Κεφάλαιο 25

Άρθουρ POV

Στεκόμουν ανήμπορος στην βροχή. Ο τσουχτερός χειμώνας σε κάθε γωνιά της γης ηταν κατι που χαιρόμουν να μην νιώθω.

Η βροχή έπεφτε με μανία στο σώμα σου και έπειτα η κρύα σταγόνα κυλούσε αργά ώσπου έπεφτε στο έδαφος.

Κάθησα σε ενα παγκάκι. Κάποιος θα ένιωθε την παρουσία μου. Θα είχα εστω και ενα μικρό δείγμα ζωής του Λουσιφερ.

Ξαφνικά το έδαφος άρχισε να τρέμει κάτω απο τα πόδια μου. Ο κόσμος πανικόβλητος έτρεχε πανω κατω φωνάζοντας τρομαγμένος για τη ζωή του.

Σηκώθηκα όρθιος και άρχισα να τρέχω απο μαγαζί σε μαγαζί θέλοντας να βοηθήσω οποίο παγιδευμένο άτομο είχε κλειστεί μεσα.

-Σε ευχαριστώ Σε ευχαριστώ ανταποδιδε ο κόσμος και ύστερα έφευγε μακριά ψάχνοντας την παρέα ή και την οικογένειά του. Τι θλιβερή εικόνα.

Ο σεισμός σταμάτησε και ο κόσμος κατα κάποιο τρόπο ηρέμησε. Το πλήθος που είχε μαζευτεί στο κέντρο της πλατείας άρχισε να ξεθωριάζει μέχρι που άδειασε εντελώς.

-Βασιλιά άκουσα μια φωνή πισω μου.
-Είσαι άνθρωπος είπα έντρομος και εκείνος έγνεψε.
-Ο Λουσιφερ σε περιμένει απάντησε δίχως να δώσει την πάρα μικρή λεπτομέρεια.

Άρχισα να περπατώ ξοπίσω του ακολουθώντας με αγωνία καθε του βημα. Στάθηκε εξω απο ενα εγκαταλελειμμένο σπίτι.
-Αν χρειαστείς τη βοήθεια της, κάλεσε το όνομα της είπε ξανα και έπειτα απο δυο παλαμάκια, εξαφανίστηκε.

Έτρεξα στο σπιτι. Είδα στο κρύο έδαφος τον αδερφό μου, πεσμένο και μέσα στα αίματα.
-Λουσιφερ ψιθύρισα και έτρεξα κοντά του. Ηταν αναίσθητος και τραυματισμένος βάναυσα.

Πετάχτηκε απότομα όρθιος και αφησε ενα δυνατό μουγκρητό. Με κοίταξε και έσφιξε τον καρπό μου σε μια προσπάθεια του να σηκωθεί και τα κατάφερε.

-Λουσιφερ τι κάνεις; Που πας; ρώτησα μπερδεμένος και εκείνος άρχισε να περπατάει βιαστικός καθώς παραπατουσε και άλλοτε σωριαζοταν στο έδαφος όμως σηκωνόταν ξανα.

-Η Ελινορ. Κινδυνεύει. Πρέπει να πάμε- είπε και έπεσε ξανα με εναν τεράστιο γδούπο.
-Δεν εισαι σε θέση φώναξα ήρεμα και τον σταμάτησα μα το ύφος του καρφώθηκε επιθετικά επάνω μου.

-ΑΜΠΙΓΚΕΙΛ ούρλιαξε με οση δύναμη του είχε απομείνει και μονο μιας μεταφερθήκαμε στο σπίτι της.
-Τι συνέβη; είπε εκείνη κάνοντας την ανιξερη.

Ο Λουσιφερ ειχε πλέον έρθει στα σχεδόν φυσιολογικά του επίπεδα αφού βρισκόταν κοντά στην κόλαση, όμως κάποιες πληγές τον ταλαιπωρούσαν ακομα.

-Τι συνέβη; Που εχεις την Ελινορ; Τι της έκανες; Γιατι ελευθέρωσες σκόπιμα την Κάιρα; ΛΈΓΕ φώναξα και έκανα ενα απότομο βήμα μπροστά της μα το χερι του Λουσιφερ με σταμάτησε. Φυσικό. Δεν ήξερε για τι πράγμα μιλούσα.

