XV

Hades

« φυσικά και θα μείνω. Περνάω υπέροχα εδώ. Αν με θέλει βέβαια ο αφέντης μου»

Aλήθεια τα πίστευε όσα έλεγε; Ακόμη και εγώ δεν άντεχα αυτή την μιζέρια, αυτό το σκοτάδι του βασιλείου μου. Το μισούσα, όπως μισούσα και κάθε τι σε αυτό το μέρος όμως εκείνη βρήκε κάτι να αγαπήσει, να το κάνει κομμάτι της. Να κάνει κομμάτι της το βασίλειο της, αυτό που δικαιωματικά της ανήκει όσο ανήκει και σε εμένα.

Περνάει υπέροχα εδώ. Γιατί; Τι την κάνει να περνάει καλά αφού σχεδόν δεν κάνει τίποτα εδώ. Όμως ήταν ειλικρινές το χαμόγελο και το βλέμμα της. Έμοιαζε να εννοεί κάθε λέξη της. Ακόμη και τον Θάνατο αγκάλιασε τόσο φιλικά και εγκάρδια... Πάντοτε έμοιαζε απόμακρη με όλους, ακόμη και ένα απλό άγγιγμα, όπως αυτό πριν λίγες ώρες που έβαλα την παλάμη μου στο γυμνό γόνατο της, έχανε το χρώμα της σαν να φοβόταν και έμενε ακίνητη για λίγες στιγμές και ύστερα γύριζε στην πραγματικότητα χωρίς όμως να επανέρχεται το χρώμα στα μάγουλα της. Πήγα κοντά τους και τράβηξα τον Θάνατο από τον γιακά μακριά της.

« έχεις σκοπό να συμμορφωθείς ή μήπως να σε συμμορφώσω εγώ ο ίδιος;» τον απείλησα. Εκείνος σοβάρεψε, όπως όφειλε να κάνει. Δεν του μιλούσα σαν φίλος αλλά σαν άρχοντας τους, και σαν σύζυγος της γυναίκας με την οποία αγκαλιαζόταν.

« ήρεμα φίλε. Αν θες και εσύ αγκαλιά, τα χέρια μου είναι ελεύθερα» αστειεύτηκε για να με εξωθήσει στα άκρα. Ένας θεός ξέρει πως κρατήθηκα και δεν του έσπασα τα μούτρα. Όμως ήταν φίλος μου, και πάντοτε είχε την τάση να με εκνευρίζει, του άρεσε να με φέρνει στα όρια μου λες και αυτό ήταν ένα παιχνίδι.

« Γοργώ πήγαινε να βρεις την Ανδρομέδα. Θα πάει να δει τον Ατρέα και- » έτρεξε προς την έξοδο και έφυγε ενθουσιασμένη που θα έβλεπε τον φίλο της.

Προσγείωσα τις γροθιές μου στο ζεστό ξύλο όπου είχε καθίσει, και ύψωσα ξανά εκείνο το νοητό τοίχος που απομονώνει τους ήχους και τους περιορίζει να μείνουν εδώ μέσα. Αυτή η αγάπη της για τον Ατρέα με έκανε να τρελαίνομαι.

« φίλε κάνε κάτι, έχεις χάσει τα μυαλά σου με την γυναίκα σου» σχολιάζει ο Άρης που τόση ώρα δεν είχε πει λέξη.

« την είδες, της αρέσει το βασίλειο σας. Κάνε κάτι να της αρέσεις και εσύ» συνέχισε τις προτροπές ο Θάνατος.

Να της αρέσω και εγώ... Αυτό μοιάζει ήδη βουνό. Εξάλλου ποιος τους είπε πως θέλω να μείνει; Ποιός τους είπε πως θέλω να μοιραζόμαστε το βασίλειο;

« δεν αντέχω άλλο, νιώθω πως θα εκραγεί το κεφάλι μου. Δεν αντέχω ούτε καν να την κοιτάζετε. Κανένα αρσενικό δηλαδή δεν αντέχω να την κοιτάζει. Δε- είναι πέρα από τις δυνάμεις μου πλέον, δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω απλά θέλω να σου ξεσκίσω τον λαιμό» γυρίσω απεγνωσμένος και κοιτάζω τον Θάνατο. «σε αγκάλιασε. Εμένα ούτε το χέρι δεν με αφήνει να της πιάσω. Κάνει τα πάντα για να με τρελάνει»

Και είναι και άλλα, πολλά περισσότερα από αυτά που τους λέω. Την βλέπω με εκείνα τα φορέματα που έχουν ανοίγματα και σε κάθε περπάτημα της ξεπροβάλλουν τα πόδια της, χορεύουν τα μακριά μαλλιά της, λάμπουν τα χείλη της, και με καινε τα μάτια της...

