Κεφάλαιο 25

Χέλλυ

Κρατάω ένα μπολ κεράσια. Δεν πήγα σήμερα σχολείο.

Βαριόμουν και στο κάτω κάτω κανείς δεν με ξύπνησε. Υποθέτω δεν με θέλουν...

So what?

Δεν με νοιάζει, η δική της ζωή καταστρέφεται, όχι η δική μου.

Κοιτιέμαι στον καθρέφτη. Τα μισά μαλλιά μου και τα άλλα μισά μωβ. Μέχρι και το χρώμα των ματιών της έχει αρχίσει να επανέρχεται.

Επιστρέφεις ε πουτανάκι;

-Ξες τι έγινε με το φιλί και την σχεδόν μεταμόρφωση μου... Ετοιμάσου να πεις αντίο σε αυτό το σώμα. Θα σε στείλουν καρφί στην κόλαση μετά από εδώ και το ξέρεις... την άκουσα να λέει ειρωνικά μέσα στο κεφάλι μου.

Φτύνω το κουκούτσι στο πάτωμα και προχωράω προς την πόρτα.

Όταν ανοίγω το μικρό παράσιτο περνάει βιαστικά με σκυμμένο το κεφάλι και την τσάντα να κουδουνίζει στην πλάτη του.

Χ- Χευ γιατί είσαι σπίτι τόσο νωρίς; ρώτησα ακουμπώντας στο κούφωμα της πόρτας.

Σταμάτησε απότομα.

Ρ- Δεν νιώθω καλά. γρύλισε μέσα από τα δόντια του.

Γέλασα.

Χ- Μην λες ψέματα σε εμένα. Μην ξεχνάς ποιά είμαι και τι δουλειά κάνω. του είπα προειδοποιητικά και γύρισε να με κοιτάξει.

Η πλευρά της Αμάντα κράτησε την ανάσα της.

(Και γαμώ το edit :") )

Χ- Ποιός σου το έκανε αυτό; ρώτησα ενώ η οργή άρχισε να ξυπνάει.

Ρ- Τι σε νοιάζει; ρώτησε υποτημητικά.

Χ- Λοιπόν... Είσαι το μικρότερο από όλα τα καλά εδώ. Και επίσης η αδερφή σου θα μου τα πρήξει. απάντησα και εκείνος χαμογέλασε αχνά.

Ρ- Είναι εντάξει, απλά ένα παιδί από το σχολείο. είπε άβολα ξύνοντας τον κρόταφό του.

Χ- Πώς τον λένε; ρώτησα απότομα.

Ρ- Μπίλ. απάντησε ξαφνιασμένος.

Ένιωσα τα μάτια μου να καίνε. Τα έκλεισα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

Χ- Οκ.

Έκλεισα με δύναμη την πόρτα και άνοιξα την ντουλάπα. Βιαστικά κλείδωσα την πόρτα και ξαναπλησίασα.

Κάνοντας ένα βήμα προς το εσωτερικό της, ακούμπησα με το χέρι μου την πλάτη της.

Τότε εκείνη έλαμψε και μετακινήθηκε προς τα αριστερά αποκαλύπτοντας τα φτερά μου που βρίσκονταν κρεμασμένα στον τείχο.

Κουνήθηκαν απαλά και εγώ άνοιξα την μπαλκονόπορτα.

Ξαφνικά τα ένιωσα να συνδέονται με το σώμα. Αυτό όμως δεν τα αποδεχόταν.

Έλα τώρα Αμάντα! Το κάνω για τον αδερφό σου.

Έβγαλα γρήγορα την μπλούζα τραβώντας δύο χαρακιές στο πίσω μέρος.

Την ξαναφόρεσα ενώ τα φτερά χτυπούσαν μεταξύ τους, διατηρώντας ένας ύψος πάνω από το έδαφος.

Αυτήν την φορά όταν κόλλησαν στην πλάτη μου, τα ένιωσα να ταιριάζουν.

-Το κάνω μόνο για τον αδερφό μου... την άκουσα και χαμογέλασα ευχαριστημένη κάνοντας ένα αόρατο ξόρκι.

Βγήκα με φόρα από το μπαλκόνι και άρχισα να κετευθύνομαι προς το σχολείο του μικρού.

Δεν πρόλαβα να σκεφτώ τι έκανα.

