Κεφάλαιο 28

Αλ- Τι είναι οι ρούνοι; ρώτησε μπερδεμένα.

Α- Δεν χρειάζεται να ξες και πολλά. απάντησε κάπως απότομα και βάζοντας το χέρι της πίσω από την πλάτη της έβγαλε ένα μακρύ αλλά λεπτό ξύλο που γυάλιζε στην μία του άκρη.

Ο Άλεξ το κοίταξε και παρόλο που προσπάθησε άρχισε να γελάει.

Α- Το βουλώνεις σε παρακαλώ; ρώτησε με ένα ειρωνικό χαμόγελο.

Αλ- Ναι ναι συγγνώμη... είπε σταματώντας να γελάει και ξερόβηξε.

Α- Σήκωσε την μπλούζα σου! είπε και τον πλησίασε.

Αλ- Δεν θα με βιάσεις έτσι; ρώτησε δήθεν φοβισμένος.

Η Γκάμπι εκείνη την στιγμή περνούσε από έξω και όταν τον άκουσε σταμάτησε και τον κοίταξε με το βλέμμα "ποιόν δουλεύεις;".

Γκ- Δεν λέγεται βιασμός όταν το θέλουν και οι δύο. τους είπε με υπονοούμενο και εκείνοι γύρισαν το κεφάλι τους προς μια άλλη κατεύθυνση, ντροπιασμένοι.

Η Αμάντα ξερόβηξε και γύρισε προς το μέρος του. Τα μάτια τους για μια στιγμή κλειδώθηκαν και η Αμάντα τρόμαξε. Νόμιζε ότι δεν θα μπορούσε να κοιτάξει πουθενά αλλού.

Α- Οι ρούνοι είναι κάτι σαν τατουάζ.  Απλά, ανάλογα με το είδος ξεχωρίζει και το τι κάνει ο καθένας. Εγώ είμαι νεράιδα των συναισθημάτων. Γι' αυτό όταν κλαίω συμβαίνουν κακά πράγματα και γι' αυτό πολλές φορές παρασύρομαι. Όμως μερικές φορές αυτά με κάνουν δυνατή. εξήγησε και ο Άλεξ ένευσε καταφατικά.

Αλ- Και σε εμένα; Ποιόν ήθελες να κάνεις σε εμένα;

Α- Για να μπορέσω να εμποδίσω τουλάχιστον την διαίσθησή μου να σου κάνει κακό πρέπει να αποκτήσω έναν πιο απτό συναισθηματικό δεσμό μαζί σου. Θα σου κάνω λοιπόν τον ρούνο της υπόσχεσης... είπε και κοίταξε το ραβδί της.

Αλ- Δεν υπάρχουν πιο συγκεκριμένοι ρούνοι; Για συγκεκριμένα συναισθήματα;

Α- Φυσικά και υπάρχουν, α-αλλά δε-δεν μπορ-ρώ να χρ-χρησιμοποιήσω κά-άποιον πάν-νω σου χω-χωρίς ν-να- φφφφφφ.... Χωρίς να είμαι σίγουρη πως το  νιώθεις. είπε τελικά και έμπλεξε νευρικά τα δάχτυλά της.

Αλ- Αμάντα. Δώσε μου το βιβλίο σε παρακαλώ.

Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε μπερδεμένη, αλλά τελικά του έδωσε το βιβλίο και κάθισε απέναντί του οκλαδόν.

Ο Άλεξ διάβαζε συγκεντρωμένος την σελίδα στην οποία ήταν ήδη ανοιχτό. Λίγο αργότερα, δείχνοντας με το δάχτυλό του ένα συγκεκριμένο σημείο το γύρισε προς το μέρος της Αμάντα.

Αλ- Αυτό πιστεύω πως ταιριάζει καλύτερα. είπε και η Αμάντα κοίταξε την σελίδα.

"Ο ρούνος της αγάπης,

Ο ρούνος που προστατεύει τον άνθρωπο που τον έχει, αν έχει δυνατά συναισθήματα για την νεράιδα που τον ζωγράφισε. Όμως αν τα συναισθήματα δεν είναι αληθινά ο άνθρωπος με τον ρούνο πεθαίνει."

