Κεφάλαιο 18

Συγγραφέας (Εγώ)

Ο διάδρομος του νοσοκομείου ήταν σχεδόν άδειος.

Ησυχία.

Και δάκρυα.

Ούτε λυγμοί ούτε φωνές.

Δεν ήταν απαραίτητο κάτι.

Ο κύριος Ελάιας καθόταν σε μία από τις 5 καρέκλες έξω από το δωμάτιο 221.

Δίπλα του η κυρία Κορνήλια, ξάπλωνε στον ώμο του, κλαίγοντας βουβά, ενώ μία φορά που και που άφηνε να της ξεφύγει ένας λυγμός.

Πάνω στα πόδια τους, κοιμόταν ο Ρωμαίος, με δάκρυα να προσπαθούν να στγνώσουν πάνω στα μάγουλά του.

Η Ζήτα καθόταν στην αγκαλιά της Γκάμπι.

Η μόνη που ακουγόταν μέσα στον ψυχρό διάδρομο.

Και η Γκάμπι κλαίγοντας ήρεμα χάιδευε το κεφάλι της προσπαθώντας να την ηρεμίσει.

Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνυκτική, θα έλεγε κανείς.

Ξαφνικά, βήματα αντίχοισαν σε όλο τον χώρο.

Βαριά, γρήγορα βήματα.

Υποδήλωναν εκνευρισμό, άγχος, αγωνία.

Ο Άλεξ έφτασε μπροστά τους τρέχοντας.

Αλ- Που την έχουν;! ρώτησε νευρικά.

Κ- Δεν μας επιτρέπουν να μπούμε μέσα αγόρι μου. απάντησε μελαγχολικά.

Αλ- ΤΙ ΕΓΙΝΕ?! ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΚΕ?! ξαναρώτησε φωνάζοντας.

Κ- Παραλίγο να πεθάνει 2 φορές. Το σίδερο δεν την αφήνει να θεραπευτεί. Είναι σταθερή για την ώρα, αλλά φοβόμαστε τα χειρότερα... του απάντησε με την φωνή της να σπάει στο τέλος.

Έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια ανάσα προσπαθώντας να μην κλάψει.

Αλ- Δεν με νοιάζει, πρέπει να μπω! δήλωσε αποφασιστικά.

Μπήκε με φόρα μέσα στο δωμάτιο και κλείδωσε ώστε κανείς να μην μπει και να τον εμποδίσει.

Όμως ήταν όλοι υπερβολικά ψυχικά κουρασμένοι ακόμα και για να του μιλήσουν.

Εκείνος άφησε αργά αργά το πόμολο προσπαθώντας να προετοιμάσει τον εαυτό του για αυτό που θα έβλεπε.

Γύρισε και περπατώντας αργά παραμέρισε την μπλε κουρτίνα.

Στο μοναδικό κρεβάτι του δωματίου ξάπλωνε η Αμάντα.
Εκείνος αναπήδησε πίσω στην εικόνα που είδε.

Ήταν χλωμή.

Πολύ χλωμή.

Θα έλεγε κανείς πως μοιάζει με νεκρή.

Όμως ο μικρός ήχος από το μηχάνημα στο οποίο ήταν συνδεδεμένη επιβεβαίωνε κάθε λίγο το αντίθετο.

Μια σειρά από σωληνάκια ήταν μέσα στο χέρι της. Στο πρόσωπό της υπήρχε και μια μάσκα οξυγόνου, που με κάθε ανάσα της θόλωνε. Μια άσπρη γάζα ήταν τυλιγμένη γύρω από το κεφάλι της, καλύπτοντας τα μωβ μαλλιά της. Στα χέρια, τον λαιμό και το πρόσωπό της -τουλάχιστον αυτά φαίνονταν- υπήρχαν μικρές και μεγάλες, μαύρες πληγές.

Ο Άλεξ πλησίασε ακόμα περισσότερο κοιτώντας με προσήλωση το μηχάνημα που έδειχνε τους καρδιακούς παλμούς της. Σαν να τους μετρούσε.

Κάθε ήχο και ανύψωση της μικρής, πράσινης γραμμής.

Έκατσε στην καρέκλα δίπλα της.

Αλ- Αμάντα, φοβάμαι... Μην πεθάνεις σε παρακαλώ... Δεν θα μου μείνουν πολλοί αν με αφήσεις εσύ... Ξες υπάρχει κάτι που θα ήθελα να σου πω... Και ίσως αυτή να μην είναι η πιο κατάλληλη στιγμή και ίσως να μην με ακούς καν, αλλά απλά θέλω να μιλήσω σε κάποιον που δεν θα με κρίνει. ξεκίνησε μελαγχολικά.

Ξερόβηξε και πήρε μια ανάσα.