-Είναι νεφελιμ και ο ιερός όρος τα θέλει ΝΕΚΡΆ γρυλισε εκείνη τη στιγμή που ο Λουσιφερ άρπαξε τον λαιμό της.
-ΤΗ ΣΚΌΤΩΣΕΣ; φώναξε δυνατά και εκείνη έγνεψε τρομαγμένη αρνητικά.

-Ήξερα οτι αν το έκανα θα βρισκόμουν στο χαντάκι μαζι της.
-Αμπιγκειλ λέγε που είναι η κόρη μου γιατί μα το Ερενταλ θα σε σκοτώσω δήλωσε ψύχραιμα ο Λουσιφερ και εκείνη αναστέναξε.

-Όσο ήσουν κοντά της ένιωθες καθε της κίνηση. Έπρεπε να σε απομακρυνω. Ελευθέρωσα την Κάιρα απλα για να σε κρατάει απασχολημένο όσο θα έπαιρνα την Ελινορ μακριά απο τον Άρθουρ.

-Η Κάιρα πήρε επίτηδες τους Γκάρντιαν με το μερος της;
-Ναι Άρθουρ. Ηταν ολα στημένα. Όταν με το καλο το σχέδιο πέτυχε, δεν ήξερα πως θα του κρατούσε ακομα τέτοια κακία ώστε να τον χτυπήσει τοσο άσχημα.

-Αυτό το ένιωθε και η Ελινορ ειπα και έγνεψε.
-Ναι. Το ένιωθε διπλάσια απο οτι εσυ Λουσιφερ. Είχε τραυματιστεί θανάσιμα και αυτό σήμαινε τον ήδη θάνατο της.
-Και εσυ γιατι την πήρες; ρώτησε γρυλιζοντας εκεινος.

-Η θεϊκή της μορφή είχε εξασθενήσει. Με λίγη βοήθεια κατέστρεψα εντελώς αυτόν της τον εαυτό.
-Τι εννοείς; ρωτήσαμε και οι δυο μπερδεμένοι και το τοπίο γύρω μας αλλαξε ξαφνικά.

Σε ενα μικρο σπίτι στην Καλιφόρνια εκείνη και ενα μικρό σκυλί έπαιζαν στο κήπο τους σπιτιού της.
-Είναι θνητή και ζει τη ζωη της κανονικά. Δεν θυμάται τίποτα είπε τελικά και αμέσως η ματιά μου γυρισε στο σημείο που στεκόταν ο Λουσιφερ.

Γυρίσαμε πίσω στο σπίτι.
-Ευχαριστώ που δεν την σκότωσες είπε τελικά στην Αμπιγκειλ μα εκείνη πριν προλάβει να απαντήσει, σωριάστηκε στο πάτωμα νεκρή. Αυτό για όσα προκάλεσες συνέχισε ο Λουσιφερ και έβγαλε το χέρι του μεσα απο την καρδιά της.

Βρεθήκαμε στο Εστερν. Ήμουν μονος. Ο Λουσιφερ ειχε εξαφανιστεί. Βγήκα στην αυλή και τους κάλεσα όλους. Τους εξήγησα οσα είχαν συμβεί. Η φιγούρα του Μπραιαν ήταν εκείνη που με πλήγωσε περισσότερο.

Τους άφησα μόνους και μεταφέρθηκα στο Ερενταλ.
-Νειθαν είπα μόλις τον είδα.
-Μην. Δεν θέλει να δει κανένα απάντησε εκείνος πριν πω το παραμικρό. Ένιωθα τον πόνο του.

Ήταν κάποια που θα μου έλειπε πολυ.
Σε όλους.

Ακόμα ένα μικρό κεφαλαιο όμως είναι φυσικό γιατί το επόμενο θα ειναι ο επίλογος και θα ναι σχετικά πιο μικρό.
Ελπίζω να σας αρέσει η εξέλιξη του βιβλίου αλλα μείνετε συντονισμένοι γιατί το καλύτερο δεν έχει έρθει ακόμα
Τα λέμε στο επόμενο 😏

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top