Χθες που την είχα μπροστά μου, με τα πόδια της να αγγίζουν ελαφρώς το σώμα μου και εκείνη πάνω στον πάγκο, ήθελα την πάρω εκεί όπως ήταν. Αλλά πονούσε, βασανιζόταν με την περίοδο και έτσι κατάφερα να συγκρατηθώ. Την βλέπω στον καναπέ και θέλω να την πάρω στον καναπέ, την βλέπω στην τραπεζαρία και θέλω να την πάρω εκεί, την βλέπω στον ύπνο μου και θέλω να πάω και να χωθώ μέσα της όσο θα μας σκεπάζουν τα σκεπάσματα της, στο κρεβάτι της. Βλέπω τα μαλλιά της βρεγμένα και σκέφτομαι να κάνω μπάνιο μαζί της, και να με αφήνει να την αγγίξω και να με αγγίζει...

« λίγο ακόμη και θα καταρεύσω» παραδέχτηκα.

« προσπάθησε να κάνεις κάτι με κάποια άλλη, να ξεχαστείς» με συμβούλεψε ο Άρης.

« δεν μπορώ. Δεν... » αναστέναξα.
« προσπάθησα. Δεν αντέδρασα καν στο θέαμα μιας γυμνής γυναίκας να με περιμένει στο κρεβάτι της. Όταν όμως εκείνη, απλά στρέφει το βλέμμα της πάνω μου και εγώ είμαι έτοιμος να χιμήξω λες και είμαι κανένα άγριο ζώο!»

« είναι γυναίκα σου, Άδη. Είναι απόλυτα φυσιολογικό.» μουρμούρισε ο Θάνατος.
« ο δεσμός αίματος δεν είναι παιχνιδάκι, είναι μια καθαρή ένωση ανάμεσα σε εσένα και σε εκείνη. Το θέμα είναι να την κάνεις να σε θέλει όπως την θες εσύ, αλλιώς σε βλέπω να βασανίζεσαι για πάρα πολύ ακόμη.» Το ξέρω, και αυτό είναι που με τρελαίνει. Γιατί εκείνη δεν αφυπνίζεται το ίδιο όπως εγώ;

« ας αφήσουμε αυτό το θέμα, δεν το αντέχω άλλο» μουρμούρισα και έσυρα μια καρέκλα για να καθίσω. « τι γίνεται με το στρατό;» ρώτησα τον Θάνατο.

« όχι καλά. Οι ψυχές δεν συνεργάζονται, αλλά νομίζω πως ξέρω ποια πρέπει να μεσολαβήσει για να δεχτούν να συμμαχήσουν μαζί μας»

« την Ανδρομέδα;» Μάντεψα και εκείνος μειδίασε.

« η Ανδρομέδα είναι το πρωινό τους, Άδη. Αν την δουν θα την ξεσκίσουν. Υπάρχει κάποια, που φοβούνται, και αυτή είναι η βασίλισσα τους» μου άρεσε η αλλαγή θέματος.

Απηύδησα και εκείνος γέλασε με την κατάσταση μου, όμως μιλούσε σοβαρά.

« γιατί πρέπει να είναι μέσα σε όλα αυτό το κορίτσι;» αναρωτήθηκα έξαλλος.

« γιατί είναι ΤΟ κορίτσι.» μίλησε μετά από ώρα σιγής ο Άρης και γυρίσαμε να τον κοιτάξουμε. Είχε σταυρώσει τα χέρια ακουμπώντας στον τοίχο και μας κοιτούσε σιωπηλός μέχρι τότε. « Άδη, δεν ξέρω τι βλέπεις σε εκείνη, δεν ξέρω τι έχεις καταλάβει αλλά είναι η Μέδουσα: η γυναίκα σου είναι η Μέδουσα, η Βασίλισσα του Κάτω Κόσμου είναι η Μέδουσα. Την υποβαθμίσεις αν την σκέφτεσαι μόνο με ένα ωραίο σώμα και δύο ωραία μάτια. Η Γοργώ είναι ένα κορίτσι που πέρασε τόσα πολλά δεινά που καταστράφηκε και βρήκε την δύναμη να ανασυγκροτήσει τις στάχτες της την στιγμή που ακόμη ήταν ένα τέρας με φίδια για μαλλιά, μια ουρά φιδιού, ένα θανατηφόρο βλέμμα και δηλητηριώδη δόντια. Αν μπόρεσε να περάσει από εκείνη την κόλαση και να μπορεί σήμερα να χαμογελάει ξανά σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, τότε μπορεί να λιώσει ακόμη και εσένα με την δύναμη της»

