Κεφάλαιο 18°


Όλα τελείωσαν τελικά...
Όπως ακριβώς άρχισαν.
Όσο κι αν προσπάθησα να προστατέψω τα παιδιά μου, τα οδήγησα με τα ίδια μου τα χέρια στη καταστροφή.
Μακάρι να μου κοβόταν η ανάσα κατά τη γέννηση χωρίς να μεγαλώσω και να προκαλέσω τόσο χάος...
Που είσαι; Πες μου ότι δεν είσαι νεκρός... Ρωτάω μα καταβαθος δεν θέλω να πάρω απάντηση. Αν πάρω θα σημαινει πως ήρθες και μας περιμένεις...
Συγχώρεσε με Λόγκαν...
Συγχώρα με μάτια μου. Τα έκανα θάλασσα...
Σε απογοήτευσα και εσένα και τα παιδιά μας...
Δεν έχω ιδέα που μας πηγαίνουν.
Μας φόρτωσαν σαν σακιά σε ένα αυτοκίνητο και το μόνο που είδα πριν χάσω τις αισθήσεις μου εντελώς ήταν η προδοσία...
Νύχτες και μέρες έστεκα σε εκείνο το πέτρινο παράθυρο του παλιού μου σπιτιού, καρτερώντας για ένα σου νέο.
Περιμένοντας πως όσο κι αν κρύφτηκα θα κατάφερνες να με βρεις...
Πως επιτέλους θα άκουγες...
Η θάλασσα όμως ποτέ δε με συμπάθησε και μου θύμιζε τόσο πολύ εσένα..
Τα νερά χαμηλωναν και φούσκωναν χωρίς προειδοποίηση.
Έπεφταν με μανία πάνω σε εκείνα τα βράχια και όπως τα τσάκιζαν, τσακιζαν και μένα...
Φοβάμαι Λόγκαν...
Κάποτε μου είχες πει πως πλάι σου δεν είχα να φοβάμαι τίποτα...
Αν μπορούσα να γυρίσω έστω και στο ελάχιστο πίσω το χρόνο, θα τα άλλαζα όλα... Όχι γιατί βρίσκομαι στο πίσω μέρος ενός αμαξιού δεμένη πισθάγκωνα μα γιατί πολύ απλα, κατάλαβα το λάθος μου...
Αργά...μα το κατάλαβα...
Έφυγα ενώ έπρεπε να μείνω και να παλέψω ενάντια στα πιστεύω σου και αυτό το πληρώνω μάτια μου...
Κάθε μέρα και κάθε ώρα τα τελευταία χρόνια το πληρώνω...
Κάθε φορά που τις κοιτάζω βλέπω εσένα...και αυτό, είναι το χειρότερο μαρτύριο...

Μην αργείς...
Ξέρω πως θα έρθεις...
Πάντα το κάνεις...
Πάντα βρίσκεις τρόπο...
Σε ικετεύω μάτια μου...
Οχι για μένα, κάντο για εκείνες...

Δυο εβδομάδες πριν....

Ο Χούγκο έπιασε έντρομος το ακουστικό και περίμενε.

"Τα έκανες σαν τα μούτρα σου" άκουσε μια βαριά φωνή από την άλλη πλευρά της γραμμής και οι υποψίες του σαν είδε την κλήση με απόκρυψη βγήκαν αληθινές.

"Χίλια συγνώμη... Δεν είχα πρόθεση. Σας το ορκίζομαι. Μη με πειράξετε!!"

"Έχασα εμπόρευμα εξαιτίας σου .."

"Το ξέρω το ξέρω! Μα θα επανορθώσω!!!"

"Με τι τρόπο;"

"Σας επέστρεψα ήδη τα λεφτά!"

"Ποια λεφτά;" Είπε ο άντρας και το αίμα του πάγωσε

"Ο συνεργάτης μου... Είπε... Είπε θα τα βάλει στο λογαριασμό σας... Και..."

"Τίποτα δεν έβαλε. Άνοιξε το πρώτο συρτάρι του γραφείου σου..." Σαν άκουσε τα λόγια του ο Χούγκο πάγωσε και ασπρισε. "Μη δειλιάζεις! Είπα άνοιξε το!" Στη πίεση που του ασκήθηκε άπλωσε το χέρι και άνοιξε το συρτάρι μα αυτόματα έβαλε τα χέρια στο στόμα για να μη ξερασει "Ωραίο δεν είναι; Τον αναγνωρίζεις;" Μέσα στο συρτάρι υπήρχε ένα κομμένο κεφάλι... Το κεφάλι του Τζόναθαν. "Από τη σιωπή σου υποθέτω πως ναι..."

"Μη με σκοτώσετε!! Θα κάνω ότι μου ζητήσετε!!" Φώναξε βάζοντας τα κλαματα και ο άντρας γέλασε

"Θέλω το κεφάλι του Λώρενς..." είπε και σοβαρεψε μονομιάς

"Τι πράγμα;;!!!"

