Κεφάλαιο 34

Α- Ξεκόλλα! Δεν σε ξέρω, δεν σε καταλαβαίνω και σίγουρα δεν έχω φιλήσει κανέναν στην αποθήκη του επιστάτη! φώναξα στον τυπά -του οποίου ούτε καν το όνομα δεν μπόρεσα να συγκρατήσω.

Και εκεί που νόμιζα ότι η Μόνικα ήταν το πιο ενοχλητικό πλάσμα στον πλανήτη...

Αλ- Πρέπει να με ακούσεις Αμάντα! Είμαι εγώ! Ο Άλεξ! Απλά... Απλά με ερωτεύτηκες και... Και το συμβούλιο σου έσβησε την μνήμη, για να με ξεχάσεις! επανέλαβε για εκατοστή φορά σήμερα και εγώ ξεφύσισα εκνευρισμένη.

Α- Πιο πιθανό μου φαίνεται να ερωτεύτηκα πίθηκο παρά εσένα! Μου έχεις σπάσει τα νεύρα! Έχω πολύ πιο σημαντικά πράγματα να κάνω, οπότε δίνε του! του είπα ψυχρά και εκείνος έκανε μεταβολή κι πήγε να φύγει.

Α- Βασικά... ξεκίνησα να λέω κι εκείνος γύρισε με ελπίδα προς το μέρος μου.

Α- Θέλω πρώτα να σου σβήσω την μνήμη. συμπλήρωσα και εκείνος απογοητευμένος, χαμογέλασε πικρά.

Με πλησίασε με αργά βήματα.

Έκλεισα τα μάτια μου, δημιουργώντας μια σφαίρα αμνησίας στο χέρι μου. Φύσηξα την χρυσή σκόνη προς το μέρος του όμως εκείνη διαλύθηκε πριν καν τον ακουμπήσει. Εκείνος κάγχασε ειρωνικά και του χάρισα ένα θυμωμένο βλέμμα. Προσπάθησα άλλη μια φορά. Εκεί που οι γυαλιστεροί κόκκοι κόντεψαν να τον αγγίξουν εκείνος φταρνίστηκε με τόση δύναμη, που για ακόμα μια φορά το ξόρκι πήγε στράφι.

Α- Τι σκατά;! Γιατί δεν πιάνει το ξόρκι;! Μίλα Άλμπερτ! φώναξα προς το μέρος του.

Αλ- Άλεξ! με διόρθωσε.

Α- Anyway αυτό! ανταπάντησα με τον ίδιο τόνο.

Ο Άλεξ χαμογέλασε πικρά για ακόμα μια φορά και ανασηκώνοντας τους ώμους του έφυγε αγνοώντας εντελώς τις φωνές μου. Όταν η πόρτα πίσω του έκλεισε ξεφύσισα εκνευρισμένη και κοίταξα το ρολόι. 2:17.

Α- Μαμά πάω μια βόλτα! φώναξα και όταν την άκουσα να συμφωνεί έπιασα το τζάκετ μου και βγήκα έξω.

Περπατούσα λίγη ώρα μέχρι που άκουσα βήματα πίσω μου. Επιβράδυνα το βήμα μου και όταν άκουσα τα άλλα βήματα να με πλησιάζουν ακόμη περισσότερο γύρισα απότομα έτοιμη να αντεπιτεθώ, όταν είδα την Ζήτα και την Γκάμπι.

Α- Τι κάνετε εδώ; Με τρόμαξατε. είπα γελώντας και εκείνες με κοίταξαν με ένα μικρό χαμογελάκι.

Ζ- Είπαμε πως θα μπορούσαμε να περάσουμε λίγο χρόνο μαζί.

Γκ- Σαν κολλητές. Ξες. Χωρίς τον Λούσιφερ και τους πολέμους και τους θανάτους. είπε με ένα περίεργο βλέμμα.

Α- Οκ... απάντησα γελώντας και συνεχίσαμε να περπατάμε, χαζογελώντας και συζητώντας περί ανέμων και υδάτων.

Ζ- Ξες Αμάντα ο Άλεξ-

Α- Όχι πάλι αυτός! Για το όνομα αν ακούσω άλλη μια φοά αυτό το όνομα θα- τα λόγια μου διέκοψε ένας απότομος πόνος στο κεφάλι.

Σήκωσα το κεφάλι και χαμογέλασα.

