Κεφάλαιο 2
Το ξυπνητήρι χτυπάει αναγκάζοντας με να ανοίξω τα μάτια. Έχε χάρη που πρέπει να πάω, αλλιώς θα σου έλεγα για το πότε θα εξαφανιζόσουν από εδώ παλιόκατασκέυασμα του Σατανά!
Σηκώνομαι και βάζω τα γυαλιά μου.Το σώμα μου πονάει. Δεν θέλω να περπατήσω, αλλά πρέπει...
Γκρρρ!! Πόσο με ενοχλεί η λέξη "πρέπει"!
Σου βάζει όρια, σε περιορίζει, δεν σου αφήνει πολλές φορές άλλη επιλογή. Και αυτό είναι το πιο ενοχλητικό. Το να μην μπορείς να αποφασίσεις μόνος σου!
Σηκώνομαι και μπαίνω στο μικρό μπάνιο του δωματίου μου. Κάνω ένα γρήγορο ντουζ, πλένω τα δόντια μου και ντύνομαι. Ένα σκισμένο τζιν, ένα σκούρο πουλόβερ, τα καφέ μποτάκια μου, ένα καφέ κασκόλ και το κο-
Όχι που να πάρει! Το ξέχασα ενετλώς! Το αγόρι... Μακάρι να τον πετύχω πουθενά! Και δεν πιστεύω πως το λέω αυτό... Απλά πρέπει να πάρω πίσω το κολιέ μου, αλλιώς... Έχετε γεια βρυσούλες!
Κατεβαίνω κάτω παίρνω το μαύρο τζάκετ μου και το σκουφάκι μου και ετοιμάζομαι να ανοίξω την πόρτα, όταν μια φωνή με σταματάει...
Μαμά- Ρε Αμάντα! Πάλι ξέχασες να βγάλεις τα σκουπίδια;! φώναξε η μητέρα μου κατεβαίνοντας τις σκάλες.
Ακούμπησα κάτω την τσάντα μου και πήγα να την καλημερίσω.
Α- Καλημέρα και σε εσένα μαμά!
Μαμά- Αστα αυτά σε εμένα και τράβα να κάνεις την δουλειά σου! είπε δήθεν αυστηρά και αφού γελάσαμε, ανέβηκα πάνω και πήρα την σακούλα με τα σκουπίδια.
Άδειαζα και μερικά πράγματα πάνω από το γραφείο μου, όταν κοίταξα έξω από το παράθυρο.
Στην ακριβώς απέναντι μονοκατοικία, ένα φορτηγό άδειαζε κάτι κούτες.
Μια γυναίκα και ένα νεαρό αγόρι μπήκαν στο δωμάτιο, που φαινόταν από την δική μου μεριά.
Α- Μεγένθυνε... ψιθύρισα και η όραση μου πλησίασε το απέναντι σπίτι.
Το ξόρκι δεν θα διαρκούσε πολύ αφού δεν είχα το κολιέ, οπότε έπρεπε να βιαστώ. Περίμενα λίγο μέχρι που οι καινούριοι μου γείτονες γύρισαν προς τα εμένα. Το αγόρι από χτες!
Υπέροχα! Τι άλλο να ζητήσω;! Γιουυυ χουυυ! Ξαφνικά το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου και κρύφτηκα κατευθείαν κάτω από το παράθυρο. Βάρεσα το κεφάλι μου με το χέρι μου! Μπράβο έξυπνη! Τώρα θα νομίζει ότι τον παρακολουθούσες.
Όπως και να έχει, άρχισα να σέρνομαι στο πάτωμα μαζί με την σακούλα σκουπιδιών μέχρι που έφτασα στην πόρτα του δωματίου, όπου σηκώθηκα και τίναξα τα ρούχα μου.
Κατέβηκα τις σκάλες όταν άκουσα το κουδούνι. Η μαμά μου πήγε να ανοίξει οπότε εγώ "εξαφάνισα" τα σκουπίδια και έβαλα το μπουφαν και το σκουφάκι μου. Αλλά επείδη είμαι πολύ τυχερή όπως είπα προηγουμένως, είδα το αγόρι από απέναντι να μιλάει χαμογελαστά με την μαμά μου...
Έπιασα την τσάντα μου και πήγα να ανέβω στο δωμάτιο, αλλά για ακόμα μια φορά σήμερα η φωνή της πάντα γλυκιάς μανούλας μου με σταμάτησε.
