Πότε ξανά

Ο ήλιος έλαμπε το πρωί. Η Λέιλα σηκώθηκε και  στάθηκε μπροστά στο καθρέφτη. Αν και δεν ηθελε να δει την αιτια του πονου της, αποφασισε να το κανει. Ξεδεσε το κορδόνι της ρομπας της και την αφησε να πέσει στο πατωμα. Κοίταξε τις δεκάδες μελανιές. Τις δαγκωματιες . Τα κόκκινα σημάδια που της άφησε περίτεχνα σε ολόκληρο το κορμί της και αηδιασε. Ένιωσε την ταπείνωση να μεταμορφώνεται σε οργή και θυμό.  Αναρωτήθηκε σιωπηλά, αν η ζωή του Τζέιμς άξιζε τον εξευτελισμό που της χάριζε απλόχερα ο Τζεισον αλλά μαλωσε τον εαυτό της και έδιωξε αυτές τις σκέψεις. Μάζεψε τη ρόμπα και την τύλιξε γύρω της . Έπρεπε να δώσει ένα τέλος σε αυτή τη κατάσταση. Ήταν μια Φερνάντες. Μπορεί ο πατέρας της να αποδείχθηκε ανάξιος αλλά ο παππούς της ήταν ένας άνθρωπος σεβαστός. Τίμιος παρά την δουλειά που έκαναν. Θα πάλευε απ δω και πέρα. Θα πάλευε κι ας πέθαινε.

Βγήκε από το δωμάτιο και κατέβηκε στη κουζίνα.
"Καλημέρα Ολιβια" είπε σοβαρή και κάθισε στο τραπέζι . Η υπηρέτρια την αγνόησε και συνέχισε να στεγνώνει τα πιάτα.

"Δεν άκουσες την Καλημέρα της ;" Η φωνή του Ίαν ξεχύθηκε στο χώρο και η Ολιβια γύρισε αναστατωμένη προς το μέρος του.

"Δεν είναι ανάγκη να την επιπλήξεις. Μπορώ να το κάνω και μόνη!" Η Λέιλα σηκώθηκε και την πλησίασε. Ο Ίαν την παρατήρησε από πάνω μέχρι κάτω. Έμοιαζε διαφορετική. Τα μάτια της αν και κατακόκκινα, πετούσαν σπίθες ενώ το βήμα της προσέδιδε έναν διαφορετικό αέρα από αυτόν που εισέπραξε όταν την γνώρισε. Αυτή σίγουρα είναι μια Φερνάντες, σκέφτηκε και χαμογέλασε ελαφρά. Η Λέιλα πήγε αρκετά κοντά στην Ολιβια κι εκείνος ακούμπησε στο καφάσι της πόρτας κοιτάζοντάς την με περιέργεια.

"Την επόμενη φορά που θα εισελθω σε αυτό το χώρο και θα καθίσω, φρόντισε να μου φέρεις έναν καφέ. Με ή χωρίς τη Καλημέρα, την οποία, πληροφοριακά δεν με ενδιαφέρει κι όλας να μου την πεις!" Η Ολιβια κοκκινισε και το βλέμμα της έσταζε μίσος. "Και τώρα, θέλω έναν σκέτο καφέ σε λιγότερο από δύο λεπτά ακουμπισμένο στο τραπέζι. Έγινα κατανοητή;" συνέχισε η Λειλα και κάθισε . Ο Ίαν μπήκε και την μιμήθηκε τραβώντας την διπλανή  καρέκλα.

"Τελικά έχεις τσαγανό έτσι;" σχολίασε χαμογελαστός

"Εκτός από τσαγανό έχω και αρκετά νεύρα σήμερα. Όπως ξέρεις, το μυαλό μου είναι λιγάκι λασκα. Καλό είναι να κοιτάς τη δουλειά σου σε παρακαλώ και να μην με ενοχλείς..." είπε εξαπολύοντας ένα εχθρικό βλέμμα προς το μέρος του αλλά προς έκπληξη της ο Ίαν γέλασε.

