XII
Είχα ξαπλώσει στον καναπέ κοντά στο τζάκι, με την Σθενώ να κάθεται δίπλα μου, έχοντας τα πόδια μου στα δικά της, και στην απέναντι πολυθρόνα καθόταν η Ευρυάλη. Πίναμε τσάι, ένα από τα αγαπημένα της Σθένους και συζητούσαμε για όλα αυτά που θα συζητούσαν οι αδελφές μετά από ένα διάστημα που ζούσαν χωριστά.
« πίστευα πως ήταν κάτι παροδικό, όμως τα βότανα και οι συνταγές με τις οποίες ασχολούμαι και τις γράφω όποτε έχω χρόνο έγινε ο εθισμός μου» παραδέχτηκε η Σθενώ χαϊδεύοντας τα γυμνά μου πόδια.
« Δεν είναι παράλογο; ο Κάτω Κόσμος έχει τα καλύτερα χρυσαφικά και τα πιο υπέροχα ρούχα, μα εκείνη έχει κολλήσει με τα φυτά!» σχολίασε η Ευρυάλη, που τα χρυσά κοσμήματα της την έκαναν να λάμπουν σαν αστέρι.
« Βότανα» την διόρθωσε η Σθενώ θιγμένη. « απλά να σου θυμίσω πως όταν έχεις πονοκέφαλο ή σε πονάει το στομάχι σου, σε εμένα τρέχεις για να σου φτιάξω κάτι καταπραϋντικό.» Γελάσαμε και οι τρείς, αλλά η Ευρυάλη σήκωσε τα χέρια παραδομένη.
« έχει δίκιο. Αλλά δεν ξέρω... όλο τον καιρό που έλειπες, η μόνη βόλτα που είχα κάνει ήταν στα μαγαζιά της Κόλασης, και πάντοτε έβρισκα παρηγοριά στα ρούχα. Βέβαια όταν είδα ένα πράσινο ονειρικό φόρεμα και σκέφτηκα εσένα, απλά γύρισα σπίτι και δεν ξαναβγήκα» παραδέχτηκε, και η ευθυμία διαλύθηκε στον χώρο σαν μια χιονόμπαλα που προσέκρουσε σε τοίχο.
Για καλή μας τύχη, χτύπησε η πόρτα. Δεν περιμέναμε κανέναν, ωστόσο σηκώθηκα και πήγα να ανοίξω. Ίσως ήταν ο Ατρέας με τον Θάνατο που είχαν επισκεφθεί το στρατόπεδο για τις καθημερινές τους αρμοδιότητες.
Όμως όχι. Ήταν ο ξανθός στρατιώτης με το όμορφο παρουσιαστικό που άκουγε στο όνομα Κίμωνας: ο στρατιώτης που συνάντησα το πρωί στο στρατόπεδο.
« Γειά σου Κίμωνα.» τον χαιρέτησα εύθυμα, όμως μέσα μου η περιέργεια είχε κάνει τους χτύπους της καρδιάς μου να ταράζονται.
Με το που πρόφερα εκείνο το αρσενικό όνομα όμως, θα ορκιζόμουν πως είδα το φώς των κεριών και την φωτιά του τζακιού να γίνεται γαλάζια και να τρεμοπαίζει έξαλλα. Γύρισα να κοιτάξω την φωτιά, μα ήταν χρυσαφένια χωρίς ίχνος μαγείας.
« Γειά σου αφέντρα.» υποκλίθηκε συνεσταλμένα.
« βρήκα αυτό και υπέθεσα πως ήταν δικό σου, μιας και ήσουν η μόνη που πάτησε το πόδι της στο στρατόπεδο μας.» ήταν ένα μικρό ασημένιο αλυσιδάκι, όμως δεν ήταν δικό μου. Ήταν το σκουλαρίκι του Άδη.
« ευχαριστώ πολύ» απάντησα παίρνοντας το στα χέρια μου. Όμως δεν έφευγε, σαν να ζητούσε κάτι σαν αντάλλαγμα για τον κόπο του. «θα ήθελες να περάσεις;» ρώτησα μόνο και μόνο από ευγένεια.
« είσαι σίγουρη;»
« Ναι. Δεν δαγκώνω» αστειεύτηκα. Μια θεόρατη σκιά έκρυψε το φώς από πίσω μου, και τα βήματα του ακούγονταν τραχιά καθώς μας πλησίαζε. Το χαμόγελο του Κίμωνα κόπηκε μαχαίρι καθώς κοιτούσε πίσω μου λες και έβλεπε τον Χάρο με τα μάτια του.
« Εγώ όμως δαγκώνω» η φωνή του, βαριά και απειλητική έμοιαζε ανατριχιαστικά τρομακτική όταν δεν τον έβλεπες.
Αν ήμουν στην θέση του Κίμωνα, θα το είχα βάλει στα πόδια, όμως εκείνος φάνηκε να μην ενοχλείται. Ένιωσα το χέρι μου αριστερά του γοφού μου, ενώ το άλλο του χέρι ακούμπησε ψηλά στην πόρτα, αφήνοντας το σώμα του να γύρει προς τον ανυπεράσπιστο στρατιώτη. Δεν ξέρω τι πήγαινε λάθος με εμένα, αλλά το να τον βλέπω να βράζει στην ζήλεια του, με έκανε να καίγομαι από επιθυμία να τον φιλήσω. Αλλά συγκρατήθηκα...
« Γειά σου αφέντη» ο Κίμωνας υποκλίθηκε ελαφρώς και επανέφερε το χαμόγελο του. « ήρθα να φέρω κάτι που έπεσε από την Αφέντρα πριν.»
« Ευχαριστούμε αν και δεν χρειαζόταν. Θα της έφερνα ένα καινούργιο πριν καν της λείψει το παλιό.» δήλωσε με μια υπερηφάνια που έκανε το στομάχι μου να χορεύει χαρούμενα, ανεξάρτητα από την απαθή έκφραση μου.« τι ήταν όμως;»
Άνοιξα την χούφτα μου, δείχνοντας του το σκουλαρίκι του, και εκείνος το πήρε με τα μεγάλη και δυνατή παλάμη του.
