Κεφάλαιο 33

Εξακολουθώντας να έχω κατεβασμένο κεφάλι ρούφηξα την μύτη μου και σκούπισα τα μάτια μου. Η βροχή σταμάτησε και μόλις έκανα μια κίνηση με το χέρι μου ο στύλος εξαφανίστηκε.

Σηκώθηκα όρθια με πλάτη γυρισμένη στον Άλεξ.

Α- Δεν σε καταλαβαίνω. είπα δήθεν αδιάφορα και σκούπισα καλύτερα τα δάκρυα, που είχαν μείνει στα μάγουλά μου.

Αλ- Ω έλα τώρα Αμάντα. έκανε κουρασμένα και εγώ κάγχασα.

Αλ- Γιατί δεν μπορείς να το παραδεχτείς όταν είμαστε μόνοι; ρώτησε μετά από λίγη ώρα σιωπής.

Σταύρωσα τα χέρια μου.

Α- Πρέπει να επιστρέψουμε οι άλλοι θα μας ψάχνουν... είπα και προσπάθησα να τον προσπάθησα να τον προσπάθησα να τον προσπεράσω όμως με σταμάτησε κρατώντας με από το μπράτσο.

Με τράβηξε και με έφερε μπροστά του κοιτώντας με έντονα.

Αλ- Όχι αν πρώτα δεν μιλήσουμε. τόνισε σοβαρά και εγώ ξαναστάυρωσα τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου.

Γκοντ, δεν μπορούσε να είναι λιγότερο πιεστικός; Εννοώ τι άλλο θέλει;! Το άκουσε! Το είπα δυνατά και το άκουσε!

Για κάποιο λόγο με σκοτώνει αυτό. Το να παραδέχεσαι ότι αγαπάς, είναι αδυναμία. Κι εγώ δεν έχω αδυναμίες. Δεν πρέπει να έχω.

Αλ- Αμάντα; έκανε σε κάποια φάση με ένα μπερδεμένο ύφος.

Α- Τ- πήγα να πω όμως ένας ξαφνικός πόνος στην πλάτη με έκανε να λυγίσω.

Α- Τι μου συμβαίνει; ρώτησε βαριανασαίνοντας.

Αλ- Τα φτε... η φωνή του χάθηκε καθώς τα δικά μου μάτια βυθίζονταν στο σκοτάδι.

[...]

Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω την Ζήτα να χαμογελάει από πάνω μου και την Γκάμπι να πηγαινοέρχεται δίπλα στο κρεβάτι μου. Προσπάθησα να ανασηκωθώ αλλά ένα πόνος στην πλάτη με έκανε να σταματήσω.

Ζ- Μην κουνιέσαι! προειδοποίησε η Ζήτα και η Γκάμπι σταμάτησε να περπατάει κοιτώντας με.

Α- Τι έγινε; ρώτησα με αδύναμη βραχνή φωνή.

Κοίταξα το ξεσκέπαστο σώμα μου και είδα πως φορούσα το καθιερωμένο φόρεμα. Δεν είχα μεταμορφωθεί;

Γκ- Αμάντα... Εμμμ... Υπήρξε μια επιπλοκή... Με... Με τα φτερά σου. απάντησε διστακτικά και εγώ σηκώθηκα απότομα όρθια, τρέχοντας στον καθρέφτη.

Γύρισα την πλάτη μου κοιτώντας πλάγια την αντανάκλαση μου. Κράτησα την ανάσα μου.

Ααπό την πλάτη μου μια μαυρίλα επεκτεινόταν μέχρι τις άκρες.

A- Ω Θεέ μου... μουρμούρισε ακουμπώντας τις άκρες τους, ένα μικρό κομμάτι έπεσα.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και ανοιγόκλεισα γρήγορα τα μάτια μου εμποδίζοντας τα δάκρυα.

Α- Τι συνέβη; ρώτησα ψυχρά.

Και τα κορίτσια με κοίταξαν στενεχωρημένα.

Προσπάθησα να κουνήσω τα φτερά μου όμως ήταν σαν να μου είχαν καρφώσει δύο ξύλινες σανίδες, στην θέση τους.

Γκ- Υποθέτουμε ότι είναι αποτέλεσμα του κανόνα. απάντησε η Γκάμπι.

Ζ- Το είπες δυνατά Πασχαλιά. Αν το συμβούλιο δεν είχε καταλάβει τίποτα μέχρι τώρα, επειδή παρενέβη ο μπαμπάς σου, τότε τώρα το ξέρουν σίγουρα. Έτσι σε προειδοποιούν.

Γκ- Όχι Ζήτα. Έτσι την προσκαλούν στην δίκη... την διόρθωσε και γύρισα προς το μέρος τους.

Α- Ποιά δίκη; ρώτησα μπερδεμένη και εκείνη την στιγμή οι δικοί μου μπήκαν μέσα.

Ε- Εκείνη που θα γίνει αύριο. απάντησε ο μπαμπάς μου.

Κ- Αγάπη μου, ξέρω ότι μπορεί να μην θες να πάρεις την ίδια απόφαση με τον μπαμπά σου, αλλά-

Την διέκοψα κοιτώντας την ακόμα πιο μπερδεμένη.

Α- Μαμά και να ήθελα δεν θα μπορούσα. Και ειλικρινά δεν καταλαβαίνω πως ο μπαμάς μπόρεσε... απάντησα και ξαφνικά το στομάχι μου έκανε μερικές στροφές.

