Κεφάλαιο 12

Η ώρα είχε πάει μια και την απόφαση να σηκωθώ δεν την είχα πάρει ακόμα. Άλλαξα πλευρό και το μάτι μου πήγε στο χαρτί επάνω στο γραφείο. Λουσιφερ. Θυμήθηκα ξανά το όνομα και έπιασα αμέσως το κινητό στα χέρια μου.

Πληκτρολόγησα το όνομα και πάτησα enter.
"Σατανάς,εωσφόρος,lucifer,διάβολος...Ποιος είναι πραγματικά..?"
Αυτό ήταν το πρώτο αποτέλεσμα που έβγαλε η αναζήτηση μου.

Ένας τρόμος κατέκλυσε το σώμα μου και τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν.
-Αποκλείεται φώναξα και πέταξα το κινητό μακριά. Πέταξα τα σκεπάσματα κάτω και σηκώθηκα τρέχοντας προς την τουαλέτα.

Έριξα νερό στο πρόσωπό μου και κοίταξα την μορφή μου στον καθρέπτη. Τα καστανά μου μάτια είχαν κάτι τεράστιους μαύρους κύκλους ενώ τα χείλη μου ήταν σκασμένα.

Βγήκα από το μπάνιο και έβγαλα τις ζεστές μου πιτζάμες αντικαθιστώντας τες με ένα από τα αγαπημένα μου ρούχα. Φόρεσα τα αθλητικά μου και αφού έριξα μια τελευταία ματιά στο κινητό μου, βγήκα από το δωμάτιο.

-Καλημέρα κυρία Μάντισον είπα μόλις την είδα και εκεινη με ένα χαμόγελο μου έκανε νόημα να καθήσω.
-Καλημέρα χαμένη Ελινορ απάντησε και μου έριξε ένα βλέμμα καχυποψίας.

-Πολλές δουλειές πρόλαβα να πω ρίχνοντας μια ματιά γαμάτη θυμό στην Ροουζ. Εκείνη έκανε την ανιξερη και συνέχισε να τρώει τις φρυγανιές της.

Έπειτα από το πρωινό μας, επέλεξα να κάνω μόνη μια μικρή βόλτα στο κέντρο. Για καλη μου τυχη δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου κόσμος γιατί άλλες φορές οι δρόμοι του Λος Άντζελες ήταν γεμάτοι από αυτοκίνητα και ανθρώπους που έτρεχαν πανικόβλητοι για να προλάβουν τις δουλειές τους.

Προχώρησα προς το κέντρο και μπήκα σε ένα από τα αγαπημένα μου μαγαζιά. Άρχισα να χαζεύω διαφορά ρούχα μα είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως δεν θα ψωνιζα τίποτα.

Ο ρυθμός του τραγουδιού που ηχουσε από τα μεγάλα ηχεία του καταστήματος, έκανε το σώμα μου να κινείται ασυναίσθητα χαρίζοντας για πρώτη φορά μετά από καιρό μια μεγάλη δόση ευχαρίστησης.

-Με συγχωρείται είπε μια φωνή κοντα μου. Ένας άντρας ψηλός και γεροδεμένος είχε σταθεί δίπλα μου και με κοίταζε με ένα χαμόγελο σχηματισμενο στο πρόσωπό του.

-Κανένα πρόβλημα απάντησα και έκανα να φύγω μα το χέρι του άγγιξε τον καρπό μου γυρίζοντας με στη θέση μου.
-Έχουμε ξανά συναντηθεί; ρώτησε τελικά και αμέσως έγνεψα αρνητικά προσπαθώντας με μανία να απομακρυνω το χέρι του.

Κατάλαβα γρήγορα πως δεν ήταν ένας απλός περαστικός. Θα μπορούσε να είναι κάποιος δαίμονας που θα ήθελε να με πάρει μαζί του ή ακόμα χειρότερα να με σκοτώσει.

