Κεφάλαιο 5

Ήξερε. Ήξερε τα πάντα.

Τόσα χρόνια κρυβόταν στις σκιές. Φοβόταν το φως. Φοβόταν να αντικρίσει την αλήθεια.

Ο οποιοσδήποτε θα τον περνούσε για τρελό. Εξάλλου κανείς δεν πιστεύει σε νεράιδες και παραμύθια. Αν και θα έπρεπε.

Και στέκεται μπροστά μου, δείχνοντας μια τόσο γερή συμφωνία, δεμένη με αγάπη. Αληθινή αγάπη.

Οι αναμνήσεις άρχισαν να κατκλύζουν το μυαλό μου. Φωτογραφίες σε άλμπουμ, το ημερολόγιο της. Τον αποκαλούσε "ο αστροφιλημένος".

Ιστορίες, περιπέτειες, μόνο οι δύο τους ενάντια στον κόσμο. Η γιαγιά μου θυσιάστηκε γι αυτόν. Δεν την ένοιαζαν οι δυνάμεις όταν είχε αυτόν δίπλα της.

Πόσο δυνατός είναι ο έρωτας;... Μοιάζει κάτι το τόσο παντοδύναμο και αιώνιο και όμως βασίζεται σε ελάχιστες στιγμές.

Εκείνος μου το είπε, αλλά εγώ τον ρώτησα:

Α- Θα άλλαζες αυτές τις στιγμές, θα τι έκανες μεγαλύτερες; ρώτησα καθώς καθόμασταν στο γρασίδι και μου έδειχνε το  άλμπουμ με τις φωτογραφίες που φύλαξε από την φωτιά.

Ο- Όχι... Πολλοί λένε πως εύχονται οι στιγμές αυτές να κρατούσαν για πάντα. Όμως σκέψου πως καμία στιγμή δεν θα ξεχώριζε αν δεν υπήρχαν αυτές οι όμορφες. απάντησε.

Έλεγε την αλήθεια. Και την πίστευε με όλη του την ψυχή. Το ένιωθα στους χτύπους της καρδιάς του.

Α- Γιατί χωριστήκατε;

Ο- Ξες έρχεται μια στιγμή στην ζωή σου, που καταλαβαίνεις πως ένα άτομο κοντά σου αλλάζει. Κλείνεται στον εαυτό του, δεν μιλάει δεν χαμογελαέι, αποκόβεται σιγά-σιγά. είπε και το βλέμμα του σκοτείνιασε κοιτώντας το κενό.

Α- Δεν μπορώ να φανταστώ την γιαγιά μου να παθαίνει κάτι τέτοιο. σχολίασα ειλικρινά.

Ήταν πάντα, ένα άτομο τόσο ευτυχισμένο, τόσο φωτεινό που δεν μπορούσες παρά να την αγαπήσεις. Δεν τον αδικώ λοιπόν...

Ο- Όχι, όχι... Δεν ήταν η Ισαβέλλα. Εγώ ήμουν. Και μετανιώνω κάθε δευτερόλεπτο που έχασα δίπλα της. Μια μέρα έφυγε. Δεν άντεχε είπε να με έχει κοντά της και να μην μπορεί να με βοηθήσει. Εγώ ένιωθα το σκοτάδι να με καταπίνει, χωρίς να ξέρω γιατί. Το μόνο που θυμόμουν ήταν  οι Κενοί. Κάτι σαν να με καλούσε σε αυτό. Όταν έφυγε ήταν η χαριστική βολή. Ένιωθα τον ίδιο τον Σατανά να με φωνάζει, με το όνομά μου.

Δεν μίλησα. Δεν ήξερα τι να πω. Κοίταξα τα παπούτσια μου. Όταν σήκωσα το βλέμμα μου είδα μια φιγούρα στα δέντρα. Σηκώθηκα βιαστικά χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από εκεί. Το μόνο που φαινόταν καθαρά ήταν δύο μάτια. Δύο μάτια που με κάρφωναν. Πήγα να πλησιάσω αλλά με το πρώτο βήμα πάτησα ένα κλαδάκι, και ο θόρυβος έδιωξε σαν μαγικά την σκιά.

Πήρα ένα βλέμμα απορίας.

Α- Πρέπει να φύγω... είπα χωρίς να κοιτάξω τον Όλιβερ.

Ο- Φυσικά... είπε και σηκώθηκε.

Άπλωσε το χέρι του προς την μέρια μου. Το κοίταξα και είδα να κρατάει ένα βιβλίο.. Ένα σκονισμένο βιβλίο με φθαρμένο εξώφυλλο και κιτρινισμένες σελίδες.

Ο- Σε περίπτωση που έχεις κάποια απορία, εδώ μέσα θα βρεις την απάντηση, είπε κουνώντας το μπροστά μου.

Με αργές κινήσεις, έπιασα το βιβλίο αργά, με τα δύο μου χέρια και το κοίαταξα σαν υπνωτισμένη από τις σκέψεις μου.

Και τότε σαν να ξύπνησα από το λύθαργό μου, τον αγκάλιασα. Φάνηκε να ξεφνιάστηκε, αλλά στο τέλος με έκλεισε και εκείνος στα χέρια του.

Α- Ευχαριστώ που έκανες την γιαγιά μου ευτυχισμένη... ψιθύρισα στο αυτί του.

