Κεφάλαιο 17
Με φιλάει.
Ω Θεέ μου με φιλάει και νιώθω πως τίποτα δεν θα μπρούσε ποτέ να με κάνει να νιώσω άσχημα.
Το στομάχι μου κάνει σβούρες,
Η καρδιά μου είναι έτοιμη να σπάσει.
Και το κεφάλι μου είναι βαρύ.
Ζαλισμένο.
Έβαλα τα χέρια μου στον λαιμό του και τράβηξα απαλά τα μαλλιά του.
Εκείνος σταμάτησε και χαμογέλασε πάνω στα χείλη μου.
Η μοναδική λάμπα που κρεμόταν από το ταβάνι άρχισε να τρεμοπαίζει ώσπου τελικά έσβησε.
Πήρα μια ανάσα και έκλεισα τα μάτια μου.
Αφέθηκα στο σκοτάδι γύρω μου.
Στο σκοτάδι που τελικά ο ίδιος εξέπεμπε παρόλο που προσπαθούσε να το κρύψει.
Ίσως αυτό να με τράβηξε σε εκείνον.
Το πόσο ίδιοι είμαστε.
Γιατί και εγώ κρύβω το σκοτάδι πίσω από μια φωτεινή μάσκα.
Αναγκάζομαι.
Δεν θέλω, αλλά αναγκάζομαι.
Αναπνέαμε ο ένας στο πρόσωπο του άλλου.
Η εκπνοή του ενός ήταν η εισπνοή του άλλου.
Ήταν σαν να αναπνέαμε ένα ελάχιστο ποσό αέρα, ο ένας μετά τον άλλο.
Αλ- Τελικά ούτε το φως δεν είναι με το μέρος μας... μουρμούρισε σιγανά.
Χαμογέλασα και τον απομάκρυνα απαλά, ούτως ώστε να αναπνεύσω.
Όταν όμως άνοιξα τα μάτια μου ήμουν στο ίδιο σκοτεινό δωμάτιο, με τον Λούσιφερ να στέκεται χαμογελώντας.
Α- Πάλι; Τι θες επιτέλους; ρώτησα κουρασμένα.
Λ- Πόσες φορές θα ρωτήσεις και πόσες φορές η απάντηση θα είναι "εκδίκηση";... ρώτησε ρητορικά, χαμογελώντας.
Α- Μέχρι να βαρεθείς και να φύγεις! απάντησα με νεύρο.
Α- Δεν έχεις πλέον ελπίδες. Όλοι οι πολεμιστές μας κυνηγούν εσένα και τους δικούς σου. Εσύ ίσως την βγάλεις καθαρή όμως εκείνοι; Εκείνοι είναι που προσέχουν εσένα. Παραιτήσου λοιπόν. Δώσε την θέση σου στην ειρήνη και άσε τα πράγματα να πάρουν την δική τους τροπή! συνέχισα κατηγορηματικά.
Εκείνος άρχισε να γελάει δυνατά κερδίζοντας το μπερδεμένο μου βλέμμα.
Λ- Δεν με προστατεύουν αυτά τα ζώα! Εγώ προστατεύω το εαυτό μου. Εκείνοι είναι οι αναλώσιμοι που πεθαίνουν για εμένα... είπε χαλαρά.
Α- Είσαι τέρας ακόμα και απέναντι στους δικούς σου. μουρμούρισα.
Λ- Ετοιμάσου Αμάντα. Η υπόλοιπη εβδομάδα θα είναι... είπε πλησιάζοντάς με.
Με κοίταξε έντονα με τα κόκκινα μάτια του.
Λ- Κόλαση... μουρμούρισε με την δυνατή τρομαχτική φωνή του και το δωμάτιο εξαφανίστηκε.
Ένιωσα λες και ξύπνησα απότομα από έναν εφιάλτη.
Μπροστά μου ο Άλεξ.
Να προσπαθεί να βγάλει τα χέρια μου από τον λαιμό του.
Να μην μπορεί να αναπνεύσει.Τον αφήνω απότομα και πέφτει κάτω, ανασαίνοντας βαριά και κρατώντας τον λαιμό του.
Α- Όχι πάλι γαμώτο... ψιθύρισα στον εαυτό μου.
Γύρισα το κεφάλι μου στον Άλεξ.
Δεν μπήκα στον κόπο να μιλήσω.