Μαμά- Αμάντα έλα να γνωρίσεις τον καινούριο μας γείτονα. Πάτε και στο ίδιο σχολείο!
Α- Δεν πειράζει! Καλά είμαι κι έτσι! της φώναξα και κρύφτηκα στις σκάλες.
Μαμά- Συγγνώμη δεν ξέρω τι την έπιασε... Συνήθως είναι λιγότερο,,,, στριμμένη! το στριμμένη το είπε πιο δυνατά για να το ακούσω κι εγώ.
Αλ- Δεν πειράζει κυρία Πίτερς! απάντησε με ένα χαμόγελο.
Μαμά- Κορνίλια! Γείτονες είμαστε δεν θα μου μιλάς και στον πληθυντικό!
Θέλει να μου πιάσει και φιλίες ε;;;; Θα την φτιάξω εγώ...
Έπιασα την τσάντα μου και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, άρχισα να τρέχω προς την εξώπορτα. Πέρασα από δίπλα τους και είμαι σίγουρη πως έχουν ένα ελαφρώς σαστισμένο βλέμμα.
Μετά από αρκετή ώρα σταμάτησα να τρέχω και άρχισα να προχωράω κανονικά μέχρι το σχολείο. Σε λίγο ένιωσα σαν κάποιος να με παρακολουθεί. Γύρισα από την άλλη και δεν είδα κανέναν. Άρχισα να προχωράω λίγο πιο γρήγορα.
Όμως αυτό συνεχίστηκε και κατέληξα και πάλι να τρέχω, ώσπου μια φιγούρα μπήκε μπροστά μου και εγώ έπεσα πάνω της. Έτοιμη να νιώσω το κρύο πεζοδρόμιο στο πρόσωπό μου έκλεισα τα μάτια. Αλλά αυτό δεν έγινε. Δύο χέρια ήταν τυλιγμένα γύρω από την μέση μου κρατώντας με.
Αλ- Πρέπει να σταματήσουμε να συναντιόμαστε έτσι δεν νομίζεις; ρώτησε ειρωνικά και με σήκωσε.
Εγώ έσκυψα το κεφάλι και έστρωσα τα ρούχα μου.
Αλ- Α ναι παραλίγο να το ξεχάσω! Ορίστε... είπε και άπλωσε το χέρι του μπροστά μου.
Το κολιέ μου! Το πήρα γρήγορα και το φόρεσα.
Α- Ευχαριστώ. του είπα και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
Σήκωσα το κεφάλι και χαμογέλασα.
Αλ- Δεν ήξερα πως μπορείς να χαμογελάσεις τελικά! σχολίασε δήθεν έκπληκτος.
Του έριξα ένα ειρωνικά θυμωμένο βλέμμα και άρχισε να περπατάει. Ξαφνικά στμάτησε και και γύρισε απλά το κεφάλι του λέγοντας: "Α και... Ωραία μαλλιά!".
Ασυναίσθητα έπιασα μία τούφα των μαλλιών μου. Τον κοίταξα μπερδεμένη. Όσα χρόνια είμαι εδώ το μόνο άτομο που μου έχει κάνει κοπλιμέντο ήταν η μητέρα μου... Το μόνο άτομο που δεν με έβρισκε περίεργη, γιατί ήξερε το μυστικό μου. Αυτός όμως...;
[...]
Το κουδούνι χτυπάει και σημαίνει το τελευταίο διάλειμμα. Βγαίνω έξω και ακουμπάω την πλάτη μου στον σκοτεινό τοίχο της αυλής και σέρνομαι μέχρι κάτω. Βγάζω από την τσάντα μου το σάντουιτς και αρχίζω να τρώω.
Τον Άλεξ δεν τον πέτυχα πολλές φορές σήμερα. Εξάλλου τον κατάπιαν κατευθείαν οι δημοφιλείς... Όχι ότι έχω κανένα πρόβλημα, αλλά... Αλλά.
Γέλασα με την σκέψη μου. Η Αμάντα Πίτερς; Το σπασικλάκι; Το περίεργο κορίτσι με τα μωβ μαλλιά και τα πράσινα μάτια; Να έχει φίλους; Αν κάποιος το άκουγε τώρα θα γελούσε...
Ξαφνικά ακούω βήματα να με πλησιάζουν. Ακριβό άρωμα γεμίζει την ατμόσφαιρα.
Μ- Κορίτσια... Σας μυρίζει κάτι; Σαν.. Σαν... Σπασικλίλα;
Όλες γέλασαν με το αστειάκι της.
