II

Medusa

Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι οι υπηρέτριες να μου ετοιμάσουν ένα ζεστό μπάνιο, και να τις πείσω να με αφήσουν μόνη. Ήξερα να κάνω μπάνιο μόνη μου, ήξερα να φροντίζω τον εαυτό μου δεν ήθελα βοηθούς και για την ακρίβεια, ποτέ δεν τους χρειάστηκα.

Η ματιά μου δεν μπορούσε να μην περάσει από κάθε λεπτομέρεια αυτού του μέρους. Το μπάνιο ήταν τεράστιο, με μαύρη μαρμάρινη μπανιέρα και χρυσά κηροπήγια στους τοίχους για να φωτίζουν τον χώρο όσο ήταν δυνατόν. Κάπου εκεί υπήρχε και ένας θεόρατος καθρέφτης με χρυσές λεπτομέρειες που καμπύλωναν, δίπλωναν και διακοσμούσαν το γυαλί με την αντανάκλαση.

Με κοίταξα έτσι γυμνή και ταλαιπωρημένη, και μου κόπηκε η ανάσα. Όταν μεταμορφώθηκα σε Μέδουσα, ήμουν μικρό κορίτσι, έφηβη ακόμη. Είχα ένα μικροκαμωμένο σώμα, τα στήθη μου μόλις είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν, είχα αδύναμα άκρα και στρογγυλό πρόσωπο. Τώρα είχα μεγαλώσει: από την μέση και πάνω δεν είχε αλλάξει ο σωματότυπος που είχα ως Μέδουσα, είχαν παραμείνει τα δυνατά χέρια, οι κοιλιακοί που φαίνονται πιο έντονοι στο μισοσκόταδο απ'ότι ήταν στην πραγματικότητα, ένα γεμάτο στήθος, το αγριεμένο πρόσωπο μου με αιχμηρές γωνίες, και τοξοτά φρύδια. Δεν ήξερα αν τα μάτια μου είχαν αλλάξει, δεν τολμούσα να κοιτάξω την αντανάκλαση μου ως Μέδουσα, αυτό ήταν σίγουρος θάνατος, όμως είχαν παραμείνει κάστανα, αν και οργισμένα, φουρτουνιασμένα, καμία σχέση με τα αγνά εφηβικά μου μάτια. Τα πόδια μου ήταν και αυτά μια έκπληξη. Αν και δεν είχα ψηλώσει περισσότερο, παρέμενα μια γυναίκα με εφηβικό ύψος, ήταν δυνατά και όμορφα σαν εκείνα της Αφροδίτης και της Δήμητρας πάνω στον Όλυμπο.

« ο κύριος σας περιμένει στην τραπεζαρία» μου ανακοίνωσε μια από τις τέσσερις κοπέλες και αφού με έβγαλε από το πολυτελές μπάνιο, ντυμένη με μια υπέρλαμπρη μαύρη τουαλέτα η οποία κάλυπτε τα απολύτως απαραίτητα σημεία και κατέληγε σε δύο μαύρες λωρίδες υφάσματος που σέρνονταν σε κάθε βήμα μου. Αφότου τελείωσα με το λουτρό μου, τις άφησα να κάνουν ότι θέλουν με τα μαλλιά μου, παρόλο που δεν με ταλαιπώρησαν, και τα άφησαν λυτά, με τις μπούκλες να αγγίζουν τον γοφό μου. Η ίδια κοπέλα, μου έδειχνε τώρα την σκάλα που οδηγούσε κάτω.

Για μία στιγμή είχα τον χρόνο να παρατηρήσω και το υπόλοιπο παλάτι. Ήταν τεράστιο, με ένα μαύρο πέπλο να απλώνεται παντού χωρίς όμως να είναι σκοτεινά, ήταν περισσότερο σαν νύχτα χωρίς φεγγάρι. Είχε κάτι το μυστηριώδες- σίγουρα πολυτελές- και όμορφο. Κατέβηκα προσεκτικά την σκάλα μίας και η αίσθηση των ποδιών ήταν ακόμη πρωτόγνωρη για εμένα, πόσο μάλλον τώρα που φορούσα κάτι ογκώδη ψηλά παπούτσια.