Η έκφρασή του έλεγε τα πάντα.
Έγινε κάτι που ποτέ δεν περίμενα να γίνει από κανέναν.
Που φαινόταν άκρως απίθανο.
Με φοβόταν...
Έκλεισα τα μάτια, και προσπαθούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα.
Έτσι κι αλλιώς όμως πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα;
Ξεκλείδωσα την πόρτα και έπιασα το χερούλι μου.
Α- Δεν ξέρω πως... Αλλά θα βρω τρόπο να είσαι ασφαλής, ακόμα και αν δεν ξαναμιλήσουμε ποτέ. ψιθύρισα αποφασιστικά.
Και γυρίζοντας το κολιέ μου βγήκα βιαστικά από την αποθήκη αφήνοντας τον πίσω μου.
Το κουδούνι χτύπησε τρυπώντας κάθε ίντσα του κορμιού μου.Δεν ήθελα να πάω για μάθημα.
Ανησυχώ για εμένα τον τελευταίο μήνα.
Η ζωή μου είναι τόσο χάλια που το σχολείο έχει μπει σε δεύτερη μοίρα, μέχρι να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα.
Ξεφυσώντας πήγα να ανοίξω την πόρτα της τάξης.
Α- Θα το μετανιώσω αυτό... είπα εκνευρισμένη στον εαυτό μου.
Έσφιξα την γροθιά μου και άρχισα να τρέχω προς την έξοδο.
Άνοιξα γρήγορα με τα χέρια μου την πόρτα και βγήκα έξω.
Γύρισα το κολιέ μου και έκανα το αόρατο ξόρκι.
Άρχισα να πετάω όσο πιο γρήγορα μπορούσα, μέχρι που έφτασα στο σπίτι μου.
Μπήκα από το παράθυρό μου και πέρασα γρήγορα και ήσυχα στο κρυφό δωματιάκι.
Εξάλλου οι γονείς μου ήταν εδώ.
Έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου και το άνοιξα.
Α- Άναελ είσαι εκεί σε χρειάζομαι. μουρμούρισα.
Το ίδιο εκτυφλωτικό φως βγήκε από το βιβλίο και κάλυψε όλο το δωμάτιο.
Βρέθηκα πάλι στο δάσος.
Ξαφνικά ένιωσα μια καυτή ανάσα στον λαιμό μου.
Και μια γνωστή φωνή να χαϊδεύει τα αυτιά μου λέγοντας:
"Είσαι επικίνδυνη μικρή".
Γύρισα να κοιτάξω.
Α- Άλεξ; ρώτησα διστακτικά.
Το πρόσωπό του σοβάρεψε.
Αλ- Τι κάνεις;! φώναξε και έκανε ένα βήμα πίσω.
Και ξαφνικά ήμασταν ξανά στην αποθήκη.
Αλ- Αμάντα τα μάτια σου είναι πάλι κόκκινα! είπε τρομαγμένα και συνέχισε να κάνει βήματα προς τα πίσω.
Α- Η κατάρα του Κέρβερου... Η κατάρα του Κέρβερου... μουρμούριζα ξανά και ξανά, χωρίς να καταλαβαίνω τι είναι.
Τον κόλλησα στον τοίχο και έπιασα γερά τον λαιμό του.
Α- Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΟΥ ΚΕΡΒΕΡΟΥ! φώναζα τώρα και έσφιγγα όλο και παραπάνω.
Μέχρι που συνήλθα.
Η εικόνα εξαφανίστηκε σαν μια σκιά.
Αν- Αμάντα, μην αφήνεις τους φόβους σου να σε καταλάβουν! Πρέπει να-
Α- Άναελ τι είναι η κατάρα του Κέρβερου; ρώτησα δικόπτοντάς τον.
Γύρισα προς το μέρος του κοιτώντας μπερδεμένη.
Δεν μίλησε για λίγο.
Απλά στραβοκατάπιε. Και εγώ στεκόμουν εκεί περιμένοντας την απάντηση του.
Αν- Δε-δεν μου επιτρέπεται να σου πω... είπε τελικά.
Α- Άναελ, πες. μου. τωρα. είπε κοιτώντας τον απειλητικά.
Το δάσος εξαφανίστηκε απότομα και ήμουν πάλι πίσω στο σπίτι μου.
