερή το έδωσα..." είπε σιγανα και είδε ένα δάκρυ να κυλάει στα μαγουλακια της. "Δε θα με κοιτάξεις;" είπε σαν την είδε να σοβαρευει.

"Φοβάμαι..." ψέλλισε η μικρή. "Φοβάμαι πως αν γυρίσω θα χαθείς..." Ο Λόγκαν την έπιασε απαλά και σαν τη γύρισε προς το μέρος του ένιωσε τη ψυχή του να σβήνει. Ο Λίαμ είχε δίκιο... Ακόμα και στο άκουσμα της λέξης πατέρας η αγάπη γεννήθηκε μέσα του χωρίς καν να γνωρίσει εκείνα τα δύο πλάσματα...
Ίσως ήταν πάντοτε εκεί...

"Πριν μερικά χρόνια..." ξεκίνησε να λέει καθαρίζοντας το λαιμό του κι εκείνη τον κοίταξε διάπλατα με τρεμάμενα μάτια. Κοίταζε κάθε σπιθαμή του προσώπου του αναλύοντας το και ο Λόγκαν ξεροβηξε αφού δεν έβρισκε κουράγιο να αρθρώσει λέξη. Ήταν τόσο έντονο το βλέμμα της. "Πριν μερικά χρόνια λοιπόν, η μαμά,  μου είπε ακριβώς την ίδια λέξη... Φοβάμαι..." Καθώς οι αναμνήσεις ζωντάνευαν και η ένταση μέσα του αυξανόταν ολοένα και πιο πολύ , ο Λόγκαν ένιωσε τα μάτια του να θολώνουν.

"Μη κλαίς μπαμπά..." Η Ελίζαμπεθ άπλωσε τα χεράκια της στο πρόσωπο του και μόλις τον άγγιξε, ο Λόγκαν έσπασε σε χίλια κομμάτια. Πήρε ζωή σαν να ήταν χρόνια ολόκληρα ένα μαραμένο λουλούδι και του πετούσαν μια στάλα νερό...
Άνοιξε τα χέρια, η μικρή χώθηκε στην αγκαλιά του και άρχισε να κλαίει με λυγμούς βγάζοντας εσώτερες ακανόνιστες μικρές βουβές κραυγές ώσπου άκουσε ακόμα μια φωνουλα και άλλα δύο χέρια τυλίχθηκαν γύρω του... Τα δύο έγιναν σύντομα τέσσερα και πλέον έξι χέρια έκλειναν μέσα τους έναν άνθρωπο που τους άφηνε τη ψυχή του κομμάτι κομμάτι...

"Σαγαπαω..." Ξεχώρισε τη φωνή της να του λέει. Ήταν η πρώτη φορά που του έλεγε σ'αγαπω...και δε θα ήταν σίγουρα η τελευταία. Αυτό το σ'αγαπω όμως, ήταν διαφορετικό... Εφτασε τόσο δυνατά στα αυτιά του που τον γονάτισε εντελώς...

******

Τρία χρόνια αργότερα...

"Θα σε πιάσω ρε ατιμε! Κι όταν σε πιάσω θα κλαίς με μαύρο δάκρυ!"

"Όχι Ελίζαμπεθ!!! Άφησε τον! Μη!"

"Αααααα"

"Ελίζαμπεθ τον πονάς!! Μη του τραβάς τα μαλλιά!!"

"Θα τον σκίσω!!!"

"Μαμαααααααααααααα!!!!!!!"

"Τι συμβαίνει εδώ; ΣΕΘ ΝΤΕΒΕΡΟ  ΛΊΝΚΟΛΝ! ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΠΑΛΙ!!!" η Τζένη βγήκε ουρλιάζοντας από τη κουζίνα και η Ελίζαμπεθ σηκώθηκε μονομιάς από πάνω του

"Δεν έκανα τίποτα ρε μαμά!!!"

"Ψεύτη!!"

"Δεν είμαι ψεύτης!! Εσύ είσαι τρελή!!"