Απέφυγα το βλέμμα του γιατί ήξερα πως είχε δίκιο, παρόλο που ποτέ δεν είχα σκεφτεί έτσι. Ήταν παράξενο που κάποιες στιγμές ξεχνούσα ποιά ήταν, πως δεν ήταν ένα απλό- μέχρι πριν λίγο καιρό θνητό- κορίτσι. Ήταν παράξενο που η Θέα του θανάτου ήταν η Μέδουσα, όχι μόνο η Γοργώ, η κοπέλα που υποδύεται την Ιέρια μου, όχι μόνο η ευέξαπτη και πάντοτε ετοιμόλογη κοπέλα που μένει στο Αρχοντικό Του Σκότους.

« δεν νομίζω πως θα δεχτεί να έρθει σε επαφή μαζί τους. Την τελευταία φορά που πλησίασε τις ψυχές παραλίγο να πεθάνει» σχολίασα.

« είπα στην Ανδρομέδα να της μιλήσει. Αφού θα πάνε στον Ατρέα, ίσως εκείνος την πείσει να δοκιμάσει να συνεννοηθεί μαζί τους.»

Φυσικά. Ο φίλος της έχει την πρέπουσα επιρροή πάνω της ώστε να την πείσει να κάνει το οτιδήποτε. Εξάλλου οι Μινώταυροι έχουν μια πειθώ που μπορεί να πείσει και τον πιο ισχυρογνώμων, και αυτό το σιχαίνομαι αφού καταντάει εκμετάλλευση.

« πότε λες να γίνει η επίθεση;» ρωτά ο Άρης.

« δεν έχω ιδέα. Το σίγουρο είναι πως όταν φύγει η Περσεφόνη και αναγκαστώ να την παραδώσω εγώ στον Όλυμπο, θα διαπραγματευτώ πρώτα μια θέση δίπλα στους υπόλοιπους. Αν αρνηθούν, ο πόλεμος είναι η μόνη λύση.» απάντησα. Βέβαια δεν είχα μυαλό για αυτά τώρα, όμως έπρεπε να συγκεντρωθώ στα καθήκοντά μου, στα ζητήματα του βασιλείου μου.

« προτείνω να είμαστε έτοιμοι πριν ακόμη την ανεβάσεις στον Όλυμπο. Ο Δίας είναι έξαλλος μαζί σου εδώ και δώδεκα αιώνες μετά απ'όσα έκανες. Ίσως το να πατήσεις το πόδι σου στον Όλυμπο, έστω για να του επιστρέψεις την κόρη τον κάνει να χάσει τον έλεγχο και να σου επιτεθεί»
Γέλασα.

« ο μικρός ο Δίας θα κάνει ντα το αδερφάκι του; Δεν θα τολμήσει. Δεν είναι τόσο ηλίθιος ώστε να με υποτιμά τόσο.»

Εγώ και ο Δίας ποτέ δεν τα πηγαίναμε καλά, εκείνος ήταν οξύθυμος και εγώ πάντοτε τον προκαλούσα. Το να τον κάνω να χάνει τον έλεγχο ήταν το καλύτερο παιχνίδι που μπορούσα να βρω για να απασχοληθώ.

« αφού εσύ θα είσαι ο πρώτος που θα τον τσιγκλίσεις, και θα πάρει φωτιά. Λογικό να το τολμήσει μετά» σχολίασε ο Θάνατος και μειδίασα τόσο που πόνεσε το πρόσωπο μου από την κίνηση. Με ήξεραν καλά οι φίλοι μου, και αυτό συνήθως το ξεχνούσα πολύ συχνά.

