Κεφάλαιο 20
Ε- Τ-τι εννοεί-είς ήταν εδώ;! ρώτησε σοκαρισμένος.
Ο- Λίγα λεπτά πριν έρθεις εσύ, ήταν εδώ και με ρωτούσε για-
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και ο Ελάιας έτρεχε ήδη έξω από το σπίτι.
Προορισμός του ήταν το νοσοκομείο. Μόλις έφτασε μπήκε μέσα τρέχοντας.
Όμως κανείς δεν τον σταμάτησε. Η υποδοχή ήταν άδεια. Κι όμως όλα φαίνονταν απολύτως φυσιολογικά. Απλά υπερβολικά ήσυχα. Έκανε ένα αργό βήμα και το μόνο που ακούστηκε ήταν το τρίξιμο του παπουτσιού του.
Άρχισε να προχωράει με πιο γρήγορα βήματα προς το νεκροτομείο. Οι λάμπες φθορίου τρεμόπαιζαν από πάνω του όσο εκείνος σχεδόν έτρεχε.
Κατέβηκε στο υπόγειο και μπήκε με φόρα στο δωμάτιο με τα πτώματα.
Ανθρώπους που άφησαν την στερνή τους πνοή σε αυτό το κρύο νοσοκομείο.
Με άγχος άρχισε να διαβάζει όλα τα ονόματα σε κάθε καρτελάκι έξω από τις μικρές τετράγωνες πόρτες.
Κανένα δεν ήταν όμως της κόρης του.
Σταμάτησε και είδε ένα μικρό μισάνοιχτο πορτάκι στην άκρη της τεράστιας αίθουσας.
"Αμάντα Πίτερς". Ένιωσε ένα σκίρτημα στην καρδιά του.
Η κόρη του ήταν ζωντανή!
Το θέμα είναι ένα...
Πού είναι τώρα;
Άλεξ (Who missed him?)
Περπατάω στον δρόμο.
Η ώρα; Δεν με νοιάζει...
Ξέρω ότι έχει σκοτάδι.
Όπως και να χει όμως, περνάει βασανιστικά. Κάθε λεπτό φαίνεται αιωνιότητα.
Το σχολείο; Πάω για κάλυψη.
Ελάχιστοι μαθητές και ορισμένοι καθηγητές έχουν καταλάβει την απουσία της.
Κανείς όμως δεν δίνει περισσότερη σημασία.
"Κανένα κρύωμα θα είναι" λένε και καθησυχάζονται.
Και εγώ προσπαθώ να μπω στην φούσκα τους. Εκείνη που έχουν φτιάξει γύρω τους και προστατεύονται από την αλήθεια.
Όμως πόσο θα κρατήσει;
Θα σκάσει από το βάρος της ψυχικής μου κούρασης. Και οι σταγόνες θα πέσουν στο έδαφος ξεραίνοντας κάθε ίχνος λουλουδιού...
Κοιτάω κάτω και κλοτσάω ότι πετραδάκι βρεθεί μπροστά μου.
Αυτό είναι το δικό μου ξέσπασμα.
Ποιός είπε ότι όλοι σπάνε βάζα;
Ποιός είπε ότι όλοι σκίζουν χαρτιά;
Ποιός είπε ότι όλοι ουρλιάζουν;
Μα ποιός είπε ότι δεν τα έκανα κι εγώ αυτά;
Κάθομαι στο παγκάκι, κάτω από το λευκό φως μιας παλιάς κολόνας που τρεμοπαίζει.
Που είσαι Αμάντα;
Σε είχα συνηθίσει τόσο πολύ ως μέρος της καθημερινότητάς μου, που σχεδόν πονάει που δεν σε κοιτάω το πρωί από το παράθυρό μου.
Ας το θεωρήσει ο καθένας όπως θέλει, αλλά μου φαινόταν πανέμορφο όταν έβαζες την μουσική σου και χόρευες σαν να μην σε βλέπει κανείς.
Και ξέρω ότι δεν θα το παραδεχόσουν ποτέ γιατί η περηφάνια σου δεν σε άφηνε να δεις πόσο πραγματικά πανέμορφη είσαι. Όχι μόνο εξωτερικά.