"Αυτό που άκουσες. Θέλεις μήπως να το επαναλάβω; Είναι το δικό σου, για το δικό του..."

"Μα αυτό είναι αδύνατο!! Είναι στη φυλακή!"

"Βγήκε το μεσημέρι... Τα νέα βλέπεις ταξιδεύουν γρήγορα εδώ..."

"Ποιος είσαι!!"

"Αυτό δε σε αφορά... Είσαι απλά ένας κρίκος..."

"Σας ικετεύω! Δεν έχω καν τη δύναμη γι αυτό!!"

"Μην είσαι τόσο σίγουρος..." Ο άντρας γέλασε ξανά. "Λοιπόν; Δέχεσαι ή σε ένα λεπτό μπαίνει κάποιος μέσα και βάζει το κεφάλι σου δίπλα από το φίλο σου;"

"Όχι!! Θα το κάνω!! Θα κάνω τα πάντα!"

"Είσαι τόσο αστείος..." Του είπε και ο Χούγκο άρχισε να κλαίει "Πάλι καλά που δεν έχουμε τύπους σαν εσένα εδώ... Δυστυχώς όμως έχεις κάτι που θέλω πάρα πολύ να αποκτήσω για τη συλλογή μου και αυτόματα θα σε κάνει να εκπληρώσεις και αυτό που ζητώ..."

"Ότι... Πάρε ότι θες! Θα σου δώσω τα πάντα!"

"Θέλω τη δεσποινίς Πιτ και τα δύο μπασταρδακια του Λώρενς..."

"Τη ποια;"

"Ωωω μα πόσο ηλίθιος είσαι τελικά...Θέλω την Άλισον"

"Μα δεν έχει σχέση! Δε ξέρεις τι λες!"

"Αλήθεια; Έχεις αυτή τη στιγμή στα χέρια σου μια βόμβα... Αν σκάσει, είτε θα σε σκοτώσω εγώ είτε ο Λώρενς... Διαλέγεις και παίρνεις..."

"Δεν είναι δυνατόν..." είπε σαν κατάλαβε

"Μπίνγκο! Είσαι λίγο αργοστροφος αλλά το έπιασες..."

"Μα είναι παιδιά!"

"Μμμμμμ αυτά μου αρέσουν... Λοιπόν; Έχεις εξήντα δευτερόλεπτα!"

******

Μπρούκλιν, έξι μήνες πριν

"Πιες λιγάκι ακόμα..."

"Είμαι εντάξει ..." είπε βάζοντας το χέρι πάνω από το ποτήρι του.

"Ωωω έλα τώρα... Δεν έχεις και τίποτα να κάνεις σωστά; Τα λεφτά τελείωσαν..."

"Μάργκαρετ σου είπα ένα εκατομμύριο φορές πως η δουλειά μου, έχει τα πάνω και τα κάτω της! Όπως επίσης σου είπα πως δε θέλω να μιλάς για αυτή! Μια φορά έκανα το λάθος και σου εξήγησα τι ακριβώς κάνω και το μετάνιωσα..."

"Μα γιατί αρπαζεσαι; Απλώς καταθέτω τη κατάσταση ως έχει... Δε βαρέθηκες να περιμένεις ένα φάντασμα να βγει από τη στενή για να σας κάνει κουμάντο;"

"Ο Λόγκαν δεν είναι φάντασμα... Δούλεψα δύο χρόνια μαζί του πριν μπει μέσα!"

"Ναι αλλά τώρα κάθεσαι σχεδόν πέντε χρόνια χωρίς να κάνεις τίποτα και γίνεσαι μαζί με τους άλλους ο περίγελος του υποκόσμου..."

"Τώρα τι θες μου λες;!"

"Μμμ αν σου έλεγα πως δεν είμαι μια απλή σερβιτόρα και πως μπορώ να σου προσφέρω ένα εκατομμύριο δολάρια; Θα με άκουγες τότε;"
Ο Μάρκους άνοιξε διάπλατα τα μάτια "Ω ναι... Ένα εκατομμύριο. Μόνο για σένα. Ούτε για ιδρύματα ούτε για τίποτα... Σου προσφέρω όλη τη μετέπειτα ζωή σου με μόνο μια σου λέξη..."

"Νομίζω έχεις πιει πιο πολύ από εμένα..."

Εκείνη γέλασε. Βγήκε από το πάγκο και πλησιάζοντας τον , τον έπιασε από το χέρι και τον οδήγησε σε κάτι δωματιάκια στο εσωτερικό του μαγαζιού.