« φέτος λέω να τσιγκλίσω ένα άλλο αδερφάκι.» αν και αυτό που είχα σκεφτεί βοηθούσε μόνο για να κάνω τα νεύρα της κρόσσια, ίσως με ένα καλά μελετημένο σχέδιο να είχα πολλαπλό όφελος. « τι λες να κάνει η Ήρα άμα μάθει πως δεν είναι η βασίλισσα των θεών; Πως κάποια θνητή κατακτά τον τίτλο της βασίλισσας του Κάτω Κόσμου;»

« πως θα της το πεις αφού η Μέδουσα δεν έχει ιδέα; Εκείνη δεν θα πρέπει να το μάθει πρώτη;»

« όχι απαραίτητα.» μουρμούρισα με τα μάτια μου να έχει εστιάσει στην φωτιά μέσα στο τζάκι. « τότε θα χτυπήσουμε. Όταν η Βασίλισσα του Ολύμπου θα έχει σκάσει από το κακό της, ο Δίας θα γίνει το αντικείμενο του ξεσπάσματος της, η Αθηνά θα μάθει πως το δημιούργημα της έγινε κάτι πιο ισχυρό και από την ίδια, και εσύ Αρούλη θα προσπαθείς να φέρεις περισσότερες διχόνοιες. Διαίρει και βασίλευε δεν λένε;»

Τους άρεσε το σχέδιο όσο και σε εμένα. Βέβαια αυτό ήταν μόνο μια πρώτη σκέψη, το σχέδιο έπρεπε να γίνει πιο λεπτομερές, έτσι ώστε να το μάθουν οι θεοί, αλλά όχι η Γοργώ. Αυτό ήταν το μοναδικό μου προβλήμα τώρα.

+++

Η Μέδουσα βόγγιξε δυνατά από τον πόνο και οι δύο σύντροφοι μου με κοίταξαν με ένα διακριτικό πλάγιο γελάκι. Αν και μπορούσα να φανταστώ γιατί στράφηκαν οι φίλοι μου προς το μέρος μου, εγώ δεν πρόκειται ποτέ να την έκανα να βογγάει έτσι γενικά και αόριστα. Θα φώναζε όσο εγώ θα έμπαινα μέσα της, θα φώναζε το όνομα μου όλο και πιο δυνατά και θα με αποζητούσε. Με υποτιμούσαν αν νόμιζαν πως απλά θα την έκανα να βογγίξει έτσι απλά.

« τι έγινε κοπελιά, τόση ήταν η φήμη μας;» ειρωνεύεται η Ανδρομέδα η οποία την είχε ρίξει στο έδαφος.

Βρισκόμασταν και οι έξι στην βεράντα, στο ψηλότερο σημείο του κάστρου όσο η Περσεφόνη κοιμόταν. Για καλό και για κακό ο χώρος είχε καλυφθεί με ξόρκια για να μην μας ακούει ή να μην μας δει σε περίπτωση που ανέβει εδώ πάνω, οπότε προπονούμασταν όλοι μαζί.

Φυσικά οι δύο κοπέλες ορμούσαν η μία στην άλλη έτοιμες να βγάλουν τα μάτια της άλλης, όμως η Ανδρομέδα την χτύπησε επίτηδες στο σημείο που υπήρχε το τραύμα στην κοιλιά της και την έριξε κάτω. Όλοι σταματήσαμε να παλεύουμε για να ελέγξουμε αν είναι καλά. Εκείνη όμως, μετά το σχόλιο της Ανδρομέδας σηκώθηκε, την χτύπησε με τον αγκώνα στο πρόσωπο και της πήρε τα ξίφη. Η ξανθιά στρατηγός ζαλίστηκε και έπεσε κάτω χτυπώντας το κεφάλι της.

Είχε τις αισθήσεις της μα φαινόταν να πονάει υπερβολικά. Ίσως θα έπρεπε να μετριάσω λίγο την εξάσκηση αναμεταξύ μας και να αυξήσω τις ώρες γυμναστικής μιας και τα δύο κορίτσια είχαν βάλει στόχο να σκοτώσουν η μία την άλλη σε κάθε μάχη τους, όμως ήταν σαν μια ένοχη απόλαυση η μάχη. Είτε να την παρακολουθώ είτε να συμμετάσχω και να βρίσκομαι τόσο κοντά στην Γοργώ.

« η φήμη η δική μου δεν είναι για να λερώνεται στο βρωμόστομά σου» τα δύο ξίφη που κρατούσε τα στριφογυρίζει στα χέρια της με επιδέξιο τρόπο, και κοιτάζει τα δύο ζευγάρια: εμένα και τον Άρη, και τον Θάνατο με τον Ατρέα.

