Κεφαλαιο 8

-Μήπως να φωνάξουμε τη Ρουθ;
-Άνταμ ηρέμησε θα είναι μια χαρά.
-Έντουαρντ έχει δίκιο. Δύο ημέρες πέρασαν και.. ΕΛΙΝΟΡ  άκουσα μια γυναικεία φωνή να λέει πριν τα μάτια μου προλάβουν να ανοίξουν.

Ένιωσα ένα χέρι να χαϊδεύει τα μαλλιά μου και διέκρινα δύο ανδρικές φιγούρες να στέκονται απέναντι μου. Γύρισα προς την αριστερή μεριά και αντίκρισα τα γαλάζια μάτια της Αμέλια να είναι καρφωμένα επάνω μου.

Μπροστά μου βρισκόταν ο Άνταμ με τον Έντουαρντ κοιτάζοντας με, με ένα μεγάλο χαμόγελο.
-Όλα καλα; ρώτησα με μια βραχνιασμενη φωνή και η Αμέλια έγνεψε θετικά.
-Τώρα ναι αποκρίθηκε ο Άνταμ και προχώρησε προς την πόρτα με τον Έντουαρντ να τον ακολουθεί.

- Πως νιώθεις; ρώτησε η Αμέλια καθώς με βοηθούσε να σηκωθώ.
-Μια χαρά απάντησα και κάθισα στην άκρη του κρεβατιού. Τι συνέβη; συνέχισα κοιτάζοντας την και εκείνη ανταπέδωσε με ένα βλέμμα γεμάτο περιέργεια. 
-Τι θυμάσαι τελευταία φορα; ρώτησε εκείνη με την σειρά της και κάθισε δίπλα μου.

Κοίταξα για λίγο το πάτωμα μένοντας σκεπτική.
-Τον Λούθερ αναφώνησα και εκείνη έγνεψε.
-Έπειτα από αυτό λιποθύμησες και συνήλθες τώρα.
-Πόσες ώρες ήμουν ετσι;
-Ώρες; Δύο ολόκληρες μέρες Ελινορ. Ο Άνταμ είχε τρομάξει όπως και εγώ δηλαδή. Μόνο ο Έντουαρντ πίστευε πως από στιγμή σε στιγμή θα μας μιλούσες ξανά.

-Δεσποινίς Αμέλια άκουσα μια γνώριμη φωνή και ο Βίνσεντ μπήκε με γρήγορα βήματα μέσα στο δωμάτιο.
-Μάλιστα είπε εκείνη και με ένα χαμόγελο έτρεξε προς την πόρτα και βγήκε έξω, κλείνοντας την πίσω της.

-Πως αισθάνεσαι; ρώτησε ο Βίνσεντ και τοποθέτησε την παλάμη του στο μέτωπο μου.
-Μια χαρά απάντησα χαμογελώντας και εκείνος μου έκανε νόημα να ξαπλώσω.

Τοποθέτησε τα χέρια του επάνω στο σώμα μου και κλείνοντας τα μάτια του, άρχισε σιγά σιγά να τα μετακινεί από άκρη σε ακρη.
-Όλα καλά. Δεν διατρέχεις κάποιο κίνδυνο είπε τελικά και με κοίταξε.

-Γιατί ήμουν αναίσθητη τόσες μερες; ρώτησα μόλις σηκώθηκα και εκείνος με κοίταξε σκεπτικός.
-Πιστεύαμε πως σου είχε δημιουργήσει κάποιο εσωτερικό  πρόβλημα διχως να το καταλαβεις, για αυτό και ο οργανισμός σου ήθελε καιρό να σταθεροποιηθεί όμως αφού είσαι καλά τωρα, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας.

Με ένα χαμόγελο προχώρησε προς την πόρτα.
-Μπορείς να μου πεις που θα βρω τον βασιλιά; ρώτησα πριν προλάβει να φύγει.
-Ίσως ήρθε ο καιρός να μάθεις μόνη σου το παλάτι. Μην φοβάσαι, πήραμε αυστηρά μέτρα και δεν μπορεί κανείς να σε πειράξει. Εξερευνησε οτι θέλεις μα προσοχή στους μαυροφορεμένους. Δεν σε γνωρίζουν ακόμη και εξαιτίας της χτεσινής συνάντησης μεταξύ του Λούθερ και του βασιλιά, οι περιπολίες τους έγιναν πιο συχνές και μας είναι αδύνατο να επικοινωνήσουμε.

Με αυτά του τα λόγια άνοιξε την πόρτα και έφυγε αφήνοντας με μόνη στο δωμάτιο. Αποφάσισα να κάνω ένα ζεστό και χαλαρωτικο μπάνιο . Μόλις τελείωσα έπιασα τα μαλλιά μου έναν πρόχειρο κότσο και φόρεσα μια όμορφη γκρι φόρμα. Αφου επέλεξα και μια μαύρη φούτερ ζακέτα και κάτι μαύρα αθλητικα, ξεκίνησα την εξερεύνηση μου.