Απομακρύνθηκα λίγο, όμως σταμάτησα. Γύρισα πίσω και γονάτισα, ακουμπώντας την δεξιά παλάμη μου στο έδαφος και έκλεισα τα μάτια μου.

Δονήσεις άρχισαν να γίνονται αισθητές σε όλο το κτήμα. Τα δοκάρια, οι τοίχοι, η στέγη, όλα άρχισαν να επιδιορθώνονται. Σαν κάποιος να προχωρούσε προς τα πίσω μια σκηνή σε ταινία.

Σε λίγα λεπτά σταμάτησα. Άνοιξα λαχανιασμένη τα μάτια μου και είδα μακριά τον Όλιβερ να μου κάνει νόημα "ευχαριστώ".

Όμως ξανά πίσω από το σπίτι είδα την μορφή να με κοιτάει κρυμμένη.

Θα μάθω ποιός είσαι. Να είσαι σίγουρος...

[...]

Μπαίνω για ακόμα μια φορά στην τάξη των μαθηματικών.  Κάθομαι στο θρανίο μου και βγάζω το βιβλίο και τα τετράδια μου. Δεν θα με χαρακτήριζα ακριβώς ενθουσιασμένη.

Στηρίζω το κεφάλι μου στην παλάμη μου και στερεώνοντας τα γυαλιά μου, περιμένω τον καθηγητή να έρθει και να αρχίσει το μάθημα.

Όλοι μπαίνουν μέσα στην αίθουσα, συμπεριλαμβανομένου και του Άλεξ.

Ο καθηγητής μπαίνει στην τάξη με βήμα αυστηρό. Αδιάφορο. Μέχρι τώρα δεν μπορώ να δω τίποτα πέρα από την πλάτη του.

Όμως μετά από λίγα δεύτερα γυρνάει και βλέπω τα μάτια του να είναι κατάμαυρα.

Γαμώτο! Κενός! Μέσα στην τάξη μου!

Μου γρυλίζει με τα πολλά και μυτερά δόντια του.

Όλοι κάθονται όρθιοι δίπλα στα θρανία τους και έτσι κάνω ένα ξόρκι που σταματάει τον χρόνο.

Γυρνάω το κολιέ μου και παίρνω θέση μάχης.

Ανοίγω τα χέρια μου δίπλα στο σώμα μου.

Και δύο ασημένια μαχαίρια εμφανίζονται.

Τα στριφογυρνάω στις παλάμες μου και τον κοιτάω βαριανασαίνοντας.

Παίρνω φόρα, πηδάω χτυπώντας με το ένα πόδι μου τον τοίχο δίπλα και προσγειώνομαι πάνω του. Τυλίγω τα πόδια μου γύρω του.

Για μια στιγμή βλέπω ξανά τον καθηγητή μου. Έναν άνθρωπο που ήξερα χρόνια τώρα.

Συγγνώμη... μουρμούρισα και πιάνοντας καλά τα μαχαίρια τα μπίγω στην πλάτη του με δύναμη.

Εκείνος βγάζει ένα μουγκρητό και μαύρο αίμα βγαίνει από το στόμα και τις πληγές του.

Κατεβαίνω από πάνω του, και τον κοιτάω λυπημένα.

Ένα δάκρυ μου πέφτει κάτω και το σημείο καίγεται.

Αυτός ο άνθρωπος είχε οικογένεια!  Παιδιά, γυναίκα, δουλειά.

Τον κατέστρεψες! Με ακούς;! Αν με ακούς απάντησέ μου γιατί το μόνο πράγμα για το οποίο είσαι ικανός είναι να καταστρέφεις ζωές;!

Λούσιφερ μια μέρα θα πονέσεις όσο πόνεσες όλους αυτούς που δεν έφταιξαν σε τίποτα.

Και από ότι φαίνεται επεκτάθηκε. Τώρα μετατρέπει και ανθρώπους. Παλιά ήταν μόνο νεράιδες ή κάποιοι που είχαν ρούνους. Σαν τον Όλιβερ...

Εξαφανίζω το πτώμα και καθαρίζω τον χώρο.

Γυρνάω το βλέμμα μου στην τάξη.

Ωχ όχι....

Ο Άλεξ μαζεμένος όσο πιο πολύ γίνεται σε μια γωνία και με κοιτάει σοκαρισμένος. Η ανάσα το βγαίνει κοφτή και το φοβισμένο βλέμμα του κλειδώνει με το δικό μου.

Για ένα δευτερόλεπτο, ξεχνιέμαι. Τι ήθελα να κάνω;

Α ναι...

Σηκώνεται και με κοιτάει με μισόκλειστα μάτια.

Α- Ε-εσ-σύ. είπε δείχνοντάς με.

Φτιάχνω μια μπάλα αμνησίας και την φυσάω πάνω του.

Το μόνο που κάνει όμως είναι να...

Φταρνιστεί;

Με κοιτάει περίεργα.

Τον κοιτάω περίεργα.

Ξαναπροσπαθώ το αποτέλεσμα είναι όμως απλώς να διαλυθεί πριν καν τον ακουμπήσει.

Τι στο καλό;

Γιατί δεν πιάνει το ξόρκι;

Και εγώ πως ξεμπλέκω τώρα;!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top