« θέλετε τρίτη στην παρέα; Η στρατηγός νομίζω βγήκε νοκ άουτ για μερικές μέρες» το βλέμμα της πρόδιδε πως είχε καταλάβει την Ανδρομέδα που είχε σηκωθεί και απλά περίμενε την επόμενη κίνηση της. Και όντως, η Ανδρομέδα την άρπαξε από την μακριά κοτσίδα της και την παρέσυρε στο κέντρο.

« τι ηλίθια κίνηση...» σχολιάζει η Γοργώ και τα μαλλιά της γίνονται φίδια από την μια στιγμή στην άλλη.

Πανέξυπνο, παμπόνηρο και απρόσμενο. Παραλίγο να αφήσω τον Άρη να με πληγώσει καθώς μου επιτέθηκε με το ξίφος του την ώρα που θαύμαζα την Γοργώ, αλλά την τελευταία στιγμή πρόλαβα να αποκρούσω. Τα φίδια μπλέχτηκαν στο χέρι της Ανδρομέδας, ανεβαίνοντας απειλητικά όλο και πιο πάνω, και από το φόβο της η στρατηγός ικέτεψε την Γοργώ να τα αποσύρει, κάτι που η Μέδουσα έκανε με ένα νικητήριο χαμόγελο.

« θέλω να αλλάξω ζευγάρι. Δεν την αντέχω» δεν απευθύνθηκε σε κάποιον συγκεκριμένα η Ανδρομέδα, οπότε σκέφτηκα να αλλάξει μαζί μου θέση και να πολεμήσω εγώ με την Γοργώ.

Φυσικά και ο γαμημένος Μινώταυρος θα με προλάβαινε. Παράτησε τον Θάνατο μοναχό του, και πλησίασε την φιλενάδα του. Αντάλλαξε το σπαθί του με δύο τσεκούρια από την συλλογή με τα όπλα και εκείνη του χαμογέλασε πονηρά. Έκανε βήματα κοντά του με ένα υποδειγματικό κούνημα του γοφού της, σαν να ήθελε να τον ξελογιάσει.

« ωραία τα τσεκούρια σου. Θα σου έλεγα που να τα βάλεις αλλά έχε χάρη που δεν είμαστε μόνοι μας» του λέει και παίρνει θέση μάχης.

Ο Θάνατος γελάει και η Ανδρομέδα τον χτυπάει στο μπράτσο γιατί η προσοχή του διασπάστηκε τόσο απότομα από ένα άτομο που τόσο πολύ μισεί. Ο Θάνατος ο οποίος ακόμη γελούσε, έπιασε καλύτερα το ξίφος του και επιτέθηκε στην παρτενέρ του.

« εγώ ξέρω που να τα βάλω, εσύ ξέρεις;» ο Ατρέας φυσικά και είχε όρεξη για παιχνίδια, όμως δεν είχε ιδέα σε τι παιχνίδια είχα σκοπό να τον θέσω εγώ. Αν τον έπιανα στα χέρια μου δεν θα έμενε ούτε κόκκαλο από εκείνον για τα σκυλιά μου. Δεν θα προλάβαινε ούτε καν να ουρλιάξει.

« Άδη, οι φλόγες» ψέλισε ο Άρης σαν προειδοποίηση και είδα ένα μπλέ φως να περιβάλλει την σκιά μου. Προσπάθησα να ηρεμήσω και για αυτό χύθηκα στην μάχη, επιτέθηκα στον Άρη τόσο άγρια που άρχισε να χάνει την ισορροπία του και να κάνει βήματα πίσω.

« μην δείχνεις πως σε επηρεάζει τόσο» μουρμουρίζει.

« αν μπορούσα θα το είχα κάνει.» του απαντώ και το χέρι μου αρχίζει να μουδιάζει από τις γρήγορες και έντονες κινήσεις μου.

Στο μεταξύ τα δύο φιλαράκια είχαν αρχίσει να μάχονται, μα πιο ήρεμα και με λιγότερη διάθεση για τραυματισμούς. Και οι δύο τους χαμογελούσαν ο ένας στον άλλον σαν να το έβλεπαν σαν διασκέδαση και όχι σαν εξάσκηση. Η οργή φούντωνε μέσα μου τόσο ανεξέλεγκτα που συνέχισα να παλεύω ακόμη πιο δυνατά έτσι ώστε το κάψιμο στους μύες να με επαναφέρει, όμως δεν κατάφερνε και πολλά.