Με μια απότομη κίνηση πέταξα το χέρι του μακριά και άρχισα να τρέχω προς τα έξω. Περνούσα γρήγορα δίπλα απο τους ανθρώπους προσπαθώντας να μην παρασυρω κανένα. Πέρασα απέναντι έναν δρόμο βιαστικά μα ο άντρας δεν σταμάτησε πουθενά.

Γύρισα το βλέμμα μου μπροστά και συγκρούστηκα με ένα παράνομα σταθμευμένο αυτοκίνητο. Έπεσα στο έδαφος ζαλισμένη μα σκέφτηκα πως δεν υπήρχε χρόνος για τέτοια. Σηκώθηκα ξανά και εκείνος μου επιτέθηκε. Το κεφάλι μου χτύπησε στο τζαμί του αυτοκινήτου με αποτέλεσμα να σπάσει σε χίλια κομμάτια.

Η λαβή του χεριού του είχε παγιδεύσει τον λαιμό μου και το πρόσωπο του έλαμπε από χαρά. Άρχισα να χτυπάω το χέρι του ρίχνοντας του και κάποιες κλοτσιές στα πόδια μα έμενε να με κοιτάζει περιμένοντας να σταματήσω.

-Ποιος εισαι; γρυλισα προσπαθώντας να πάρω ανάσα.
-Αυτός που κάτι πλάσματα σαν εσένα τα θεωρεί άχρηστα και επικίνδυνα. Η φωνή του σταθερή να δηλώνει μισός και αηδία απέναντι μου.

Δεν μίλησα. Είχα μείνει να τον κοιτάζω όπως και εκείνος. Η ελεύθερη του παλάμη έπιασε το ένα μου χέρι και γυρίζοντας την λαβή του προς το πίσω μέρος του λαιμου μου, με έσπρωχνε αναγκάζοντας με να προχωράω στην κατεύθυνση που εκείνος όριζε.

-ΣΤΑΜΑΤΆ φώναξε μια δυνατή φωνή και γυρίσαμε και οι δύο απότομα. Ο Λουκ έτρεχε στο μέρος μας προσπαθώντας να μας φτάσει όμως ο άντρας έκανε το ίδιο τραβώντας με ακόμα πιο βιαστικά.

Με έσπρωξε πισω θέλοντας να περάσει πρώτος και με έριξε στα σκαλιά μιας πολυκατοικίας. Ο Λουκ μου έριξε μια βιαστική μάτια και στάθηκε μπροστά μου. Με τεντωμένο το χέρι, άρχισε να παρασέρνει τον άγνωστο στο μέρος του.

Αυτός φώναζε και κουνούσε το σώμα του με μανία θέλοντας να αποδράσει μα ήταν μάταιο.
-Θα σας κυνηγήσουν γρυλισε απειλητικά προς το Λουκ και εκείνος με ένα μικρό γελακι, κάρφωσε ένα μαχαίρι στον αυχένα του.
-Θα τους περιμένω απάντησε και τον άφησε να πέσει στο έδαφος.

Γύρισε στο μέρος μου και αφήνοντας μια ανάσα, κάθησε δίπλα μου. Έμεινα άναυδη μα συνάμα τρομαγμένη να τους κοιτάζω εναλλάξ.
-Έπρεπε να γίνει είπε τελικά και έγνεψα.
-Είμαι σίγουρη απάντησα και εκείνος με κοίταξε νευριασμένος.
-Εχε χάρη μουρμούρισε και καθάρισε τα χέρια του.

Είχαν περάσει μερικά λεπτά και κάνεις δεν είχε μιλήσει.
-Παμε είπε παίρνοντας μια ανάσα και σηκώθηκε όρθιος σταματώντας μπροστά μου.
-Που; ρώτησα και εκείνος χαμογέλασε.
-Εκεί που ξέρεις. Βαρεθήκαμε να σε κυνηγάμε.

Η φωνή του ακουγόταν περίεργη και μια γκριμάτσα κούρασης και απαξίωσης στόλισε το πρόσωπο του.
-Δεν έχει να πάει πουθενά είπε ένα αγόρι που μόλις εμφανίστηκε και άρχισε να χτυπάει με γροθιές απανοτα το πρόσωπο του Λουκ.