Γιατί νοιάζομαι; Γιατί να θέλω να χτυπήσω το μαλακισμένο παιδί που τόλμισε να χτυπήσει τον αδερφό της Αμάντα, ενώ θα έπρεπε να επιβραβεύω μια τέτοια πράξη;

Γαμώ επιστρέφει... Το αισθάνομαι.

Τα μαλλιά, τα μάτια και όλα αυτά τα ξαφνικά αηδιαστικά συναισθήματα!

Τα φτερά απλώνονταν όλο και περισσότερο, και εγώ ανέσαινα.

Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για ένα πρώην ή νυν άγγελο από το να ξεδιπλώνει τα φτερά του.

Όσο τα κρύβουμε, ή τα βγάζουμε, είναι παρόμοιο με όταν ένας θνητός διψάει και δεν βρίσκει νερό, πεινάει και στο στόμα του έχει μόνο άμμο, κρατάει την ανάσα του κάτω από το νερό και κάποιος πιέζει το κεφάλι του όλο και πιο βαθιά.

Τα φτερά μας είναι η ελευθερία μας.

Φτάνοντας στο σχολείο είδα μόνο μια παρέα τριών αγοριών να βρίσκονται στην αυλή.

Προσγειώθηκα στην ταράτσα και έκρυψα τα φτερά μου και με ξαναέκανα ορατή.

Από εκεί πήδηξα κάτω και προσγειώθηκα στα πόδια μου.

Τα βλέμματα των παιδιών είχαν ήδη πέσει πάνω μου.

Χ- Ποιός από εσάς είναι ο Μπιλ; ρώτησα άγρια και τα δύο παιδιά έκαν πίσω δείχνοντας το αγόρι στην μέση.

Ένα μεγαλόσωμο αγόρι, με άγρια φάτσα και σίγουρα παραπανίσια κιλά.

Όταν πλησίασα ακόμα περισσότερο, τα δύο άλλα αγόρια έτρεξαν προς το εσωτερικό του κτιρίου αφήνοντας τον "φίλο" τους να με κοιτάει με ένα δήθεν άνετο βλέμμα.

Δεν με φοβάσαι μικρέ; Δεν φοβάσαι τους 7 αιώνιους βασανιστές τις κόλασης; Που καίγονταν επί 6 χιλιετίες στις φλόγες της;

Χ- Ξες ποιά είμαι εγώ μπόμπιρα; ρώτησα πλησιάζοντάς τον απειλητικά "σπάζοντας" τις κλειδώσεις μου.

Μπ- Όχι και ούτε θέλω να μάθω; απάντησε σαν να ήταν κάτι αυτονόητο.

Χ- Συμφωνώ. Δεν θέλεις να μάθεις... γρύλισα και τα μάτια μου άλλαξαν στιγμιαία.

Με μία απότομη κίνηση έπιασα τον γιακά της κακόγουστης μουσταρδί μπλούζας του και τον κόλλησα στον τείχο.

Χ- Άκου να δεις απόβρασμα, κανείς και εννοώ ΚΑΝΕΙΣ δεν τα βάζει με τον αδερφό της. ΓΚΕΓΚΕ;! ΚΑ- ΝΕΙΣ! φώναξα και με κοίταξε μπερδεμένος.

Μπ- Ποιανής; ρώτησε φοβισμένος.

Κούνησα το κεφάλι μου συνειδητοποιώντας το λάθος.

Χ- Τον δικό μου!

Μπ- Είσαι η αδερφή του Πίτερς; ρώτησε υποτημιτικά.

Χ- Ναι γιατί έχεις θέμα; απάντησα κολλώντας τον περισσότερο στον τοίχο.

Μπ- Απλά για μία στιγμή ανησύχησα. είπε χαμογελώντας καθησυχασμένος.

Τον κοίταξα μπερδεμένη.

Μπ- Ο Πίτερς δεν αγγίζει ούτε μύγα, γιατί να το κάνει η αδερφή του; έλυσε την απορία μου γελώντας.

Μπορώ;

-Ελεύθερη.

Χ- Αγοράκι... Δεν. Είμαι. Η. Αδερφή. Του. είπα αργά μπας και το ζώον μπροστά μου καταλάβαινε.

-Δεν πρέπει να σε καταλάβουν, το ξέρεις έτσι; την άκουσα ανήσυχη.

Μην ανησυχείς. Οι μισοί από αυτούς που θα τους το πει θα τον περάσουν για τρελό και με τους άλλους μισούς θα τα πούμε στην κόλαση.

Στραβοκατάπιε.