Η κατάμαυρη μοκέτα με την χρυσή κλωστή να δημιουργεί απλοϊκές εικόνες μου έδειχνε τον δρόμο, και εγώ την ακολουθούσα μαγεμένη. Το παλάτι ήταν άδειο, έρημο λες και κανένας δεν ζούσε εδώ μέσα παρά μόνο εκείνος.

Εκείνος... Ο Άδης, ο άρχοντας του Κάτω Κόσμου, ο θεός των Νεκρών, ο Βασιλιάς του σκότους και δεν μπορούσα καν να σκεφτώ και να απαριθμήσω τους τίτλους και τις ιδιότητες του.
Ήταν ο πιο μισητός Θεός, ένας θεός διωγμένος από τον Όλυμπο, ένας θεός που είχε αδέρφια τον Δία, και την Ήρα, ένας θεός με μια οικογένεια που τον απαρνήθηκε και τους θνητούς να τον μισούν. Όμως εγώ τον εμπιστεύτηκα, με έκανε άνθρωπο ξανά και μου υποσχέθηκε εκδίκηση. Ήταν τόσα πολλά αυτά που με στοίχιωναν, που το να κάνω μια συμφωνία με τον διάβολο ήταν το λιγότερο επικίνδυνο - με ένα πιθανότατα τραγικό τέλος- που θα βίωνα.

Εκδίκηση, εκδίκηση... Ένα φάρμακο για τις πληγές ενός ατόμου, ένας στόχος και μια ιδεολογία που πολλοί γονάτισαν μπροστά σε αυτούς που την ζήτησαν. Ένα πανίσχυρο όπλο που μετατρέπει τον πιο αγνό άνθρωπο στον πιο βάναυσο. Αυτό ζητούσα. Και μετά ας πέθαινα. Δεν με ένοιαζε ποιός ή πως θα με βοηθήσει, εγώ ήμουν έτοιμη να κάνω ότι ζητήσει για να μου προσφέρει βοήθεια, μια βοήθεια που ο Άδης, ένας πανίσχυρος θεός θα μπορούσε να την κοστολογήσει ακριβά, όμως το άξιζε: η βοήθεια ενός θεού άξιζε μια υψηλή τιμή- σε λογικά πάντα πλαίσια.

Έφτασα μπροστά σε μια τεράστια δίφυλλη πόρτα και το μόνο που έκανα ήταν να την σπρώξω και να μπω, λες και ο χώρος μου ανήκε. Γιατί ήθελα να δείξω δύναμη και ισχύ, και ότι και αν ζητούσε για αντάλλαγμα, σίγουρα δεν θα δεχόμουν χωρίς μια σκληρή διαπραγμάτευση. Ήμουν η Μέδουσα, δεν θα έπεφτα αμαχητί, όσο και αν αυτό ήλπιζε.

« τα στρατεύματα θα πρέπει να είναι έτοιμα- » καθισμένος σε μια προεδρική καρέκλα στην κεφαλή της θεόρατης κατάμαυρης τραπεζαρίας, ντυμένος ακόμη στα μαύρα, και έδινε εντολές σε μερικούς αυλικούς, μέχρι που μπήκα εγώ στον χώρο και όλοι εστίασαν την προσοχή τους σε εμένα.

Ήταν βλέμματα εντυπωσιασμένα, σαγηνευμένα με το φόρεμα που άφηνε αρκετό δέρμα ακάλυπτο για να έχουν να θαυμάζουν. Συνέχισα να περπατάω, και ακούμπησα τις παλάμες μου στην πλάτη της καρέκλας, μέτρα μακριά από εκείνους, όμως και πάλι το βλέμμα τους δεν ξεκολλούσε. Δεν ήταν η ομορφιά μου αυτή που τους τραβούσε, όχι. Ήταν το ότι έβλεπαν τα θηλυκά σαν αντικείμενα εκτόνωσης, χωρίς προσωπικότητα και ηθική. Για αυτό έσπευσαν να θαυμάσουν το σώμα μου, το φόρεμα μου, και δεν κατάλαβαν πως τους αγριοκοιτούσα και πως αν συνέχιζαν λίγο ακόμη θα τους ξέσκιζα τον λαιμό. Ακόμη και εκείνος, με τα καταγάλανα τρομακτικά μάτια του- τα οποία δεν άφησα να με επηρεάσουν, εκείνα που μου έδιναν την εντύπωση πως ήταν ικανά να με σκοτώσουν ή να με παρασύρουν σε μια παράνοια- με κοιτούσε ξαφνιασμένος, σαν να μην περίμενε μια τέτοια αριστοκρατική και αυταρχική είσοδο από κανέναν, πόσο μάλλον από εμένα.

