XIX

Hades

Μετά από την συνάντηση, είχα χάσει την Γοργώ. Γύρισα σπίτι όμως δεν ήταν στο δωμάτιο, ούτε στο σαλόνι, ούτε στην τραπεζαρία, ούτε καν στο γραφείο. Ούτε και οι αδερφές της ήξεραν πού βρισκόταν, ήταν ανήσυχες στο σαλόνι, με την Ευρυάλη να έχει κλειστεί πάλι στον εαυτό της και να κάθεται σε εμβρυακή στάση πάνω στην πολυθρόνα, με την μεγαλύτερη αδερφή της όρθια στο πλάι της.

Ο Ατρέας είχε βγει με τον Άρη να την ψάξουν και ο Θάνατος ήταν κολλημένος στην γωνία του σαλονιού παρατηρώντας από μακριά την ξανθιά γοργόνα. Παρόλο που είχα κλειστεί στο γραφείο, δεν μπορούσα να ηρεμήσω με την απουσία της να με χτυπάει σαν σφυριά στο κεφάλι μου.

« αν δεν την βρω θα τρελαθώ» παραδέχτηκα στην Ανδρομέδα που για άλλη μια φορά ήταν στο πλευρό μου.

« δεν θα έχει πάει μακριά. Ίσως είναι στο στρατόπεδο ή στο μαγαζί της Άννας.»

« ο Ατρέας θα την είχε βρει αν ήταν κάπου εδώ. Την ψάχνουν τέσσερις ώρες, δεν είναι καρφίτσα για να μην βρίσκεται.» ακούμπησα τις γροθιές μου στο γραφείο και προσπαθούσα να σκεφτώ καλύτερα τα όσα έγιναν.

Ήταν πράγματι οι γονείς της; Και αν ναι γιατί έβγαλε δόντια όταν την αναζήτησαν; Εκείνοι φάνηκαν διαλυμένοι που οι τρείς κόρες τους δεν ήταν στο πλευρό τους, και όμως όλες ήταν απόμακρες και σοβαρές απέναντι τους.

Ήταν πράγματι η Γοργώ, η μικρότερη κόρη εκείνου του ζευγαριού με το οποίο με συνέδεε ένα παρελθόν;

« τι σου είπαν εσένα η Κητώ και ο Φόρκυς;»

« πως έψαχναν μια πεθαμένη Ιέρια της Αθηνάς, ονόματι Γοργώ. Τα έχασα όταν με ρώτησαν, όμως... Δεν ξέρω, ίσως να ήταν σύμπτωση, όμως τόσο μεγάλη; Μια Γοργώ, Ιέρια της Αθηνάς με δύο αθάνατες αδερφές; Και γιατί η Μέδουσα να τους επισκέφθηκε και να τους παραμύθιασε- σύμφωνα με τις κατηγορίες τους;»

« Ακούς τι λες; Ακόμη και αν οι γονείς της είναι οι δευτερεύοντες Θεοί της θάλασσας, αυτό κάνει τις αδελφές της πριγκίπισσες»

« και την ίδια» συμπλήρωσε λανθασμένα εκείνη.

« όχι, δεν μπορεί να ανήκει σε δύο βασίλεια. Η Γοργώ πλέον είναι η θέα του Κάτω Κόσμου, όχι θέα των θαλασσών.» της εξήγησα. «αλλά δεν μπορώ να πιστέψω κάτι τέτοιο. Αποκλείεται να είναι η κόρη τους» αποκλείεται να είναι εκείνο το μωρό που είχα κρατήσει κάποτε στην αγκαλιά μου. Έμεινε για λίγο σιωπηλή και ύστερα με κοίταξε λοξά.

« το ξέσπασμα της μητέρας της, δεν σου θύμησε κάτι;»

Φυσικά και μου θύμησε. Ήταν λες και ήταν η Γοργώ σε ένα άλλο σώμα. Ακόμη και η φωνή της ήταν ίδια με την Γοργώ. Δεν ήθελα όμως να το πιστέψω, απλά δεν ήθελα.