"Ελίζαμπεθ εσύ άρχισες!!"

"Βίβιαν σκάσε! Δεν έκανα τίποτα!"

"Μου τράβηξες τα μαλλιά!!!"

"Κι εσύ μου πέταξες χώματα!!!"

"Κι εσύ κοροιδεψες την αδερφή σου!!!"

"Δε τη κορόιδεψα! Και στη τελική εσύ τι είσαι ο προστάτης της;"

"Ηλίθια!!"

"Βλάκα!!"

"Σταματήστε για το Θεό...." η Τζένη κοίταζε στα χαμένα

"Καθυστερημένη!"

"Υπανάπτυκτε!!!"

"Γαϊδάρα!"

"Αμοιβάδα!!!"

"ΣΚΑΣΜΟΣ!!!!" κραυγασε η Τζένη έξαλλη και απελπισμένη ενώ την ίδια στιγμή βγήκαν από μέσα ο Λίαμ και με το Λόγκαν .

"Τι συμβαίνει εδώ;"

"Μπαμπά!" Η Βίβιαν έτρεξε αμέσως "Η Ελίζαμπεθ επιτέθηκε πάλι στο Σεθ! Πες της κάτι! Τον πονάει!"

"Λίζι;" ο Λόγκαν της έριξε ένα βλέμμα και εκείνη πλησίασε και τον κοίταξε

"Είχες λόγο;"

"Είχα μπαμπά.."

"Μπορώ να τον ακούσω;"

"Ναι..."

"Λοιπόν;"

"Δεν το συμπαθώ!" αποκρίθηκε εκείνη και ο Λόγκαν γέλασε.

"Η συνεδρίαση λύνεται! Μου αρκεί!" Η Τζένη του έριξε ένα άγριο βλέμμα και εκείνος ξεροβηξε "Εννοώ πως φυσικά δεν είναι λόγος αυτός αλλά καλό είναι να μην κάνουμε επίθεση σε κανένα επειδή απλά δε τον συμπαθούμε..."

"Μου τράβηξε τα μαλλιά..." είπε σιγανα η Ελίζαμπεθ και το βλέμμα της Τζένης γύρισε στο γιο της

"Σεθ;" τον ρώτησε με σταθερή φωνή

"Κορόιδεψε την Βίβιαν!"

Η Τζένη έπιασε το κεφάλι της και κοίταξε το Λίαμ και το Λόγκαν
"Εγω δε βγάζω άκρη! Καλή σας τύχη!" Είπε και τους παράτησε όπως όπως επιστρέφοντας στα κορίτσια που τη περίμεναν στη κουζίνα

Μόλις έμειναν μόνοι ο Λόγκαν εξυσε το κεφάλι του και τα κοίταξε. Ήταν παραταγμένα σαν στρατιωτάκια και κοιταζαν το ένα το άλλο εχθρικά.

"Λοιπόν. Θα παίξουμε ένα παιχνίδι..." είπε εν τέλη και ο Λίαμ έσμιξε τα φρύδια

"Όχι όχι! Δεν κατάλαβες καλά! Δε θα φάω πάλι εγώ το ξύλο για να ηρεμήσουν τα τερατακια σας! Ευχαριστώ πολύ αλλά δε θα πάρω. Μου φτάνει το δικό μου που κλαίει όλη μέρα επειδή βγάζει δόντια !" αποκρίθηκε και χωρίς πολλά πολλά έφυγε τρέχοντας

"Πολύ καλά λοιπόν. Δεν έχει παιχνίδι από ότι καταλάβατε..."

"Θείε Λόγκαν;"

"Τι είναι Σεθ ..."

"Εγώ φταίω..." παραδέχτηκε ήρεμα

"Πάρτα!" Πετάχτηκε η Ελίζαμπεθ ρίχνοντας μια μουτζα προς τη Βίβιαν η οποία δεν τη πίστευε εξ αρχής

"Ελίζαμπεθ!" ύψωσε λιγάκι ο Λόγκαν το τόνο του.