Ένιωθα άβολα που το μόνο που με κάλυπτε ήταν λίγο ύφασμα, χωρίς εσώρουχα, χωρίς πανωφόρια, χωρίς εσάρπα από πάνω μου, αλλά δεν είχα σκοπό να καθίσω να κρύβομαι, δεν το συνήθιζα κιόλας.

« θα συνεχίσουμε μετά» είπε στους αυλικούς τους, σαν μια έμμεση διαταγή να φύγουν από τον χώρο αυτό.

Οι άντρες όμως, φαίνονταν ακόμη επηρεασμένοι από την παρουσία μου, φόρεσαν ξανά τις περικεφαλαίες τους χωρίς να πάρουν τα μάτια τους από πάνω μου. Στους πιο τολμηρούς, εκείνους που δεν δίστασαν να κοιτάξουν το τριγωνικό άνοιγμα του φορέματος στο στήθος μου ή τους ακάλυπτους μηρούς μου στις δύο σχισμές της φούστας, έριξα ένα θανατηφόρο βλέμμα μαζί με ένα χαμόγελο. Άκουγα το δέρμα τους να γίνεται πέτρα μέχρι που ένα σφύριγμα μου απέσπασε την προσοχή.

« κοντά τα μάτια σου από τους άντρες μου.» σχολίασε εκείνος. « τους χρειάζομαι βλέπεις»

« τότε μάθε τους να μην κοιτάζουν αδιάκριτα» απαίτησα την ώρα που η πόρτα έκλεισε αφήνοντας μας μόνους. Ήταν σαν να του είπα “κοίταξε με αδιάκριτα, όπως έκαναν οι άντρες σου” αφού το βλέμμα του δεν δίστασε να περιπλανηθεί πάνω μου σαν σκιά, σαν σκοτεινή ανάσα που άντλησε οξυγόνο από εμένα.

« είσαι πράγματι όσο όμορφη όσο έλεγαν» μουρμούρισε μαγεμένος, αφού έπαιρνε ακόμη χρόνο για να με επεξεργαστεί.

« οι άνθρωποι λένε πολλά» μουρμούρισα και έσυρα απρόθυμα την καρέκλα για να καθίσω πολλά μέτρα μακριά του. Εκείνος όμως πλατάγισε ρυθμικά την γλώσσα του, απαγορεύοντας μου να καθίσω.

« έλα πιο κοντά» απαίτησε λες και ήμουν το σκλαβάκι του.

« δεν χρειάζεται, ακούω και από εδώ» απάντησα.

« Έλα είπα» απαίτησε, όχι με τους πιο ευγενικούς τρόπους. Ώστε έτσι ήθελε να παίξουμε; Εντάξει. Μπορούσα και εγώ να βγάλω δόντια.

« είπα, δεν χρειάζεται» επέμεινα και εμφάνισα πράγματι τα αιχμηρά δόντια της Μέδουσας.

Είχα υπερβολικά πολύ καιρό να συναντήσω θεότητα, πόσο μάλλον αρσενική. Ίσως η τελευταία να ήταν... Εκείνος ο αναθεματισμένος αδερφός του... Οπότε δεν ένιωθα άνετα με το να καθίσω κοντά του, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα τον αφήσω να καταλάβει την άβολη θέση στην οποία έχω έρθει ή θα φοβηθώ από την ύπαρξη του.

« δεν σκοπεύω να σε δαγκώσω, τελείωνε»

« σκοπεύω εγώ όμως αν συνεχίσεις» ανασήκωσε τους ώμους εύθυμα.