« τουλάχιστον φαίνονται συμπαθητικά τα πεθερικά σου» σχολίασε.

« ει, ήρεμα με αυτούς τους τίτλους» μουρμούρισα. Ακόμη σχεδόν δεν έχω συνηθίσει αυτό που έχουμε με την Γοργώ, δεν είμαι σε θέση να γνωρίσω το καινούριο μου σόι. Κάλα ήμουν μέχρι χθές μακριά τους.

Βγήκα από το γραφείο, αποφασισμένος να κάνω ένα μπάνιο και να κλείσω στο δωμάτιο μέχρι να γυρίσει- ή μέχρι να την βρουν- όμως πριν καν ανοίξω την πόρτα του μπάνιου, άκουγα ένα ταραγμένο ρουθούνισμα, σαν να έκλαιγε κάποιος πίσω από εκείνη την πόρτα. Χτύπησα το ξύλο, όμως απάντηση δεν πήρα. Η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη, την άνοιξα διστακτικά, όμως εκείνοι οι λυγμοί ακούγονταν πιο δυνατά χωρίς να είναι κανείς μέσα.

Σκόπευα να φύγω, μέχρι που είδα το φόρεμα της στο έδαφος, πρόχειρα βγαλμένο, και την μπανιέρα γεμάτη με νερό και φούσκες από το σαπούνι. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου, και γονάτισα στην μπανιέρα, στην πηγή εκείνου του κλάματος.

« Γοργώ;» Δεν πήρα απάντηση, όμως ήξερα πως με ακούει, γιατί το κλάμα σταμάτησε. « θες να βγεις να μιλήσουμε σαν άνθρωποι;» σιγή. Ανασήκωσα το μανίκι μου και βύθισα το χέρι μου στο νερό, ψάχνοντας το δικό της.

« άφησε με ήσυχη!» αναδύθηκε φουρτουνιασμένα από το νερό και με κοίταξε σαν να ετοίμαζε στο μυαλό της την κηδεία μου. Τα μαλλιά της είχαν επανέλθει, και αυτή την στιγμή ήταν βρεγμένα, και τραβηγμένα πίσω από τα αυτιά της.

« εδώ ήσουν τόση ώρα; Φάγαμε τον τόπο να σε βρούμε»

« τι θες;» με ρώτησε απότομα.

Δεν ήξερα τι να της απαντήσω, απλώς έμεινα στην θέση μου, και άγγιξα το χέρι της που είχε αρπάξει την άκρη της μπανιέρας. Η Γοργώ τράβηξε το δικό της απότομα και απέσυρε το βλέμμα της από εμένα.

« δεν έχω όρεξη για να τσακωθώ μαζί σου»

« έκλαιγες;» την ρώτησα μα εκείνη αρνήθηκε. « τα μάτια σου είναι κόκκινα, και σε άκουσα»

« λάθος άκουσες. Και τα μάτια μου είναι κόκκινα από το σαπούνι. Φύγε τώρα!»

Δεν καταλάβαινα προς τι αυτή η άμυνα. Δεν είχα κάνει τίποτα κακό, και όμως πάλι ήταν θυμωμένη. Ήθελα πραγματικά να φύγω, όμως κάτι με ώθησε να καθίσω στο έδαφος έξω από το νερό και να περιμένω υπομονετικά να της περάσει ο θυμός και να μιλήσουμε.

« δεν έχεις κανέναν Όλυμπο να διοικήσεις μαζί με τα αδερφάκια σου;» μου πέταξε κατάμουτρα. « τι με κοιτάς; Έλα, προχώρα το σχέδιο σου, μάζεψε μας όλους κάτω από την ίδια στέγη, κάνε γείτονα μας τον Ποσειδώνα! Ανυπομονώ να πίνω καφέ μαζί του και να κουτσομπολεύω κάθε πρωί με την Αθηνά. Α, και μην ξεχάσω να ξεγεννήσω και την Περσεφόνη ναι; Με τέτοια εμπειρία, τόσες γυναίκες που είχα ξεγεννήσει είναι κρίμα να πάμε σε άλλη μαία!»