Η ώρα είχε περάσει και πήγα στο δωματιό μου. Έβαλα το δερμάτινό μου και κατέβηκα κάτω.
Εκείνη την στιγμή έμπαιναν μέσα η Ζήτα και η Γκάμπι.
Ζ- Που εξαφανίστηκε;
Γκ- Δεν ξέρω! Ούτε ο Άλεξ μας είπε κάτι... μουρμούρισαν και άρχισαν να ανεβαίνουν πάνω.
Κόλλησα στον τοίχο και έκανα το αόρατο ξόρκι.
Πέρασαν μπροστά μου συζητώντας και όταν τελικά μπήκαν στο δωμάτιο.
Κατέβηκα γρήγορα και βγήκα από την πόρτα.
Δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν πέρα από ένα άτομο που εμπιστεύομαι, πως δεν έχει λόγο να μου κρύψει την αλήθεια.
Τον Όλιβερ.
Σήμερα ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος.
Καλύτερα.
Ο ήλιος εξάλλου, δείχνει αλήθειες που εσύ θες να κρύψεις.
Τα βήματά μου γρήγορα.
Ο μόνος μου στόχος ήταν ο προορισμός μου.
Ξαφνικά ένιωσα κάτι να τυλίγεται γύρω από τον λαιμό μου.
Προσπαθήσα να ξεφύγω όμως το σημείο με έκαιγε πολύ.
Σίδερο.
Το τράβηξα με δύναμη. Τα δάχτυλά μου κόπηκαν στην άκρες.
Οι πληγές έκλειναν εξωφρενικά αργά, και έβγαζαν καπνούς.
Σαν να καιγόμουν.
Τριγύρω μου υπήρχε ένας στενός κύκλος, από δαίμονες.
Μερικοί κενοί και μερικοί απλοί δαίμονες.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και γύρισα το κολιέ μου.
Έσκυψα απότομα κάτω και του έβαλα τρικλοποδιά κάνοντας ένα κύκλο γύρω από τον εαυτό μου.
Έπεσαν κάτω.
-- Numquid interficere! (=θα σε σκοτώσω!), μου φώναξε ο ένας από αυτούς και στοχεύοντάς με με πέτυχε με ένα βέλος.
Με πέτυχε στο μπράτσο και εγώ ούρλιαξα από τον πόνο.
Το έβγαλα απότομα, κοιτώντας την πληγή που κάπνιζε.
Ένας άλλος με τρύπησε στο πόδι με μία σιδερένια λόγχη.
Και ξανά και ξανά όλοι με χτυπούσαν με τα σιδερένια όπλα τους.
Δεν προλάβαινα καν να αντεπιτεθώ.
Ούρλιαζα και σε κάποια στιγμή γονάτισα κάτω.
Το ένα φτερό μου είχε πληγωθεί.
Ο πόνος μου με έκανε αδύναμη.
Με την λιγοστή δύναμη που μου είχε απομείνει σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω.
Γύρισα το κολιέ μου και πέταξα κάτω το σκισμένο μου δερμάτινο.
Οι πληγές έτσουζαν και δεν μπορούσα να αναπνεύσω.
Έφτασα μπροστά στο σπίτι μου με μία κενή έκφραση.
Χτύπησα την πόρτα βαριανασαίνοντας.
Βήματα ακούστηκαν και η πόρτα άνοιξε.
Γκ- Αμάντα;! Τι έπαθες;! ρώτησε σοκαρισμένη.
Α- Σί... δερο... είπα ξεψυχισμένα και λιποθύμησα μπροστά στην πόρτα.
Στα λίγα που μπόρεσα να δω πριν το μαύρο πέπλο καλύψει τα πάντα ήταν η Γκάμπι να με χαϊδεύει στο κεφάλι λέγοντας πως όλα θα πάνε καλά, όλοι να έχουν μαζευτεί από πάνω μου τρομαγμένοι και η φωνή του μπαμπά μου να τηλεφωνεί στο νοσοκομείο.
--------------------------------------
Γεια!!!!!!
Ήθελα να κάνω μια ερώτηση...
Πιστεύετε ότι εξελίσσεται λίγο υπερβολικά το θέμα;
Εννοώ πιστεύετε πως το κάθε κεφάλαιο έχει και ένα πρόβλημα και καταντάει κουραστικό;
Πείτε μου στα comments PLEASE!
Kisses,
WrittenFlower
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top