"Ο καφές σας δεσποινίς..." πετάχτηκε η Ολιβια διακόπτοντας την κουβέντα τους  και άφησε την κούπα στο τραπέζι. "Να σου φτιάξω κάτι;" συνέχισε απευθυνόμενη προς τον Ίαν , ο οποίος την αγριοκοιταξε. Εκείνη κατάλαβε αμέσως. Του μίλησε στον ενικό και αυτό είχε απαγορευτεί .

"Όχι. Μπορώ και μόνος. Δεν έχεις άλλες δουλειές εκτός από τη κουζίνα;"

"Έχω κύριε αλλά πρέπει να ετοιμάσω το σερβίτσιο για το μεσημεριανό..." του απάντησε διστακτικά

"Θα το κάνεις σε λίγο. Μπορείς να αποχωρήσεις!" τη διέταξε με ήρεμο τόνο κι εκείνη άφησε την πετσέτα στο πάγκο και έφυγε προσκομίζοντας ευθύνες στην Λειλα για την συμπεριφορά του Ίαν από μέσα της.

"Λοιπόν;" ρώτησε όταν πλέον είχαν μείνει μόνοι και η Λέιλα ανασηκωσε το φρύδι της

"Λοιπόν τι ;" του απαντησε αδιάφορη και έφερε την κούπα στα χείλη της. Ήπιε μια γουλιά και νιώθοντας τη ζάχαρη στη γλώσσα της  πετάχτηκε όρθια. Από το τράνταγμα, ο μισός σχεδόν καφές χύθηκε πάνω στη ρομπα της και η Λέιλα έβρισε σιγανά. Το ύφασμα κόλλησε στο κορμί της και το λευκό σατέν μεταμορφώθηκε σε διάφανο

"Ηρέμησε!" Είπε ο Ίαν και σηκώθηκε. Άρπαξε τη πετσέτα αλλά μόλις την πλησίασε εκείνη του γύρισε πλάτη. "Μην κάνεις σαν μωρό, ενήλικες είμαστε Λειλα ! " ξαναείπε και την γύρισε προς το μέρος του . Αγνοώντας τόση ώρα την ενδυμασία της , κάτω από τη ρόμπα, και σκεπτόμενος πως θα φοράει κάποιου είδους πιτζαμα τράβηξε το λουράκι και την άνοιξε.

Στο θέαμα κοκαλωσε. Εκείνη την έκλεισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και έφυγε από την κουζίνα. Τον άκουσε να τρέχει από πίσω της και αύξησε ταχύτητα. Ίσως για πρώτη φορά έπειτα από αρκετό καιρό, ένιωσε ανακούφιση βλέποντας τον Τζεισον να στέκεται στη κεντρική σκάλα. Προτίμησε να έρθει αντιμέτωπη με αυτόν παρά με τον Ίαν ο οποίος είδε ένα κορμί γεμάτο σημάδια ,γδαρσίματα και μώλωπες.

"Για που το βαλες και τρέχεις;" της είπε με χαμόγελο κι εκείνη ανεβαίνοντας τις σκάλες τον αγριοκοιταξε

"Στραβός είσαι; Δεν βλέπεις ότι έπεσε καφές πάνω μου ; Πάω να αλλάξω!!" Η Λέιλα τον προσπέρασε βιαστικά και ο Τζεισον σοκαρισμένος από τον τροπο που του μίλησε την κοίταξε να απομακρύνεται. Δεν κατάλαβε αν έφταιγε ο τόνος της φωνής της  αλλά η απάντηση που του έδωσε τον άναψε.   Πριν προλάβει να την ακολουθήσει είδε τον αδερφό του να στέκεται και να τον κοοταζει.

