Κεφάλαιο 1°
"Του ανθρωπίνου βίου ο μεν χρόνος στιγμή, η δε ουσία ρέουσα, η δε αίσθησις αμυδρά, η δε όλου του σώματος σύγκρισις εύσηπτος, η δε ψυχή ρόμβος, η δε τύχη δυστέκμαρτον, η δε φήμη άκριτον"
Της ανθρώπινης ζωής η διάρκεια όσο μια στιγμή, η ουσία της ρευστή, η αίσθησή της θολή, το σώμα -από τη σύστασή του- έτοιμο να σαπίσει, και η ψυχή ένας στρόβιλος, η τύχη άδηλη, η δόξα αβέβαιη.
Μάρκος Αυρήλιος, 121-180 μ.Χ.
Κλωστή χρυσή, κουμπί λευκό, δαντέλα και μετάξι...
Δε θέλει τίποτα παραπάνω για να φτιαχτεί ένα φόρεμα. Το συγκεκριμένο...
Το διάλεξε εκείνος...
Θέλησε να λαμψω μέσα στη τρέλα του κόσμου. Να γίνω αυτό που είμαι...
Μια πριγκίπισσα, όπως του αρέσει να με αποκαλεί. Πολλές φορές τον ρώτησα που ακριβώς υπάρχει κρυμμένη αυτή η πριγκίπισσα αλλά εκείνος απλά με κοιτάζει. "Να έβλεπες μόνο μέσα από τα μάτια μου..." Ωραία φράση. Τη δικαιολογώ και μου αρέσει.
Τι βλέπει άραγε ο καθένας στους ανθρώπους;
Τι βλέπει αυτός στον άνθρωπο του και τι οι ξένοι;
Τι είναι αυτό που μας κάνει τόσο να ξεχωρίζουμε στο βλέμμα του αγαπημένου μας και πώς άραγε μας βλέπουν οι άλλοι τριγύρω;
Αυτές είναι ίσως ερωτήσεις που πραγματικά δε θα απαντηθούν ποτέ...
Πώς να απαντήσεις όταν δεν ξέρεις τη βαθιά αληθινή ουσία της ψυχής του άλλου; Μπορεί να σε βλέπει και να σε απεχθάνεται αλλά να σου χαμογελάει.
Από την άλλη μπορεί να σε βλέπει με μίσος και κακία μα αν χρειαστεί, να είναι το δικό του σώμα που θα πέσει για ασπίδα...
Εκείνο που θα γονατίσει , θα σε κοιτάξει κατάματα , θα σου χαμογελάσει και εσύ δε θα έχεις ιδέα για τα βέλη που απλώνονται στη πλάτη του. Εκείνα τα βαθιά που πονάνε και οδηγούν στο θάνατο...
Όμορφο φόρεμα...
Είναι μακρύ...αέρινο... Το σώμα μου ακουμπάει ένα καθαριο μετάξι ενώ πάνω από αυτό, η δαντέλα έρχεται και το αγκαλιάζει.
Δεν πίστευα ποτέ πως θα άφηνα τον εαυτό μου να αφεθεί ξανά.
Τα λάθη μια φορά γίνονται; Σωστά;
Σκατα...!
Ποτέ δε μαθαίνουμε από τα λάθη κι ανάθεμα οποίος είναι τόσο ηλίθιος που νομίζει πως απέκτησε τη γνώση...
Κι όμως... Μέσα σε αυτό το όμορφο λευκό μου εγώ κοιτάζω στο καθρέφτη και κάπου εκεί... Κάπου σε αυτό το γκριζοπράσινο που τώρα έχασε τη λάμψη, βλέπω απλά σκοτάδι...
Τα χρόνια ήταν πολλά τελικά...
Αν δε τα δεις να αναβιώνουν μπρος στα μάτια σου δε το καταλαβαίνεις. Αν δε δεις τις στιγμές να πεταριζουν και αν δε νιώσεις τη καρδιά σου να χτυπά, δεν το καταλαβαίνεις...
Αυτό που καταλαβαίνεις είναι λάθος.
Αυτό που εισπράττεις είναι λάθος.
Αυτό που κάνεις είναι λάθος.
Αυτό που θα ήθελες να κάνεις , ακόμα μεγαλύτερο λάθος...