Άλλαξα απότομα στο πραγματικό μου πρόσωπο και εκείνος άρχισε να ουρλιάζει.

Μπ- ΤΙ ΕΙΣΑΙ;! φώναξε έτοιμος να βάλει τα κλάματα.

Χ- Το τσιράκι του διαόλου... απάντησα αφήνοντάς τον να πέσει στο έδαφος.

Με ένα σάλτο ανέβηκα πάλι πάνω στην ταράτσα, ενώ απόγειωνόμουν για άλλη μια φορά.

Φτάνοντας στο σπίτι ξαναμπήκα μέσα, βγάζοντας τα φτερά όσο πιο σιγά γινόταν.

Πονάει τόσο πολύ.

Πηγαίνοντας να βγάλω το τελευταίο σημείο, μια πνιχτή κραυγή βγήκε από το στόμα μου.

Ξαφνικά μια εικόνα πέρασε από το μυαλό μου. Μια... Ανάμνησή της;

Flashback

Αμάντα

Κοιτάω γύρω μου. Οι Ζήτα και η Γκάμπι έχουν αναλάβει τους τελευταίους τρεις και εγώ περπατάω πάνω στους λιπόθυμους πλέον πολεμιστές του Λούσιφερ.

Κοιτάω τα νύχια μου.

Δεν είχες τίποτα καλύτερο Λούσιφερ; ρώτησα από μέσα μου κοιτώντας ειρωνικά προς τα πάνω.

Τότε νιώθω κάτι να πιάνει το πόδι μου. Πάω να αντεπιτεθώ, όμως με τραβάει και πέφτω μπρούμυτα στο έδαφος.

Κοιτάω πίσω μου ένα τελευταίο τέρας να κρατάει ένα σπαθί πάνω από την πλάτη μου.

Πήγα να τον σμπρώξω, όμως την τελευταία στιγμή, καρφώνει το σπαθί ανάμεσα στα φτερά μου.

Ουρλιάζω.

Χαμογελάει ευχαριστημένος και το τραβάει αργά προς τα έξω.

Δεν είναι σίδηρο όμως πόνεσε.

Μην δακρύσεις Αμάντα, κρατήσου.

Ένιωσα την πληγή να επουλώνεται και το ευχαριστημένο χαμόγελο που είχε απλωθεί στο πρόσωπό του κατεστρέφεται.

Με μία απότομη κίνηση τον ρίχνω κάτω και σηκώνομαι όρθια. Από την έκπληξη του πέφτει το σπαθί, και πιάνοντάς το γρήγορα το καρφώνω στο στήθος του.

Η Γκάμπι και η Ζήτα με πλησιάζουν ακουμπώντας τους ώμους μου.

Ζ- Άφησε ουλή. είπε σφίγγοντας τα χείλη της.

Α- Το ξέρω. απάντησα πιάνοντας το χέρι της.

EndOfFlashBack

Κοιτάω στον καθρέφτη την ουλή, όμως το βλέμμα μου πηγαίνει κατευθείαν, στο πρόσωπό μου.

Πλεόν μόνο οι άκρες των μαλλιών είναι μαύρες, και τα μάτια μοιάζουν με βρώμικα σμαράγδια.

Θυμήθηκε

Ένιωσε

Πόνεσε

Ένα βήμα και τελειώσαμε. Ποιά κίνηση θα την κάνει όμως να ξεχωρίσει;

-------------------

Ohhh yeap, THAT WAS A CHAPTER MY DEAR FRIENDS!

Ζω! Ζω! Είμαι εδώ!

Θα αρχίσω να κλείνω σιγά σιγά, νιώθω πως το έχω τραβήξει λίγο.

Ήθελα να βγει μεγάλο βιβλίο, όμως με κουράζει το να πρέπει να σκέφτομαι συνέχεια σενάρια και πλοκές. Παιδιά φυσικά και αγαπώ τα βιβλία μου και με πληγώνει κάθε φορά που κλείνει μία ιστορία, όμως δεν θέλω να το ξεφτυλίσσω και να γράφω πράγματα "αναγκαστικά" ούτως ώστε να είναι όσο το δυνατόν μεγαλύτερο.

Αυτό.

Πείτε μου τα νεααα σααας!

Μου λείψατε ρε ψυχές!

Και ξέρω πως χάθηκα, όμως θα προσπαθήσω να επανέλθω!

Σας φιλώ!

WrittenFlower

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top