"Έγινε κάτι;" τον ρώτησε ήρεμος και ο Ίαν ανασηκωσε τους ώμους κοιτώντας τον από πάνω μέχρι κάτω. Αναρωτιόταν και ο ίδιος σιωπηλά το ίδιο πράγμα... τι διάολο μπορεί να έγινε για να ήταν το κορμί της σε αυτή τη κατάσταση; Η ερώτηση αυτή στροβιλίζονταν μέσα στο κεφάλι του αλλά δεν ήταν η ώρα για να πάρει απάντηση. Σίγουρος πως ο Τζεισον δεν θα έλεγε κάτι αποφάσισε να του δώσει μια απάντηση που τον βόλευε

"Σαν τι να έγινε! Εσύ είπες ότι είναι τρελή! Έπεσε πάνω της καφές και τρελάθηκε..." Ο Τζεισον κατέβηκε την σκάλα και πήγε κοντά του.

"Το είδα αυτό... Απλά έμοιαζε εκνευρισμένη..." ρώτησε μπας και βγάλει άκρη για την απότομη συμπεριφορά της.

"Δεν ασχολούμαι με την γυναίκα σου! Έλα, αφού ξύπνησες νωρίς πάμε στο γραφείο. Θέλω να σε δω εν δράση και έπειτα θα βγω..."

"Αποφάσισες να ξεσκασεις επιτέλους; Που θα πάμε;" Ρώτησε ο Τζεισον

"Είπα θα βγω. Δεν είπα θα βγούμε. Αν πάλι θέλεις να έρθεις καλοδεχούμενος. Θα βγω με τα τσακάλια..." Ο Τζεισον μοκις άκουσε τη λέξη τσακάλια σκοτείνιασε. Φυσικά και δεν ήταν άλλοι από τους κολλητούς του Ίαν.

"Κατάλαβα. Δεν θα πάρω ευχαριστώ... Για την ακρίβεια θα πάω μέχρι τις κεντρικές αποθήκες και έπειτα θα γυρίσω σπίτι στην τρελή τη γυναίκα μου !"   ειπε χαριτολογώντας .

"Όπως αγαπάς. Την άλλη εβδομάδα θα οργανώσω ένα κεντρικό Συμβούλιο σπίτι. Στο λέω για να το ξέρεις..."

"Κεντρικό Συμβούλιο;" Ρώτησε με απορία Ο Τζεισον

"Ναι, πρέπει να οργανώσουμε τις ομάδες. Με τόσα άτομα να δουλεύουν για μας δεν πρέπει να παίρνουμε ρίσκα " απάντησε με φυσικότητα ο Ίαν

"Θα το κανονίσω. Εσύ κοίτα να ηρεμήσεις. Μην ξεχνάς πως είναι ο μήνας μου αυτός. Εσύ είσαι παρατηρητής...." είπε με στόμφο και ο Ίαν γέλασε

"Εντάξει...Τράβα όμως τώρα μέσα στο γραφείο να δούμε την παραλαβή και κόψε το υφάκι του άρχοντα γιατί δεν πρόλαβα ούτε καφέ να πιω !" Αν και τα λόγια του έβγαζαν κάποιου  είδους  χιούμορ ο Τζεισον δεν γέλασε. Προχώρησε ως το γραφείο και άνοιξε τη πόρτα ανυπόμονος. Ήθελε να τελειώνει και να φύγει ο Ιαν από το σπίτι... Να μείνει μόνος με την Λειλα. Να εξερευνήσει αυτή την αλλαγή συμπεριφοράς και να βρει την πηγή της. Δεν το έκρυβε στον εαυτό του. Του άρεσε που την άκουσε να του απαντάει με δυναμισμό. Δεν ήταν απάντηση που έβγαλε φόβο. Ήταν μια απάντηση που του θύμισε την Λειλα όταν πρωτοηρθε στο σπίτι... Την Λειλα που ερωτεύθηκε...



Σας φιλώ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top