Τελικά κάνουμε περισσότερα λάθη παρά σωστά. Μα άνθρωποι δεν είμαστε; Έτσι δε λένε;
Πνίγομαι. Ο αέρας λιγοστεύει . Ακούω το κόσμο. Ακούω τις φωνές. Τη μουσική. Ακούω γέλια. Σαμπάνιες να ανοίγουν.
Ακούω τους τοίχους του συγκεκριμένου δωματίου να κλείνουν...
Σαν να έχουν έναν αόρατο μηχανισμό που ξεκίνησε.
Οι πόρτες είναι κλειδωμένες.
Τα παράθυρα σφαλιστά.
Το ταβάνι μικραίνει όσο πάει και οι τοίχοι... Αυτοί οι καταραμένοι τοίχοι όσο πάει και με πλησιάζουν...
Κάτι μέσα μου δεν είναι εντάξει.
Κάτι δε λειτουργεί σωστά.
Κάτι εκεί στη ψυχή έχει χαλάσει και δεν έχω εργαλεία να το φτιάξω...
Θέλω να γελάσω δυνατά ουρλιάζοντας...
Η καρδιά έχει αρχίσει να σφυροκοπά στο στήθος.
Πώς το είπε η Τζένη; Αν ναι... Άγχος.
Μάλλον είμαι γεμάτη από αυτό...
Δεν εξηγείται αλλιώς...
Είμαι τόσο γεμάτη που θα ορκιζομουν πως άκουσα πυροβολισμό....
Σύνηθες στη Κούβα...
Κι όμως... Θα ορκιζομουν πως αυτά τα ουρλιαχτά εκεί έξω δεν είναι χαράς...
Όχι..!
Πρέπει να τρελαίνομαι!
Σίγουρα!
Θεουλη μου η ψυχή μου τρέμει..
Κι αυτοί οι τοίχοι.. αυτοί οι καταραμένοι από θεούς και δαίμονες τοίχοι όσο πάνε και κλείνουν γύρω μου.
Μη! Σταματήστε!!! Μη...
Όχι ακόμα...
Πρέπει να βγω εκεί έξω...
Η όραση...
Νιώθω το κορμί αδύναμο και τα πόδια να μη με κρατούν.
Καταραμένοι εφιάλτες!
Όλα καταραμένα!
Τα όνειρα!
Η καινούρια αρχή!
Η ζωή μου όλη...
Μαμά; Που είσαι ρε μάνα...
Μια αγκαλιά μονάχα...
Ένα γλυκό χαμόγελο...
Ένα "όλα θα πάνε καλά..."
Και τι δε θα έδινα για ένα σου φιλί και μια αγκαλιά... Όταν τα είχα απλόχερα τα θεωρούσα δεδομένα... Μα να που τώρα ξεροσταλιάζει η ψυχούλα μου για ένα και μόνο βλέμμα σου. Για εκείνο το γλυκό σου το χαμόγελο που ζεσταινε τη καρδιά μου.
Μάνα νομίζω πως δεν είμαι καλά...
Αισθάνομαι μια ζάλη...
Κι αυτοί οι τοίχοι μάνα δε σταματούν!
Ούτε οι κρότοι!
Ακούς μάνα; Τα ακους κι εσύ;
Οι πυροβολισμοί δε σταματούν!
Τα ουρλιαχτά!
Καπνοί...
Αίματα μάνα!!! Με βρήκε ...
Παντού βλέπω αίματα!
Δάχτυλα κομμένα πληγές και αίματα...
Κράτα με!
Δε θέλω πάλι!
Όχι ξανά!!!
Μάνα... Μανούλα μου γλυκιά!
Πονάω!!!
Μάνα σταμάτα το!!!
Θεέ μου...
Αίμα... Πνίγομαι στο αίμα!
Τα παιδιά μου! Σώσε τα παιδιά μου!!!
Θέλω να φωνάξω και δεν μπορώ. Κόκκινες σταλες βγαίνουν με δύναμη από τα σωθικά μου και το λευκό μου φόρεμα βάφτηκε στο κόκκινο!
Πεθαίνω!
Δε γίνεται! Όχι ακόμα!
Κράτα ηλίθιο κορμί!