« εμένα δεν με πειράζει ομορφιά μου. Έλα κάτσε εδώ» με ένα κούνημα του κεφαλιού έδειξε την άδεια καρέκλα δίπλα του.

Δεν κουνήθηκα καν, ώσπου το πήρε απόφαση, και απλά εκείνος άλλαξε θέση και κάθισε δίπλα μου. Ανακάθησα εκνευρισμένη που δεν μπορούσε να σεβαστεί την επιθυμία να καθίσει μακριά μου, όμως χαμήλωσα τους ώμους και ίσιωσα την πλάτη μου σαν μια άμυνα και μια ετοιμότητα για όσα σκοπεύει να πει ή να κάνει.

« ήσουν Ιέρια της ανιψιάς μου» είπε τότε, μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα. Μου άρεσε που ήταν ευθύς, οι πρόλογοι πάντα ήταν το χειρότερο πράγμα που επέλεγε κάποιος να κάνει.

« προσδιόρισε ποιάς, ο Δίας μόνο με εσένα δεν έχει κάνει παιδιά- ακόμη τουλάχιστον» σχολίασα. Εκείνος χαμογέλασε με έναν τρόπο που δεν καταλάβαινα αν η ειρωνία μου ήταν για εκείνον διασκεδαστική ή εκνευριστική.

« της Αθηνάς» είπε τελικά και άφησε την πλάτη του να ακουμπήσει πίσω, λες και προετοιμαζόταν για να του πω μια ιστοριούλα. Δεν είχα σκοπό να πω τίποτα, ούτε να δώσω εξηγήσεις.

« από μικρή.» απάντησα επιβεβαιώνοντας τα όσα ήξερε για εμένα.
« ήμουν έμπιστη ακόλουθος της» συμπλήρωσα.

« μέχρι που ο Ποσειδώνας- » με το που άκουσα εκείνο το όνομα, ένιωθα τον κρύο ιδρώτα να τρέχει στον σβέρκο μου, να κολλάει τα μαλλιά μου και να ξαγρυπνά τον πανικό μου.

« μην λες το όνομα του» ένιωθα όλα να γυρίζουν σαν ένα κακό όνειρο, όμως προσπάθησα να μην το δείχνω. Έσφιξα τις παλάμες μου στο δρύινο τραπέζι, και τα νύχια μου άφησαν μια στριγγλιά όσο έγδερναν το ξύλο.

« πολύ καλά. Μέχρι που εκείνος και εσύ, κάνατε σεξ. Και μάλιστα μέσα στον ιερό ναό της Αθηνάς» το βλέμμα του δεν με κατέκρινε, όμως ένιωθα να μου επιτίθεται, έστω και αν δεν το έδειχναν τα λόγια του ή η στάση του.

« δεν κάναμε τίποτα» αμύνθηκα. Δεν κάναμε σεξ όπως το εννοεί. Εγώ δεν...
Αναστέναξα και έκλεισα μονάχα για δύο δευτερόλεπτα τα μάτια μου.

« με το να αρνείσαι δεν καταφέρνεις κάτι» σχολίασε ήρεμα, όχι για να με επικρίνει, αλλά για να μου δείξει πως πρέπει να γίνει μια ανοιχτή συζήτηση, σαν αυτό να βοηθά σε κάτι που ακόμη δεν καταλάβαινα.

« έστω.» μουρμούρισα. Δεν είχα σκοπό να αποκαλύψω την αλήθεια. Θα τον άφηνα να πιστεύει ότι εκείνος ήθελε.

« η Αθηνά το έμαθε, και σε τιμώρησε.» αυτό το σημείο ήταν σωστό. Ναι, το έμαθε και ναι με τιμώρησε.

« γιατί δεν μπορούσε να επιβληθεί στον αδελφό σου» απάντησα έξαλλη, όμως δεν τόλμησα να πω το όνομα του, δεν μου έβγαινε.

« οι ιέρειες και οι ακόλουθες των θεών πρέπει να είναι αγνές, παρθένες. Εσύ μετά από αυτό που έκανες, μόνο αγνή δεν ήσουν. Η τιμωρία δεν ήταν παράλογη» Γέλασα ειρωνικά. Δεν περίμενα τίποτα περισσότερο από έναν μπάσταρδο άρχοντα των νεκρών. Φυσικά και θα υποστήριζε τα αδέλφια του, φυσικά και θα έβγαζε κακιά μια θνητή.