« το σκουλαρίκι της»
« Λυπάμαι που θα σου χαλάσω την ηρωική πράξη με το να γυρίσεις το κόσμημα στην Βασίλισσα σου, αλλά το σκουλαρίκι είναι δικό μου. Και σε περίπτωση που προσπαθήσεις να την πέσεις και σε εμένα εκτός από την γυναίκα μου, η απάντηση είναι όχι.» και με αυτό, η πόρτα έκλεισε με έναν δυνατό κρότο που έκανε το σπίτι να δονηθεί λες και έγινε σεισμός.
« τι ήταν αυτό;» αντέδρασα, γυρνώντας προς εκείνον.
« αυτό ήταν μια πολύ κακή προσπάθεια ενός αρσενικού να προσεγγίσει ένα θηλυκό.» όταν έσκυψε προς το μέρος μου, φέρνοντας το πρόσωπο του απειλητικά κοντά στο δικό μου, ένιωσα φόβο και ευεξία ταυτόχρονα. « Απογοητεύομαι μαζί σου Μέδουσα... Το γούστο σου μετά από εμένα αρχίζει και φθίνει. Ή απλά εγώ είμαι αξεπέραστος, οπότε πρόσεχε ποιόν διώχνεις και ποιόν αφήνεις στην ζωή σου» ψιθύρισε, και ύστερα έφυγε, ανεβαίνοντας τα σκαλιά του αρχοντικού που τον οδηγούσαν στον δεύτερο όροφο.
Αποσυντονισμένη και τελείως ερεθισμένη και ταυτόχρονα θυμωμένη μαζί του, γύρισα να κοιτάξω τις αδελφές μου που είχαν σαστίσει στο όλο θέαμα.
« Όταν είναι έτσι κτητικός, είναι κάπως ωραίος» παραδέχτηκε η Ευρυάλη ντροπαλά.
« Και το χαμόγελο του όταν μιλάει για τον εαυτό του, υπερηφανευόμενος για τα κατορθώματα και τα προτερήματα του, είναι γοητευτικό.» δήλωσε η Σθενώ.
Δεν μίλησα, ήξερα ότι μας ακούει ακόμη, οπότε πήγα στην θέση που είχα καταλάβει πριν, και σταύρωσα τα πόδια μου, προσπαθώντας να σταματήσω την ροή που ένιωθα ανάμεσα στα πόδια.
+++
Όταν καθίσαμε όλοι στην τραπεζαρία για το δείπνο, η συζητήσεις ήταν ανάλαφρες και ελάχιστες, μιας και εγώ αλλά και ο Άδης δεν μιλούσαμε και κοιτούσαμε τα πιάτα μας συνοφριωμένοι. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν εκείνος, όμως εγώ σκεφτόμουν πως όντως ήμουν άδικη με εκείνον. Μπορεί να μου έκρυψε βασικά πράγματα για την σχέση μας, όπως η αθανασία μου στην αρχή και ύστερα ο δεσμός μας, μα όσα καλά είχε κάνει για εμένα, σχεδόν εκμηδένιζαν εκείνες τις κρυφές αλήθειες. Έπρεπε να ζητήσω συγγνώμη, και ήμουν έτοιμη να προσπεράσω τα παραπτώματα εκείνα. Φαινόταν εκνευρισμένος για να κάνουμε σήμερα αυτή την συζήτηση όμως δεν μου άρεσε που ήμασταν έτσι. Ήθελα να ξεκαθαρίσει το μεταξύ μας.
Καρφώνοντας ένα κομμάτι από το κρέας στο πιρούνι μου, δεν πρόλαβα να το φέρω στο στόμα μου, μιας και το πιρούνι του Άδη με σταμάτησε.
« τι;» δεν μίλησε, απλά μου πήρε το πιρούνι, το έφερε στο πιάτο του, και έβγαλε ένα κομμάτι από κόκκαλο στην μπουκιά μου που ήμουν τόσο αφηρημένη που δεν το είχα προσέξει. Άφησε το πιρούνι στο πιάτο μου μόλις τελείωσε την αφαίρεση του μικρού κομματιού και συνέχισε να τρώει, όμως η καρδιά μου σπαρταρούσε σαν ψάρι έξω από το νερό.
Ακόμη και εκείνη η μικρή κίνηση, εκείνη η τόσο μικροσκοπική κίνηση και όμως, τόσο μεγάλη συναισθηματικά ήταν παράδεισος. Ήμουν αθάνατη, δεν θα μπορούσα να πνιγώ με εκείνο το κομμάτι, παρόλα αυτά εκείνος- ανεξαιρέτως του πόσο θυμωμένος είναι μαζί μου- θέλησε να μην το ρισκάρει. Και το γεγονός ότι το παρατήρησε, ήταν από μόνο του κάτι που υποδήλωνε πως η προσοχή του ήταν στραμμένη πάνω μου. Συνέχεια.
Πήρα το ποτήρι με το κρασί πίνοντας μια γουλιά, μα οι χθεσινές μας περιπέτειες με χτύπησαν σαν αστραπή, και ξαφνικά το κρασί φαινόταν άγευστο. Ρίχνοντας του μια πλαγιά μάτια, παρατήρησα πως κοιτούσε το ποτήρι μου, και η σκέψη του έτρεξε στα ίδια γεγονότα.
« Εγώ τελείωσα» ανακοίνωσε και απλά σηκώθηκε από την καρέκλα του και έφυγε με το γνωστό αγέρωχο βήμα του. Κοίταξα το φαγητό του, και δεν είχε αγγίξει σχεδόν καθόλου το δείπνο του.
Ο Θάνατος φάνηκε να θέλει να πάει να τον βρει, μα τον σταμάτησα όταν σηκώθηκα από την καρέκλα μου. Εγώ ήμουν αυτή που θα έπρεπε να συζητήσω μαζί του. Με εμένα είχε θέμα και ήταν κατσούφης και γκρινιάρης.
Ανέβηκα την σκάλα με ένα ήρεμο βήμα, θέλοντας να οργανώσω τις σκέψεις μου πρώτου του μιλήσω. Ακόμη και αν το έκανα αυτό ολόκληρο το απόγευμα, τώρα είχα ξεχάσει περισσότερα και από τα μισά. Βρέθηκα να ανοίγω την πόρτα του υπνοδωματίου μας, και να μην έχω σκεφτεί ακόμη τι θέλω να πω ή τι να κάνω.