Κράτα μέχρι κάποιος να μου κλείσει τα μάτια! Κράτα...
Τέλος... Η ψυχή ξεπηδάει σαν άγριο άλογο και καλπάζει ψηλά στον ουρανό...
Ερχομαι μάνα...
Δε τα κατάφερα...
Κούβα
"Άλισον! Άλισον ξυπνά!" κρατησε σταθερά τα χέρια της κι εκείνη ανοίγοντας τα μάτια , προσπάθησε να πάρει ανάσα. Τα χείλη της σε μια συνεχόμενη συστολή και διαστολή και τα μάτια της γεμάτα δάκρυα. Σαν μικρά διαμάντια που του χάριζε απλόχερα κατευθείαν απο τη πηγή. "Ξύπνα αγάπη μου... Εφιάλτη έβλεπες..."
"Αίμα Χούγκο!!!" Κατάφερε και φώναξε πνιχτα και πέφτοντας στην αγκαλιά του ξέσπασε σε λυγμούς. "Τόσο αίμα... Θεέ μου. Η μάνα μου...την είδα!"
"Σσς..." τα χέρια του βρέθηκαν στο κεφάλι της , η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε και δύο ζευγάρια νυσταγμενα ματάκια ξεπρόβαλαν μέσα από το σκοτάδι του διαδρόμου.
"Μανούλα;" η Ελίζαμπεθ πάντοτε ήταν η πιο περίεργη
"Έλατε εδώ μικρές μου" ο Χούγκο έκανε στην άκρη κι εκείνες πλησίασαν το κρεβάτι. Σαν να ήταν πουπουλα, έβαλε τα χέρια του κατω απο τις μασχάλες τους και της τράβηξε στο κρεβάτι. "Καθίστε με τη μαμά, κατεβαίνω να της φτιάξω κάτι ζεστό. Εντάξει; Θέλει αγκαλιές..." τους χαμογέλασε γλυκά και ρίχνοντας ένα βλέμμα όλο νόημα στην Άλισον για να σιγουρευτεί πως ήταν εντάξει, σηκώθηκε και βγήκε έξω.
"Γιατί κλαίς μαμά;"
"Τίποτα κοριτσάκι μου... Ένα κακό όνειρο ήταν"
"Κι εγώ βλέπω καμιά φορά" πετάχτηκε η Βίβιαν και η Άλισον της χαμογέλασε.
"Το ξέρω μικρή μου. Όλοι βλέπουμε. Συγνώμη αν σας ξύπνησα..."
"Φωναζες τόσο πολύ..." την ενημέρωσε η Ελίζαμπεθ "Στην αρχή νόμιζα πως ο Χούγκο ξέχασε πάλι τη τηλεόραση ανοιχτή μαμά..."
"Νομίζω του μάθαμε πως να τη κλείνει έτσι;" Τα κορίτσια γέλασαν. Είχε πλάκα εκείνη η μέρα. Δεν είχε πολύ καιρό που επιτέλους μετακόμισε μαζί τους και στην αρχή ήταν περίεργα αλλά τα κορίτσια τον λάτρευαν. Η Βίβιαν λίγο περισσότερο ενώ η Ελίζαμπεθ ήταν λιγάκι πιο επιλεκτική. Αν και τον γνώριζαν και τον είχαν δει πολλές φορές το τελευταίο χρόνο, πάντοτε ήταν λίγο πιο μαζεμένη συγκριτικά με τη Βίβιαν που τον αποκαλούσε μπαμπά κάποιες στιγμές. Μπορεί να ήταν μικρές αλλά η Άλισον φρόντισε να τους πει πως για κάποιους λόγους που ακόμα δε καταλαβαίνουν, είχαν απλά τη μαμά κι εκείνες το δέχθηκαν με τη προϋπόθεση να μάθουν μεγαλώνοντας.
"Μαμά;"
"Τι είναι αγάπη μου;" είπε προς την Ελίζαμπεθ που τη κοιταζε με εκείνο το γνωστό βλέμμα. Ήταν ένα βλέμμα που όταν το έπαιρνε , η Άλισον ήξερε πως θα κάνει μια ερώτηση μια δυσκολη απάντηση.
"Ποιος είναι ο Λόγκαν;" βέβαια αυτή δεν ήταν μια ερώτηση που περίμενε και δίχως να το ορίζει, ασπρισε ολόκληρη.
