Κεφάλαιο 13
Με ακολούθησε και σε κάθε του βήμα το πάτωμα έτριζε.
Κάτι περίεργο γινόταν. Κάτι περίεργο που δεν μπορούσα να ελέγξω.
Φοβόμουν. Όμως η κενή έκφραση του προσώπου μου, δεν μαρτυρούσε τίποτα τέτοιο.
Ξαφνικά η πόρτα έκλεισε με δύναμη και κλείδωσε.
Τότε πήρα πίσω τον έλεγχο του σώματός μου, μόνο που αυτό κοκκάλωσε. Οι προσπάθειές μου να κουνηθώ έπεφταν στο κενό.
Το σπίτι ξαφνικά άρχισε να καίγεται. Στους τοίχους χόρευε η φωτιά και σε απειλούσε καθώς πλησίαζε όλο και περισσότερο.
Λάμπες, μπρίζες και ότι άλλο υπήρχε τριγύρω μας συνδεδεμένο με ρεύμα, έσκαγε, ελευθερώνοντας μικρές σπίθες, οι οποίες με την σειρά τους εξαφανίζονταν στον καπνό.
Η ατμόσφαιρα άρχιζε να γίνεται αποπνυκτική.
Ο καπνός εξαπλωνόταν παντού και η έλλειψη οξυγόνου με ζάλιζε.
Η αδυναμία μου να μας υπερασπιστώ, με σκότωνε.
Α- Πρέπει να φύγεις... του είπα νιώθοντας τον ιδρώτα να κυλάει στο σώμα μου.
Αλ- Δεν θα σε αφήσω μόνη εδώ! φώναξε και με τράβηξε από το χέρι.
Όταν όμως το σώμα μου δεν κουνήθηκε ξαναπροσπάθησε και ξανά και ξανά.
Αλλά τίποτα δεν γινόταν.
Α- ΦΥΓΕ! ούρλιαξα νιώθοντας ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλο μου, αφού ήδη ήξερα τι θα συμβεί.
Τα χέρια μου ελευθερώθηκαν από την πίεση και έσμπρωξα τον Άλεξ με όλη μου την δύναμη πίσω ώστε έσπασε την πόρτα και βγήκε από το σπίτι.
Αλ- ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΘΕΙΤΕ ΟΛΟΙ! ούρλιαξε στους περαστικούς και εκείνοι απομακρύνθηκαν αφήνοντας φοβισμένες κραυγές.
Έλα τώρα Αμάντα, μην κλαις!
Ξες τι γίνεται όταν κλαις!
Πριν προλάβω όμως να μεταμορφωθώ ξύλα από την στέγη έσπασαν και έπεσαν πάνω μου.
Η ανάσα μου κόπηκε και ούρλιαξα.
Όταν μια νεράιδα κλαίει κάτι απαίσιο συμβαίνει.
Και συνέβη.
Το σπίτι εξεράγη.
Θα θεραπευτώ...
Σχεδόν ολόκληρη η στέγη έπεσε πάνω μου.
Θα βγω από εδώ μέσα και θα θεραπευτώ...
Α- ΟΟΟΟΧΧΧΙΙΙΙ!!!!!! τον άκουσα να ουρλιάζει απ' έξω.
Πήγα να παραδοθώ.
Στον πόνο, στην ζέστη, στον καπνό, στην αδυναμία μου.
Όχι...
Σήκω...
Πάλεψε όπως σου αρμόζει.
Είσαι πιο δυνατή από αυτό!
Έχεις περάσει χειρότερα από μια φωτιά!
Έχεις μια αποστολή!
Για αυτό σήκω και βγες έξω!
Έλεγα ξανά και ξανά στο εαυτό μου.
Με δυσκολία κούνησα το χέρι μου και γύρισα το κολιέ μου.
Έκανα μια προσπάθεια να σηκώσω τα ξύλα.
Τίποτα.
Άλλη μία.
Και πάλι τίποτα...
Σκέψου τους γονείς σου, τον Ρωμαίο, το ξύλο που σκοπέυεις να δώσεις στην Μόνικα αν μείνεις ζωντανή. Τον κύριο Όλιβερ, την γιαγιά σου! Τον Άλεξ!
Κανείς τους δεν θα ήθελε να παραδοθείς χωρίς μάχη!
Με ένα αγκομαχητό βγήκα από τα ξύλα.
Ο Άλεξ ήταν ακριβώς μπροστά μου.
Ήταν γεμάτος καπνό και γρατζουνιές και τα μάτια του ήταν κόκκινα.
Μια ανάσα, που έτρεμε βγήκε από μέσα μου.
Το βλέμμα του έγινε πιο έντονο καθώς με κοιτούσε.
Απότομα γύρισα το βλέμμα μου πάνω στο σώμα μου.
Παντού υπήρχαν πληγές από την φωτιά. Κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια του και είδα το καμμένο πρόσωπό μου.
Αργά αργά οι πληγές άρχισαν να κλείνουν.
Γύρισα απότομα το κολιέ μου, ευτυχώς όμως κανείς, εκτός από το όχημα της πυροσβεστικής που πλησίαζε δεν ήταν εκεί.
Άφησε μια ανάσα και με αγκάλιασε σφιχτά.
Αλ- Τι έγινε εκεί μέσα; ρώτησε.
Α- Κάποιος θέλει να με σκοτώσει. Και για κάποιον λόγο, έφτασε πολύ κοντά αυτήν την φορά. απάντησα ψιθυριστά.