Για μία στιγμή νόμιζα πως θα εκραγώ, όμως την άλλη ένας πόνος με διαπέρασε και παραλίγο να πέσω κάτω. Δεν ήταν δικός μου πόνος, δεν είχα χτυπήσει πουθενά οπότε κοίταξα την Μέδουσα, σίγουρος πως κάπου  θα είχε τραυματιστεί, όμως εκείνη έδειχνε απλά μαγκωμένη και δεν είχε χτυπήσει.

Ο πόνος με ξαναχτύπησε και αυτή την φορά στηρίχτηκα στον ώμο του Άρη ο οποίος είχε ανησυχήσει. Ήταν πόνος με διάρκεια, ωστόσο είχε και τις υφέσεις του. Ήταν σαν κύματα, άλλοτε δυνατότερα, άλλοτε πιο ήρεμα και άλλες φορές δυνατά σαν φουρτούνες του Ποσειδώνα.

« τι έπαθες;» με ρωτά ο Άρης.

« το- το στομάχι μου μάλλον» είπα και όλοι σταμάτησαν την πάλη για να με κοιτάξουν.

« να πιεις ένα χαμομήλι. Εμένα με βοηθά και στους πόνους περιόδου μου» με συμβουλεύει η Γοργώ τοποθετώντας τα ξίφη να σχηματίζουν ένα Χ πίσω από τον σβέρκο της.

« εσύ έχεις πιει από το πρωί ήδη έξι, που βλέπεις την βοήθεια;» σχολιάζει ο Ατρέας και κοίταξα σαστισμένος την Γοργώ.

Ώστε οι πόνοι περιόδου ήταν αυτοί που πονούσαν όχι μόνο εκείνη, αλλά και εμένα; Οι πόνοι συνεχίζονταν, αλλά βλέποντας της ατάραχη με μια απλή σφιγμένη έκφραση στο πρόσωπο της, έβαλα την υπερηφάνεια πάνω από τον πόνο και σήκωσα το ξίφος μου έτοιμος να πολεμήσω ξανά.

« τελικά τι πονάει περισσότερο, μια κλωτσιά στα αρχιδια ή οι πόνοι περιόδου;» ψιθύρισε ο Άρης και κούνησα το κεφάλι μου, μη μπορώντας να βρω τα λόγια μου για μερικές στιγμές.

« είναι ασταμάτητος ο πόνος...» μουρμούρισα και προσπάθησα να το αποβάλλω. Όμως δεν ήταν ένας πόνος που θα μπορούσε να περάσει κάπως, δεν ήταν δικός μου πόνος, ήταν δικός της οπότε εκείνη έπρεπε να κάνει κάτι για να ηρεμήσει και τους δύο μας. Βέβαια εκείνη απλώς γελούσε με τον φίλο της τώρα.

« τόσο πολύ ρε;» έγνεψα καταφατικά.

« δεν θέλω να μάθω τι τους συμβαίνει στην γέννα» ο Άρης γέλασε δυνατά και τον αγριοκοίταξα. Φυσικά και του φαινόταν αστείο, δεν ένιωθε τον πόνο, δεν ήξερε πως είναι να πονάς εσύ και παράλληλα το ταίρι σου, ενώ εκείνη φαίνεται σαν να μην νιώθει τίποτα. Φυσικά όμως και το είχε συνηθίσει. Κάθε μήνα επί πόσα χρόνια, για κάμποσες μέρες ήταν πλέον παιχνιδάκι για εκείνη να διαχειρίζεται τους πόνους της. Ίσως, ως Αθάνατη πλέον να είχε και μια περισσότερη εγκράτεια και ψυχραιμία. Ε, λοιπόν εγώ δεν είχα. Γιατί προφανώς δεν έχω τα ίδια γενετικά όργανα με εκείνη, επομένως βίωνα τον πιο πρωτόγνωρο πόνο, έναν πόνο που ήμουν ο μοναδικός άντρας που μπορούσε να νιώσει.

« έχω ακούσει πως βοηθούν τα ζεστά πανιά σε εκείνη την περιοχή, δοκίμασε το» ψέλισε ξανά ο Άρης όσο έφερνε το ξίφος του στο πλάι για να μου επιτεθεί.

« εγώ; Αυτή έχει μήτρα, από εκείνη προέρχεται ο πόνος!» γρύλισα.