Δεν με παρατήρησε που μπήκα, είχε βάλει πλάτη, και έβγαζε το πουκάμισο του, θέλοντας να ξαπλώσει στο κρεβάτι και πιθανότατα να κοιμηθεί. Έμεινα να τον θαυμάσω λιγάκι, βλέποντας το μαύρο ύφασμα να εγκαταλείπει τον εντυπωσιακό κορμό του και να εμφανίζει μια χλωμή και σημαδεμένη πλάτη. Ήταν λες και το σώμα του είχε ραγίσει σαν βάζο, με τις ροζ ουλές να χαράζουν την όμορφη πλάτη του οριζόντια.
Ο ήχος της ζώνης του που λύθηκε με ξύπνησε από τον λήθαργο, και κατάλαβα πως τον κοιτούσα υπερβολικά επίμονα, σε σημείο που θα μπορούσε να θεωρηθεί απρεπή. Έβγαλε και το παντελόνι του, χωρίς ακόμη να με έχει πάρει χαμπάρι, και αφού το άφησε στην πολυθρόνα δίπλα του, μίλησε.
« Η παράσταση τελείωσε Μέδουσα. Μην περιμένεις να βγάλω και το εσώρουχο»
« πως με κατάλαβες;» ρώτησα προσπαθώντας να κρύψω την ταραχή στην φωνή μου.
Γύρισε να με κοιτάξει απρόθυμα για μία στιγμή, και ύστερα άνοιξε τα σκεπάσματα του κρεβατιού και χώθηκε μέσα στην μεριά του.
« από τους χτύπους της καρδιάς σου. Όταν είσαι κοντά, συγχρονίζονται με τους δικούς μου.» εξήγησε.
Μπήκα στο δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα, και ύστερα πήγα και κάθισα δίπλα του, μα δεν μου έδωσε σημασία, σχεδόν με αγνόησε, και έφτιαξε τα μαξιλάρια του.
« Είχες δίκιο πριν. Όντως αμφισβητώ τα πάντα. Αλλά όχι μόνο σε εσένα και όχι γιατί δεν σε εμπιστεύομαι.» ξεκίνησα να εκφράζω τις σκέψεις μου έτσι όπως τις ένιωθα και εκείνος γύρισε να με κοιτάξει. « έχεις ακούσει την παροιμία που λένε: "αν έχεις καεί με τον χυλό φυσάς και το γιαούρτι"; κάτι τέτοιο επικρατεί στο κεφάλι μου, και αμφισβητώ τα πάντα, σε όλους. Κάποτε αμφισβήτησα ακόμη και την αγάπη των αδελφών μου και έφυγα μακριά τους γιατί νόμιζα πως ήμουν βάρος και πως μέσα τους με μισούσαν που μοιράζονταν την κατάρα μου.» έπιασε το χέρι μου, κλείνοντας το στην χούφτα του και κοίταξα το σημείο ένωσης μας. « και εσύ με πλήγωσες. Γιατί κρύβοντας μου τον δεσμό, με έκανες να νιώσω ανεπιθύμητη, πως δεν με ήθελες και ντρεπόσουν για εμένα. Μέχρι που κατέστρεψες τον Όλυμπο για εμένα, και κατάλαβα πως το πρόβλημα το έχεις εσύ, πως δεν ήθελες τον δεσμό γιατί θα ένιωθες αδύναμος και θα ένιωθες πως εγώ προσπαθώ να πάρω την θέση σου στην εξουσία ή κάτι τέτοιο. Όμως δεν θα συμβεί ποτέ αυτό. Μπορεί να είμαι ηγέτιδα, αλλά δεν ξέρω να παίρνω αποφάσεις, ούτε να διοικώ ένα βασίλειο μόνη μου, χωρίς την καθοδήγηση σου. Συγνώμη αν αμφισβήτησα τα συναισθήματα σου σε υπερβολικό βαθμό.»
« Το ότι σου έκρυψα τον δεσμό και κατ'επέκταση και την αθανασία σου ήταν δικό μου φταίξιμο, το ξέρω. Αλλά δεν μπορείς να πείσεις έναν αλκοολικό να πάψει να πίνει. Η μοναξιά και η εξουσία ήταν τα μόνα που με συντρόφευαν στην ζωή μου και ήρθες για να τα ρημάξεις όλα. Δεν καταλάβαινα που είχα σφάλλει μέχρι να σε χάσω. Προφανώς, ακόμη θα συνεχίσω να μην καταλαβαίνω πολλά από τα λάθη μου, αλλά αυτός είμαι. Ακόμη και αν σου φαίνομαι ανεπαρκής- »
Ενώνοντας τα χείλη μας, τον έκανα να πάψει και ταυτόχρονα να καταλάβει πώς τον είχα εν μέρει συγχωρήσει. Η χούφτα του βρέθηκε στον λαιμό μου, τραβώντας με πιο κοντά του, και τελικά βρέθηκα πάλι να κάθομαι στα πόδια του καβαλώντας τον, που τελευταία είχε γίνει η αγαπημένη μου στάση.
« Είσαι πολλά Άδη, αλλά ανεπαρκής δεν είσαι ούτε στο ελάχιστο. Και χαίρομαι που μπήκες στην ζωή μου έστω και αν έχεις έρθει να την κάνεις άνω κάτω.» παραδέχτηκα χαϊδεύοντας τα μαλλιά του, και ανάμεσα στο φιλί που ακολούθησε, ένιωθα το χαμόγελο του να γλυκαίνει το στόμα του.
« Θα το μετανιώσεις Μέδουσα» με προειδοποίησε, και με ξάπλωσε στο κρεβάτι μας, φέρνοντας με από κάτω του.
« θα πάρω τα ρίσκα μου» παραδέχτηκα χαϊδεύοντας το όμορφο πρόσωπο του. « βγάλε μου το ρούχο» διέταξα και με κοίταξε έκπληκτος.