Α- Σπασικλίλα ε; Εμένα μου μυρίζει ο καμένος σου εγκέφαλος, αλλά όπως νομίζεις... είπα αδιάφορα και κοίταξα κάτω.
Ένα χαστούκι προσγειώθηκε στο μάγουλό μου, κάνοντάς με να γυρίσω το κεφάλι, από την άλλη μεριά.
Ψυχραιμία Αμάντα! Ψυχραιμία!
Όχι, εγώ δεν κλαίω ποτέ. Αλλά έχω μπει αμέτρητες φορές στον πειρασμό να τις μεταμορφώσω σε βατράχια!
Μ- Εμένα δεν θα μου ξαναμιλήσεις έτσι κατάλαβες κοριτσάκι; με απείλησε με την τόσο ενοχλητική τσιριχτή φωνή της.
Συνοφριώθηκα από τον ήχο αυτό, που παρόμοιο του ακούς μόνο όταν κάποιος γρατζουνάει μαυροπίνακα, αλλά συνήλθα γρήγορα.
Α- Εγώ είμαι ευχαριστημένη που κατάλαβες ότι ήταν προσβολή! Τελικά υπάρχουν κάτι απομεινάρια εκεί μέσα! της ξαναπάντησα δήθεν ενθουσιασμένα.
Εκείνη κόκκινη από τον θυμό, με ξαναχαστούκισε από την άλλη μεριά.
Α την-! Όχι... Δεν θα βρίσω! Δεν θα βρίσω!
Σηκώθηκα τίναξα τα ρούχα μου και την κοίταξα χαμογελώντας ειρωνικά. Σε λίγο όμως το χαμόγελό μου πήρε την διεστραμμένη του μορφή και εκείνη με κοίταξε με τον φόβο ζωγραφισμένο στα μάτια της.
Α- Εμένα Μόνικα ΔΕΝ ΘΑ ΜΕ ΞΑΝΑΧΤΥΠΗΣΕΙΣ! Έγινα κατανοητή ή ήταν πολλά μαζεμένα για τα απομεινάρια σου;! φώναξα, καθώς έβραζα από θυμό.
Μ- Μπα; Και τι είσαι ΕΣΥ που θα πεις σε ΕΜΑΣ τι θα κάνουμε; ρώτησε και γέλασε ξανά με τις φίλες της.
Α- Αν συνεχίσεις αυτό το υφάκι... κατέβασα λίγο το κεφάλι μου κλείνοντας τα μάτια μου.
Α- Ο χειρότερος εφιάλτης σας. στην τελευταία πρόταση ένιωσα τα μάτια μου να καίνε καθώς ξαναγύρισα υο βλέμμα μου σε εκείνες.
Εκείνη στραβοκατάπιε.
Μ- Δεν θα περάσει έτσι αυτό Πίτερς! απάντησε δήθεν απειλητικά και την έκαναν από εκεί με έλαφρά πηδηματάκια.
Τα μάγουλά μου έτσουζαν. Πήγα στις τουαλέτες και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Γουάου! Κοίτα τι γρατζουνιά μπορεί να σου αφήσει ένα καλο μανικιούρ!
Έλεγξα τις τουαλέτες, κλείδωσα την πόρτα και γύρισα το κολιέ μου. Έκλεισα τα μάτια και άρχισα να μουρμουρίζω:
Α- Sanetur... Sanetur.... Sanetur (=θεράπευσε)
Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τις πληγές μου να κλείνουν σιγά σιγά και το αίμα να εξαφανίζετε.
Ξαναγύρισα το κολιέ μου και βγήκα από τις τουαλέτες. Το κουδούνι είχε χτυπήσει και είχα πάρει σίγουρα απουσία.
Δεν πειράζει να χάσω και μια φορά μάθημα στην ζωή μου. Θέλω να πάρω λίγο αέρα εξάλλου.
Πήγα και ξαναέκατσα στον τοίχο μου και έκλεισα τα μάτια ακουμπώντας το κεφάλι μου πίσω. Μία πόρτα ακούστηκε να κοπανάει. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα τον Άλεξ να κάθεται σε ένα παγκάκι κρατώντας το κεφάλι του στις παλάμες του.
Ουυυυ.... Κάποιος έχει νευράκια. Γέλασα ελαφριά και ξαναέκατσα όπως πριν. Ησυχία επικράτησε μέχρι που τον άκουσα να πλησιάζει...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top