Α- Ξες ότι αν υπάρχουν αμφιβολίες θα σε-

Αλ- Δεν υπάρχουν αμφιβολίες. την διέκοψε, μιλώντας απόλυτα κα η Αμάντα κοκκίνισε.

Κούνησε το κεφάλι της και ένευσε καταφατικά. Έπιασε το ραβδί σαν να ήταν μολύβι και σήκωσε το κάτω μέρος της μπλούζας του Άλεξ.

Α- Εδώ είναι καλά; ρώτησε πριν ξεκινήσει.

Αλ- Μια χαρά. απάντησε.

Α- Πρέπει να σε προειδοποιήσω, μερικά δευτερόλεπτα αφού σχεδιάσω τον ρούνο θα αρχίσει να πονάει και όταν λέω πονάει, εννοώ πολύυυυυ... είπε κοιτώντας τον προειδοποιητικά και εκείνος το μόνο που έκανε ήταν να χαμογελάσει.

Η Αμάντα ξεφύσισε και μουρμούρισε ένα απλό "Πάμε λοιπόν..." και ξεκίνησε να σχεδιάζει με προσοχή τον ρούνο. Ο Άλεξ το ένιωθε σαν κάποιος να τον ζωγράφιζε με μαρκαδόρο, απλά η στρώση της μπογιάς ήταν πολύ πιο παχιά.

Όταν τέλειωσε, απομακρύνθηκε από εκείνον και τον κοίταξε στα μάτια.

Α- Λοιπόοοον; ρώτησε.

Αλ- Λοιπόν τι; απάντησε με μια ερώτηση.

Α- Πως νιώθεις;

Ο Άλεξ σήκωσε λίγο παραπάνω την μπλούζα του και κοίταξε τον ρούνο.

Αλ- Μια χα- η φράση του διακόπηκε από ένα πνιχτό ουρλιαχτό.

Ξάπλωσε κάτω τεντώνοντας τα πόδια του και ανασηκώνοντας την μέση του. Έσφιγγε τα μάτια του, πίεζε τα δόντια του και το μόνο που ακουγόταν ήταν ένα μακρόσυρτο μουγκρητό. Μικρά σταγονίδια ιδρώτα υπήρχαν στο μέτωπό του και στις άκρες των ματιών του εμφανίστηκαν δάκρυα.

Αλ- Πονάει πολύ... μουρμούρισε ξεψυχισμένα και άνοιξε τα μάτια του.

Η Αμάντα αγχωμένη έπιασε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια της και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.

Α- Dolor auferat (=πόνος μακριά, το google translation είναι γτπ! Όποιος κατάλαβε κατάλαβε...). μουρμούρισε και σκύβοντας ακούμπησε τα χείλη της στα δικά του.

Τα μάτια του Άλεξ γούρλωσαν και το σώμα του ανασηκώθηκε αλλά σιγά σιγά τα μάτια του άρχισαν να κλείνουν. Από το σημείο που ενώνονταν τα χείλη τους ξεκινούσαν μικρές γκρίζες γραμμές, σαν φλέβες με μαύρο αίμα και όλο και μεγάλωναν μέχρι τους κροτάφους της Αμάντα.

Πάλευε με τον εαυτό της. Έπρεπε να φανεί δυνατή, δεν έπρεπε να κλάψει όσο κι αν πονούσε. Γιατί ο Άλεξ νόμιζε ότι η Αμάντα εξαφάνιζε τον πόνο, αλλά εκείνη δεν τον έδιωχνε τον έπαιρνε από εκείνον. ( little nasties ;) )

Απομακρύνθηκε αφήνοντας τον πόνο να αποθηκευτεί στο σώμα της. Μαζί με τα υπολείμματα από τις άλλες, τις εκατοντάδες φορές που το είχε κάνει η Αμάντα. Στον πόλεμο για την Ζήτα και την Γκάμπι, στην γέννα του Ρωμαίου για την μαμά της, σε επιθέσεις για τον μπαμπά της.

Και όλα έμεναν μέσα της. Η Αμάντα απομακρύνθηκε και το κεφάλι του Άλεξ έπεσε απαλά στο πάτωμα. Κοιμόταν.

