κεφάλαιο 33

«1....2.....3....ΠΑΜΕ»φώναξε ο καθηγητής Φλέμινταν και αμέσως ξεχυθήκαμε στην μάχη.Είμασταν πέντε εναντίον χιλιάδων αλλά αυτό δεν μας πτοούσε το ηθικό...ίσα ίσα μας έκανε να πεισμώσουμε περισσότερο για να νικήσουμε και να γυρίσουμε όλοι πίσω στις οικογένειες μας.Τα γεγονότα εξελίσσονταν τόσο γρήγορα που μεταβίας καταλάβαινα την φωτιά που έβγαινε από τις παλάμες μου, να καίει ολόκληρες ομάδες Κράσπεν.Με την άκρη του ματιού μου παρατήρησα την Πάιπερ να δίνει και εκείνη το εκατό της εκατό του εαυτού της στη μάχη καθώς έκαιγε ουρές από Κράσπεν στο πέρασμά της.Ο Λίαμ από την άλλη έδειχνε αγνώριστος καθώς στροβιλίζονταν σαν τυφώνας, παρασέρνοντας τους εχθρούς στον βασανιστικό θάνατο τους.Όταν όμως γύρισα το κεφάλι μου από την αντίθετη πλευρά, είδα την Κάιλη να πασχίζει χωρίς μεγάλη επιτυχία, να φύγει από το γερό κράτημα ενός Κράσπεν.Έτρεξα αμέσως κοντά της αψηφώντας τον κίνδυνο που διατρέχαμε όλοι μας και έσπευσα να την βοηθήσω με ένα δυνατό ξόρκι νερού.Σε λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου το Κράσπεν ήταν νεκρό και η Κάιλη και πάλι ασφαλής.Χωρίς να χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε λέξεις για να επικοινωνήσουμε,ενώσαμε και οι δύο τα χέρια μας,στρέψαμε τα ελεύθερα χέρια μας προς τα Κράσπεν και με ένα μαγικό ξόρκι δημιουργήσαμε ένα τεράστιο φίδι από νερό το οποίο έβγαινε μέσα από τις παλάμες μας.

«Σελίμ ναχαρ ουκ νικαρ....Σελίμ ναχαρ ουκ νικαρ...»αρχίζαμε να φωνάζουμε δυνατά τα λόγια για να του δώσουμε οδηγίες.Το φίδι δεν χρειάστηκε να ακούσει περισσότερα.Αμέσως όρμηξε κατα πάνω των εχθρών, εισχωρώντας δηλητήριο με το δάγκωμα του και καταστρέφοντας τους με την μαγική του δύναμη.Μέσα σε μία ώρα όλα τα Κράσπεν είχαν εξολοθρευτεί.Ο μόνος που είχε μείνει ζωντανός να παρακολουθεί από μακριά την μάχη ήταν ο καθηγητής Φλέμινταν.

«Βλέπω σας δίδαξα καλά»είπε με αυτό το ενοχλητικό μείδιασμα στο πρόσωπο του.Η φωνή του έσταζε γεμάτη ειρωνεία κάτι που με έκανε να θέλω να πω την τελευταία λέξη.

«Ήσουν ο μόνος καθηγητής που δεν με δίδαξε ΤΊΠΟΤΑ!Για αυτό και δεν άξιζες να γίνεις διευθυντής μας!»του φώναξα με όση δύναμη μου είχε απομείνει από τη μάχη.Αυτό φάνηκε να τον εξοργίζει καθώς άρχισε να σφίγγει με μανία τις γροθιές του ενώ το τρίξιμο των δοντιών του ακούγονταν μέχρι το σημείο που βρισκόμασταν.

«Σκάσε!»μου φώναξε και με μια απότομη κίνηση του χεριού του με σήκωσε στον αέρα.Η αόρατη λαβή του γύρω από τον λαιμό μου ήταν τόσο σφιχτή που ένιωθα το οξυγόνο από τους πνεύμονες μου να λιγοστεύει.Η καρδιά μου άρχιζε να χαμηλώνει ταχύτητα στους χτύπους της ενώ η όραση και η ακοή μου σταδιακά χάνονταν και εκείνες.Και εκεί που νόμιζα πως το τελευταίο πράγμα που θα αντίκριζα πριν τον θάνατο μου θα ήταν το σατανικό του χαμόγελο,άκουσα τον ήχο της ελπίδας.

Το ουρλιαχτό που άφησε στο πέρασμα του εκείνο το αποκρουστικό τέρας ήταν τόσο τρομακτικό,που αιφνιδίασε τον καθηγητή Φλέμινταν πετώντας με με δύναμη κάτω στο έδαφος.Αμέσως πάσχισα να πάρω ανάσα.Ο λαιμός μου ήταν ξηρός από τη λαβή ενώ μπορούσε κανείς να διακρίνει τις κόκκινες δαχτυλιές του αοράτου,μαγικού χεριού.Γύρισα το κεφάλι μου από την αντίθετη κατεύθυνση στο άκουσμα ανθρωπίνων,αυτή τη φορά,ουρλιαχτών.Το πλάσμα που είχε τρία μάτια και δύο στόματα στο άτριχο κεφάλι του και το σώμα του αποτελούνταν από πέτρα,έμοιαζε με το Ζαντκάρ και επιτίθονταν με μανία τον καθηγητή Φλέμινταν.Κινούνταν τόσο γρήγορα που ο καθηγητής δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί.Με τρεις νυχιές τον είχε αφήσει αναίσθητο,αποτελειώνοντας τον με το να τον καταβροχθίσει.