« για μισό. Μέχρι πριν ήμασταν μαλωμένοι και- »
« το πρόβλημα είναι πως είμαι σε οίστρο και πέρασα πολύ καλά χθες το βραδυ ώστε να θέλω να το επαναλάβω. Εξάλλου σε συγχωρώ.» Είπα και ένωσα ξανά τα χείλη μας. Εκείνος έπνιξε ένα γέλιο πάνω στα χείλη μου, και να λύνει τα κορδόνια του ολόσωμου ρούχου που φορούσα από το πρωί.
« ποίο όνειρο θες να αναδημιουργήσουμε σήμερα;» ρώτησε με την ερωτική φωνή του να χαϊδεύει την ψυχή μου.
« ας αυτοσχεδιάσουμε σήμερα. Θέλω να δω τι έχεις εσύ στο μυαλό σου» απάντησα και ανασήκωσε το πρόσωπο του για να με δει να χαμογελάω. « Θέλω να δω πόσο καλά μπορείς να περιποιηθείς την Αφέντρα σου» ένωσα τα χείλη μας ξανά, πιο έντονα, μα εκείνος απομακρύνθηκε μπερδεμένος.
«Πώς ακριβώς;» ρώτησε. Άφησε τα μάτια μας να μιλήσουν για μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβει που ακριβώς το πήγαινα. Έμοιαζε ήρεμος, γαλήνιος και ταυτόχρονα μεθυσμένος χωρίς να έχει πιεί γουλιά από αλκοόλ. Χάιδεψα το πρόσωπο του, και τον είδα να ανατριχιάζει, και σχεδόν να πονάει από το άγγιγμα του.
« Να ολοκληρώσουμε την σχέση μας.» ακούγοντας τα λόγια μου, σηκώθηκε από πάνω μου, και κάθισε στην γωνία του κρεβατιού. Δεν το είχα πάρει απόφαση, δεν το είχα σκεφτεί καλά, όμως αυτό ήθελα. Ήθελα να απελευθερωθώ τελείως από τον εφιάλτη του Ποσειδώνα, και όπως έγινε και το πρωί στον ύπνο μου, ήθελα ο Άδης να με απελευθερώσει.
« Δεν είσαι έτοιμη»
« σκοπεύεις να με βάλεις να περάσω δοκιμασίες μέχρι να αποδείξω πως είμαι έτοιμη να προχωρήσω μαζί σου;» ειρωνεύτηκα.
« Μέχρι σήμερα το πρωί, έβλεπες εφιάλτες. Επομένως όχι, δεν χρειάζονται δοκιμασίες για να ξέρω πόσο έτοιμη είσαι»
« Αν περιμένεις τους εφιάλτες μου να σταματήσουν, τότε ετοιμάσου για μια αιωνιότητα καρτερικότητας.» σχολίασα. Τον πλησίασα γονατιστή πάνω στο κρεβάτι, και κάθισα απέναντι του. « και δεν θέλω να περιμένω. Δεν έχω τόση υπομονή και σίγουρα όχι τόση θέληση. Σε χρειάζομαι Άδη. Και αυτό είναι σίγουρα κάτι που δεν μπορώ να κάνω μόνη μου, οπότε αν με θες και εσύ, μην μου το αρνείσαι.»
Στα μάτια του οι φλόγες χόρευαν σκοτεινές και μπερδεμένες σαν να έχαναν τα βήματα τους, και άφησα το χέρι μου να χαϊδέψει το μάγουλο του. Μπορεί να μην το έδειχνε, αλλά του άρεσαν τα αγγίγματα του, τα χάδια και τα φιλιά μου. Και μπορούσα να το δω στα μάτια του καθώς ηρεμούσαν και απέβαλαν τις σκοτεινές του σκέψεις.
« Αυτή την απόφαση δεν την πήρες εσύ, αλλά ο οίστρος σου. Και δεν θέλω να κάνεις κάτι απλά και μόνο γιατί το σώμα σου το ζητάει.» εξήγησε με την φωνή ενός ενήλικα που προσπαθούσε να πείσει ένα παιδί πόσο λάθος απόφαση πήρε.
« η ύπαρξη μου ολόκληρη σε ζητάει.» τον διόρθωσα, και κάθισα στα πόδια του, λύνοντας τελείως την πλάτη του ρούχου μου, και κομμάτι κομμάτι άρχισε να με εγκαταλείπει, ώσπου έμεινα να τα εσώρουχα. Ήταν τόσο συγκρατημένος, που δεν έριξε ούτε μια ματιά στο σώμα μου, λες και αν το έκανε, η αυτοσυγκράτηση του θα έκανε φτερά. Έκλεισα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του, και το στόμα μου έπαιξε με τον λοβό του αυτιού μου. « και πίστεψε Αφέντη, μαθαίνω πολύ εύκολα. Μπορώ να γίνω πολύ καλύτερη από κάθε γυναίκα που έχεις βρεθεί στο κρεβάτι σου. Καλύτερη και από την αγαπημένη σου Αφροδίτη» στο παρελθόν είχε παραδεχτεί πως η Αφροδίτη ήταν μια πολύ καλή σύντροφος στο κρεβάτι του. Για κάποιο λόγο το θυμώνουν ακόμη, και μου άναβε τα λαμπάκια.
Το υπόκωφο γέλιο του ήρθε μαζί με τα χέρια του μου με αγκάλιασαν από την μέση μου, και με ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι, φροντίζοντας το κεφάλι μου να ακουμπάει στα πουπουλένια μαξιλάρια.
« Αν πρόκειται για κάποιον διαγωνισμό του " ποιά ήταν η καλύτερη ερωτική σύντροφος μου" λέω να αποσυρθώ. Δεν μου αρέσει να γίνομαι αντικείμενο σε ένα παιχνίδι γυναικών.»
« μα δεν είναι διαγωνισμός αν ξέρουμε ήδη ποιά θα είναι η νικήτρια»
« έχεις μεγάλη αυτοπεποίθηση Μέδουσα» σχολίασε με ένα σαγηνευτικό χαμόγελο. Τα μάτια του με περιεργάζονταν με τις φλόγες να τα στολίζουν, την στιγμή που εγώ άπλωσα τα χέρι μου και τον χάιδεψα στο στέρνο. Έκλεισε τα μάτια, απολαμβάνοντας την αφή, και όταν τα άνοιξε ξανά, η διάθεση του για παιχνίδια είχε επανέλθει. Σκόπευε να με φιλήσει, μα εγώ τον σταμάτησα.