« ποιός στα είπε αυτά; Ο αδελφός σου;» ρώτησα και σταύρωσα τα χέρια μου.

« δεν έχω επαφές με τον Όλυμπο. Αλλά έχω κάποιες διασυνδέσεις» παραδέχτηκε, χωρίς όμως να μου πει ακριβώς ποιός του τα είπε.

« οι διασυνδέσεις σου είναι για κλάμματα.» τον κοίταξα με ένα αξιοθρήνητο ύφος.

« παραδόξως, σε πιστεύω» μουρμούρισε και σταύρωσε και εκείνος τα χέρια του, κάνοντας τους μύες του να διπλασιαστούν και να μοιάζει τεράστιος. « δεν με νοιάζει αν έφταιξες ή όχι. Δεν με νοιάζει αν πηδήχτηκες μια φορά με τον αδελφό μου στον ναό της Αθηνάς ή αν το έκανες συνεχόμενα για μέρες μήνες ή χρόνια. Τιμωρήθηκες αυστηρά, και αυτή η τιμωρία δεν αξίζει σε κανέναν» η φωνή του ίσα που ακουγόταν, σαν μια προσωπική εξομολόγηση ή σαν μυστικό που έπρεπε να μείνει μεταξύ μας. « αν με βοηθήσεις να ανατρέψω τους δώδεκα θεούς, θα σε βοηθήσω να πάρεις εκδίκηση- προσωπική εκδίκηση- από τα δύο πρόσωπα που σε κατέστρεψαν.»

« και σε αντάλλαγμα να πουλήσω την ψυχή μου στον διάβολο;» ειρωνεύτηκα, αν και είχα σκοπό να το κάνω. Αυτό που μου ζητούσε ήταν αυτό που ήθελα και εγώ: να τους συνθλίψω, να τους λιώσω και να τους ατιμάσω. Δεν με ένοιαζε αν ανέβαινε στον Όλυμπο και έφερνε τον πανικό.

« Γιατί, έχεις ψυχή για να μου την πουλήσεις;» αν και το ύφος του ήταν εκνευριστικά υπεροπτικό, είχε ένα δίκιο και για αυτό δεν αντέδρασα άσχημα. Η αλήθεια πάντοτε πονάει. «Εγώ το μόνο που θέλω είναι να είσαι εσύ και οι δυνάμεις σου στο πλευρό μου. Αν ανέβω στον θρόνο του Δία, θα μπορώ ακόμη και να μετατρέψω τους θεούς σε σκάβους μου και να αποκτήσεις δύο πέτρινα αγάλματα για την συλλογή σου.» καταλάβαινα πως μιλούσε απολύτως σοβαρά και αυτό με προβλημάτισε. « ε, άμα χτιστεί και κανένας ναός προς τιμήν μου, θα σε προτιμήσω για Ιέρια. Δεν έχω θέμα με την έλλειψη αγνότητας προς το πρόσωπο σου» ειρωνεύτηκε.

« γιατί εμένα;» ήταν η πρώτη ερώτηση που μου ήρθε.

« δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από έναν προδομένο άνθρωπο που διψά για εκδίκηση, Γοργώ. Και είμαι σίγουρος πως ξέρεις την αξία σου καλύτερα απ' όλους, μην γυρεύεις από εμένα φιλοφρονήσεις» Μειδίασα. Τουλάχιστον ως προς τον τρόπο σκέψης ταιριάζαμε αρκετά οπότε ίσως, με μεγάλη προσπάθεια, να τα πηγαίναμε καλά ή τουλάχιστον να συμβιβαζόμασταν κάπως και να τα βρίσκαμε.

Όμως, όσο και ισχυροί αν είμαστε οι δύο μας, όσο μεγάλο στρατό και να έχει, αυτό το εγχείρημα είναι δύσκολο, θέλει πολύ μελέτη και περισσότερη ισχύ, θα έπρεπε να έχει μαζί του πολλά τέρατα έτοιμα να ξεσκίσουν λαιμούς.Είναι δώδεκα και εμείς δύο, αριθμητικά υπερτερούν, και εκείνος το ήξερε, ήταν πανέξυπνος.