"Τι λες κόρη μου;"
"Τίποτα... Απλά..."
"Απλά;"
"Όταν ξυπνήσαμε..." Ξεκίνησε να λέει η Βίβιαν αυτή τη φορά η οποία ήταν πιο ντροπαλή "Σε ακούσαμε να λες αυτό το όνομα... Μετά ακούσαμε να κλαίς και μετά ήρθαμε.."
Η Άλισον αυτόματα έριξε κάθε της σκέψη στο Χούγκο. Λέξη δε της είπε πως ανέφερε το όνομα του στον ύπνο της.
Πάντοτε ήταν τόσο λεπτεπίλεπτος με το συγκεκριμένο θέμα. Ανεκτικός και ποτέ δεν παραπονέθηκε.
"Μαμά;" επέμεινε η Ελίζαμπεθ
"Είναι αργά αγάπες μου. Σας υπόσχομαι κάποια στιγμή που και η μαμά θα είναι πιο χαλαρή να το συζητήσουμε εντάξει;"
"Το όνομα του μπαμπά ειναι έτσι;" Η Άλισον τη κοίταξε και απλά έμεινε να τη κοιτάζει. Τόσο διαφορετικό παιδί σε σχέση με τη Βίβιαν... Πιο πονηρή. Πιο έξυπνη ελαφρώς και πιο περίεργη.
"Πώς σου ήρθε τώρα αυτό;"
"Δε ξέρω. Αφού δεν υπάρχει κανένας εδώ με αυτό το όνομα, απλά σκέφτηκα πως θα είναι κάποιος που δεν είναι εδω. Είπες πως ο μπαμπάς για λόγους που ακόμα δε θα μάθουμε δεν είναι εδώ. Οπότε αν δεν είναι εδώ και εσύ είπες ένα όνομα που ούτε αυτό είναι εδώ τότε...'
"Θεουλη μου Λιζ..." η Άλισον τη κοίταξε με βλέμμα ορθανοιχτο.
"Έτοιμο το τσάι!" Ο Χούγκο μπήκε στη κρεβατοκάμαρα και τις κοίταξε "Κορίτσια; Είναι ξημερώματα ακόμα. Μήπως να πάτε στα κρεβάτια σας;" είπε γλυκά κι εκείνες άφησαν από ένα φιλί στην Άλισον και σηκώθηκαν.
"Καληνύχτα!" είπαν με μια φωνή και βγήκαν. Μικρά βηματακια βιαστικά ακούστηκαν ώσπου μπήκαν στο δωμάτιο τους. Ο Χούγκο άφησε το τσάι στο κομοδίνο και κάθισε πλάι της.
"Γιατί δε κάνεις ένα μπάνιο να ηρεμήσεις; Δέκα μέρες τώρα αυτοί οι εφιάλτες ολοένα και θεριευουν..."
"Με συγχωρείς... Δεν ξέρω τι με έπιασε"
"Δεν πειράζει. Όταν σε γνώρισα αποδέχθηκα τη περιπλοκότητα του εαυτού σου" είπε γλυκά και σκύβοντας απαλά τη φίλησε. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα στατικός και η Άλισον ξεροκαταπιε. Μπορεί να έβγαιναν για περίπου ένα χρόνο μα γενικά δεν είχαν προχωρήσει πολύ... Εκτός αυτού, δεν είχε πολύ καιρό που αποφάσισαν να συγκατοικήσουν και της έκανε πρόταση να πάνε ένα βήμα παραπέρα. "Γκχμ.." ξεροβηξε "Με συγχωρείς δεν ήθελα..."
"Δε πειράζει..." του είπε τρυφερά.
Ο Χούγκο ήταν γλυκός. Είχε μετακομίσει πρόσφατα στη Σάντα Κρουζ και η κύρια δραστηριότητα του ήταν το εμπόριο καπνού. Έκανε εξαγωγές και εισαγωγές σε μια αρκετα ακριβή και εκλεπτυσμένη μάρκα πούρων , τα Black Dragon.
