Κεφάλαιο 24
Άνοιξα τα μάτια μου και με αργές κινήσεις άρχισα να τρίβω το κεφάλι μου. Σηκώθηκα απο το μεγάλο ταλαιπωρημένο στρώμα που βρισκόμουν και προχώρησα μέχρι τον καθρέπτη που βρισκόταν δίπλα απο την ξύλινη πόρτα.
Σοκαρισμένη, έμεινα να κοιτάζω το αγνώριστο σώμα μου. Είχα ξεραμένα αίματα παντού καθώς και περίεργους μώλωπες δίπλα από πολλές γρατζουνιές. Ένιωθα τοσο αδύναμη και δεν είχα ιδέα για ποιό λόγο είχα βρεθεί σε τέτοια κατάσταση.
Γύρισα ξανά στο κρεβάτι και μπερδεμένη άρχισα πλέον να συνειδητοποιώ πως δεν είχα ιδέα που βρισκόμουν. Ήμουν σε ένα σχετικά άδειο δωμάτιο με τα μοναδικά έπιπλα ενα κρεβάτι, ενα μικρό γραφείο και τον παλιό σκονισμένο καθρέπτη.
Δεν υπήρχαν πουθενά παράθυρα πράγμα που δικαιολόγησε αμέσως το ποσό σκοτεινά ήταν εκεί μεσα. Το μοναδικό φως ήταν ενα μικρό και μισό τελειωμένο κερί, δίνοντας ίσα ίσα ένα λιγοστό φώς στο δωμάτιο.
Σηκώθηκα και προχώρησα προς την πόρτα. Γονάτισα στο περίεργο πάτωμα και προσπάθησα να δω μεσα απο κάποιες τρύπες που σου υπενθύμιζαν πόσο ταλαιπωρημένη και παλιά ήταν.
-Ποιός είναι εκει; Που είμαι; ΚΆΠΟΙΟΣ φώναξα απεγνωσμένα και άρχισα να χτυπάω με όση δύναμη μου ειχε απομείνει την πόρτα. Άκουγα θόρυβο και ένιωθα πως κάποιος βρισκόταν στην απέναντι μεριά.
Τελικά το απόλυτο κενό κάλυψε ξανά την ατμόσφαιρα. Δεν ακουγόταν τίποτα. Ήμουν μόνη. Σηκώθηκα όρθια και πλησίασα τον καθρέπτη. Άρχισα να επεξεργάζομαι καλύτερα τα σημάδια.
Πίεσα τον εαυτό μου να θυμηθεί τι είχε συμβεί μα ήταν αδύνατο. Αδυνατούσα να θυμηθώ. Αδυνατούσα να θυμηθώ τα πάντα. Ένας περίεργος κρότος και η πόρτα κόπηκε στη μέση, πέφτοντας με δύναμη δίπλα μου.
Σηκώθηκα όρθια και έτρεξα στην γωνία του τοίχου. Φοβόμουν. Δεν έμπαινε κανείς. Δεν ακουγόταν τίποτα. Με αργά βήματα άρχισα να πλησιάζω την έξοδο που θα οδηγούσε είτε στην ελευθερία μου, είτε στον θάνατο μου.
Βγήκα σε έναν μεγάλο και μακρύ διάδρομο. Μικρά κεράκια στόλιζαν που και που τους τοίχους δείχνοντας σου πως ο δρόμος σου ηταν ο σωστός. Δεν ήξερα που πήγαινα.
Ενα θαμπό φως άρχισε να αχνοφαίνεται στην άκρη του απέραντου διαδρόμου. Άρχισα να τρέχω με δάκρυα πόνου να κυλούν στα μάτια μου. Ο τρόμος απερίγραπτός μη ξέροντας τι θα συναντούσα και ο πόνος πολύς σε κάθε σπιθαμή του σώματος μου.
Το φως άρχισε να φαίνεται όλο και πιο κοντά μου. Ο διάδρομος είχε φτάσει στο τέλος του. Ένιωθα λες και βρισκόμουν στον παράδεισο. 'Παράδεισος'. Μια γνώριμη για κάποιο ανεξήγητο λόγο λεξη.
-Ελινορ άκουσα μια φωνή να λεει. Έψαχνα απεγνωσμένα το άτομο που καλούσε εκείνη η φωνή η τουλάχιστον εκείνή που φώναζαν. Ενα σημάδι τέλος πάντων πως δεν ήμουν η μόνη.
Γύρισα απότομα πίσω μου και μια κατάμαυρη μορφή τύλιξε τα χέρια της στο πρόσωπο μου. Έπειτα ολα σκοτείνιασαν. Μπορούσα να ακούσω μόνο ψιθύρους να γυριζουν στο αφτί μου και να τρυπώνουν στο κεφάλι μου.
-Ελινορ Ελινορ Ελινορ άρχισε να επαναλαμβάνει η φωνή. Όλο και δυνατότερα. Όλο και γρηγορότερα.
Έπειτα κενό.
-Ξύπνησε ακούστηκε μια φωνή. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα κάποιους γιατρούς να στέκονται όρθιοι πάνω απο το σώμα μου. Ο εφιάλτης τελείωσε. Ήμουν πλέον σπίτι.
Ξέρω ξερω δεν έχετε καταλάβει τίποτα.
Είχα σκεφτεί ενα διαφορετικό τέλος ομως καθώς έγραφα, μου ήρθε μια αλλη ιδέα.
Το επόμενο κεφάλαιο θα είναι λογικά ο επίλογος και εκεί θα σας τα εξηγώ ολα.
❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top