« αλήθεια, με πόσες έχεις πάει;» τον είδα να χάνει όλη την ενέργεια του με αυτή την ερώτηση, όμως φάνηκε πρόθυμος να απαντήσει.
« πρώτα θα ήθελα να σου υπενθυμίσω πόσους αιώνες μεγαλύτερος σου είμαι. Ένα νούμερο που εσένα σου ακούγεται τεράστιο, στην πραγματικότητα είναι πολύ μικρότερο.» φίλησε τον λαιμό μου, και ύστερα το πηγούνι μου. « δεν είναι πολλές όμως. Όχι όσες φαντάζεσαι.»
« έχεις κάνει κάτι με την Ανδρομέδα;» ρώτησα όσο το χέρι του έφερνε το πόδι μου πάνω στην πλάτη του, και πίεζε το δέρμα μου, διεκδικώντας κάθε εκατοστό μου.
« ποτέ.»
« με την Αθηνά;» οι κινήσεις του σταμάτησαν, και είχα προετοιμαστεί για μια θετική απάντηση. Εντάξει, δεν θα ήταν απαραίτητα κακό αν είχε γίνει πολύ πριν γεννηθώ, αν και μέσα μου ένιωθα το ακριβώς αντίθετο.
« η Αθηνά δεν έχει πάει με κανέναν. Αντιπροσωπεύει την αιώνια παρθενιά, και σίγουρα αν αποφάσιζε ποτέ να κάνει κάτι, δεν θα το έκανε μαζί μου.» ήξερα πως η Αθηνά είναι συντηρητική και τέτοια, αλλά δεν ήξερα πως ποτέ δεν είχε κάνει έρωτα με κανέναν.
« με την Δήμητρα;» ρώτησα.
« δεν αγγίζω τις αδελφές μου.» τα χείλη του ρουφούσαν το δέρμα του λαιμού μου, χωρίς να δείχνει μεγάλη προθυμία για συζήτηση, μα εγώ ήθελα μερικές απαντήσεις.
« αλλά στις ανιψιές δεν έχεις θέμα» ειρωνεύτηκα.
« Μόνο με την Αφροδίτη έχω βρεθεί ερωτικά όσον αφορά τον Δωδεκάθεο»
« πόσες φορές;» ρώτησα ενώ το χέρι του είχε αγγίξει το σημείο ανάμεσα στα πόδια μου, κάνοντας με να ανατριχιάσω. Ήταν τέτοια η αδημονία μου που απλά ανασήκωσα τους γοφούς μου προς το άγγιγμα του. Τον λαχταρούσα τόσο πολύ που ζαλιζόμουν όταν προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω πόσο. Η ανάσα του χτυπούσε στο σώμα μου και δημιουργούσε ρίγη που δεν είχα ξανανιώσει, όσο το χέρι του με έτριβε αργά, βασανιστικά. Ήταν τόσο όμορφο συναίσθημα, τόσο ήρεμο και γαλήνιο που έπλεξα τα χέρια μου πίσω από τον λαιμό του και τον τράβηξα πιο κοντά μου. Άρχισε να φιλάει το γυμνό στέρνο μου με αργές, φειδωλές κινήσεις των χειλιών του, αφήνοντας μου κάθε φορά ένα μικρό χρονικό περιθώριο για να αποτραβηχτώ.
« ποτέ δεν ήμασταν μόνοι. Πάντοτε την μοιραζόμουν.» απάντησε όσο παρακολουθούσε εμένα να χάνομαι στο άγγιγμα του.
« γιατί;» ρώτησα με κομμένη την ανάσα. Είχα χάσει το μυαλό μου καθώς το δάχτυλο του είχε εισχωρήσει μέσα μου και ένιωθα να με μεθάει και ταυτόχρονα να με λυγίζει κάνοντας με να νιώθω ηδονικά αδύναμη.
« γιατί δεν την ήθελα μόνο για τον εαυτό μου, δεν σήμαινε τίποτα» εξήγησε. Φαινόταν μαγεμένος από τις εκφράσεις μου, και από τον τρόμο που γλιστρούσε μέσα μου με τόση ευκολία. Το στομάχι μου έπαιρνε φωτιά, το σώμα μου μούδιαζε και παραδινόταν στην αίσθηση αυτή και ένιωθα εθισμένη σε όλο αυτό. « μπορείς να με σταματήσεις οπότε θέλεις» μου υπενθύμισε.
Δεν τον σταμάτησα. Δεν μπορούσα να τον σταματήσω, δεν μπορούσα να βάλω ένα τέλος στην σιγουριά που ένιωθα μαζί του. Υπήρχε ένα μικρό κομμάτι μου που μου ούρλιαζε να τον σπρώξω μακριά μου γιατί θα μπορούσε να με πονέσει όμως δεν το έκανα. Το είχα κάνει μόνο μια φορά, τότε στο φιλί μας πριν ο Ποσειδώνας εμφανιστεί στον Κάτω Κόσμο και αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για εμάς. Τώρα, το είχα μετανιώσει που τον έσπρωξα, δεν έπρεπε να τον είχα σταματήσει, έπρεπε να νιώσω έστω και μια φορά τον Άδη πριν τον ξεχάσω...
« δεν φαίνεσαι για άτομο που του αρέσει να μοιράζεται» σχολίασα ανασηκώνοντας τους γοφούς μου, και βυθίζοντας το χέρι του βαθύτερα μέσα μου.
« Δεν είμαι. Για αυτό μην σου μπαίνουν ιδέες πως θα σε μοιραστώ ποτέ με κάποιον.» με το που βγήκε η εκείνη η κτητικότητα από μέσα του, εισχώρησε μέσα μου το δεύτερο δάχτυλο. Δεν με πόνεσε ακριβώς, όμως χρειάστηκε να το συνηθίσω για λίγο, και εκείνος λες και διάβαζε την σκέψη μου, έκανε μόνο αμοιδρές κινήσεις, νωχελικές, με τον αντίχειρα να αγγίζει την κλειτορίδα μου, και να την χαϊδεύει κυκλικά κάνοντας με να αφήσω έναν συγκρατημένο αναστεναγμό.