« δεν είμαι μόνο εγώ σωστά; Έχεις βάλει στο μάτι πολλούς ακόμη για να συμμαχίσεις» κάτι στο βλέμμα του μου έδειξε πως δεν το περίμενε να σκεφτώ τόσο μακροπρόθεσμα και τόσο όμοια με εκείνον. Ίσως να μην περίμενε πως θα υποτιμήσω την δύναμη μου, και πως ήξερα πως εγώ δεν ήμουν αρκετή.

« λυπάμαι, μα έρχεσαι δεύτερη σαν σύμμαχος. Την πρώτη την έχω ήδη» με διαβεβαίωσε. « αλλά ψάχνω έναν ακόμη. Και είναι καλά κρυμμένος» κατάλαβα πως ήθελε την βοήθεια μου στην εύρεση του τρίτου.

« που;» ρώτησα απρόθυμα, μόνο και μόνο γιατί αυτό μου ζητούσε το βλέμμα του να κάνω: να ενδιαφερθώ για το σχέδιο του.

« έχεις ακούσει για κάτι λαβύρινθους στην Κρήτη;» με ρώτησε με ένα χαμόγελο όλο νόημα.

« έχω ξαναπάει.» υπερηφανεύτηκα. Τα φρύδια του ανασηκώθηκαν σαν να μην το περίμενε, και μειδίασε ύπουλα.

« λέω να κάνουμε αυτό το ταξιδάκι μέχρι την Κρήτη. Και να ελευθερωσουμε και καμιά παγιδευμένη ψυχή» Ήθελε να ελευθερωσουμε τον Μινώταυρο στ' αλήθεια; Βέβαια ο Μινώταυρος δεν ήταν και τόσο άγνωστος για εμένα. Τον ήξερα και μάλιστα ήμασταν φίλοι με τον Ατρέα. Φυσικά του το κράτησα για έκπληξη και δεν του είπα τίποτα. Είχα αρχίσει να απολαμβάνω την έκπληξη που του προκαλώ με κάθε μου κίνηση.

« μου αρέσουν τα ταξίδια.» μουρμούρισα και έβαλα τα πόδια μου πάνω στην καρέκλα, προσέχοντας το ύφασμα να καλύπτει το σημείο ανάμεσα στα πόδια μου.

« ταιριάζουμε σε αυτό» Ταιριάζουμε... Ώστε το σκέφτηκε και εκείνος πως ταιριάζαμε ως προς τον τρόπο που σκεφτόμασταν. Όμως ήταν παράξενο να το ακούω από το στόμα του: Αν δεν ήταν γυναίκα του η Περσεφόνη ίσως να υπέθετα πως ήταν ένας τρόπος φλερτ. Αλλά ήμουν σίγουρη πως δεν με φλέρταρε.

« που είναι η κυρά σου;» ρώτησα τότε.     « είναι ακόμη στην μητέρα της;»

« Κυρά μου;» πρόφερε τις λέξεις λες και του έφερναν μια αναγούλα. « Αν εννοείς την Περσεφόνη, περιορίσου στο να την φωνάζεις με το όνομα της.»

« γυναίκα σου είναι. Είμαι σίγουρη πως εκείνη- »

« Δεν είναι η γυναίκα μου» με διέκοψε με μία σοβαρή ματιά.

« έστω... Μοιράζεσαι την κλίνη σου μαζί της.» εναντιώθηκα. Μετά από τον Δία, ο Άδης ήταν ο πιο γυναικάς, επομένως δεν περίμενα να ζει χωρίς ερωτική συντροφιά. Η Περσεφόνη ήταν η πρώτη και η πιο εύκαιρη για αυτή την δουλειά.

« Προτιμώ να της δώσω το βασίλειο μου παρά να κοιμηθώ μαζί της» ταράχτηκε τόσο, που τράβηξε νευρικά το κατάμαυρο σακάκι του προς τα κάτω σαν να τον έπνιγαν οι σκέψεις, όχι το ίδιο το σακάκι.

