Κεφάλαιο 6
Α- Να σου εξηγήσω... είπα απλώνοντας τα χέρια μου προς το μέρος του.
Ένα αμήχανο χαμόγελο έχει απλωθεί στο πρόσωπό μου και νιώθω μερικά σταγονίδια ιδρώτα να τρέχουν σε όλο το πρόσωπό μου.
Με κοιτάει σοκαρισμένος.
Αυτό είναι καλό.
Κάποιος άλλος ίσως να έτρεχε οικειοθελώς προς το πιο κοντινό ψυχιατρείο, αν έβλεπε μια νεράιδα να καρφώνει δύο μαχαίρια στην πλάτη του καθηγητή του.
Οκέι αυτό ακούγεται άσχημα ακόμα και στο μυαλό μου.
Γυρνάω το κολιέ μου και τον κοιτάω σοβαρά.
Όμως γιατί δεν μπορώ να σβήσω την μνήμη του;
Α- Τι πάει στραβά μαζί σου;! ρώτησα θυμωμένα.
Αλ- Μαζί μου; ΜΑΖΙ ΜΟΥ τι πάει στραβά;!
Ναιιιι σωστά...
Α- Κοίτα με μεγάλη μου χαρά να σε έκανα να το ξεχάσεις αυτό που είδες, αλλά για κάποιο λόγο που ούτε εγώ η ίδια δεν ξέρω, δεν γίνεται. Γι αυτό θα ακολουθήσουμε 3 βήματα οκέι; ρώτησα αργά λες και μιλούσα σε καθυστερημένο.
Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
Α- Πρώτον: Θα ξαναξεκινήσω τον χρόνο και θα σβήσω την μνήμη των παιδιών ούτως ώστε να τους πούμε πως ο καθηγητής λείπει. Δεύτερον: Δεν θα ανοίξεις το στόμα σου ΠΟΥΘΕΝΑ αλλιώς θα έρθω εγώ η ίδια και θα σου ξεριζώσω την γλώσσα. Τρίτον: Θα με βοηθήσεις να μάθουμε τι στον διάολο συμβαίνει μαζί σου!
Χλώμιασε λίγο στο σημείο με το ξερίζωμα της γλώσσας, αλλά μετά συνήλθε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
Σηκώθηκε αργά και έκατσε στην θέση του, κοιτάζοντάς με.
Ίσιωσα το σώμα μου και ξαναγύρισα το κολιέ μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα, αφήνοντας τα μάτια μου να κλεισουν.
Απλώνω τα χέρια μου και χρυσές κλωστές τύλιξαν τα κεφάλια των παιδιών μέσα στην τάξη. Τα μάτια μου καίνε και είμαι σίγουρη πως το πράσινο γυαλίζει. Όπως κάθε φορά εξάλλου που κάνω κάποιο δύσκολο ξόρκι.
Όταν έχω τελειώσει κατεβάζω τα χέρια μου και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Ο Άλεξ με κοιτάει έκπληκτος.
Αλ- Αυτό ήταν καταπληκτικό... σχολίασε άφωνος.
Α- Ευχαριστώ. απάντησα και με μία κίνηση ο χρόνος ξαναξεκίνησε.
Το βουητό επανήλθε μέσα στην τάξη, σαν να μην σταμάτησε ποτέ και εγώ άρχισα να ζωγραφίζω τυχαία σχέδια στο τετράδιο μου.
Βαριόμουν τόσο πολύ που σε λίγο άφησα το χέρι μου να κουνιέται μόνο του χωρίς να του δίνω εγώ κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Μετά από λίγα λεπτά το κουδούνι χτυπάει και κάθε παιδί τρέχει έξω για να βρει τους φίλους του.
Πάω να κλείσω το τετράδιο μου, όμως το βλέμμα μου πέφτει πάνω στην ζωγραφιά μου.
Είναι ένα πρόσωπο. Βασικά όχι ακριβώς πρόσωπο, αλλά ένας άνθρωπος. Χωρίς χαρακτηριστικά. Ούτε μάτια, ούτε στόμα ούτε μύτη. Ένα κενό στην θέση του προσώπου.
Τα μόνα που φαίνονται είναι οι γωνίες του προσώπου, τα κοντά καστανά μαλλιά και δύο μεγάλα κόκκινα κέρατα να βγαίνουν μέσα από τα πυκνά μαλλιά του.
[...]
Φτάνω στο σπίτι μου. Σε όλη την διαδρομή σκέφτομαι πως τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Πρώτη φορά σε όλη μου την ζωή κάποιος μαθαίνει το μυστικό μου. Και αυτός ο κάποιος με ένα τρόπο που εγώ δεν γνωρίζω δεν μπορεί να ξεχάσει, κάτι ή κάποιος τον προστατεύει.
Βγάζω τα κλειδιά από την τσέπη μου και τα βάζω στην κλειδαρότρυπα. Ξαφνικά όμως ακούω έναν θόρυβο στην ταράτσα. Άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα και μπήκα μέσα κάνοντας προσεκτικά βήματα. Τότε όμως άκουσα την μαμά μου να φωνάζει από τον πάνω όροφο.
Τρέχω κατευθείαν και ανεβαίνω τις σκάλες, γυρίζοντας το κολιέ μου.
Ανοίγω απευθείας την πόρτα και μπαίνω μέσα.
Αυτό που βλέπω όμως με κάνει να πάρω μια βαθιά, ανακουφισμένη ανάσα.
Η μαμά μου είναι στην αγκαλιά του πατέρα μου, με κλειστά δακρυσμένα μάτια και τον λαιμό της χωμένο στο στήθος του.