Αλ- Δεν ρώτησες ποτέ γιατί δεν είναι ο μπαμπάς μου σπίτι. Και σε ευχαριστώ για αυτό. Σε καμία από τις λίγες φορές που με επισκέφτηκες δεν αναρωτήθηκες γιατί δεν είδες κάποια ανδρική φιγούρα... Γιατί ο πατέρας μου είναι στην φυλακή. Όταν ήμουν 8 ο μπαμπάς άρχισε να πίνει. Το πρωί έφευγε και επέστρεφε πίτα στο μεθύσι το βράδυ. Χτυπούσε εμένα, αλλά περισσότερο την μαμά μου. Τον έβλεπα να την χτυπάει και δεν έκανα τίποτα. Τι θα μπορούσε να κάνει εξάλλου ένα 8χρονο; Αυτό συνεχίστηκε για δύο χρόνια. Μια μέρα όμως, την ημέρα των δέκατων γεννεθλίων μου, μπήκε μέσα με όπλο. Φώναζε και ούρλιαζε, πως υποτίθεται έτσι μας προστάτευε. Φυσικά αυτά ήταν λόγια ενός μεθύστακα! Πλησίασε την μαμά μου και έβαλε το όπλο στο κεφάλι της. Εκείνη έκλαιγε και τον παρακαλούσε να μην την πειράξει. Εγώ έπιασα ένα βάζο και τον χτύπησα στο κεφάλι, αφήνοντας τον να πέσει κάτω λιπόθυμος. Από τότε δεν ήταν λίγες οι φορές που θέλησε να με σκοτώσει. Μια μέρα με είχε ρίξει από τις σκάλες. Μια άλλη πήγε να με πνίξει και μια άλλη με απείλησε με μαχαίρι. Για αυτό σε κοιτούσα έτσι Αμάντα. Όχι γιατί φοβόμουν εσένα, αλλά τις ίδιες μου τις αναμνήσεις. Μετά από λίγα χρόνια και βρήκαμε την ευκαιρία και τον καταγγείλαμε στην αστυνομία. Έτσι, μετά από 5 χρόνια από την κακοποίηση που μας ασκούσε και άλλα 4 από την σύλληψή του, μετακομίσαμε εδώ για μια καινούρια αρχή.

Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του.

Αλ- Μακάρι να γίνεις καλά... Σε ικετεύω μην μας αφήσ- Μην με αφήσεις... ψιθύρισε κλαίγοντας και έπιασε το χέρι της.

Ο αντίχειράς της χάιδεψε απαλά και αδύναμα το χέρι του.

Τόσο απαλά που ο ίδιος δεν το κατάλαβε.

Ο Άλεξ ανασηκώθηκε και έβγαλε αργά την μάσκα της. Πλησίασε κι άλλο και την φίλησε. Η Αμάντα άνοιξε τα μάτια της.

Ο Άλεξ, χωρίς να έχει καταλάβει τίποτα απομακρύνθηκε με κλειστά μάτια ξαναβάζοντας της την μάσκα.

Όμως το μηχάνημα άρχισε ξαφνικά να τσιρίζει με έναν οξύ παρατεταμένο ήχο. Ο Άλεξ την κοίταξε σοκαρισμένος. 

Ξεκλείδωσε την πόρτα.

Αλ- ΒΟΗΘΕΙΑ! άρχισε να ουρλιάζε.

Γιατροί και νοσοκόμες μπήκαν τρέχοντας στο δωμάτιο οδηγώντας τον έξω.

Έκλεισαν την πόρτα κλειδώνοντας και αφήνοντας τον Άλεξ από πίσω να φωνάζει.

-- Φόρτισε σε 200! φώναζε ένα γιατρός.

-- Απομακρυνθείτε!

Μετά ένα μπαμ ακούστηκε.

Ο Άλεξ κοίταξε παρακλητικά τον κύριο Ελάιας και εκείνος ξεφυσώντας ξεκλείδωσε την πόρτα με μία κίνηση.

Οι γιατροί μέσα έτρεχαν πάνω κάτω πανικόβλητοι.

"Την χάνουμε" μουρμούριζαν όλοι.

Ο Άλεξ πέρασε απρατήρητος μέσα από το χάος και έσκυψε δίπλα στο κρεβάτι και της έπιασε το χέρι.

Α- Ξύπνα μικρή, δεν γίνεται να πεθάνεις τώρα. Σε χρειαζόμαστε. Εντάξει; Άνοιξε τα μάτια σου. Δεν με ακούσες;! ΑΝΟΙΞΕ ΤΑ ΓΑΜΩΤΟ! ΑΝΟΙΞΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ! ΞΥΠΝΑ! άρχισε να ουρλιάζει κλαίγοντας όμως η Αμάντα δεν ανταποκρινόταν.

Εξάλλου κανείς δεν έβλεπε τον κρυμμένο από τα μάτια των ανθρώπων δαίμονα που κάρφωνε την Αμάντα κάτω από το κρεβάτι με ένα σπαθί ποτισμένο στο δηλητήριο.

-- Αμάντα Πίτερς. Ώρα θανάτου 9 και 26 μετά μεσημβρίας. είπε απογοητευμένος ο γιατρός και η νοσοκόμα δίπλα του σημείωνε λυπημένη τις πληροφορίες που της έλεγε ο γιατρός.

Στις 21:27 τα κακά νέα ανακοινώθηκαν στην οικογένεια.

Στις 21:27 και 13 δευτερόλεπτα η κυρία Κορνήλια κατέρρευσε, ο Ρωμαίος ξέσπασε σε λυγμούς, ο κύριος Ελάιας απέτυχε στο να κρατήσει την ψυχραιμία βαρώντας με δύναμη τον τοίχο κλαίγοντας, η Ζήτα και η Γκαμπριέλλα ούρλιαζαν για τον άδικο χαμό της κολλητής τους.

Στις 21:28 ο Άλεξ χάιδευε σπαράζοντας για μια τελευταία φορά τα μωβ μαλλιά του κοριτσιού που τον έκανε να ξεχάσει για λίγο το παρελθόν του.

Και στις 21:30 η Αμάντα Πίτερς,

κείτοταν νεκρή στο ψυχρό δωμάτιο του νοσοκομείου.

---------------
Κεφάλαιο θα ξανανεβει το Σαββατοκύριακο γιατί το πρόγραμμα μου είναι full και δεν έχω αλλα έτοιμα κεφάλαια...

Φιλάκια πολλά!
WrittenFlower

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top