Τωρα τι θα κάνεις;

"Κάποιος κάπου κάποτε ,είπε πως η πιστη σώζει... ψέματα... Το μόνο που σε σώζει είναι ο ίδιος σου ο εαυτός..."

3 ημέρες αργότερα

Κοιτούσε το κενό . Ο συννεφιασμένος ουρανός δεν της επέτρεπε ούτε την ζεστασιά του ήλιου να φτάσει στο δέρμα της. Καθισμένη στο περβάζι του παραθύρου , προσπαθούσε να κάνει το μυαλό της να ξεφύγει από την κόλαση που βρέθηκε στα ξαφνικά.  Η κατάσταση τις τελευταίες τρεις μέρες είχε αλλαξει δραματικά στην έπαυλη. Ο Τζεισον κατάφερε να διασπάσει τον ψυχισμό της και να τον μετατρέπει σε χιλιάδες μικρά κομματάκια. Κομμάτια που έψαχνε και δεν έβρισκε για να τα ενώσει. Έκλεισε τα μάτια στην σκέψη του κορμιού του πάνω στο δικό της. Στον ιδρώτα του προσώπου του που έσταζε σαν βασανιστήριο πάνω στο δικό της. Στα χέρια του που έπιαναν και άνοιγαν συνεχώς τα μπούτια της καθώς εκείνη προσπαθούσε να τα κλείσει... Αηδία. Το μόνο συναίσθημα μέσα της ήταν η αηδία. Τρεις φορές την επισκέφθηκε σε αυτές τις μέρες. Και τις τρεις την βίασε με το έτσι θέλω. Δεν προσπάθησε καν να απολογηθεί για την αποτρόπαιη πραξη του. Ο φόβος κάθε φορά που άκουγε την πόρτα να ανοίγει μεγάλωνε συνεχώς. Τα τραύματα στα χέρια της από τα κρατηματα του ήταν μελανα...Ενώ η γροθιά από το βίαιο ξέσπασμα του λίγες μέρες πριν κρατούσε ακόμα εκείνο το περιεργο βιολετι...

Η πόρτα του δωματίου άνοιξε και δεν την άκουσε καν. Βυθισμένη στο σκότος που κυρίευσε  τη ζωή της είχε χαθεί σε αναμνήσεις που της προκαλούσαν χαρά. Ήταν λίγες...Και όλες με τον Τζέιμς αλλά έπαιρνε δύναμη.

"Μπες μέσα!"άκουσε την δυνατή του φωνή και τρομαγμένη πετάχτηκε όρθια. "Τι με κοιτάζεις έτσι; ΕΙΠΑ ΜΠΕΣ ΜΕΣΑ !" Υπάκουσε. Η σκέψη να γυρίσει και να πέσει από το μπαλκόνι πέρασε και έφυγε. Δεν ήταν αρκετά ψηλά για να πεθάνει και δεν θα ρίσκαρε να βρεθεί πληγωμένη και στο έλεος του.

"Έχω κάτι που θα σε κάνει να στεναχωριέσαι λιγότερο..."είπε και της πέταξε έναν φάκελο στο κρεβάτι . Δεν μίλησε. Κοίταξε το κιτρινωπό χαρτί και έπειτα εκείνον.

"Εμπρος!άνοιξε το ...." την προέτρεψε αλλά εκείνη έμεινε σαν νεκρή να τον κοοταζει. "ΕΊΠΑ ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΠΟΥ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ!" Την έπιασε από το μπράτσο και την εκτόξευσε στο κρεβάτι με δύναμη

"Σε σιχαίνομαι..." του είπε και εκείνος γέλασε.

"Θα σου το πω ακόμα μια φορά...Πιο ήρεμα...άνοιξε τον καταραμένο φάκελο..."Η Λειλα τον  έπιασε με τα τρεμάμενα χέρια της και τον άνοιξε. Σοκαρισμένη από αυτό που είδε και με χιλιάδες σκέψεις να περνάνε από το μυαλό της πάτησε τα κλάματα.

"Τελικά δεν έιναι τόσο δυνατός όσο τον θέλει η φήμη του ...." Είπε και εκείνη πετάχτηκε σαν αρπακτικό κατά πάνω του χτυπώντας τον με μανία στο πρόσωπο.