"Που πάμε;"

"Στο παράδεισο..." του απάντησε και ανοίγοντας μια πόρτα τον οδήγησε σε ένα σκοτεινό μέρος. Άναψε το φως και εκείνος εβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης. Υπήρχαν σάκοι με λεφτά πεταμένοι από τη μια άκρη ως την άλλη... "Λοιπόν; Τα θέλεις; Ή θα επιστρέψεις πίσω και θα εκτελείς εντολές μέχρι κάποιος να σου τιναξει τα μυαλά στον αέρα;" του είπε γεμάτη πρόκληση και εκείνος έμεινε να κοιτάζει θαμπωμένος τα χρήματα
"Θα σου δώσω εξήντα δευτερόλεπτα για να αποφασίσεις... Μετά... Μετά όλα αυτά θα τα χάσεις..."

Παρόν

"Πολύ σκοτάδι δεν έχει;" είπε ο Ντρέικ στο Γκάμπριελ και εκείνος γκαζωσε στη στροφή για το σπίτι και φτάνοντας τράβηξε απότομα το χειρόφρενο και σταμάτησε. Ήταν θεοσκοτεινα...

"Όχι..." Ψέλλισε κοιτάζοντας αμυδρά την ανοιχτή πόρτα τόσο όσο του επέτρεπε το φως του φεγγαριού και δίχως άλλο, βγήκε και έτρεξε προς το σπίτι ενώ ο Ντρέικ αντιλαμβανόμενος τη κατάσταση κάλεσε αμέσως το Λίαμ.

"Άλισον!! Γαμώ!!!" Ο Γκάμπριελ βρήκε ένα σπίτι διαλυμένο. Ο εξοπλισμός που έβαλε νωρίτερα ο Ντρέικ είχε γίνει κομμάτια και κάθε κάμερα που είχαν στήσει ολόγυρα ήταν πεταμένη στο πάτωμα μέσα σε ένα μπλεγμένο συνονθύλευμα καλωδίων.

"Έρχεται!" Ξεφωνησε ο Ντρέικ σαν μπήκε και εκείνος αλλά έπαθε σοκ "Ω θεέ ..." είπε κοιτάζοντας γύρω του.

"ΘΑ ΤΟΥΣ ΔΙΑΛΥΣΩ! ΘΑ ΤΟΥΣ ΘΑΨΩ! ΘΕΕ ΜΟΥ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ!!!" ο Γκάμπριελ είχε πάθει κρίση και άρχισε να τριγυρίζει στο εσωτερικό σαν τρελός όταν ξαφνικά σταμάτησε. Ο Ντρέικ ακολούθησε το βλέμμα του και προλαβαίνοντας έσκυψε πάνω από τη τσάντα του Μάρκους...

"Ω να σου γαμησω..." κατάφερε και ψέλλισε έντρομος σαν είδε διάφορα πανιά και ένα μπουκάλι εισπνεόμενο αναισθητικό. "Μα πως τόλμησε!"

"Ήταν παγίδα... Όλα ήταν μια παγίδα ..." Είπε σιγανα ο Γκάμπριελ και γεμάτος απελπισία.

"Αυτοί είναι έτσι; Σίγουρα κατάφεραν και βρήκαν πληροφορίες...και... Και ανάθεμα με δεν ξέρω! Πρώτη φορά στη ζωή μου συμβαίνει κάτι τέτοιο!" Ο Ντρέικ πανικοβλήθηκε και άρχισε να ψάχνει από δω και από εκεί. Τα φαγητά ήταν ακόμα στο τραπέζι της κουζίνας... Μόνο που δεν ήταν στα πιάτα αλλά αναποδογυρισμένα πάνω στο τραπέζι και μερικά στο πάτωμα. Εκτός από τον εξοπλισμο δεν υπήρχαν ενδείξεις κάποιας σοβαρής πάλης. "Αυτός ο καριολης ήταν στο κόλπο... Απίστευτο..."
είπε υπονοώντας το Χούγκο...

"Πως είναι εφικτό! Πως σκατα τη πατήσαμε έτσι!"

"Μας έπαιξαν και εμείς ούτε που το καταλάβαμε..." Ο Ντρέικ κάθισε στο καναπέ και βάζοντας τα χέρια στο κεφάλι έβγαλε έναν αναστεναγμό
"Εσύ τους ξέρεις καλύτερα... Έχεις ιδέα που μπορεί να τους πάνε;"

Ο Γκάμπριελ έμεινε για λίγο σκεπτικός και ύστερα αστραψε...

"Πρεπει να βρούμε το Λίαμ και να φύγουμε! Αμέσως! Αν είναι όντως αυτοί τους πάνε στο Μεξικό! Αν περάσουν τα σύνορα χαθήκαμε!"

"Τρελάθηκες; Ο Λόγκαν;"

"Ο Λόγκαν αγνοείται από χθες!"

"Σοβαρά;..." ακούστηκε μια σπασμένη μπάσα , βαθιά φωνή από την είσοδο και γυρίζοντας τρομοκρατημένοι τα κεφάλια τους, είδαν μια τεράστια φιγούρα να στέκεται και να στηρίζεται μετά βίας στην εξώπορτα....

❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top