Κεφάλαιο 4°
"Δικό μου είναι!"
"Όχι! Αυτό είναι το δικό μου!"
Φωνές κακό και φασαρία. Ήταν ακόμα ένα από εκείνα τα απογεύματα που δεν έβρισκε τα κορίτσια αγαπημένα στο καναπέ και τα έβρισκε να σκοτώνονται για ένα από τα παιχνίδια τους. Η Κλάρα είχε αφήσει την Άλισον να φύγει λίγο νωρίτερα αφού κατάφεραν να βγάλουν όλες τις παραγγελίες για το Σαν Χουάν μα σαν επέστρεψε σπίτι βρήκε το χάος.
Αν και μικρές σε ηλικία είχαν μάθει να προστατεύουν η μία την άλλη ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που όταν έλειπε ο Χούγκο και δε μπορούσε η νταντά κάθονταν μονές στο σπίτι.
"Κορίτσια! Μη φωνάζετε!" τις μάλωσε η Άλισον από τη κουζίνα και βγάζοντας ένα βαθύ αναστεναγμό ξέπλυνε όσα πιάτα είχαν μείνει στο νεροχύτη και σκούπισε τα χέρια της. Τελικά αυτό το σπίτι δεν είχε καμία σχέση με το παλιό.
Δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι που της άφησε η μάνα της στη παραλία. Ο Χούγκο όμως επέμεινε πως από τη στιγμή που θα παντρεύονταν έπρεπε να μετακομίσει μαζί του. Το δικό του σπίτι είχε ένα παραπάνω δωμάτιο για τα κορίτσια, ήταν κοντά στη δουλειά της και επιπλέον ήταν δεκαετίες πιο καινούριο.λ συγκριτικά με εκείνο το ερείπιο όπως χαρακτήριζε το προηγούμενο σπίτι.
Πάραυτα όμως, εκείνη είχε συνηθίσει να πλένει τα πιάτα και να κοιτάζει την άγρια θάλασσα. Ίσως το σπίτι να ήταν λίγα λεπτά εκτός χωριού και ίσως ήθελε μεταφορικό μέσο αλλά εκείνη ήταν ευχαριστημένη. Είχε ένα ποδήλατο, είχε ηρεμία και πάνω από όλα ψυχική γαλήνη. Εκείνη η μικρή πέτρινη τρύπα στη μέση του κόλπου της Σάντα Κρουζ, ήταν θησαυρός...
Έβγαλε ένα δεύτερο , μεγαλύτερο αναστεναγμό και ακούγοντας μια νεκρική σιωπή από τον επάνω όροφο, άφησε τη πετσέτα και ανέβηκε.
"Κορίτσια! Πρέπει να ετοιμαστείτε! Σε λιγάκι θα πάμε στη γιορτή..." αποκρίθηκε ανεβαίνοντας τις σκάλες μα τίποτα. Φτάνοντας έξω από το δωμάτιο της Βίβιαν άνοιξε τη πόρτα μα δεν είδε καμία από τις δύο. "Κορίτσια δεν είναι ώρα για πλάκα!" είπε πιο δυνατά και μπαίνοντας στο δωμάτιο της Ελίζαμπεθ , τις είδε καθισμένες στο κρεβάτι και σιωπηλές.
"Με κοροϊδεύετε;" είπε κοιτώντας τες "Σας μιλάω εδώ και πόση ώρα!"
Η Βίβιαν σήκωσε απαλά το χέρι της και έδειξε προς το παράθυρο το οποίο προς έκπληξη της Άλισον η οποία τους είχε απαγορεύσει να το ανοίγουν, ήταν ορθανοιχτο. "Μα τι στο καλο;!"
Η Άλισον πλησίασε και κοίταξε έξω. Δεν υπήρχε τίποτα τριγύρω. Το έκλεισε και κατέβασε το ρολό.
"Δεν σας έχω πει να μην ανοίγετε το παράθυρο γιατί είναι ψηλά;"
"Μα... Μα δε το ανοίξαμε εμείς μαμά..." αποκρίθηκε η Ελίζαμπεθ και το αίμα της Άλισον πάγωσε στις φλέβες.
"Τι εννοείς δεν το ανοίξατε εσείς;" ρώτησε όσο πιο ήρεμη μπορουσε για να μη τρομάξει τα κορίτσια. Ήταν τόσο επικίνδυνα γενικά στη Κούβα που αν και έμεναν σε σχετικά ήσυχη πόλη η Άλισον ποτέ δεν έπαψε τα φυλάει τα νώτα της. Ένας παραπάνω λόγος που της άρεσε το παλιό της σπίτι. Εκείνο μπορεί να ήταν παμπάλαιο αλλά είχε χοντρές πόρτες, ήταν σε δύσβατο σημείο και γενικά μπορούσε να ελέγξει αν κάποιος πλησίασε η όχι.