Αλ- Δεν ήξερα πως μπορείς να χαμογελάσεις τελικά! σχολίασε δήθεν έκπληκτος.

Του έριξα ένα ειρωνικά θυμωμένο βλέμμα και άρχισε να περπατάει. Ξαφνικά στμάτησε και και γύρισε απλά το κεφάλι του λέγοντας: "Α και... Ωραία μαλλιά!".

Γκ- Είσαι καλά; ρώτησε μπερδεμένη βοηθώντας με να σταθώ.

Α- Ναι απλά... τα λόγια μου ρούφηξαν οι σκέψεις μου.

[...]

Αλ- ΕΚΑΝΕ ΤΙ!; ρώτησε σοκαρισμένος.

Κορναρίσματα και βρισιές από οδηγούς ακούγονταν παντού τριγύρω μας.

Α- Με πυ-ρο-βό-λη-σε! Θες να στο γράψω πουθενά; ρώτησα και γύρισα μπροστά μου.

Αλ- Και πώς ζεις; συνεχίζει στον ίδιο τρομαγμένο τόνο.

Α- Είναι απλό... είπα και άρχισα να ψάχνω για κάτι αιχμηρό.

Μια γυναικεία κραυγή ακούστηκε και η Γκάμπι με άφησε βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου. Και  οι τρεις σταματήσαμε και προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε την τσιρίδα.

Ζ- Εκεί φώναξε η Ζήτα και έδειξε μια γιαγιά που σύρθηκε σε ένα σοκάκι.

Τρέξαμε προς το μέρος της.

Α- Είστε καλά; ρώτησα ανήσυχα.

Το γερασμένο στήθος της ανεβοκατέβαινε γρήγορα. Ελαφριά κλαψουρίσματα έβγανε από το στόμα της. Και ξαφνικά άρχισε να γελάει. Το κακιασμένο γέλιο της, οι τσιρίδες με τις οποίες αναμειγνυόταν έκανα το κεφάλι μου να πονάει. Ξαφνικά το σώμα της άλλαξε. Έγινε κόκκινο, γυαλιστερό σαν λουστρίνι. Τα δόντια της άσπρισαν και τα μάτια της έγιναν ακόμα πιο κόκκινα από το σώμα της. Τα μαλλιά της λύθηκαν από τον αυστηρό τους κότσο και πιάνοντας φωτιά έμειναν αρκετά κοντά για να σιγουρευτώ ποιός βρισκόταν μπροστά μου.

Α- Λούσιφερ... μουρμούρισα και πήγα να απομακρυνθώ, αλλά με έπιασε απότομα από τον λαιμό.

Τα μακρυά μαύρα νύχια του βυθίστηκαν στην σάρκα μου κάνοντάς με να φωνάξω.

Γκ- Αμάντα;! άκουσα την Γκάμπι να φωνάζει και ο Λούσιφερ με γύρισε απότομα προς το μέρος τους.

Κοιτούσαν χαμένες και μπερδεμένες τριγύρω τους.

Ζ- Αμάντα! φώναξε ξανά η Ζήτα.

Ο Λούσιφερ τράβηξε τα μαλλιά μου και πήγα να ξαναφωνάξω αλλά έβαλε το χέρι του μπροστά στο στόμα μου.

Λ- Πως σου φαίνεται ε Αμάντα; Να μην σε ακούνε; Να είσαι ολομόναχη; Πονάει ε; ρωτούσε σαν μανιακός και εγώ προσπαθούσα να κρατήσω τα δάκρυά μου.

Ξαφνικά ένας οξύς πόνος διαπέρασε τον λαιμό μου και κοίταξε με γουρλωμένα μάτια την ένεση που έκανε στον λαιμό μου.  Κοιτώντας εκεί είδα τα μαλλιά μου να γίνονται καφέ.

Λ- Κλάψε ελεύθερα. Δεν μπορείς να πετάξεις ή να μου κάνεις κάποιο ξόρκι. Για τις επόμενες 24 ώρες είσαι μια κοινή θνητή,δεν θεραπεύεσαι εκτός αν το θελήσω, είσαι δικιά μου και υπόσχομαι να σε σκοτώσω. γρύλισε εξτασιασμένος στο αυτί μου και δεν μπορούσα πλέον να κρατήσω τους λυγμούς που με εμπόδιζαν να απνεύσω.

Λ- Και πάντα τηρώ τις υποσχέσεις μου. συμπλήρωσε απειλητικά.