Γιατί και εξωτερικά ήσουν κάτι ξεχωριστό. Μωβ μαλλιά και πράσινα μάτια;
Και από πρώτο χέρι σου παραδέχομαι πως τα "δημοφιλή" κορίτσια έχουν σκάσει από την ζήλια τους. Γιατί το ξανθό, έχει ξεθωριάσει. Και το γαλανό έχει αρχίσει να γίνεται συνηθισμένο εδώ...
Γιατί μας άφησες Αμάντα; Γιατί έτρεξες έξω από την αποθήκη; Γιατί πάντα υποτιμάς το πως νιώθουν οι άλλοι για εσένα;
Είσαι το πρώτο άτομο που ανοίχτηκα με τόση ευκολία και εσύ πήρες τον μυστικό μου στο κρύο νεκροτομείο του νοσοκομείου.
Κατέβασα το βλέμμα μου και γέλασα πικρά. Τελικά πάντα έτσι καταλήγουν τα πράγματα... Όσοι εκτίμησες και σε εκτίμησαν φεύγουν ή με τον έυκολο ή... με τον δύσκολο τρόπο.
Σηκώνω το κεφάλι μου και κοίταξε ευθεία τον δρόμο.
Ο δρόμος ήταν άδειος. Το ίδιο και το πεζοδρόμιο. Στο κεφάλι μου όμως, οι δαίμονες είχαν στήσει χορό. Ήταν ενθουσιασμένοι με την δυστυχία μου, αποζητούσαν τα δάκρυά μου και φούντωναν την οργή μου.
Ξαφνικά μια φιγούρα ξεπροβάλλει στο βάθος. Σηκώνομαι ελάχιστα για να κοιτάξω καλύτερα. Υποθέτω έχω ακόμα ελπίδες... Γαμημένη αισιοδοξία.
Τα βήματα της φιγούρας μπερδεμένα, σαν μεθυσμένα.
Πάει να πέσει και τινάζομαι όρθιος.
Σε μερικά βήματα ξανασκοντάφτει όμως αυτήν την φορά συγκρούεται με τον κρύο πεζοδρόμιο.
Τρέχω προς το μέρος της φιγούρας.
Όσο πλησιάζω διακρίνω μερικά χαρακτηριστικά. Αρκετά για να επιβεβαιώσουν ότι είναι κορίτσι.
Σύρθηκε λίγο, κολλώντας στην κολώνα με το φως, σκύβοντας και κοιτώντας τα πόδια της.
Αλ- Δεσποινίς είστε καλά; ρώτησε και άπλωσα το χέρι μου. Τα μαλλιά της μαύρα. Τα ρούχα της φθαρμένα και το σώμα της βρώμικο.
Η κοπέλα σηκώνει το κεφάλι.
Ω Θεέ μου! Της μοιάζει τόσο πολύ! Όμως τα μαλλιά της έχουν χάσει κάθε ίχνος εκείνου του μωβ χρώματος που την έκανε να ξεχωρίζει. Και τα μάτια της, κόκκινα από το κλάμα και φαίνεται μια ελάχιστη απόχρωση του πράσινου στο βάθος τους.
Α- Άλ- λεξ; ρωτάει με φωνή που έτρεμε, πράγμα που έδειχνε πως έκλαιγε.
Όχι όχι... Δεν γίνεται.
Αλ- Σας γνωρίζω; ρώτησα μπερδεμένος.
Πες όχι...
Δείξε μου πως δεν τρελαίνομαι...
Α- Δεν με θυμάσαι; ρώτησε με την φωνή της να λυγίζει.
Αλ- Θα έπρεπε;
Α- Μια εβδομάδα σε έκανε να αλλάξεις... διαπίστωσε σηκώνοντας αργά το χέρι της και χαϊδεύοντας το μάγουλό μου.
Άφησα μια ανάσα που δεν ήξερα ότι κρατούσα.
Αλ- Γιατί είσαι εδώ!; Γιατί τα μαλλιά σου είναι μαύρα!; Τα μάτια σου τι έπαθαν;! Πως είσαι ζωντανή;... ρώτησα νιώθοντας την φωνή μου να σπάει στο τέλος.