Μόλις βγήκα από τον δικο μου κοιτώνα, ήρθα αντιμέτωπη με άλλους είκοσι που βρίσκονταν δίπλα και απέναντι μου. Προχώρησα τον μεγάλο και τεράστιο διάδρομο και κατέβηκα μια από τις πολλές σκάλες. Βρέθηκα ξανά σε έναν άλλο διάδρομο με άλλους είκοσι ίδιους κοιτώνες.

Προχώρησα ανάμεσα σε εκείνον και σαστισα μόλις παρατήρησα πως σε κάθε πόρτα ήταν χαραγμένο και ένα όνομα.
-Μπεν, Κριστοφερ, Στέφαν ψιθύριζα καθώς τις προσπερνουσα.
-Ποια εισαι; Γιατί δεν σε ξερω; άκουσα μια φωνή και γύρισα να αντικρίσω ένα ομορφο αγορι να στέκεται πίσω μου.

-Ονομάζομαι Ελινορ είπα κάπως τρομαγμένη και εκείνος αναστέναξε.
-Α εσύ είπε τελικά με ένα χαμόγελο. Μου έχει μιλήσει ο Άνταμ για εσένα. Βασικά σε όλους πρόσθεσε κάνοντας μια απαξιωτική κίνηση με το κεφάλι του.

Μείναμε για λίγο στη σιωπή.
-Ειμαι ο Στέφαν είπε τελικά και μου έδωσε το χέρι του.
-Με άκουσες που είπα το όνομα σου; αναφώνησα και εκείνος χαμογέλασε καθώς δέχτηκα την χειραψία του.
-Ξέρεις δεν το είπες και τόσο χαμηλόφωνα απάντησε και αμέσως ξεσπασαμε σε γέλια.

-Πρέπει να φύγω. Ελπίζω να τα ξανά πουμε είπε και χαιρετοντας με, αρχισε να τρέχει μακριά μου. Αποφάσισα να φύγω και να φτάσω μια και καλή στην αυλή εκτός αν ήμουν τυχερή και έβρισκα το δωμάτιο που είχα συναντήσει τον Άρθουρ την προηγούμενη φορά.

Κατέβηκα μερικές ακόμα σκάλες και βρέθηκα ως γνωστών σε ακόμα έναν διάδρομο. Αυτός είχε λιγότερα δωμάτια οπότε φανταστηκα πως έφτανα στο τέλος.

-Άλμπερτ ΒΙΆΣΟΥ άκουσα μια δυνατή φωνή να λέει και από το τέλος του διαδρόμου εμφανίστηκαν δυο άνδρες ντυμένοι με μια κατάμαυρη και υπέροχη στολή. *να προσέχεις τους μαυροφορεμενους* επανέλαβε η φωνή του Βίνσεντ μέσα μου, και αμέσως άρχισα να τρέχω προς την αντίθετη κατεύθυνση.

-Τόσο τυχερή ειμαι πια, γρυλισα καθώς δεν ήξερα που να πάω. Κατέβηκα τα επομενα σκαλιά πριν πανικοβληθω περισσότερο βλέποντας πλέον τρις από αυτούς να τρέχουν ξοπίσω μου. Κάτι έπρεπε να κάνω. Δεν μπορούσα να τρέχω έτσι για πάντα.

-ΕΣΥ ΕΚΕΊ ούρλιαξε μια φωνή πίσω μου και αμέσως το σώμα μου συγκρούστηκε με το πάτωμα. Σηκώθηκα γρήγορα και με τα χέρια ψηλά στάθηκα απέναντι τους.
-Δεν έκανα τίποτα αναφώνησα τρομαγμένη. Ο μεσαίος έκανε κάποια βήματα μπροστά βγάζοντας την περίεργη κουκούλα του, και το πρόσωπο του αποκαλύφθηκε μόνο μιας.

Έμεινε για λίγο να με κοιτάζει και στη συνέχεια έκανε νόημα με το χέρι του στους άλλους, για να κατεβάσουν κάτι περίεργα όπλα.
-Ονομάζομαι Μπραιαν είπε τελικά και με κοίταξε στα μάτια.
-Ε...Ελινορ είπα τραυλιζοντας από τον φόβο μου και ο ένας γέλασε βγάζοντας και εκείνος την κουκούλα του.
-Άλμπερτ είπε με τη σειρά του.
-Τζεισον πετάχτηκε και ο τελευταίος και με ένα χαμόγελο με κοίταξαν και οι τρις τους.

-Πρέπει να προχωρήσουμε είπε ο Τζεισον στον Μπραιαν και εκείνος με κοίταξε.
-Χάρηκα για την γνωριμία απάντησε τελικά και με ένα  κούνημα του χεριού του έφυγε αφηνοντας τους αλλους δυο να τρεχουν πισω του. Μάλλον θα ήταν ο αρχηγός.

Γύρισα και τους κοίταξα μια τελευταία φορά και έπειτα άρχισα ξανα να προχωράω.
-Επιτέλους είπα και στάθηκα μπροστά από την μεγάλη και χρυσή πόρτα. Χτύπησα δύο φορές μα δεν πήρα καμία απάντηση.