Ώστε αυτό την πείραξε; Φυσικά και δεν θα δεχόμουν την πρόταση τους. Ναι, όντως το σκέφτηκα για μια στιγμή. Ήταν ένα όνειρο για πολλούς αιώνες, ήταν το μοναδικό πράγμα που είχα ζητήσει ποτέ για να είμαι ευτυχισμένος, να είμαι πλήρης. Όμως αμέσως μετά απέρριψα εκείνη την σκέψη, γιατί σκέφτηκα εκείνη. Όταν είδα το πως με κοιτούσε στην συγκέντρωση, με μάτια προδομένα, ήρθα στα συγκαλά μου και κατάλαβα πως ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελα πλέον στην ζωή μου. Δεν ήταν το βουνό που είχε γίνει η εμμονή μου πλέον. Ήταν εκείνη.

« θυμάσαι τι σου είχα πει όταν ήμασταν στον Όλυμπο και μου είπες πως μου χρωστάς έναν θρόνο;»

Φυσικά και το θυμόταν, θυμάμαι ακόμη την αντίδραση της όταν της είπα πως δεν ήθελα κανέναν θρόνο αν δεν είχα εκείνη. Όμως τώρα απλά κοίταξε τις φούσκες στο νερό, χωρίς να απαντάει.

« ισχύει ακόμη, ξέρεις» παραδέχτηκα. Τα μάτια της έλαμψαν καθώς με κοιτούσαν δύσπιστα, όμως πραγματικά το εννοούσα. «τώρα περισσότερο από ποτέ»

« γιατί; Γιατί τώρα κοιμάσαι μαζί μου;» ειρωνεύτηκε.

« γιατί-» κόμπιασα, προσπαθώντας να αρθρώσω εκείνες τις λέξεις που σκεφτόμουν. « γιατί σε αγαπάω, Μέδουσα. Γιατί δεν χρειάζομαι οξυγόνο για να ζήσω. Χρειάζομαι εσένα. Σ' αρέσει δεν σ' αρέσει.» Δεν περίμενα ποτέ πως θα την έβλεπα να δακρύζει μπροστά μου, να δακρύζει στ' αλήθεια και να χαμογελά αδύναμα, με δέος και συγκίνηση. Μου έπιασε το χέρι, και το έσφιξε αδύναμα.

« και εγώ...» παραδέχτηκε. « και εγώ αφέντη»

Χαμογελάσαμε ταυτόχρονα, και συνειδητοποίησα πως ήταν η πρώτη φορά που μου χαμογελούσε ευτυχισμένη. Ήταν πραγματικά μαγικό το χαμόγελο της, οριακά απόκοσμο λες και δεν ήταν ανθρώπινο, αλλά ανήκε σε κάποια νεράιδα.

« θα σε περιμένω στο δωμάτιο, ναι;»

Έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκα από το πάτωμα. Εκείνη όμως κρατούσε ακόμη το χέρι μου, και πριν φύγω το έφερε στα χείλη της και το φίλησε.

« ευχαριστώ» ψέλισε λες και έκανα κάτι εξωπραγματικά δύσκολο που το είχε ανάγκη. Μετά κατάλαβα πως η εξομολόγηση μου ήταν εκείνο που χρειαζόταν, και ήξερε πόσο δύσκολο μου ήταν να την εκφράσω. Δεν ήξερα αν έπρεπε να πω κάτι παραπάνω, απλώς την άφησα μόνη στο μπάνιο και την περίμενα στο δωμάτιο μας.