Ήταν ο μόνος σε ολόκληρη τη Κούβα που είχε τα συγκεκριμένα δικαιώματα και λόγω αυτού ταξίδευε αρκετά συχνά. Μέχρι φυσικά που επισκέφθηκε τη Σάντα Κρουζ... Η βάση ίσως ήταν η Αβάνα αλλά τα ταξίδια άρχισαν να γίνονται πιο πυκνά και πιο συχνά ώσπου γνώρισε τυχαία την Άλισον.
Εκείνος είπε πως ήταν έρωτας με τη πρώτη ματιά. Τόσο που όταν έπρεπε να επιστρέψει πίσω, ξαναγύρισε. Άρχισε να πηγαινοέρχεται ώσπου και αποφάσισε να παραμείνει κάνοντας της πρόταση.
"Ξέρεις πολύ καλά πως δεν έμεινα μαζι σου ούτε για το σεξ ούτε για τίποτα... Μη νιώθεις ποτέ πως σε πιέζω... Εντάξει;"
"Εντάξει... Και ειλικρινά το εκτιμώ"
"Θα πας αύριο στη δουλειά η θα κάτσεις μαζί μας;"
"Τι είναι αύριο;"
"Μα το ξέχασες;" είπε χαμογελαστός "Ξεκινάν οι προετοιμασίες αύριο! Μπορεί η Κούβα να έχει πολύ λαό αλλά δεν υπάρχει πόλη ούτε χωριό που να μη γιορτάζει το Σαν Χουάν"
"Ωχ ... Φυσικά και δε το ξέχασα! Πώς να το ξεχάσω! Έχουμε ήδη προπαραγγελιες στη δουλειά..."
"Άρα..."
"Με συγχωρείς μα δε μπορώ να κρεμάσω τη Κλαρα. Τώρα που η κόρη της γέννησε δεν έχει άλλον..."
"Το κατανοώ. Ακόμα θυμάμαι όταν σε γνώρισα που..."
Η Άλισον άφησε το μυαλό της να ταξιδέψει σε εκείνη τη μέρα όσο ο Χούγκο μιλούσε.
Δεν ήταν λίγες μέρες αφότου πάτησε το πόδι της στη Κούβα όταν έψαχνε για δουλειά και γνώρισε τη Κλαρα. Ο Γκάμπριελ της είχε πει χιλιάδες φορές πως ήταν αντίθετος με την ιδέα να δουλέψει από τη στιγμή που είχαν και οι ίδιοι περιουσία αλλά η Άλισον ήταν ανένδοτη. Η Κούβα σαν Κούβα μπορεί στις μεγαλουπόλεις να ήταν αρκετά μπροστά αλλά σε μικρότερες πόλεις- χωριά όπως η Σάντα Κρουζ τα πράγματα ήταν πιο μαζεμένα. Δεν υπήρχαν μεγάλα πολυκαταστήματα όπως στην Αμερική. Τα κτήρια ήταν σχεδόν όλα παλαιού τύπου ενώ εκτός από βενζινάδικα φαρμακεία και μερικά καταστήματα πρώτης ανάγκης , τα υπόλοιπα ήταν καφενεία για τους ντόπιους και 2-3 φούρνοι. Σε έναν από αυτούς ήταν και ιδιοκτήτρια η Κλάρα. Μια μεγάλη γυναίκα σε ηλικία αλλά αρκετά επιμονη και δουλευταρου.
Γνωρίστηκαν τυχαία όταν η Άλισον την είδε να προσπαθεί να περάσει από ένα σοκάκι που είχαν στήσει κυριολεκτικά το χορό , έχοντας στα χέρια ένα τεράστιο δίσκο με καρβέλια για την εκκλησία. Σαν έμαθε η Κλάρα καθώς περπατούσαν πως ήθελε δουλειά, αυτό ήταν...
Μπορεί τα ισπανικά της Άλισον να μην ήταν και τα καλύτερα και ότι ήξερε να ήταν από το σχολείο αλλά μέσα σε ένα εξάμηνο, όχι απλά απογειώθηκε στη δουλειά της, αλλά την έμαθαν και όλοι στη πόλη.