Κ- Ω Ελάιας πόσο μου έλειψες! του ψιθύρισε και τον έσφιξε ακόμα περισσότερο.
Λίγη ώρα πέρασε που μείναμε έτσι. Δεν ήθελα να χαλάσω μια τόσο όμορφη εικόνα.
Ρ- Ιιιιιουυυυυ! φώναξε από πίσω τους ο Ρωμαίος.
Ε- Δεν γινόταν να μην ακουγόσουν για λίγα δευτερόλεπτα ακόμα ε; είπε ο μπαμπάς μου αγανακτισμένα, καθώς η μάμα απομακρύνθηκε αναψοκοκκινισμένη.
Σταύρωσα τα χέρια μου και στήριχτηκα με τον ώμο στην πόρτα.
Α- Χε χεμ... έκανα και αμέσως τα βλέμματα γύρισαν πάνω μου.
Ο Ρωμαίος βγήκε βιαστικά πίσω από τους γονείς μου και με κοίταξε με το συνηθισμένο βλέμμα.
Έπιασα το νόημα και ξεκίνησα αυτό που κάναμε από μικροί...
Α- Ω Ρωμαίο Ρωμαίο! Γιατί να 'σαι ο Ρωμαίος; Αρνήσου τον πατέρα σου, άσε το όνομά σου! Ή αν δεν θέλεις μόνο αγάπη ορκίσου μου και εγώ θα πάψω να είμαι η κόρη του Καπουλέτου! είπα δραματικά ακουμπώντας την ανάστροφη του χεριού μου στο μέτωπό μου και κάνοντας ένα βήμα μπροστά.
Ρ- Τι φως προβάλλει εκεί από την πόρτα! Είναι η ανατολή και η Ιουλιέτα ο ήλιος! συνέχισε και γονάτισε απλώνοντας τα χέρια προς το μέρος μου.
Α- Είσαι μια σκηνή πίσω! ψιθύρισα χωρίς να κουνηθώ από την θέση μου.
Δεν αντέξαμε πολύ και αρχίσαμε να γελάμε δυνατά.
Έπεσε κάτω κρατώντας την κοιλιά του και εγώ πήγα δίπλα του και έκατσα οκλαδόν.
Α- Δεν νρέπεσαι να χαλάς την στιγμή των γονιών μας; ρώτησα χαμογελώντας στραβά.
Εκείνος με κοίταξα με ένα πλάγιο, σαρδόνιο χαμόγελο.
Ρ- Και που 'στε ακόμα! ΜΟΥΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ! γέλασε σατανικά τρίβοντας τα χέρια του.
Α- Για 13 χρονών είσαι μεγάλο πειραχτήρι! Δεν μεγάλωσες για αυτά; ρώτησα παιχνιδιάρικα τον μικρό αδερφό μου.
Ρ- Μπαααα.... Μερικές συνήθειες δεν κόβονται. απάντησε κρατώντας το σατανικό χαμόγελο.
Σήκωσα το κεφάλι μου γελώντας και κοίταξα τον μπαμπά μου.
Εκείνος μου χαμογέλασε και σηκώθηκα γρήγορα τρέχοντας στην αγκαλιά του.
Ε- Δεν περίμενα να μεγαλώσεις τόσο μόνο μέσα σε έξι μήνες! είπε σε στυλ χαζομπαμπά.
Α- Καλά δεν μεγάλωσα και τόσο! απάντησα γελώντας με κλειστά τα μάτια.
Κ- Αχχχ! Σας παρακαλώ κάντε το... Το αυτό που κάνετε κάθε φορά και ποτέ δεν θα μάθω πως λέγεται τέλος πάντων! είπε ενθουσιασμένα.
Α- Τρισκέλιουμ μαμά. Μάθε το καμιά ώρα! απάντησα γελώντας.
Ο Ρωμαίος και ο μπαμπάς μου με κοίταξαν. Ο αδελφός μου έβγαλε το βραχιόλι του, ο μπαμπάς μου το δαχτυλίδι του και εγώ το κολιέ μου.
Τα ακουμπήσαμε στο πάτωμα και σταθήκαμε τριγύρω τους. Κλείσαμε τα μάτια και απλώσαμε ο ένας τα χέρια του άλλου, χωρίς όμως να πιανόμαστε.
Κ- Ξεκίνησε! είπε άφωνη η μαμά μου.
Άνοιξα τα μάτια μου. Και οι τρεις μας είμασταν μεταμορφωμένοι. Τα μελί μάτια του μπαμπά μου, έγινα χρυσά και έμοιαζαν σαν μια φλόγα που έκαιγε. Τα γαλάζια μάτια του αδελφού μου, πήραν το χρώμα του πάγου. Όλα συμβόλιζαν δύναμη.
Τα δικά μου όμως;
Κοίταξα τον καθρέφτη απέναντι και είδα τα πράσινα μάτια μου να έχουν γίνει πιο έντονα και μικρές χρυσές λάμψεις μέσα τους, σαν μικρές πυγκολαμπίδες.
Η γιαγιά μου έλεγε πως αυτό σήμαινε πως είμαι προορισμένη για μεγάλα πράγματα...
Και την πιστεύω.
Όχι όχι... Δεν το λέω από περηφάνια και ούτε πιστεύω πως είμαι τέλεια.
Απλά το κατάλαβα.
Είναι που οι καταστάσεις πάντα γίνονται κάτι μεγαλύτερο από ότι θα έπρεπε.
Και οι δυνατότητες σε καταδιώκουν...
Παντού...
Πάντα...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top