Έπιασα το μάγουλό της με την παλάμη μου και την κοίταξα όσο περισσότερο μπορούσα. Ακόμα και αν δεν είναι τελικά αυτή... Ακόμα και αν είναι μια οφθαλμαπάτη. Έχω συνηθίσει εξάλλου. Είναι εκείνες οι στιγμές που κάποιος σου λείπει τόσο πολύ, ώστε καλύπτεις το κενό με υποκατάστατα. Με εικόνες που δεν υπήρξαν ποτέ κι όμως εσένα σου αρκούσαν.
Την βοήθησα να σηκωθεί. Πέρασα το κοκαλιάρικο χέρι της γύρω από τον λαιμό μου και στήριξε όλο το σώμα της πάνω μου.
Ένας δυνατός αέρας φύσηξε. Τα μαλλιά της πέταξαν εδώ κι εκεί, χορεύοντας στον άγριο ρυθμό του σκληρού ανέμου. Θα έβρεχε.
Αλ- Πρέπει να βιαστούμε! Μπορείς να περπατήσεις; ρώτησα.
Εκείνη πήγε να πει κάτι αλλά άρχισε να βήχει δυνατά. Για λίγο το μόνο που ακουγόταν ήταν ο βήχας της. Ανησύχησα. Της χτύπισα την πλάτη και εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα.
Παραλίγο να σωριαστεί κάτω την έπιασα όμως από τα πόδια. Η πλάτη της ακούμπησε το άλλο χέρι μου και το κεφάλι της ακούμπησε κουρασμένο το στήθος μου.
Άρχισα να τρέχω, ενώ άκουγα ήδη τις αστραπές. Η πρώτη ψιχάλα έπεσε και πολλές ακόμα ακολούθησαν.
Η βροχή έπεφτε τόσο δυνατά που σχεδόν πονούσε.
Σε λίγο φτάσαμε έξω από το σπίτι της. Η Αμάντα ήταν σχεδόν λιπόθυμη. Χτύπησα βιαστικά την πόρτα. Μέσα σε λίγη ώρα, άνοιξε και από πίσω εμφανίστηκε η Ζήτα.
Αλ- Βοήθεια! της είπα βιαστικά, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να με κοιτάξει κουρασμένα.
Ζ- Ποιά είναι αυτή; ρώτησε χωρίς ίχνος συναισθήματος στην φωνή της.
Πήγα να απαντήσω όμως δεν πρόλαβα.
Ε- Η Αμάντα! Είναι η Αμάντα! απάντησε ο μπαμπάς της και το πρόσωπο της Ζήτα έλαμψε.
Την βάλαμε μέσα και την ξαπλώσαμε στον καναπέ.
Ξαφνικά, ένα σύννεφο καπνού εμφανίστηκε στην μέση του σαλονιού και από μέσα βγήκε ένας καλοντυμένος, ψηλός και ξανθός άνδρας.
?- Απομακρυνθείτε όλοι! φώναξε σχεδόν.
Γκ- Αρχηγέ; απόρησε η Γκάμπι.
Αρχηγός- Αυτή δεν είναι η Αμάντα! συνέχισε και εκείνη ανακάθισε γελώντας σατανικά.
Α- Καλό ήταν όσο κράτησε... είπε και σηκώθηκε όρθια.
Αρχηγός- Σας παρουσιάζω... ξεκίνησε να λέει πιάνοντας τα μπράτσα της από πίσω.
Αρχηγός- Τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα. κατέληξε και η Αμάντα μας κοίταξε όλους ειρωνικά.
------------------------------
ΧΙΛΙΑ ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΠΟΥ ΑΡΓΗΣΕ ΤΟΟΟΣΟ ΠΟΛΥ!
ΑΠΛΑ ΔΕΝ ΕΧΩ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΤΙΠΟΤΑ!
Ούτε να ετοιμάσω το κεφάλαιο με την ιδέα πρόλαβα....
Το έκανα όπως μου κατέβηκε...
Ελπίζω να σας άρεσε!
Ποιός το περίμενε αυτό;
Έλα να βλεπω σχόλιαααα!
Φιλάκια!
WrittenFlower
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top