Κλαίω. Γιατί δεν γίνεται τίποτα;! Κλαίω!

Γκ- Πάμε πίσω! Πρέπει να την βρούμε. Έχω ένα κακό προαίσθημα Ζήτα... είπε ανήσυχα η Γκάμπι στην Ζήτα και εκείνη ένευσε.

Άρχισαν να τρέχουν πίσω στο σπίτι.

Λ- Έξυπνη κοπέλα. παραδέχτηκε και με μία κίνηση του, τα πάντα γύρω μου σκοτείνιασαν.

[...]

Τι σκατά; Το κεφάλι μου πονάει. Ανοίγω λίγο τα μάτια μου και βλέπω χώμα. Ανσηκώνομαι αργά και σκηνές από νωρίτερα έρχονται στο μυαλό μου.

Όταν πλέον ανακτώ πλήρω τις ασθήσεις μου πάνω να σηκώσω τα χέρια μου όταν ανακαλύπτω ότι είναι δεμένα σε ένα κρίκο βυθισμένο βαθιά στη γη δίπλα από τον βραχο στον οποίο ξάπλωνα ένας Θεός ξέρει πόση ώρα.

Θνητή. Θνητή. Θνητή. Θνητή. Αυτή η λέξη παίζει ξανά και ξανά μέσα στο κεφάλι μου σαν χαλασμένη κασέτα. Κοιτάω τα χέρια μου. Με μια βαθιά ανάσα παίρνω φόρα και τα κατεβάζω με δύναμη κατά μήκος μια αιχμηρής γωνίας του βράχου.

Μούγκρισα από τον πόνο και παρακολούθησα το αίμα να τρέχει στις παλάμες μου. Στάθηκα στα γόνατά μου και προσπάθησα να σηκωθώ. Άρχισα να τραβάω με δύναμη τις χειροπέδες. Ο μεταλλικός ήχος που έβγαζαν σε κάθε μου προσπάθεια, γινόταν όλο και πιο έντονος δείχνοντάς μου ότι δεν μπορούσα να αποδράσω. Είμαι αδύναμη, ανυπεράσπιστη και ευάλωτη για πρώτη φορά στην ζωή μου.

Καλύτερα να με είχε ήδη σκοτώσει.

Με μια κραυγή τα παράτησα και κοπάνησα κάτω τις αλυσίδες. Σύρθηκα μέχρι τον β΄ραχο και ακούμπησα την πλάτη μου πάνω του νιώθοντας εξαντλημένη. Από εκεί κοίταζα τριγύρω μου. Έμοιαζε με κελί. Χωρίς κάγκελα. Ήταν σαν σκαμένο μέσα στην γη. Τα μάτια μου έπεσαν σε μία σκοτεινή γωνία. Δύο κόκκινα μάτια με κοιτούσαν.

Α- Εσύ... μουρμούρισα τρομαγμένη.

Α- Είσαι ο προδότης. κατέληξα και είδα μέσα στις σκιές το κεφάλι του να γνέφει καταφατικά.

Α- Βγες έξω. Δεν με φοβάσαι τώρα. Δεν μπορώ να σου κάνω τίποτα. Δεν είμαι τίποτα παραπάνω από μια απλή θνητή. τον προκάλεσα και εκείνος σηκώθηκε με αργές κινήσεις.

Κράτησα την ανάσα μου. Στάθηκε κάτω από την μόνη σχισμή φωτός.

Α- Ω Θεέ μου...

--------------------------

ΝΑ ΔΩ COMMENTS!

Αποκαλύφτηκε ο προδότης.... Ποιός έιναι; Ποιός νομίζεται ότι είναι;

Γράψτε εδώ ->

Επίσης. Νομίζετε ότι ο Λούσιφερ τελικά θα σκοτώσει την Αμάντα; Θα την αφήσει να φύγει ως θνητή; Θα της δώσει για κάποιο λόγο πίσω τις δυνάμεις της ή θα τις πάρει κάπως η ίδια;

Αν γινόταν το δέυτερο, τι νομίζετε ότι θα γινόταν με την Αμάντα;

Πολλές, πολλές ερωτήσεις... Θα απαντήσω όμως. Σύντομα.

Το βιβλίο μάλλον, δεν θα περάσει τα 40 κεφάλαια.

Φιλάκια πολλά!😘😘

WrittenFlower

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top