Καταλήξαμε με τον Λουκ αναίσθητο στο έδαφος και το αγόρι να με κοιτάζει.
-Και εσύ είσαι; ρώτησα μπερδεμένη και εκείνος γέλασε.
-Το όνομα μου είναι Νταμιαν. Θα με θυμάσαι από την τελευταία σου διαμονή στο Εστερν.

-Μα φυσικά είπα μόλις θυμήθηκα. Ήταν το αγόρι που μου είχε ζητήσει το λόγο μα είχα αρνηθεί. Πως με βρήκες; ρώτησα ξανά και με ένα νόημα του κεφαλιού του μου έδειξε ένα άλλο αγορι που βρισκόταν στην άκρη ενός δρόμου.

-Το όνομα του είναι Στέφαν. Είναι ένας από τους προστάτες αγγέλους του Εστερν και ξέρει τα κατατοπια καλύτερα από εμένα. Με ένα χαμόγελο μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω και έκανα ότι είπε.

-Σε προλάβαμε δήλωσε ο Στέφαν μόλις φτάσαμε κοντά του και αμέσως εμφανίστηκε ενα χαμόγελο στο πρόσωπο του. Θυμήθηκα τη μέρα που τον είχα γνωρίσει όταν ακόμα ήμουν νέα στο παλάτι αλλά η συζήτηση μας δεν διήρκησε και πολυ.

-Και τωρα; ρώτησα και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
-Προς το παρόν θα πας κοντά στους φίλους σου και το βράδυ θα σε επισκεφτεί ένας άγγελος. Η απόφαση είναι δική σου. Είδες τους κινδύνους. Αν επιλέξεις να μείνεις, να ξέρεις πως σύντομα θα βρίσκεσαι στην απέναντι μεριά και Ελινορ να θυμάσαι. Γυρισμός δεν υπάρχει.

Με τα λόγια του Στέφαν βρέθηκα έξω από το σπίτι της Ροουζ. Μόνη. Άφησα το σώμα μου να πέσει βαριεστημένα στα σκαλιά και τύλιξα το πρόσωπο μου, μέσα στις παλαμες μου. Έπρεπε να πάρω μια γρήγορη απόφαση. Ήταν δύσκολο. Από τη μια ήθελα να μείνω όμως από την άλλη...

-Ελινορ όλα καλά; ρώτησε η Ροουζ που μόλις γυρνούσε σπίτι και βολεύτηκε δίπλα μου.
-Όχι φώναξα και πέταξα μακριά μια μεγάλη πέτρα.
-Τι συμβαίνει; απέμεινε με φωνή ήρεμη και χάιδεψε στοργικά τα μαλλιά μου.

Σκέφτηκα να της μιλήσω. Ήξερε τα πάντα και χρειαζόμουν μια βοήθεια.
-Θέλω μια συμβουλή είπα τελικά και εκείνη χαμογέλασε.
-Σε ακούω απάντησε χαμογελώντας και αμέσως με μια μικρή εισπνοή, άρχισα να της εκμυστηρεύομαι τις σκέψεις μου.

Το βράδυ πλέον είχε φτάσει. Είχα συζητήσει με την Ροουζ και η αποφαση μου ηταν οριστική. Με τη βοήθεια της είχα καταλάβει πιο ήταν το σωστό αφήνοντας πίσω όσες συνέπειες μπορεί να έχει.

Βρισκόμουν στο κρεβάτι μου και χάζευα κάτι παλιά τετράδια ζωγραφικής.
-Ελινορ είπε ο Άνταμ που μόλις εμφανίστηκε μπροστά μου και αμέσως έτρεξα να τον αγκαλιάσω . Μου έλειψες πολύ είπε δίνοντάς μου ένα φιλί στο μάγουλο.

-Και εμένα συμφώνησα και χαμογέλασα στη θέα του δικού του όμορφου χαμόγελου. Καθίσαμε στο κρεβάτι συζητώντας διαφορά πράγματα ώσπου η συζήτηση έληξε και τα χαρακτηριστικά του σκλήρυναν.

Σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε το παράθυρο. Έπειτα εκανε κάποια βήματα μακριά και στάθηκε εκατοστά απέναντι μου.
-Να ρωτησω; είπε διστακτικά και χαμογέλασα βλέποντας την φλέβα που είχε πεταχτεί στο κούτελο του.

Λουκ POV

Το κεφάλι μου πονούσε φριχτά όπως και κάθε εκατοστό του σώματος μου. Άνοιξα τα μάτια μου και έβαλα την λιγοστή δύναμη μου προσπαθώντας να σηκωθώ μα μου ήταν αδύνατον. Κοίταξα γύρω μου.

Οι πολυκατοικίες με έκαναν αμέσως να θυμηθώ όλα όσα είχαν συμβεί ακόμα και το πως κατέληξα ετσι. Προσπάθησα να φωνάξω για βοήθεια με την ελπίδα πως θα με άκουγε κάποιος δικός μου μα ούτε η φωνή μου μπορούσε να βγει.

Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να ξεχάσω να το πόνο. Έβαλα δύναμη. Όση περισσότερη μπορούσα δηλαδή. Η ενέργεια μου είχε εξαντληθεί.

-ΑΑΑΑ ούρλιαξα και ευτυχώς ανοίγοντας τα μάτια μου είδα πως με χαρά το κόλπο μου είχε πιάσει. Προσπάθησα να μεταφέρω στο Ερενταλ όμως εκείνη ήταν η αιτία που πλέον η ενέργεια είχε συνθλίψει το σώμα μου.

-Μα το Ερενταλ Λουκ άκουσα μια φωνή και ένα χέρι έδιωξε μακριά κάποιες τούφες από τα μαλλιά μου. Άρχισε να ψιθυρίζει κάποια λόγια μα δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Άρχισα να ουρλιάζω από πόνο νιώθοντας τουλάχιστον κάποιες από τις πληγές μου να επουλωνονται.

-Κανε πίσω γρυλισε ο Μάρτιν και τοποθετώντας το χέρι του στην καρδιά μου, άρχισε να με πιέζει αναπληρώνοντας όση ενέργεια είχε χαθεί και εξαφανίζοντας μια για πάντα τους πόνους μου.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκα προσεκτικά. Χρειαζόμουν λίγη ξεκούραση.
-Ευχαριστώ είπα στον Μάρτιν και εκείνος χαμογέλασε χτυπώντας με στοργικά στην πλάτη.
-Τι συνέβη; ρώτησε στη συνέχεια και μου έκανε νόημα να προχωρήσω προς το παλάτι. 

-Ένας από εκείνους τους άχρηστους είχε πιάσει την Ελινορ. Τους είδα τυχαία καθώς προχωρούσα στη λεωφόρο και με επιτυχία τον σκότωσα όμως.
-Ομως; ρώτησε εκείνος και το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου μόλις η εικόνα πέρασε ξανά μπροστά από τα μάτια μου.

-Όμως ένα από τα καλά τσιράκια του Άρθουρ ήρθε και.. πήγα να συνεχίσω μα έκανα μια παύση χτυπώντας την γροθιά μου στον τοίχο. Ο Νταμιαν ήταν. Οι τεχνικές του ήταν υπερβολικά καλές για να μιλάμε για έναν απλό άγγελο. Θα τον-

-Θες να στείλω τον Αλεξάντερ; επέμενε εκείνος μα του έγνεψα αρνητικά.
-Κάτσε να δούμε πως θα πάει με εκείνη και βλέπουμε αποκρίθηκα και χαιρετοντας τον, ανέβηκα στον κοιτώνα μου δίνοντας όση ξεκούραση χρειάζονταν στον εαυτό μου.

Μεγάλο Κεφάλαιο σήμερα.
Εντάξει δεν έγινε κάτι στο συναρπαστικό όμως στο επόμενο θα γίνει της τρελής 😂

Κάτι θα συμβεί που δεν υπάρχει περίπτωση να το περιμένει κανείς σας 😏

-Ραφ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top