"Με συγχωρείς μπαμπά... Αλλά είχα δίκιο! Παντα έχω δίκιο! Δε λέω ψέματα!"

"Το ξέρω γλυκιά μου..."

"Και έπρεπε να του τραβήξει τα μαλλιά;!" απόρησε η Βίβιαν

"Όχι..." απάντησε ο Λόγκαν και η Βίβιαν γέλασε μα δε κράτησε για πολύ... "Σε αυτές τις περιπτώσεις αρκεί ένα δεξί κροσε και μετά..."

"Λόγκαν Λώρενς!" η φωνή της Άλισον τον έκανε να σωπάσει μονομιάς...

Βγήκε στο κήπο και πήγε κοντά τους. Τους κοίταξε όλους καλά καλά και ύστερα παραμερίζοντας το Λόγκαν εστίασε στα παιδιά.

"Είστε μωρά;" ρωτησε

"Όχι..." Απάντησαν όλα μαζί

"Πολύ ωραία... Τότε την επόμενη φορά που θα κάνετε σαν μωρά, θα σας βάλω μαζί με το νινι του θείου Λίαμ στο δωμάτιο ..."

"Όχι!!!" Πετάχτηκε ο Σεθ "Αυτό το πράγμα εκει μέσα κλαίει συνεχώς!!"

"Όχι μαμά σε παρακαλώ!!" Πήρε θέση και η Βίβιαν

"Εγώ δεν έχω θέμα!" Πετάχτηκε η Ελίζαμπεθ "Αν πάω εκεί μέσα είτε θα κλαίει πιο πολύ είτε θα σωπάσει"

"Λίζι!" Φώναξε ο Λόγκαν

"Ορίστε μπαμπα.."

"Σοβαρεψου...."

"Καλά με συγχωρείς... Μια πλάκα έκανα..."

"Όπως και να έχει θα μάθετε να αγαπάτε ο ένας τον άλλο!" μίλησε η Άλισον "Θα δέχεστε τα ελαττώματα του και εκείνος τα δικά σας... Κατανοητό;"

"Μάλιστα μαμά..."

"Ωραία. Και τώρα πηγαίνετε να παίξετε ήρεμα..."

Ο Σεθ έφυγε αμέσως προς τις κούνιες με τη Βίβιαν να τον ακολουθεί ενώ η Ελίζαμπεθ σήκωσε το λερωμένο της τετράδιο και πήγε προς την άλλη μεριά. 

"Μετά ήθελες και τρίτο!" αντιγυρισε στο Λόγκαν που τη κοιταζε από πάνω μέχρι κάτω.

"Είσαι τόσο γαμημενα σέξυ όταν γίνεσαι αυταρχική..." της ψιθύρισε στο αυτί

"Σταμάτα και θα μας δει κανείς!"

"Μα τι έκανα; Έλα μωρέ Άλισον... Να.. λίγο... Πάμε πίσω από εκείνα τα βράχια!"

"Λόγκαν κόφτο!"

"Μα γιατί; Έλα... Για λίγο μόνο..." το πονηρό του χαμόγελο κόπηκε και ένα σοβαρό ύφος πήρε τη θέση του ξαφνικά.  Έβαλε τις παλάμες του στα μάγουλα της και ρουφηξε τη ζωή μέσα από τα μάτια της.. Ακόμα ήταν ικανός να τη κάνει να κοκκινίζει...
"Για λίγο μωρό μου... Τόσο όσο..." είπε σιγανα τη λέξη κλειδί και σκύβοντας προς το πρόσωπο της, τη φίλησε απαλά στα χείλη....

❤️❤️❤️❤️🥳🥳🥳🥳🥳❤️❤️❤️❤️❤️

Ουυυυυυ Λάλα!!!!