« μην σταματάς» σχεδόν ικέτεψα, και εκείνος συνέχισε να με χαϊδεύει, και να εισχωρεί προσεκτικά τα δάχτυλα του μέσα μου.Τα μάτια του είχαν καρφωθεί σε εμένα, δεν ήθελαν να χάσει ούτε μια αντίδραση μου, και έμοιαζε υπνωτισμένος, ίσως και πιο ερεθισμένος από εμένα.
« σου αρέσει;» οι λέξεις χτύπησαν τρυφερά στο αυτί μου, και ένιωθα να γίνομαι περισσότερο υγρή απ' ότι ήδη ήμουν.
« πολύ, μην σταματήσεις. Μην προσπαθείς καν...» αναστέναξα όμως εκείνος γέλασε σιγανά.
« Μην ανησυχείς για αυτό. Χαλάρωσε.» είχα παραδωθεί σε εκείνον, ας έκανε ότι ήθελε, δεν μπορούσα να αντισταθώ ή να ανοίξω συζήτηση αυτή την στιγμή. « είσαι τόσο όμορφη, ανάθεμα σε.» Τα δάχτυλα του έπαιζαν μαζί μου, γλιστρούσαν όλο και πιο μέσα και εγώ άνοιξα περισσότερο τα πόδια μου, για να φτάσουν όσο πιο βαθιά μπορούσαν. Τα βογγιτά μου ηχούσαν στο δωμάτιο μας και ξαφνικά όλα ήταν πιο θερμά, σαν να ήμουν σε μια έρημο και ο καυτός, ανελέητος ήλιος να λαβώνει τα σωθηκά μου. « Γδύσου.»
« τι;» οι λέξεις έφταναν σαν μπερδεμένοι ήχοι, και το μυαλό μου δεν ήταν σε θέσει να ακούσει τίποτα.
« Βγάλε τα εσώρουχα σου Μέδουσα. Θέλω να σε έχω γυμνή»
Τα χέρια μου έτρεμαν όσα ανασήκωσα την πλάτη μου από το στρώμα και τα έχωσα από κάτω μου. Τράβηξα το μικρό κορδελάκι που συγκρατούσε το εσώρουχο, και ύστερα το τράβηξα από μπροστά, απελευθερώνοντας με. Τον άκουσα να αναστενάζει στην θέα του γυμνού κορμιού μου, και ένιωσα ακόμη πιο ποθητή, ακόμη περισσότερο παραδομένη στις ηδονές μου καθώς έλυνα και το κάτω μέρος.
Κάποιος φιλόσοφος, κάποτε, είχε πει πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να παραδίνεται στις ηδονές του. Αν είχε και εκείνος για σύντροφο τον Άδη, πιθανότατα να δήλωνε το αντίθετο.
Η ανάσα του χάιδευε τις θηλές μου, όσο τα δάχτυλα του είχαν αυξήσει ρυθμό και είχα χάσει τον έλεγχο. Τότε ήταν που το στόμα του ήρθε σε επαφή με το στήθος μου και ένιωθα όλο μου το σώμα να παραλύει από την ηδονή. Ήθελα ότι είχε να μου προσφέρει, ήθελα ολόκληρη η ύπαρξη του να με κατασπαράξει, να με πεθάνει και να με αναστήσει ξανά. Το κεφάλι μου βυθίστηκε στο μαξιλάρι όσο ένιωθα την υγρασία να απελευθερώνεται σαν χείμαρρος από μέσα μου. Ένιωθα σαν ένα ηφαίστειο που εξεράγη όμως βαθιά μέσα του έβραζε ακόμη.
Όταν ηρέμησα λίγο, ο Άδης αφαίρεσε τα δάχτυλα του από μέσα μου και τα έφερε στα χείλη του, δοκιμάζοντας τους χυμούς μου. Η ανάσα μου ήταν ακόμη βαριά, όμως ένιωθα ξανά την υγρασία στα πόδια μου, βλέποντας τον να με γεύεται ευχαριστημένος για το κατόρθωμα του.
« πως ήταν;» με ρώτησε.
« δεν είχα ξανανιώσει ποτέ μου έτσι...» ψέλισα. « ήταν όμορφα» Εκείνος έσμιξε τα φρύδια του και πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό μου.
« δεν είχες αγγίξει ποτέ τον εαυτό σου;» αρνήθηκα με ένα νεύμα και φαινόταν έκπληκτος, λες και δεν το περίμενε αυτό. «Μα Γοργώ, ήσουν μικρό κορίτσι όταν ο Ποσειδώνας- » σταμάτησε την πρόταση του και το μήλο του Αδάμ μετακινήθηκε στον λαιμό του.
« δεν είχες ανάγκη για να εκτονωθείς;»
« Άδη, ήμουν ένα τέρας. Δεν είχα μήτρα, δεν είχα ανθρώπινο σώμα» του υπενθύμισα. « και από τότε που εσύ μου έδωσες αυτή την μορφή ξανά... Φοβόμουν να το κάνω. Φοβόμουν πως η αίσθηση θα μου υπενθύμιζε κάτι που ήθελα να ξεχάσω»
Άφησε τα χείλη του πάνω στα δικά μου για να με παρηγορήσει, και η γλώσσα του είχε ακόμη την γεύση μου πάνω της, αλμυρή μα καθόλου δυσάρεστη.
« Θα μπορούσα να διαγράψω κάθε ανάμνηση σου από εκείνον...» ακούστηκε σαν να με παρακαλάει την στιγμή που φιλούσε τον λαιμό μου σαν να ήταν κάτι ιερό. « και το θέλω πάρα πολύ, και εγώ σε χρειάζομαι, όμως θέλω να γίνει στην ώρα του. Δεν θέλω να βιαστείς ή να πιέσεις τον εαυτό σου»
Αν και στην αρχή τον είχα παρακαλέσει, τώρα γεννήθηκε ξανά εκείνος ο ενδοιασμός μέσα μου. Δίστασα για άλλη μια φορά, όμως δεν μου άρεσε...Θυμήθηκα εκείνον τον πόνο, εκείνα τα ουρλιαχτά μου και δεν ήθελα να το ξαναζήσω, όμως ο Άδης δεν θα με πονούσε ποτέ. Το νιώθω μέσα μου, όμως και πάλι, ήμουν μπερδεμένη.