Εκείνη δεν άργησε να έρθει, ξυπόλητη, με μια πετσέτα να τυλίγει το σώμα της και τα μαλλιά να στάζουν νερά. Άνοιξε την ντουλάπα της, βγάζοντας μία βαμβακερή βερμούδα και μια κοντομάνικη μπλούζα- και τα δύο δικά μου ρούχα.

« που πήγαν τα σατέν νυχτικά;» ρώτησα. Ανασήκωσε τους ώμους της σαν να μην είχε απάντηση. Ίσως να σκεφτόταν κάτι άλλο εκείνη την ώρα, δεν έδειχνε στα καλά της. « θες να μου μιλήσεις;»

« δεν έχω κάτι» είπε φανερά ψέματα.

« θες να μου μιλήσεις για τον Φόρκυ και την Κητώ;» είδα τα χέρια της να τρέμουν ακούγοντας τα ονόματα τους, όμως κάθισε στο κρεβάτι και έβγαλε την πετσέτα για να φορέσει τα ρούχα που επέλεξε.

« δεν υπάρχει κάτι να συζητήσω.» αμύνθηκε.

« μοιάζεις στον πατέρα σου» παραδέχτηκα και τότε ύψωσε το χέρι της θέλωντας να σταματήσει την κουβέντα.

« μην μου το κάνεις αυτό... Δεν θέλω να μιλήσω για ότι έγινε σήμερα.» ακούστηκε τόσο κουρασμένη που δεν ξαναμίλησα, την άφησα να ξαπλώσει στο κρεβάτι και να φωλιάσει στα σκεπάσματα, έτσι που είχε χαθεί μέσα τους λες και κρυβόταν.

Όταν βρισκόταν σε τόσο χάλια ψυχολογική κατάσταση ένιωθα πως δεν είχα καμία δύναμη και κανέναν τρόπο για να την βοηθήσω. Εξάλλου, κλεινόταν τόσο στον εαυτό της που και να μπορούσα να βοηθήσω εκείνη μου έκλεινε την πόρτα.

Δεν είχα ύπνο, ούτε όμως ήθελα να φύγω από κοντά της. Προτίμησα να καθίσω στην πολυθρόνα κάτω από το παράθυρο και να διαβάσω κάτι. Όχι πως ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμο, περνούσα τις σελίδες απλά και μόνο για να απασχολώ ένα μέρος του μυαλού μου, τα μάτια μου αρνούνταν να εστιάσουν και να διαβάσουν λέξεις και να τις επεξεργαστούν.

Όταν σάλεψε στο κρεβάτι, νόμιζα πως ξυπνούσε ή πως θα ήθελε να σηκωθεί γιατί δεν είχε ύπνο, όμως γύρισε από την άλλη πλευρά και φάνηκε πως ξανακοιμήθηκε. Ούτε αυτό όμως ίσχυε. Άρχισε να τινάζει τα πόδια της και να σπρώχνει νευρικά το πάπλωμα όσο παραμιλούσε.

« μη... Όχι, μη!» ακουγόταν ακριβώς όπως παλιά, όταν εγώ έμενα στο παλάτι και οι εφιάλτες της την κρατούσαν ξύπνια. Αυτές τις μέρες κοιμόταν υπερβολικά πολύ, χωρίς να έχει κανένα κακό όνειρο και θεώρησα πως είχε αφήσει πίσω της αυτές τις μέρες. Τώρα όμως, η συγκέντρωση των θεών φάνηκε πως πυροδότησε ξανά εκείνα τα όνειρα.

Πήγα κοντά της και προσπάθησα να την ξυπνήσω με το να της πιάσω το χέρι και να φωνάξω το όνομα της, όμως μάταια, άρχισε να κλαίει στον ύπνο της και να μουρμουρίζει πως δεν φταίει, όμως ξαναφώναξα το όνομα της πιο δυνατά για να με ακούσει.