Έκλεισα τα μάτια μου και ένιωσα να πέφτω, όμως όταν τα άνοιξα στεκόμουν όρθια. Όταν η όρασή μου ξεθώλωσε κατάλαβα που βρισκόμουν. Στο δικαστήριο του δικού μου κόσμου.

Ήταν ουσιαστικά ένας τεράστιος χόρος, όπου, όπως και στα ανθρώπινα δικαστήρια, έχει δύο κομμάτια με καρέκλες δεξιά και αριστερά της πόρτας, όμως μπροστά από αυτά υπήρχε ένα τεράστιο έδρανο με τρεις θέσεις. Ο αρχηγός κάθε είδους κατείχε μια καρέκλα. Κατέχουν αυτές τις θέσεις επειδή είναι οι πιο δυνατοί. Και δεν χάνουν ευκαιρία για να το αποδείξουν.

 Ο Αρχηγός, και οι επικαφαλείς των φυλάκων και των πολιτών καθόντουσαν αντίστοιχα στις τρεις μεγαλοπρεπεις θέσεις.

Αρχηγός- Κάθισε Αμάντα. είπε σοβαρά ο επί 13 χρόνια εκπαιδευτής μου.

Κοίταξα γύρω μου, προσέχοντας την καρέκλα που εμφανίστηκε στα αριστερά μου. Κάθισα αργά και προσέχοντας να μηνα κουμπήσω τα φτερά μου.

Α- Λοιπόν; Γιατί μου το κάνατε αυτό; ρώτησα αναφερόμενη στα φτερά μου.

--Ξες γιατί Αμάντα. Δεν μπορείς, δεν επιτρέπεται να ερωτευτείς θνητό. απάντησε ο ανώτερος των φυλάκων.

--Και πρέπει να σταματήσεις. τον συμπλήρωσε ο επικεφαλής των πολιτών.

Α- Είναι σαν μου ζητάτε να ξεχάσω κάποιον που δεν ξέρω! αναφώνησα θυμωμένα.

Αρχηγός- Σε χρειαζόμαστε Αμάντα. Είσαι από τις καλύτερες πολεμίστριες μας. Σε παρακαλώ αναθεώρησε. με παρακάλεσε κι εγώ κάγχασα.

Α- Δεν μπορείς μια μέρα να ξυπνήσεις και να σταματήσεις να αγαπάς κάποιον. είπα ειρωνικά και ταυτόχρονα πικρά.

Γιατί μερικές φορές ευχόμουν αυτό να γινόταν.

--Μην μας αναγκάσεις να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε δεσποινίς Πίτερς. απείλησε.

Α- Δεν πρόκειται να δεχτώ τόσο εύκολα όσο έκανε ο πατέρας μου. τους διαβεβαίωσα και εκείνοι χαμογέλασαν.

--Το ξέρουμε. απάντησε ψιθυριστά και ένιωσα την ραχοκοκκαλιά μου να αναριγεί.

--Γι΄αυτό θα σβήσουμε κάθε ανάμνησή του. Κάθε ανάμνηση συναισθήματος, στιγμής, εμπειρίας που μπορεί και μόνο να είχε σχέση μαζί του. Κάθε φιλί, κάθε αγκαλιά κάθε ανόητη κουβέντα. είπε και σηκώθηκαν και οι τρεις.

Κατέβηκαν από το υπερηψωμένο βάθρο και με πλησίασαν.

Α- Όχι, σας παρακαλώ! Δεν μπορείτε! Σας ικετεύω! Ήταν η μόνη αλλαγή που είχα στην ζωή μου. ικέτευσα νιώθοντας να βουρκώνω.

Για μια στιγμή νόμιζα πως ο Αρχηγός θα σταματούσε, όμως φάνηκε να ανέκτησε αμέσως την αυτοκυριαρχία του.

Α- Μην μου το κάνετε αυτό... μουρμούρισε και έκλεισα τα μάτια μου σκύβοντας το κεφάλι μου.

Και οι τρεις έπιασαν με το δεξί τους χέρι ένας μέρος του κεφαλιού μου.

Author's PoV

Τα μάτια της Αμάντα έβγαλαν ένα εκτυφλωτικό άσπρι φως, που γέμισε το άδειο και ψυχρό δωμάτιο ζεστασιά.

Το στόμα της έκλεισε, τα δάκρυα σταμάτησε και ανέπνευσε. Τα ρούχα της άλλαξαν, έγιναν λευκά, τα φτερά της θεραπεύτηκαν. Το χρώμα των μαλλιών της, ξάνοιξε στο αρχικό του λιλά από το σκούρο μωβ που είχε αποκτήσει με τον καιρό, χωρίς όμως εκείνη να το πάρει είδηση.

(Το φόρεμα και τα φτερά)

(το μαλλί πριν)

(το μαλλί μετά)

--Delebit oblivio. (=λήθη). μουρμούριζαν και οι τρεις αρχηγοί μαζί μέχρι που κατέβασαν τα χέρια τους τραυτόχρονα και η Αμάντα επέστρεψε σπίτι της.

Το σώμα της που είχε αρχίσει κι όλας να συνέρχεται όταν προσγειώθηκε στα πόδια του Άλεξ, που είχε μόλις φτάσει στο σπίτι.

Η Αμάντα σηκώθηκε όρθια τινάζοντας το φόρεμά της.

Αλ- Δόξα τω Θεώ είσαι καλά! Ξες πόσο ανησυχήσαμε;! φώναξε ανακουφισμένος, όμως εκείνη τον κοίταξε μπερδεμένη.

Α- Σε ξέρω; ρώτησε με συνοφριωμένα φρύδια.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top