« τότε τι στην ευχή την κρατάς εδώ για ένα εξάμηνο; Όχι σεξ, όχι γάμος... Σε ποιον τομέα είναι καλή η λουλουδένια οπτασία;» μειδίασε ακούγοντας με να μιλάω ειρωνικά για εκείνη.

« στο να μου τα πρήζει με την λουλουδένια ύπαρξη της» Συγκράτησα ένα χαμόγελο και έπαιξα με το ύφασμα του φορέματος μου για αντιπερισπασμό.

Κατάλαβα, την έκλεψε από την μητέρα της τότε, μόνο και μόνο για να πονέσει τον Δία. Δεν την ερωτεύτηκε ποτέ, ούτε τον εντυπωσίασε, παρόλα αυτά συνέχιζε να την παίρνει από τον Όλυμπο για έξι μήνες και ύστερα να την γυρίζει πίσω σαν να ήταν ένα αντικείμενο. Φυσικά δεν μου άρεσε που της φερόταν σαν ένα έπαθλο, όμως χαιρόμουν που ο Δίας ένιωθε έστω και λίγο πόνο. Του άξιζε.

« πως θα θα αντιδράσει αν με δει εδώ;» ρώτησα.

« όχι καλά. Ιδίως αν μάθει ποιά πραγματικά είσαι.» απάντησε με ειλικρίνεια. « Σε είχε δει ποτέ πριν... Ξέρεις, πριν μεταμορφωθείς;»

« όχι, ποτέ» μουρμούρισα.

« τότε θα μπορούσα να σε συστήσω ως Ιέρια. Δική μου Ιέρια» πρότεινε. Το βλέμμα του περίμενε υπομονετικά μια δική μου απάντηση, όμως εγώ δεν είχα αντίρρηση ή τουλάχιστον δεν υπήρχε κάτι το κακό σε αυτό το ψέμα.

« αν νομίζεις πως θα το πιστέψει...» μουρμούρισα ανασηκώνοντας τους ώμους. « εγώ είμαι σύμφωνη»

« θα το πιστέψει. Για κάποιο λόγο μου έχει εμπιστοσύνη.» μειδίασε με την συνειδητοποίηση πως εκείνη τον εμπιστευόταν τόσο.

« Δεν την κρίνω. Κάποτε και εγώ ήμουν έτσι» απάτησα σκυθρωπή.

Έδειχνα τόση εμπιστοσύνη στους θεούς, τόση εμπιστοσύνη που όταν βρέθηκα μόνη με τον θεό της θάλασσας, πίστευα πως θα ήθελε να μιλήσουμε, να μου κρατήσει συντροφιά. Όμως εκείνος μου έδειξε πόσο ανάξιοι της εμπιστοσύνης μου είναι όλοι οι θεοί, όλοι οι άντρες.

« λοιπόν, θα ήθελες να σε ξεναγήσω στο βασίλειο μου;» πρότεινε.

« όχι ευχαριστώ. Δεν θέλω να με στοιχιώσουν οι ψυχές στον Αχέροντα»

« πίσω από κάθε κόλαση, υπάρχει ένας παράδεισος. Στην κυριολεξία.» σηκώθηκε όρθιος σαν να μην ήθελε να το συζητήσει περισσότερο, και μου έκανε νόημα να σηκωθώ. «εδώ θα ζεις για πολύ πολύ καιρό. Πρέπει να ξέρεις κάποια πράγματα.»

Κάτι στον αυταρχισμό του, με έκανε να σηκωθώ να τον ακολουθήσω, περισσότερο όμως από περιέργεια και όχι από υποδούλωση. Περπατούσα πίσω του και μόνο τότε συνειδητοποίησα πόσο μεγαλόσωμος και πόσο ψηλότερος μου ήταν. Αν δεν μου είχε πει ποιός ήταν, σίγουρα θα το είχα μαντέψει τώρα, λόγω του τρόπου ομιλίας του, των τρόπων συμπεριφοράς του και με την θέα του σώματος και του βηματισμού του αυτή την στιγμή, μπροστά μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top