Η Αμάντα χαμογέλασε και σηκώθηκε γυρίζοντας το κολιέ της. Τόν σήκωσε στηρίζοντας το δεξί του χέρι στους ώμους της. Τον οδήγησε στον κάτω όροφο όπου τον άφησε στον καναπέ του σαλονιού.

Ξεφυσώντας, πλησίασε τις σκάλες και φώναξε στους δικούς της πως θα έβγαινε έξω.

Άρχισε να κατευθύνεται προς το σπίτι του Όλιβερ. Κάτι συνέβαινε. Κάτι που η Αμάντα φοβόταν. Υπήρχε ένας προδότης ανάμεσα τους. Και ήταν σχεδόν σίγουρη ότι η σκιά με τα κόκκινα μάτια, που είχε δεί να την παρακολουθεί μερικές φορές.

Χωρίς να το καταλάβει είχε κι όλας φτάσει στο απομακρυσμένο σπίτι του Όλιβερ.

Με βιαστικά και νευρικά βήματα έφτασε στην βεράντα. Χτύπησε την πόρτα συγχισμένη, χωρίς ακιβώς να ξέρει γιατί. Απλά ένιωθε λες και κάποιος ήταν αρκιβώς πίσω της, κρατώντας ένα μαχαίρι πάνω από το κεφάλι της. Σαν να ανέπνεε δίπλα στο αυτί της, ψιθυρίζοντας απειλές.

Ο Όλιβερ άνοιξε την πόρτα με ένα μπερδεμένο βλέμμα και η Αμάντα έπεσε στην αγκαλιά του, βουρκωμένη και λαχανιασμένη.

Ο- Αμάντα! Τι έγινε;! ρώτησε αγχωμένα πιάνοντας το πρόσωπό της στα χέρια του.

Έδιωξε μερικές ατίθασες τούφες που έπεφταν στα μάτια της και εκείνη ρούφηξε την μύτη της. Τα γόνατά της λύγισαν κι έτσι κι εκείνη και ο Όλιβερ γονάτισαν στο πάτωμα.

Α- Δεν πρέπει να κλάψω... Δεν πρέπει να κλάψω... Δεν πρέπει να κλάψω... μουρμούριζε ξανά και ξανά, ενώ ο Όλιβερ την ξαναέβαλε στην αγκαλιά του, τρίβοντας απαλά το σβέρκο της.

Ο- Ηρέμισε και πες μου τι έγινε... της ψιθύρισε ήρεμα.

Α- Κάποιος με πρόδωσε Όλιβερ... Και είμαι σίγουρη ότι όποιος και αν είναι είναι το ίδιο άτομο που με σκότωσε.

Ο- Νόμιζα ότι πέθανες από μια επίθεση μερικών, πολεμιστών του Λούσιφερ. σχολίασε μπερδεμένος.

Α- Όχι Όλιβερ... Το σίδερο πήγε να με σκοτώσει αλλά κάποιος μαχαίρωσε το κέντρο μου. Είναι εκεί που όλη η ενέργειά μου είναι μαζεμένη, είναι όπως εσείς οι άνθρωποι έχετε καρδιές. Μπορεί να έχουμε και εμείς, αλλά το κέντρο είναι ότι πιο σημαντικό έχουμε στο σώμα μας-

Ο- Ξέρω ξέρω... Αλλά νόμιζα ότι είχατε αυτό το υπερπροστατευτικό, μαγικό, αδύνατο-να-χαλάσει στρώμα γύρω του. την διέκοψε και η Αμάντα πήρε μια βαθιά ανάσα.