« ε, ωραία πες της να πάει να βάλει ένα ζεστό πανί στην κοιλιά της»

« με ποιά δικαιολογία;» αγριέψα και του επιτέθηκα ξανά.

« πείσε την να πάει να κάνει ένα ζεστό μπάνιο» πρότεινε μια εναλλακτική.

« με τι δικαιολογία;» ρώτησα ξανά.

« ε, τι να σου πω ρε Άδη, βάλε της φωτιά και άσε την να πυρποληθεί!»

« διάλειμμα!» ανακοίνωσε εκείνη στον Ατρέα και την κοίταξε απορημενος. Ήταν αρκετά χλωμή και ταλαιπωρημένη λες και ούτε εκείνη άντεχε τον πόνο πλέον.

« όλα καλά;» την ρωτάει και εκείνη πηγαίνει στο ξύλινο τραπέζι και γεμίζει με νερό το ποτήρι της.

« όχι ακριβώς. Αλλά θα τα καταφέρω» του είπε και κάθισε για λίγο οκλαδόν στο πάτωμα.

« αλκοόλ μικρή. Πιες αλκοόλ και δεν θα νιώθεις κανένα πόνο» την συμβούλεψε η Ανδρομέδα η οποία χαιρόταν που την έβλεπε έτσι.

« κάνε ένα ζεστό μπάνιο» πετάγεται ο Άρης ο οποίος έχει κολλήσει στα ζεστά μπάνια και τις κομπρέσες.

« Δοκιμάσε χαμομήλι σε συνδιασμό με βαλεριάνα αυτή την φορά» την συμβουλεύει ο Ατρέας και εκείνη τρίζει τον αυχένα της εκνευρισμένη.

« καλύτερα να ξαπλώσεις» η συμβουλή μου την αποτελείωσε, κατέστρεψαν και τα τελευταία της φράγματα υπομονής και ήταν έτοιμη να ξεσπάσει.

« ευχαριστώ για το ενδιαφέρον όλων, αλλά είμαι καλά, δεν χρειάζομαι τίποτα.» πήρε ξανά τα σπαθιά της και έκανε νόημα στον Ατρέα να την πλησιάσει για να συνεχίσουν.

« ακατάδεκτη και επιθετική όπως πάντα» σχολιάζει ο Ατρέας και εκείνη τον κοιτάζει με μια παράξενη φλόγα στα μάτια. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ή πως στο καλό κατάφερε να κάνει το βλέμμα της να λάμψει σαν πετούσαν φλόγες, σε ένα ασυνήθιστο χρώμα, σε ένα σκοτεινό μαύρο χρώμα που γυάλιζε σαν μια λίμνη στο σκοτάδι. Αν μπορούσα να τις διακρίνω από δέκα μέτρα μακριά, αναρωτιόμουν τι θα είδε ο Ατρέας. Αλλά φυσικά και δεν το είδε αφού είχε πάει από πίσω της και της έπιασε τα μαλλιά μια καλύτερη κοτσίδα, λες και δεν μπορούσε να το κάνει μόνη της αυτό, λες και χρειαζόταν να βάλει παντού το χέρι του.

« τι λες για μισή ώρα ξεκούραση; Μαζί όμως, όχι μόνη σου. Αρκετά μας απέδειξες πόσο θανατηφόρα είσαι» εκείνη χαλαρώνει με τα λόγια του και μοιάζει να ενδίδει. Σε τι, μόνο αυτή το ξέρει.

« μπορούμε να πιούμε ζεστό κρασί με κάστανα και φουντούκια σπίτι μου. Είδα στην πλατεία μια κυρία να το φτιάχνει και ζήτησα την συνταγή. Για κάποιο λόγο έκανε σαν τρελή να μου την δώσει, λες και αν αρνιόταν θα την σκότωνα» γέλασαν και οι δύο, όσο ο Άρης με κοίταξε με νόημα.

Άρχισαν να μαθαίνουν για την υψηλότητα της. Βέβαια δεν αγχωνόμουν, τους είχα απειλήσει όλους πως οποιοσδήποτε της πει την αλήθεια, θα τιμωρηθεί με την εσχάτη των ποινών. Και η έσχατη των ποινών, είναι εκείνη που την αναλαμβάνω εγώ: κανένα βασανιστήριο, και κανένας απαγχονισμός δεν είναι πιο επώδυνος από τα δικά μου τα χέρια. Όμως την φοβούνταν και παράλληλα την σέβονταν στον Λειμώνα και αυτό ήταν εξαιρετικά θετικό. Ήταν καλό να έχουν και μία ηγεμόνα που τουλάχιστον δεν την απεχθάνονταν. Έστω και αν εκείνη δεν είχε ιδέα.