Τα χέρια μου ταξίδεψαν από τους ώμους του στον κορμό του, χαϊδεύοντας τους μύες του, νιώθοντας τους τόσο απαλούς σαν μετάξι. Δεν ήθελα ποτέ ξανά στην ζωή μου να φορέσω άλλο ρούχο πέρα από εκείνον, δεν ήθελα τίποτε άλλο να με τυλίγει εκτός από τα χέρια του και το συνειδητοποιούσα τώρα, τώρα που τον έβλεπα τόσο ευάλωτο σε εκείνο το άγγιγμα.
« και εγώ το θέλω» παραδέχτηκα. « Όμως φοβάμαι. Όχι εσένα, φοβάμαι το μυαλό μου και τα παιχνίδια που μπορεί να παίξει» παραδέχτηκα. « θέλω να το ευχαριστηθούμε στο έπακρον.» του εξήγησα.
Δεν αντέδρασε, ίσως να μην ήξερε και πως να αντιδράσει, μέχρι που τα χέρια μου έφτασαν στο εσώρουχο του, μου τα άρπαξε και τα ακινητοποίησε.
« Γοργώ, σου το είπα και χθες, δεν χρειάζεται να- »
« Δεν ξέρεις πόσο ωραίος είσαι όταν σε αγγίζω. Αφήνεις να βγει μια ευαίσθητη πλευρά σου, και το λατρεύω αυτό.» Έκλεισα στο στόμα μου τον λοβό του αυτιού του, και άφησε έναν αμοιδρό αναστεναγμό. Τον άγγιξα με την παλάμη μου, και το κεφάλι του κρέμασε στον ώμο μου, βγάζοντας έναν αναστεναγμό.
« είσαι τέλεια» μουρμούρισε.
Τον ένιωθα τόσο ζωντανό από κάτω μου, τόσο αγριεμένα ερεθισμένο που δεν σκόπευα ποτέ να σταματήσω να τον αγγίξω. Έβαλα το χέρι του μέσα στο εσώρουχο όπως έκανε και εκείνος με εμένα πριν από λίγο, και ξεκίνησα να παίζω με το μόριο του.
Η φλόγα στα μάτια του θέριεψε έτοιμη να με καταπιεί, παρόλα αυτά συνέχισα να τον τρίβω χωρίς να ξέρω καλά καλά τι κάνω, μέχρι που το πρόσωπο του ανασηκώθηκε, και όρμηξε στα χείλη μου σαν πεινασμένος. Η ένταση με την οποία κουνούσα το χέρι μου δεν του ήταν αρκετό, οπότε ξεκίνησα να τον χαϊδεύω τόσο έντονα που έχανε τον έλεγχο. Τα χέρια του λύγισαν, και πλέον στηριζόταν με τους αγκώνες καθώς απολάμβανε την διέγερση που του προκαλούσα. Όσο το χέρι μου κινούνταν, τόσο εκείνος έφτανε στην κορύφωση, βιώνοντας έναν πολύ δυνατό οργασμό. Τα υγρά του έσταζαν πάνω μου, αναστατώνοντας με ακόμη περισσότερο, και εκείνος άφησε το κεφάλι του στο στήθος μου για να ηρεμήσει. Δεν μιλήσαμε για μερικές στιγμές, εκείνος ξεκουραζόταν πάνω μου, και εγώ έπαιζα με τα μαλλιά του. Αν και ήταν βαρύς, μου άρεσε τόσο η αίσθηση του γυμνού κορμιού του πάνω μου, η ζέστη του κορμιού του και το πόσο αναψοκοκκινισμένος ήταν.
« Μέδουσα...»
« μμμ...» είχα ηρεμήσει τόσο πολύ που δεν είχα κουράγιο να μιλήσω. Για μια στιγμή ζούσα την απόλυτη ευτυχία.
« θα πρέπει να πας να κάνεις μπάνιο και να κοιμηθούμε, αλλιώς δεν μπορώ να σου εγγυηθώ πως θα συγκρατήθώ περισσότερο. Πρέπει να πλύνεις κάθε ίχνος μου από πάνω σου και να ντυθείς.» Οι γοφοί μου ανασηκωθηκαν, και το σώμα μου άρχισε να χαϊδεύει το δικό του, με έναν τρόπο που τον έφτανε στα όρια του. « Μέδουσα...» βόγγιξε, και μειδίασα.
« Αρκετά συγκρατήθηκες για σήμερα, δεν νομίζεις;» ούτε και εγώ όμως δεν ήμουν καλά, η τόση στενή επαφή άρχισε να με τρελαίνει. « δεν το θες και εσύ;» ρώτησα ξανά, αν και είχα πάρει την απάντηση μου. « δεν θες να βρεθείς μέσα μου;»
« δεν υπήρχε μέρα που να μην θέλω να σε πηδήξω, Μέδουσα» παραδέχτηκε. « Ακόμη και όταν με εκνεύριζες, ήθελα να σε αρπάξω από το μαλλί και να μην σε αφήσω να πάρεις ανάσα, να τρέμουν τα πόδια σου χωρίς αύριο, αλλά να παρακαλάς για περισσότερο» Μόλις μερικές στιγμές αργότερα τον αισθάνθηκα στην είσοδο μου, και ύστερα να μπαίνει με αργές κινήσεις όλος μέσα, κάνοντας τα λόγια του πράξη.
Ο αναστεναγμός που αφήσαμε και οι δύο ήταν τόσο δυνατός που θα μπορούσε να μας έχει ακούσει όλο το βασίλειο. Ήταν τέτοια η προσμονή που όταν τελικά τα κορμιά μας ενώθηκαν η ανακούφιση ήταν τεράστια. Πονούσα, εκείνος ο πόνος ήταν αρκετός ωστόσο ώθηση στην ώθηση περνούσε, και η απόλαυση μεγάλωνε σε ακραίο βαθμό.
« πονάς;» με ρώτησε ανάμεσα στους αναστεναγμούς του. Πιθανότατα ο πόνος να είχε βγει προς τα έξω, αλλοιώνοντας το πρόσωπο μου οπότε δεν είχα σκοπό να κρυφτώ, έγνεψα καταφατικά. « να σταματήσω;»
Κούνησα το κεφάλι μου αριστερά δεξιά και ύστερα ένωσα τα χείλη μας. « μπορώ» βόγγιξα. « μπορώ να το διαχειριστώ» Χαμογέλασε καθώς του χάιδευα το πρόσωπο και τον κάρφωνα μέσα μου. « είσαι τέλειος μέσα μου...»