""Γαμημένη!!!!"Φώναξε  μόλις έπιασε τα χέρια της. Οι γρατζουνιές στο πρόσωπο του ήταν βαθιές σαν χαρακιές. Γεύτηκε για πρωτη φορά το ίδιο του το αίμα από την πληγή στα χείλη και εκνευρισμένος την τράβηξε κατά πάνω του και κόλλησε τα χείλη  του στα δικά της φιλώντας την γρήγορα και άτσαλα. Η Λειλα σφράγισε τα χείλη της και ο Τζεισον γέλασε. Την απελευθέρωσε από τα δεσμά του και πήρε στο χέρι την πρώτη φωτογραφία του φακέλου.

"Εκεί που τον έχω δεν θα τον βρεις. Κι αν είσαι καλό κορίτσι και κάνεις ότι σου λέω απο δω και περα ,θα τον ταιζω..." Είπε ειρωνικά και πέταξε την φωτογραφία στα πόδια της. Έδειχνε τον Τζέιμς. Αλυσοδεμενο.  Γυμνό από τη μέση και πάνω. Ήταν πάντοτε ένας άντρας άπιαστος και όπως ήταν φυσικό  τραυματίστηκε βλέποντας τον χτυπημένο εξαιτίας της...

"Εισαι τέρας....Και λυπάμαι που δεν το ειδα εξ αρχής..." ψέλλισε και μάζεψε την φωτογραφία. Χάιδεψε λιγάκι την εικόνα του και σώπασε.

"Όρθια η ξαπλωτή;" Ρώτησε και πήγε κοντά της.

"Πώς μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο ξέροντας πως η γυναίκα που έχεις μπροστά σου δεν το θέλει και σε σιχαίνεται;" Αποκρίθηκε χωρίς να τον κοιτάζει

"Όπως μπόρεσες κι εσύ να τρέξεις σε αυτό το μαλακά χωρίς καν να με ενημερώσεις. Όπως μπόρεσες μετά από την νύχτα που περάσαμε να τον πάρεις τηλέφωνο. Όπως μπόρεσες και τον φιλησες...Όπως πολλά Λειλα ...Και τώρα βγάλε την νυχτικια σου....Θέλω να απολαύσω τη γυναίκα μου...Και φρόντισε από αύριο που θα ξεκλειδώσει η πόρτα να βγαίνεις και συμπεριφέρεσαι φυσιολογικά αλλιώς θεώρησε τον νεκρό..." Η Λειλα βουρκωσε . Έπιασε την άκρη από την νυχτικια της και την κατέβασε απαλά προς τα κάτω...

Την ίδια ώρα Σωφρονιστικό Ίδρυμα Ραικερς

"Δεν πιστεύω να βγήκε τίποτα παρά έξω;" Ρώτησε αυτηρα ο Ίαν και ο Στίβενς έπιασε το κούτελο του.

"Τίποτα Λόρενς. Πριν θρηνήσουμε κι άλλο θύμα ήρθα να σου ανακοινώσω πως βγαίνεις αύριο" Ο Ίαν γέλασε. Μετά τον θάνατο του Μαρκους ο οποίος βρήκε τρόπο να τον πλησιάσει το βράδυ στο κελί του ο Ίαν είχε αλλάξει. Ήταν προετοιμασμένος φυσικά αλλά μπερδεμένος. Δεν έβγαλε λέξη καθώς τον σκότωνε για το ποιος τον έστειλε ενώ ο Ίαν θεώρησε πως πρόδωσε τους Λόρενς. Δεν πήγε καν το μυαλό του πως υπήρχε περίπτωση να τον έστειλε ο ίδιος του ο αδερφός. Ο Ίαν εκείνο το βράδυ απείλησε θεούς και δαίμονες μέσα στη φυλακή. Ζήτησε να μάθει τον άνθρωπο που πληρώθηκε για να τον βάλει μέσα αλλά δεν πήρε απάντηση. Ήταν σίγουρος πως θα τον βγάλουν έξω γρηγορότερα για να κερδίσουν την εύνοια του .