"Ένας άντρας μαμά..." πήρε θέση η Βίβιαν
"Τι άντρας;"
"Μαμά σκαρφάλωσε και μας κοίταζε απ' έξω!" φώναξε εν τέλει η Ελίζαμπεθ "Καθόταν και μας κοιτούσε μαμά! Μετά είδαμε τα μαύρα δάχτυλα του να χώνονται κάτω από το συρτή! Τον άνοιξε και μας κοιτούσε!!"
"Ναι μαμά! Ήταν σαν να χιονίζει! Φορούσε πολλά ρούχα αλλά είχε άσπρα μάτια!"
Η Άλισον αναστεναξε
"Τι βλέπατε πάλι στη τηλεόραση;"
"Τίποτα μαμά στο ορκίζομαι!" απάντησε η Βίβιαν
"Μόλις σε άκουσε έπεσε και έφυγε..." Συνέχισε η Ελίζαμπεθ "Ήταν... Ήταν τόσο περίεργος μαμά. Αδύνατος. Τα χέρια του ήταν τόσο λεπτά σαν κλαριά. Το βλέμμα του τόσο κακό..."
"Λίζι..."
"Δεν μας πιστεύεις;" Η Βίβιαν άρχισε να δακρύζει και η Άλισον κάθισε ανάμεσα τους δύο κρεβάτι και τις πήρε αγκαλιά
"Εννοείται σας πιστεύω αγάπες μου..." είπε γλυκά
"Μαμά δε μου αρέσει αυτό το σπίτι ..." ψελισσε η Ελίζαμπεθ
"Ίσως είναι οι πρώτες μέρες καρδούλα μου... Ελάτε, ας ετοιμαστούμε και η μαμά θα φροντίσει να κλειδώσει καλύτερα όλα τα παράθυρα εντάξει;"
Τα κορίτσια κούνησαν τα κεφάλια χαρούμενα και σηκώθηκαν. Η Άλισον τις βοήθησε να ετοιμαστούν και έπειτα βάζοντας και η ίδια ένα πρόχειρο λινό μαύρο φόρεμα, κάλεσε το Χούγκο για να δει που βρίσκεται. Στην αρχή ήταν να πάει μόνος με τα κορίτσια αλλά η Άλισον του είπε πως τέλειωσε νωρίς οπότε αποφάσισαν να βρεθούν στη παραλία. Έτσι θα τελείωνε και εκείνος πιο ήρεμος τις δουλειές στο γραφείο και θα είχαν ο καθένας το χρόνο του να ετοιμαστεί.
Το Σαν Χουάν ήταν μια από τις πιο σπουδαίες γιορτές. Δεν ήταν μόνο η Κούβα που γιόρταζε τη συγκεκριμένη γιορτή αλλά και σε πολλές λατινοαμερικάνικες χώρες ήταν κάτι σαν έθιμο.
Αρκετοί οργάνωναν ταξίδια έτσι ώστε να βλέπουν πως το γιόρταζαν και άλλες περιοχές αλλά η Άλισον, προτιμούσε τη πόλη της. Πίστευε πως έκαναν τη πιο μεγάλη και δυνατή φιέστα.
Τεράστιες πύρινες μπάλες φωτιάς στήνονταν ανά 10 μέτρα κατά μήκος ολόκληρης της παραλίας ενώ ο κόσμος πηδούσε από πάνω τους κάνοντας ευχές. Η Σάντα Κρουζ εκείνου ο διάστημα δεχόταν διπλάσιο κόσμο από τις γύρω περιοχές αφού η παραλία της ήταν ιδανική.
Η Άλισον έβαλε τα κορίτσια στο αμάξι και ξεκίνησαν. Λίγες μέρες πριν , τις επίασε να χαζεύουν ένα θρίλερ στη τηλεόραση και σκεφτόταν συνεχώς μήπως τους έμεινε κάτι από αυτό στο μυαλουδακι τους μα από την άλλη, είχε έξυπνες κόρες. Δεν έμοιαζαν τόσο με τα παιδιά της ηλικίας τους. Ίσως επειδή μεγάλωσαν μαζί της και ήταν μόνες, ίσως επειδή έπρεπε να κάνουν περισσότερα πράγματα από αλλά παιδιά , η Άλισον δεν ηξερε. Ήταν πολλά τα ίσως και πολλά τα γιατί. Το αποτέλεσμα όμως ήταν πως είχαν διαφορετική αντίληψη.
Σε κάθε περίπτωση είχε αποφασίσει να μιλήσει στο Χούγκο ετσι ώστε να ασφαλίσουν καλύτερα το σπίτι.
Δέκα λεπτά αργότερα, πάρκαρε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου και ετοίμασε τα πράγματά τους
"Μαμά; Μπορώ φέτος να κάνω κι εγώ άλμα; Αφού ούτως ή άλλως δε κάνει κανένας μας... Μόνο κοιτάμε"
"Όχι Ελίζαμπεθ! Είναι επικίνδυνο. Γιατί να κάνεις άλμα; Ωραία δεν είναι που απολαμβάνουμε το θέαμα;"
"Καλά είναι δε λέω, αλλά ο Λεονάρντο της κυρίας ΝτεΛουνα είπε πως θα πηδήξει! Αν το κάνει αυτός και δε το κάνω εγώ θα με κάνει ρεζίλι στη τάξη!"