Η πυροσβεστική ήρθε και άρχισε να ρίχνει νερό με μανία πάνω στο σπίτι.
Απομακρυνθήκαμε βιαστικά και βγήκαμε από το λούνα παρκ.
Α- Συγγνώμη... Θεέ μου, δεν έπρεπε καν να σου ζητήσω να βγούμε. Εννοώ κινδύνεψε η ζωή σου και έχεις τόσες πληγ- έβαλε τον δείχτη του πάνω στο στόμα μου και μου έκανε νόημα να σωπάσω.
Αλ- Δεν είναι τίποτα, θα περάσει. Μην ανησυχείς για εμένα. είπε χαμογελώντας συμπονετικά.
Α- Περίμενε... είπα και κοίταξα τριγύρω μου.
Όλοι ήταν μαζεμένοι γύρω από το σημείο της φωτιάς.
Άνοιξα το χέρι μου μπροστά του.
Με κοίταξε ερωτηματικά και του έκανα νόημα να μου δώσει το χέρι του.
Διστακτικά το έβαλε πάνω στο δικό μου και με το άλλο χέρι γύρισα το κολιέ μου.
Α- Sanetur... (=θεράπευσε) μουρμούρισα κλείνοντας τα μάτια μου.
Όταν τα άνοιξα είδα τις πληγές του Άλεξ να κλείνουν αργά. Καθάρισα τα ρούχα μας και αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε για να φύγουμε.
Α- Πες το! είπα, καθώς είχα καταλάβει πως ώρα τώρα ήθελε να μου πει κάτι.
Αλ- Αμμμ... ξεκίνησε κλείνοντας την γροθιά του αριστερού του χεριού στο δεξί του.
Αλ- Π-πως γίν-νεται να μ-μην πέθ-θανες; ρώτησε μπερδεύοντας τα λόγια του.
Α- Αρχικά συγγνώμη που σε απογοήτευσα! απάντησα γελώντας ειρωνικά και κέρδισα ένα δήθεν θυμωμένο βλέμμα από εκείνον.
Α- Την προηγούμενη φορά, σου είχα πει παραλίγο το μόνο υλικό που μπορεί πραγματικά να μας σκοτώσει... συνέχισα και τον κοίταξα μην ξέροντας αν τελικά έπρεπε να του πω ή όχι.
Τι θα μπορούσε όμως να μου κάνει;
Α- Είναι το σίδερο. Δεν μας επιτρέπει να θεραπευτούμε. απάντησα τελικά.
Αλ- Μα ο σουγιάς στο αυτοκίνητ-
Α- Μούφα. τον πρόλαβα και ανασήκωσα τους ώμους μου αδιάφορα.
Α- Είμαι εκπαιδευμένη στο να ανγνωρίζω τον πραγματικό κίνδυνο όταν το βλέπω. Και ας είμαι υπό την επήρεια της ζάχαρης, δεν βάζω ότι να 'ναι στο σώμα μου!
Αλ- Οκ... Αμάντα... Εγώ το Σαββατοκύριακο θα φύγω. Θα πάω στους θείους. Απλά για να ξες... είπε νευρικά.
Α- Εντάξει τα λέμε την Δευτέρα! απάντησα χαμογελώντας και μπήκα σπίτι μου αφού είχαμε ήδη φτάσει.
Εκείνος πήγε απέναντι. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα βλέποντας τους γονείς μου στον καναπέ να βλέπουν αγχωμένα τηλεόραση και τον αδελφό μου να βλέπει κάτι στο κινητό του.
Το οποίο by the way δεν λέει να αφήσει κάτω όταν έρχεται εδώ, αφού στον κόσμο μας δεν υπάρχουν κινητά.
Α- Γεια σας! Συγγνώμη που άργησα! είπα χαμογελαστά και η μαμά μου σηκώθηκε αργά, με φίλησε στο κεφάλι και με αγκάλιασε.
Κ- Δεν πειράζει γλυκιά μου. Το δικαιούσε μια φορά, απλά ανησύχησα... απάντησε.
Κ- Έτσι όμως και ξαναγίνει και δεν πάρεις ούτε ένα τηλέφωνο θα κάνεις να δεις αυτό το κολιέ μήνες! Έλα να σου βάλω να φας.... είπε πιο ήρεμη και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.
Α- Τι έχουμε; ρώτησα με όρεξη.
Κ- Αρακά! μου απάντησε ενθουσιασμένα.
Αυτό που οι γονείς είναι ενθουσιασμένοι για τα χειρότερα φαγητά, ενω μικροί τα σιχαίνονταν και οι ίδιοι με ξεπερνάει.
Α- Τώρα που το σκέφτομαι θα παραγγείλω. είπα αλλάζοντας γνώμη και πήρα στο χέρι μου το τηλέφωνο.
Αφού παρήγγειλα, περίμενα ένα τέταρτο ώσπου το κουδούνι χτύπησε.
Έτρεξα κατευθείαν ενθουσιασμένη για το τι θα έτρωγα και άνοιξα.
Αυτό που είδα όμως με άφησε άφωνη.
Α- Ζήτα;! αναφώνησα χαρούμενη και έπεσα στην αγκαλιά της.
---------------------------------------------------------
Ζήτα (Zoe Williams)
Περισσότερα για αυτήν στο επόμενο κεφάλαιο.
WrittenFlower
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top