« να φάμε και κανένα σουβλάκι, πεθαίνω της πείνας» της λέει ο φίλος της όσο τοποθετούν τα όπλα τους στο ξύλινο τείχιο που φυλάσσονται όλα μαζί. Ο Ατρέας κρεμάει τα τσεκούρια, και εκείνη αφήνει στις δύο υποδοχές τα ξίφη.

« μετά από προπόνηση; Αμαρτία» σχολιάζει εκείνη και βγάζει το μαύρο γιλέκο που φορούσε ως πανοπλία. « ψωμί με γραβιέρα και μέλι έχει για βραδινό, δεν το διαπραγματεύομαι.»

« συνήθως εσείς οι γυναίκες έχετε τρομερές λιγούρες με την περίοδο! Ας φάμε ένα σουβλάκι δεν θα πάθουμε κάτι» παραπονιέται ο Ατρέας και τότε, καταφέρνω επιτέλους να ρίξω τον Άρη στο έδαφος με το ξίφος μου να απέχει χιλιοστά από το πρόσωπο του.

« εγώ είμαι πειθαρχημένη, μπορώ να ελέγξω ακόμη και την παραμικρή επιθυμία μου, όμορφε. Ακόμη και τα πιο ισχυρά συναισθήματα φιλτράρονται εδώ» του λέει και δείχνει με τον δείκτη της τον κρόταφο της.

Πειθαρχημένη... Αυτό εξηγούσε πολλά σχετικά με τον δεσμό μας, με το πώς διαχειρίζομαι εγώ την έλξη μου εν συγκρίσει με εκείνη. Θα ήθελα πολύ να ξέρω γιατί κρατά τον εαυτό της σε τέτοια εγκράτεια όμως φυσικά και είναι κρυψίνους και αυτά είναι μυστικά που μόνο ο κολλητός της θα τα γνωρίζει.

Οδεύουν προς την σκάλα και εγώ απλώνω το χέρι μου στον Άρη να σηκωθεί, όμως τα λεπτά της δάχτυλα κλείνουν στον ώμο μου. Ένα απαλό, ήρεμο άγγιγμα το οποίο δεν το ένιωθα αρκετά λόγω του μαύρου πουκαμίσου που φορούσα και είχα οργιστεί με αυτό. Πρώτη φορά με άγγιζε, και μάλιστα από μόνη της χωρίς να την πιέσει κάποιος ή κάτι για να το κάνει. Αυτή την φορά δεν την ανάγκασα να χορέψει μαζί μου και να μου πιάσει τον ώμο, ούτε επρόκειτο να πέσει και με έπιασε για να συγκρατηθεί από πάνω μου. Με άγγιζε σαν να ήθελε να μου τραβήξει την προσοχή. Γύρισα να την κοιτάξω και το πρόσωπο της ήταν πολύ κοντά, ένιωθα την ανάσα της στον σβέρκο μου. Έδειχνε κάπως σοβαρή, σαν να ήθελε να ακουστεί μόνο σε εμένα.

« η Ανδρομέδα μου είπε κάτι για τις Ψυχές.» το βλέμμα της τα έλεγε όλα. Δεν θα δεχόταν αν δεν έπαιρνε απαντήσεις στις ερωτήσεις που είχε μαζέψει.

« πέρνα αύριο από το γραφείο μου. Εκεί θα τα συζητήσουμε όλα»

« οι δύο μας, το καλό που σου θέλω» τα κάστανα της μάτια φλόγιζαν σαν να έκαναν έντονη αυτή την επιθυμία.

« οι δύο μας θα είμαστε.» απάντησα. Μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να την παρακαλά στο να κρατήσει αυτή την επιθυμία για πάντα, αυτό το “οι δυο μας”. Να αναζητά την ιδιωτικότητα μαζί μου με τον τρόπο που την αναζητώ και εγώ.

« να προσέχεις αφέντη.» σχολίασε και η παλάμη της έσφιξε στον ώμο μου. « είσαι υπερβολικά σφιγμένος» μου λέει και φεύγει αφήνοντας με άναυδο.

Να προσέχω; Μόλις με προειδοποίησε να προσέχω γιατί οι ώμοι μου ήταν σφιγμένοι;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top