Αποφάσισα να πάω προς την αυλή μήπως συναντούσα κάποιον εκεί.
-Ει εσύ άκουσα μια φωνή πίσω μου και γύρισα. Είδα έναν άντρα ντυμένο στα άσπρα να με πλησιάζει. Με λενε Νειθαν είπε με ένα χαμόγελο και αμέσως με αγκάλιασε.

Έμεινα να τον κοιτάζω για λίγο όπως ακριβώς έκανε και εκείνος.
-Ελινορ αποκρηθησα σαστισμένη. Τα μάτια του έλαμψαν και αμέσως έπιασε το χέρι μου.
-Επιτέλους. Ο βασιλιάς σε περιμένει. Έφαγα το παλάτι για να σε βρω απάντησε και άρχισε να με τραβάει κάπως απότομα προς μια άγνωστη κατεύθυνση.

Σταμάτησα και τον κοιταξα ξανα. Αυτός δεν ήταν άγγελός. Από την αρχή η αρνητική ενέργεια του έκαιγε τα σώθηκα μου.
-Νειθαν είπα με ένα χαμόγελο και εκείνος κοντοστάθηκε μπερδεμένος αφήνοντάς το χέρι μου.

Αμέσως άρχισα να τρέχω μακριά του και εκείνος έκανε το ίδιο μα ο στόχος του ήμουν εγώ. Η αυλή δεν ήξερα που βρισκόταν οπότε αφού ήμουν στο παλάτι, απεγνωσμένη άρχισα να ψάχνω τον Μπραιαν ή τουλάχιστον κάποιον από τους μαυροφορεμενους.

Περνούσα τους διαδρόμους αρκετά γρήγορα μα κανείς τους δεν είχε φανεί.
-Αααα φωναξε ο Νειθαν αποτομα και έπεσε πανω μου. Το χέρι του έπιασε τον λαιμό μου και ένα μαχαίρι έκανε μια τεράστια πληγή στο στέρνο μου. Τον έσπρωξα μακριά μου και έβαλα τα δυνατά μου τρέχοντας μακριά του.

-Ναι Τζεισον ότι πεις.
-Ωωω σκαστε επιτέλους άκουσα την φωνή του Άλμπερτ και του Μπραιαν στον δίπλα διάδρομο και αμέσως έστριψα θέλοντας να τους προλάβω.

Δεν τους βρήκα πουθενά. Ο διάδρομος ήταν άδειος και
-ΜΠΡΑΙΑΝ ούρλιαξα μόλις τους είδα να κατεβαίνουν την σκάλα. Ο ένας έβγαλε αμέσως την κουκούλα και έτρεξε κοντά μου.
-Ελινορ είπε εκείνος μόλις έπεσα παραδομένη στα χέρια του.

-Αιματα φώναξε ο Τζεισον που στάθηκε πάνω μου δείχνοντας το στέρνο μου.
-Ειναι εδώ; με ρώτησε ο Μπραιαν και εγνεψα.
-Έτρεχε πίσω μου απάντησα με κομμένη την ανάσα. Με ένα κούνημα του χεριού του ο Άλμπερτ έφυγε αμέσως προς την μεριά από όπου ήρθα ενώ ο Τζεισον πήγε αντίθετα.

-Ολα καλα μου είπε εκείνος τοποθετώντας το χέρι του στην πληγή. Εκείνη αμέσως εξαφανίστηκε και με τη βοήθεια του στάθηκα όρθια.
-Ευχαριστώ είπα και εκείνος κοίταξε γύρω του.
-Που τον συναντησες; ρωτησε και άρχισε να περπατάει γρήγορα προς τις σκάλες.

-Ήμουν λίγο πιο πέρα από την χρυσή πόρτα. Φορούσε άσπρα και μου συστήθηκε σαν Νειθαν. Νόμιζα πως ήταν άγγελός μέχρι που εκείνη η αρνητική ενέργεια. Έκανα μια παύση και εκείνος με κοίταξε σκεπτικός.
-Έφυγε είπε ο Τζεισον που μόλις ήρθε κοντά μας.
-Δεν είναι πουθενά πρόσθεσε και ο Άλμπερτ με τη σειρά του.

Για λίγο δεν μιλούσε κάνεις μέχρι που κοιτάχτηκαμε. 
-Έλα θα σε πάω στον Άρθρουρ είπε ο Τζεισον και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Οι άλλοι δύο έφυγαν αμέσως και γύρισα ξανά μπροστά.
-Ευχαριστώ είπα και εκείνος έγνεψε.
-Εδώ είμαστε απάντησε και στάθηκα έξω από έναν συνηθισμένο κοιτώνα.

Τον κοίταξα χαμογελώντας και χτυπώντας την πόρτα, εκείνος είχε ήδη φύγει.
-Πέρασε ανταποκρίθηκε μια φωνή από μέσα και αμέσως η πόρτα άνοιξε.

Και άλλο Κεφάλαιο.
Εγώ τους λάτρεψα τους μαυροφορεμένους πάντως
Γνωμες;;;; 😏

-ραφ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top