Έχω τρομερά ανάμεικτα συναισθήματα...
Είχα καιρό να καταπιαστώ και να βγάλω δύο βιβλία ολόκληρα τόσο σύντομα αλλά όπως είπα, πάω όπου με πάει η καρδιά για αυτό μη με ρωτήσετε για τα άλλα ακόμα...
Λειτουργώ όπως με βγαζει το συναίσθημα...
Για ακόμα ένα ταξιδι μείνατε πλάι μου, με στηρίξατε, με κάνατε να γελασω με τα σχόλια σας αλλά και να μοιραστώ την αγωνία σας...

Δεν έχω λόγια να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για όσα υπομενετε και για όλα αυτά που μου δίνετε με τη σειρά σας...

Και τι λέω πάντα;;;;

Τι λέω;;;

Όταν ένα ταξίδι......

Τελειώνει......

Τότε.....

Τότε τι γίνεται;;;;;

Ένα άλλο αρχίζει φυσικά!!!


(

16 χρόνια μετά ....

"Ξέρω πως ποτέ σου δεν τον συμπαθησες Ελίζαμπεθ, μα πρέπει κάτι να σου πω .." είπε η Βίβιαν με δισταγμό . Ίσως μιλούσαν από το τηλέφωνο αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να κρύψει τη περίεργη ταραχή στη φωνή της. Μια ταραχή που η Ελίζαμπεθ δεν συνήθισε να ακούει.

"Ποιον εννοείς; Δεν καταλαβαίνω..."

"Από μικρές ερχομασταν σε αντιπαράθεση. Μετά έφυγες για το πανεπιστήμιο, έμεινα μόνη εδώ και ήρθαμε λιγάκι πιο κοντά.."

"Με ποιον;"

"Με τον Σεθ μωρέ Λίζι!"

"Αααα αυτός ο βλάκας. Ε και; Δεν κατάλαβα τι συμβαίνει..."

"Εμ... Παντρευόμαστε!" έσκασε τη βόμβα τα αυτιά της "Λίζι; Ελίζαμπεθ;;" Σιωπή... "Σοκ έτσι; Ξέρω πως δεν ήθελα να στο πω από τηλέφωνο αλλά δεν γινόταν αλλιώς..."

"Κα.. καταλαβαίνω. Μην ανησυχείς"

"Ακόμα τον σιχαίνεσαι έτσι; Απορώ γιατί τόσο μένος από παιδιά. Τέλος πάντων πήρα γιατί ήθελα να ζητήσω κάτι..."

"Τι πράγμα;" αποκρίθηκε πιο σοβαρή

"Θα... Θα μας κάνεις τη τιμή;"

"Βίβιαν αν είναι αυτό που νομίζω..."

"Σε παρακαλώ! Θέλω να γίνεις κουμπάρα μας!!!"

"Ξέχασε το! Και στη τελική απορώ τι του βρήκες!"

"Ότι δεν βρήκες εσύ υποθέτω και τον σιχαίνεσαι από μικρή!" χαριτολογησε η Βίβιαν "Λοιπόν;"

"Δε μπορώ να φύγω από το πανεπιστήμιο Βίβιαν..."

"Σοβαρά τώρα;"

"Έχω και το σκύλο εδώ..."

"Ελίζαμπεθ Λώρενς με κοροϊδεύεις;"

"Ρε Βίβιαν να χαρείς..."

"Περιμένω!!"

"Ουφ...."

"Σε παρακαλώ!!! Σε ικετεύω! Αν δε δεχτείς θα μας παντρέψει ο φίλος του και δε μπορώ!"

"Ξέρεις πόσο σαγαπαω και...."

"ΛΙΖΙ!"

"Εντάξει! Μόνο πάψε να φωνάζεις με αυτή τη φωνή!"

"Είσαι η καλύτερη αδερφή του κόσμου!!! Τρέχω να πω τα νέα!!!"

"Βίβιαν;;"

Η γραμμή έκλεισε και η Ελίζαμπεθ παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, πέταξε το κινητό της στο τοίχο και το έκανε χίλια κομμάτια....

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top