« το ξέρω» αναστέναξε στο αυτί μου. Η αίσθηση του ήταν εξωπραγματική, όμως είχα εξαντληθεί πολύ γρηγορότερα απ' ότι περίμενα. Στάλες ιδρώτα κυλούσαν σε όλο μου το σώμα, και έδιωξα το πάπλωμα από πάνω μας για να πάρω αέρα.
« είσαι υπερβολικά στενή...» βόγγιξε στο αυτί μου.
Συνέχισε, μπαίνοντας ακόμη πιο βαθιά μέσα μου όμως με αργό ρυθμό, έτσι που εγώ είχα χάσει την αυτοκυριαρχία μου. Γραπώθηκα από τα σεντόνια, μέχρι που άκουγα τα νύχια μου να τα σκίζουν σαν να ήταν χαρτί. Ο πόνος είχε υποχωρήσει τόσο που σιγά σιγά καταλάβαινα πως το σώμα μου αναζητούσε περισσότερο, δεν μπορούσε να χορτάσει έτσι. Και εκείνος όμως, φαινόταν τόσο μαγκωμένος και συγκρατημένος που δεν ήμουν σίγουρη αν το απολάμβανε.
« πιο γρήγορα...» απαίτησα. Εκείνος δεν μου χάλασε χατίρι. Επιτάχυνε αρκετά, κάνοντας με να χάσω την ανάσα μου, έτσι που τα νύχια μου δεν είχαν πλέον τι ύφασμα να σκίσουν και ξεκίνησαν να οργώνουν την πλάτη του.
« ω θεέ μου...» αναστέναξα με εκείνον να χαμογελά.
« συνέχισε να με αποκαλείς έτσι» γέλασα αδύναμα την στιγμή που εκείνος άγγιξε με τα χείλη του τις θηλές μου και έπαιζε ξεδιάντροπα μαζί τους.
Ένιωθα πλήρης, εκείνες τις στιγμές που ο Άδης ήταν από πάνω μου και εισχωρούσε βαθιά μέσα μου μέχρι να ακούσει τους αναστεναγμούς μου, ένιωσα πως πράγματι εκείνος είναι ένας μοναδικός άντρας που θέλω δίπλα μου, δεν ήθελα κανέναν άλλον πέρα από αυτόν. Τον ήθελα με όλα τα μαύρα σημεία του, με όλο το σκοτάδι του.
Ένιωθα ένα κύμα ηδονής να με κυριεύει ξανά, και κατάλαβα πως ήμουν κοντά στο να τελειώσω, αφού
η όραση μου άρχισε να θολώνει. Έκλεισα ερμητικά τα μάτια και στιγμές αργότερα οι αναστεναγμοί μας πλέχτηκαν όσο εκείνος τελείωνε μέσα μου, και εγώ ζούσα κάτι τόσο όμορφο και τόσο δυνατό που ήμουν στα πρόθυρα να λιποθυμήσω.
Η απώλεια του βάρους του από πάνω μου με έκανε να νιώθω κενή, όμως όταν ξάπλωσε δίπλα μου, με έχωσε αμέσως στην αγκαλιά του. Για λίγα λεπτά ακούγονταν μόνο οι αναστεναγμοί μας και τίποτα άλλο, τα σώματα μας προσπαθουσαν να ηρεμήσουν και να βρούν τον φυσιολογικό τους ρυθμό.
« πως ήταν;» με ρώτησε.
« όμορφο»
« μόνο όμορφο; Μόλις έκανες σεξ με έναν Θεό και το μόνο που έχεις να πεις είναι πως ήταν όμορφα;» γέλασα με όση δύναμη μου απέμεινε και τα δάχτυλα μου χάιδευαν την επιδερμίδα του όσο το στέρνο του ανεβοκατέβαινε σαν τρελό.
« το πρωί θα σου ετοιμάσω μια έκθεση, εντάξει;»
« ο αυθορμητισμός σου ήταν αρκετός, δεν θα πάρω» γκρίνιαξε την ώρα που χάιδευε τα μαλλιά μου. « θα πρέπει να πάρεις εκείνο το βότανο που ανέφεραν οι αδερφές σου.» μου υπενθυμίζει και γνέφω καταφατικά.
« θα το φροντίσω αύριο πρωί πρωί.»
« υπάρχει πιθανότητα να...» δεν ξέρω γιατί δείλιασε τόσο να το πει, όμως ολοκλήρωσα την σκέψη του εγώ.
« Είναι οι πιο επικίνδυνες μέρες μου, συνεπώς υπάρχει τεράστια πιθανότητα αυτή την στιγμή να σχηματίζεται το παιδί σου μέσα μου» αν και το έλεγα με μια ελαφρότητα, εννοούσα κάθε λέξη μου, δεν αστειευόμουν. Έτσι λειτουργούσε πλέον το σώμα μου, όλα ήταν αυξημένα: αυξημένη δύναμη, αυξημένες ικανότητες, αυξημένη ευλυγισία, αυξημένες πιθανότητες εγκυμοσύνης...
« δεν λέω πως είμαι έτοιμος για ένα παιδί, όμως το να σχηματίζεται κάτι από εμένα και εσένα μέσα σου με τρελαίνει» παραδέχτηκε και ύστερα με φίλησε στα χείλη τόσο παθιασμένα που κόντεψα να πνιγώ από την έλλειψη οξυγόνου.
« έχεις περίεργα γούστα» παραδέχτηκα. « όμως θέλω σαν τρελή να κοιμηθώ αυτή την στιγμή και δεν σκοπεύω να κρίνω άλλο τις σκέψεις σου»
Κλείνοντας τα μάτια μου, δεν θα πρέπει να πέρασαν πέντε λεπτά μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Για αυτό και δεν ήμουν σίγουρη αν πράγματι ο Άδης με φίλησε στο μέτωπο λέγοντας μου καληνύχτα ή αν απλά το ονειρεύτηκα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top