Την είχε πιάσει πανικός, άρχισε να ιδρώνει ασταμάτητα και να φωνάζει κλαίγοντας. Δεν ξέρω πόσο διήρκησε όλο αυτό, μου φάνηκε αιώνας, μέχρι που την σήκωσα και την έκλεισα στην αγκαλιά μου σαν μια έσχατη προσπάθεια να την ηρεμήσω ή να την ξυπνήσω, και εκείνη την στιγμή κάποιος άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.

« τι έπαθε;» ρώτησε ανήσυχη η Σθενώ και ήρθε μαζί με την αδελφή της κοντά μου. Γονάτισαν πάνω στο κρεβάτι και τις χάιδευαν τα μαλλιά όσο της μιλούσαν για να ξυπνήσει, μα δεν πετύχαιναν τίποτα.

« Γοργούλα μου, ξυπνά! Όνειρο είναι!»

« αδερφούλα μου ηρέμησε, ξυπνά!»

Εγώ συνέχιζα να την αγκαλιάσω και να της χαϊδεύω την πλάτη καθυσηχαστικά και την φιλούσα στα μαλλιά. Δεν σκεφτόμουν τι έκανα, άφησα το ένστικτο μου να κάνει ότι εκείνο νόμιζε πως ήταν καλύτερο.

Τα χέρια της έσφιξαν γύρω από την μέση μου τόσο δυνατά που άκουσα τα οστά από τα κόκκαλα μου να τρίζουν, να ραγίζουν και σχεδόν να σπάνε όμως δεν με ενδιέφερε, συνέχιζα να την αγκαλιάζω. Τα χέρια της έσφιξαν το ύφασμα του πουκαμίσου μου και τότε η φωνή της βγήκε αδύναμη από μέσα της, χωρίς ακόμη να έχει ξυπνήσει.

« μην με αφήσεις»

« ποτέ» της υποσχέθηκα και ας μην το άκουγε. « Ποτέ...» επανέλαβα φιλώντας τα μαλλιά της.

Το ξέσπασμα της σταμάτησε, είδα τα μάτια της να ανοίγουν γεμάτα με δάκρυα που είχαν απομείνει, και μόλις με είδε τινάχτηκε μακριά και από τους τρείς μας τρομαγμένη. Είχε μαζευτεί σαν ένα κουβάρι μακριά μας και δεν άφησε κανέναν να την πλησιάσει.

« Γοργούλα μου, η αδερφή σου είμαι, η Σθενώ. Δεν πρόκειται να σου κάνω κακό» η αδερφή της φαινόταν διαλυμένη βλέποντας αυτή την πτυχή της αδελφής της, το ίδιο και η Ευρυάλη, η οποία είχε κρυφτεί πίσω από τον ώμο μου για να μην καταλάβει η Γοργώ πως είχε βάλει τα κλάματα.

« δε- δεν θέλω...» τα είχε χαμένα, δεν έβρισκε τις κατάλληλες λέξεις, απλώς πήρε το μαξιλάρι της και το αγκάλιασε, πνίγοντας όλες τις ανάσες της εκεί μέσα. « θέλω να μείνω μόνη» η φωνή της έτρεμε καθώς πρόφερε εκείνες τις λέξεις.

« εντάξει. Ναι...» συμφώνησε η Ευρυάλη και με τράβηξε από το μανίκι, ενώ την μεγάλη αδελφή της την πήρε τρυφερά από το χέρι.

« Ήρεμα, θα μου το σκίσεις» γρύλισα.

« σκάσε και προχώρα» πρώτη φορά έβλεπα κάποιον να κλαίει και να βγάζει τόσα νεύρα.

Βγήκαμε άρον άρον από το δωμάτιο, με τελευταία την Σθενώ που έκλεισε την πόρτα. Αναστέναξε, και γονάτισε με την πλάτη στην πόρτα σαν άγρυπνος φρουρός για την λατρεία της.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top