«Είσαι καλά;»άκουσα την ανήσυχη φωνή του Άλεξ και γύρισα να τον αντικρίσω.Ακόμα και τώρα ήταν τόσο όμορφος.Τα κατάμαυρα μαλλιά του ήταν ατημέλητα και μπερδεμένα με χώμα και χιόνι.Τα σμαραγδί του μάτια φεγγοβολούσαν στο πλέον σκοτεινό περιβάλλον που βρισκόμασταν και τα μελανιασμένα από το κρύο χείλια, του έμοιαζαν να τρέμουν σε έναν ακατάπαυστο ρυθμό όμοιο με εκείνον των χτύπων της καρδιάς μου.Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα και απλώς ήθελα να τον αγκαλιάσω χωρίς να πω λέξη και...αυτό έκανα.Άρχισα να κλαίω με αναφυλιτά για όλα τα κακά που μας είχαν συμβεί από την αρχή της χρονιάς.Έκλαιγα για όλο το κακό που τους είχε προξενήσει ο ερχομός μου καθώς και για την ανικανότητα μου να τους προστατέψω.

«Ηρέμησε»ήταν το μόνο που έβγαινε από τα χείλη του καθώς μου χάιδευε απαλά τα κατακόκκινα σαν της φωτιάς μαλλιά μου.Ξαφνικά,σαν να μου έδωσε κάποιος μια δυνατή σφαλιάρα για να ξυπνήσω,πετάχτηκα από την αγκαλιά του και κοίταξα φανερώς μπερδεμένη το Ζαντκάρ, που κοιμόταν τώρα ήσυχα-ήσυχα λίγα μέτρα παραπέρα.

«Πώς;»ήταν το μόνο που κατάφερα να αρθρώσω.Ο Άλεξ ξεκίνησε να μιλήσει αλλά τον έκοψε ευγενικά η Κάμι με το χέρι της παίρνοντας τον λόγο.

«Εκεί που περπατούσαμε ψάχνοντας το διαμάντι του αέρα, συναντηθήκαμε με μια ομάδα λαθροκυνηγών που είχανε αιχμαλωτίσει σε κλουβί ένα πληγωμένο ζώο.Όταν πλησιάσαμε αρκετά, διαπίστωσα πολύ σωστά πως το ζώο αυτό ήτανε ένα Ζαντκάρ και οι κυνηγοί θα το είχαν αιχμαλωτίσει για το πετράδι των ευχών του.Έτσι πρότεινα στους άλλους να το ελευθερώσουμε.Όταν μας είδαν οι κυνηγοί ετοιμάστηκαν να μας επιτεθούν αλλά ο Άλεξ τους εγκλώβισε στο μέρος που ήταν, με ένα μαγικό κλουβί από κλαδιά και έτσι είχαμε όσο χρόνο θέλαμε στη διάθεσή μας για να πραγματοποιήσουμε την διάσωση του Ζαντκάρ.Μόλις το ελευθερώσαμε το ζώο άρχισε να μας μιλά στη γλώσσα του αλλά κανείς μας δεν το καταλάβαινε.Δηλαδή κάνεις εκτός του Άλεξ που επειδή ανήκει στο στοιχείο της γης, έχει την ικανότητα να επικοινωνεί με τα ζώα.Αυτό μας βοήθησε να καταλάβουμε πως το Ζάντκαρ ήθελε να μας ευχαριστήσει για το καλό που του κάναμε και να μας βοηθήσει στην αποστολή για την οποία είχαμε έρθει.Τότε η Άβα μας ενημέρωσε πως είδε έναν ολόκληρο στρατό από Κράσπεν να βρίσκεται στην κορυφή του όρους Χάντινγκτον,δηλαδή στο σημείο που σας είχαμε αφήσει και τρέξαμε όλοι μας να έρθουμε να σας βοηθήσουμε»εκείνη τη στιγμή σταμάτησα ένα δευτερόλεπτο για να τους κοιτάξω όλους.Ήταν όλοι εδώ.Η Άβα,η Κάμι,ο Άλεξ,ο Λίαμ,η Κάιλι,η Πάιπερ,η Μία,ο Ντάγκλας,η Ζόι,ο Φρέντερικ και η Σοφία.Όλοι ήταν εδώ κουρασμένοι και αποκαμωμένοι από την αποστολή μα η ίδια σπίθα της επιβίωσης σιγόκαιγε σε ολονών τα μάτια ,σημάδι ότι δεν θα τα παρατούσαμε εύκολα γιατί είχαμε έναν κοινό σκοπό.ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ!«Μόλις το Ζαντκάρ είδε τον καθηγητή Φλέμινταν θόλωσε,νευρίασε και του επιτέθηκε.Από εκεί και πέρα τα είδες και μόνη σου»τελείωσε την εξιστόρηση της και κοντοστάθηκα για λίγο να συλλογιστώ.

«Και τώρα τι;»ρώτησε η Μία που από το πρωί δεν είχε ακουστεί καθόλου η φωνή της.

«Χαίρομαι που επιτέλους αναρωτηθήκατε»ακούστηκε η φωνή του ανθρώπου που δεν έπρεπε ούτε καν να υπάρχει σαν ύπαρξη.Που ήταν η ντροπή της οικογένειας μου και ολόκληρου του μαγικού κόσμου.

Ο Εζεκιέλ Γκρέυ!

Αυτό ήταν το κεφάλαιο 33!😃

Πώς σας φάνηκε;

Το περιμένατε να τους έσωζε ένα Ζάντκαρ;

Στο επόμενο κεφάλαιο έχουμε την τελική μάχη,συνεπώς και το τελευταίο κεφάλαιο.

Μέχρι την επόμενη φορά....

Φιλάκια 💋💋💋

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top