Σιγά σιγά και μετά από δύο περίπου χρόνια έβαλαν και καφέ και η Άλισον τους έδειξε ένα διαφορετικό τρόπο να δουλεύεις ένα φούρνο. Η δουλειά εκτοξεύθηκε , το μικρό αρτοποιείο απέκτησε άλλο αέρα και εκείνη πήρε φυσικά τα εύσημα αν και κρατούσε χαμηλούς τόνους. Εκεί τη γνώρισε και ο Χούγκο... Τον σέρβιρε ένα πρωί και από τότε δε σταμάτησε να πηγαίνει μέχρι που τη ζήτησε σε ραντεβού.
Στην αρχή η Άλισον αρνηθηκε και μάλιστα ήταν τόσο ενοχλημένη που του πέταξε και ένα ποτήρι καφέ στα μούτρα καθώς ένιωσε εκνευρισμένη από το επίμονο φλερτ του.. Η ζωή στη Κούβα ήταν πιο επικίνδυνη από κάθε άποψη συγκριτικά με την Αμερική και εκείνος ήταν αρκετά μυώδης και επιβλητικός. Θέλοντας και μη, το παρουσιαστικό του, τη γύριζε πίσω... Τότε που ακόμα και ο τελευταίος άντρας στο σπίτι του πατέρα της , ήταν μια μυώδη αρκούδα γεμάτη τατουάζ. Με όπλα κρυμμένα στις τσέπες και χέρια βαμμένα στο αίμα. Τελικά γνωρίζοντας τον καλύτερα και καθώς περνούσε ο καιρός, δέχθηκε.
"Ωραία μέρα έτσι;" Της είπε μπαίνοντας ξανά κάτω από τα σκεπάσματα
"Εμ, τα ήθελες και τα πάθες... Πώς ζητάς σε ραντεβού μια άγνωστη κοπέλα κύριε μου;" Τον ειρωνεύτηκε κι εκείνος γέλασε.
"Έχεις δίκιο. Μα....
Αν δεν απατωμαι αυτή η κοπέλα σύντομα θα γίνει κύρια Ολιβέιρα..." Η Άλισον του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο αυτή τη φορά και του χάιδεψε το μάγουλο. Εμεινε σιωπηλή. Δεν ήθελε να πει κάτι. Απλά τον κοίταζε . Της είχε φερθεί τόσο άψογα... Ειδικά στα κορίτσια. Δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του για τις μικρές. Ακόμα κι όταν η Ελίζαμπεθ είχε κάποια θέματα στα νήπια, εκείνος πήγε και πήρε θέση δίχως δεύτερη σκέψη. "Άλισον;" ψιθύρισε και πλησιάζοντας αρκετά κοντά , χώθηκε στο λαιμό της και μύρισε το άρωμα της. Της άφησε ένα απαλό φιλί κοντά στο αυτί και έπειτα τη κοίταξε κατάματα "Το μετάνιωσες;" ρώτησε υπονοώντας τη πρόταση που της έκανε. "Υπάρχουν στιγμές που..."
"Σσς.." τον μάλωσε ψιθυριστά "Όχι... Μετάνιωσα πολλα στη ζωή μου, αλλά το να σου πω το ναι, δεν είναι ένα από αυτά..." απάντησε και κατεβαίνοντας στα χείλη του, τον φίλησε. "Έλα να ξαπλώσουμε... Αύριο είναι μεγάλη μέρα..."
"Έχεις δίκιο. Χρειάζεσαι κι εσύ ξεκούραση.."
Το φως έσβησε.
Το σώμα της εγυρε στο κρεβάτι και ένα χέρι τυλίχθηκε γύρω από τη μέση της...
Τα μάτια της έκλεισαν... Η καρδιά ημερεψε τους χτύπους και άρχισε να γαληνέυει.
Σαν να ξαναζωντανεψαν όμως τα λόγια της κόρης της στο νου, εκείνο το απαλό τικ τακ της καρδιάς άρχισε να μοιάζει με βαρύ γδούπο.
Τα μάτια άνοιξαν.
Το βλέμμα χάθηκε έξω από το παράθυρο και αναστεναξε...
Τελικά ακόμα κι αν δεν θέλεις να έχεις επαφές με το παρελθόν, εκείνο βρίσκει τρόπους να σε στοιχειώνει ακόμα... σκέφτηκε και σφίγγοντας τα χέρια του Χούγκο στα δικά της, ξανά έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε...
❤️🔜🧡🔜💛🔜🤍
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top