"Αμάν μωρέ Ελίζαμπεθ... Πώς είναι δυνατόν να έχεις ανταγωνισμό σε αυτή την ηλικία;"
"Μα μαμά... Αν δεν έχω τώρα πότε θα έχω; Όταν δε θα μπορώ να επιλέξω για το δικαίωμα του ανταγωνισμού μου και θα πρέπει να ακολουθώ τα καθέκαστα;" Η Άλισον γύρισε ολόκληρη προς τα πίσω κοιτάζοντας για ακόμα και φορά την Ελίζαμπεθ έκπληκτη ενώ η Βίβιαν από δίπλα χαχανιζε.
"Εκτός από θρίλερ μήπως βλέπετε και τίποτα πολιτικές εκπομπές;" σχολίασε ευδιάθετη "Ελάτε. Πάμε και βλέπουμε!"
Βγήκαν από το αυτοκίνητο και αμέσως τα κορίτσια άρχισαν να κραυγάζουν. Τι θέαμα ήταν μαγικό. Ίσως πιο όμορφο από άλλες χρονιές. Είχαν στήσει πάγκους με διάφορα γλυκίσματα ενώ το μόνο φως, προερχόταν από τις φωτιές.
Κόσμος γελούσε, έπινε, διασκέδαζε... Μερικοί έπαιζαν κιθάρα, άλλοι πάλι χόρευαν σε αργούς παθιασμένους ρυθμούς και ολόκληρη η παραλία εμοιαζε σαν να είχε ένα ρυθμο και μια μελωδία...
"Μη τρέχετε! Περιμένετε!!" Τα κορίτσια όρμησαν προς ένα πάγκο με τσουρος και η Άλισον τις ακολούθησε. Πριν φτάσει όμως ένιωσε ένα χέρι να τυλίγεται γύρω της και ένα έντονο άρωμα να σκάει στα ρουθούνια της "Πως γίνεται μέσα σε όλες αυτές τις εκστατικές μυρωδιές το άρωμα σου να είναι τόσο έντονο;"
"Δεν μπορείς να του αντισταθείς;" της ψιθύρισε ο Χούγκο και γυρίζοντας τη, τη φίλησε απαλά. "Μου έλειψες σήμερα. Και εσύ και αυτά τα ζιζάνια!"
"Και μένα..." του είπε σιγανα ώσπου οι φωνές και οι τσιριδες της Ελίζαμπεθ τράβηξαν τη προσοχή του. Γυρίζοντας η Άλισον έπαθε σοκ ενώ ο Χούγκο έτρεξε πρώτος προς το μέρος της.
Η Ελίζαμπεθ είχε βάλει από κάτω ένα αγοράκι και του τραβούσε τα μαλλιά ενώ εκείνο προσπαθούσε να απελευθερωθεί.
"Εεεει!!!!!" Ο Χούγκο φώναξε και πιάνοντας τη μικρή από τη μέση τη σήκωσε με το ζόρι από πάνω του
"Ηλίθια! Θα σε σκοτώσω!" φώναξε αυτό ενώ από τη απέναντι πλευρά έτρεχε και ακόμα μια γυναίκα
Η Άλισον πλησίασε αλαφιασμενη
"Εγώ θα σε σκοτώσω ρε αν σκουντηξεις ξανά την αδερφή μου άκουσες;!" η Ελίζαμπεθ παρά το νεαρό της ηλικίας της έμοιαζε σαν ένα μικρό τερατακι στα χέρια του Χούγκο ενώ η Βίβιαν από την άλλη έκλαιγε πάνω από τα βρώμικα τσουρος της, τα οποία είχα πέσει στην άμμο.
"Τι συμβαίνει εδώ!!!"
"Έριξε τα τσουρος της Βίβιαν μαμά!!" Είπε η Ελίζαμπεθ και έπειτα γύρισε προς το Χούγκο "Άσε με κάτω!!! Άσε με να του δείξω εγώ!"
"Σήκω αγόρι μου." Η Άλισον αγριοκοίταξε τη κόρη της και βοήθησε το μικρό να σηκωθεί ενώ την ίδια στιγμή μια λαχανιασμενη γυναίκα έφτασε κοντά τους
"ΣΕΘ ΝΤΕΒΕΡΟ ΛΊΝΚΟΛΝ! ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΠΑΛΙ;" ούρλιαξε και ο μικρός μαζεύτηκε αμέσως.
"Χίλια συγνώμη... Είναι λιγάκι επιπόλ...." απολογήθηκε και γυρίζοντας προς το μέρος τους πάγωσε "Άλισον;;!!"
"Θεέ μου! Τζένη;;"
❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top