"Αυτό είναι καλό. Μπορείς να φύγεις Στίβενς. Θα σε δω το πρωί"

Ο φρουρός δεν συζήτησε τίποτα περισσότερο και γύρισε την πλάτη του   "Α ! Και που σαι...." Φώναξε ξαφνικά ο Ίαν και εκείνος σταμάτησε. "Έλα πιο κοντά...." ψιθύρισε και ο Στίβενς πλησίασε το κελί

"Όταν βγω να περιμένεις ένα αρκετά ικανοποιητικό πόσο στο λογαριασμό σου Στίβενς...Θεωρησε το σαν δώρο για την υπακοή σου σε μένα..." Ο φρουρός άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. "Μην με κοιτάζεις έτσι. Έχω μάθει να ανταμοιβω αυτούς που θεωρώ πως αξίζουν... Και τώρα μπορείς να πηγαίνεις..."

"Εγώ....Δεν..."πήγε να πει και ο Ίαν με μια κίνηση του χεριού τον σταμάτησε

"Μπορείς να πηγαίνεις είπα..."

"Όπως επιθυμείς...Ευχαριστώ πάντως..."

Ο Ίαν σώπασε. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του κελιού και κοίταξε έξω από το μικρό παραθυράκι....

Μια μέρα αργότερα....

"Δεσποινίς Φερνάντες!" Αναφώνησε ο Φρεντερίκ και πήγε προς το μέρος της μόλις την είδε στα σκαλιά. Το βλέμμα της έμοιαζε με νεκρής γυναίκας. Κανένα ίχνος από ψυχή. Συναίσθημα. Αντίληψη... Η καρδιά του άρχισε να  φτερουγίζει στο στήθος. Την λυπήθηκε. Ήξερε τι ακριβώς κάνει ο Τζεισον αλλά σωπαινε...Δεν είχε δύναμη να έρθει αντιμέτωπος με το αφεντικό του 

"Λειλα; Εισαι καλά κόρη μου ;" Είπε πιο μαλακά αυτή τη φορά κι εκείνη εστρεξε το βλέμμα της στο δικό του.

"Μια χαρά Φρεντερίκ..." Είπε ψυχρά και τον προσπέρασε. Τα σημάδια στον λαιμό της τον έκαναν να ανατριχιασει. Αν και φορούσε μια κλειστή μπλούζα εκείνα έβγαιναν σαν τους δαίμονες ουρλιάζοντας την κακοποίηση από χιλιόμετρα.

"Θέλεις πρωινό; Να σου φέρω στο δωμάτιο;" Εκείνη κούνησε το κεφάλι. Τόσες μέρες μόνο ο Τζεισον της πήγαινε φαγητό κι αυτό λιγοστό. Η ελπίδα να φύγει με την πρώτη ευκαιρία είχε εξανεμιστει έπειτα από εκείνες τις φωτογραφίες του Τζέιμς...

"Δεν πεινάω. Θα βγω λιγάκι στο κήπο...." Ο μπάτλερ έπιασε το γυαλιστερό κιγκλίδωμα της σκάλας έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Εκείνη άνοιξε την πόρτα και περπάτησε σαν την νεκρή προς τα έξω...

Προχώρησε μέχρι να φτάσει στην αρχή του κήπου  και έβγαλε τις παντόφλες της. Πήρε μια βαθειά αναπνοή και πάτησε με το ένα ποδι στο υγρό γρασίδι.

"Βοήθησε με θεέ μου ..." Σιγομουρμουρησε και πάτησε και το άλλο πόδι. Άφησε την υγρασία να διαπεράσει το δέρμα της και έκλεισε ξεπνοα τα μάτια.

"Πάντα ξυπόλητη περπατάς εσύ έξω;" άκουσε μια βαθειά, σκληρή αλλά απαλή συνάμα φωνή και γύρισε το κεφαλι της προς τα πισω ταραγμένη.

Με έναν σάκο περασμένο στον ένα ώμο , ντυμένος στο απόλυτο μαύρο,έστεκε και την κοιτούσε ήρεμος. Η ανάσα της κόπηκε. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη...

Ήταν εκείνος...
Ο άντρας της φωτογραφίας...
Ο Ίαν....

Σας φιλώ...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top