Α- Έχω καταλάβει μερικά πράγματα... Ανά διαστήματα, όταν είμαι κουρασμένη ή αποπροσανατολισμένη το ένστικτό μου έχει δολοφονικές τάσεις προς τον Άλεξ. Νομίζω πως αυτό οφείλεται στο ότι απαγορεύεται να ερωτευτούμε άνθρωπο και προσπαθεί να με αποτρέψει από το να αφεθώ. Σε μία από αυτές τις φορές έλεγα συνέχεια, ξανά και ξανά "Η κατάρα του Κέρβερου". Όσο τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα, κατείχαν το σώμα μου, είχα αρκετό χρόνο να σκεφτώ. Θυμήθηκα ένα μάθημα που είχαμε κάνει στο Πανεπιστήμιο του Νεραϊδόκοσμου. Είχαμε πει για αυτήν την κατάρα. Ήταν όμως μόνο ένα μάθημα, γιατί κανείς δεν έπρεπε να ξέρει για αυτήν, ούτε καν εμείς και μας το είπαν απλά σαν ενημέρωση. Αυτή η κατάρα, μπορεί με κάποιον τρόπο να σπάσει το στρώμα γύρω από το κέντρο μας, μεταφορικά εννοώντας πως φεύγει ο Κέρβερος και μένουμε απροστάτευτοι. Και όσο ήμουν στο νοσοκομείο, κάποιος ήρθε και με μαχαίρωσε στο κέντρο μου, δεν ξέρω με τι, όμως αν δεν με καταλάμβαναν τα θανάσιμα αμαρτήματα δεν θα ζούσα τώρα. Ο Λούσιφερ εκμεταλλεύτηκε το ότι πέθαινα με το μαχαίρι στο κέντρο μου, και έβαλε τα αμαρτήματα μέσα μου. Ήμουν αδύναμη, απροστάτευτη, αλλά ούτως ώστε να κρατήσουν το σώμα μου, με θεράπευσαν. Και πάλι δεν ξέρω πως, μάλλον φταίει το ότι με πέταχαν την σωστή στιγμή. Όποιος ήξερε για το ασήμι, όποιος με παρακολουθούσε, όποιος με μαχαίρωσε, όποιος με καταράστηκε, θα προσπαθήσει ξανά να με σκοτώσει. Δεν ξέρω αν συνεργάζεται ή όχι με τον Λούσιφερ, αλλά προφανώς είναι το ίδιο πρόθυμος να με σκοτώσει. Θέλει να το κάνει ο ίδιος, γιατί έδωσε στην Χέλλυ το πράσινο μήλο, το οποίο ολοκλήρωσε τα βήματα για να επιστρέψω, όταν η Χέλλυ το έφαγε. Το πρόβλημα είναι πως ήταν τόσο κοντά στο να μου πει ποιός είναι ο προδότης, αλλά προφανώς εκείνος κάπως το ήξερε και της έδωσε το μήλο, ώστε να μην μπορέσει να μου πει. εξήγησε, έχοντας πλέον απομακρυνθεί από τον Όλιβερ, ο οποίοςτην κοιτούσε σοκαρισμένος.

Ο- Σκέφτηκες πολύ έ; ρώτησε άφωνος.

Η Αμάντα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά έχοντας μια σοβαρή έκφραση.

Ο- Και... Και τι σκοπεύεις να κάνεις;

Α- Θα βρω τον προδότη. Και μετά θα τον σκοτώσω. απάντησε ξεφυσώντας προβληματισμένη.

Γιατί ήξερε πως δεν θα τον έβρισκε τόσο εύκολα, όποιος και αν ήταν ήξερε τι έκανε. Και, παρόλο που, για να ξέρει όσα ήξερε, ήταν ένα από τα κοντινά άτομα της Αμάντα, εκείνη δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το από που να ξεκινήσει να ψάχνει.

---------------------------

Μου άρεσε κάπως αυτό το κεφάλαιο...

Θέλω:

-Θεωρίες για τον προδότη.

-Απορίες, γιατί εδώ εγώ δεν καταλαβαίνω τι γράφω.

-ΤΑ ΝΕΑ ΣΑΑΑΑΑΑΑΣ!!!

Είμαι απαίσια.... Έχω τόσο καιρό να σας μιλήσω αλλά αφήστε... Τα νεύρα μου είναι κάπως συνεχώς και δεν ξέρω γιατί, πλας είμαι κάπως αγχωμένη για την καινούργια χρονιά γιατί στην παρέα μου έχει γίνει ΤΗΣ ΠΟΠΗΣΣΣΣ!

Τέσπα, πείτε μου και τα δικά σας ^^

Φιλάκιααααα :3

WrittenFlower

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top