Στάχτες

Κοιτάζω γύρω μου μα πάλι στις σκιές παραπατάω
Δεν το περίμενα αυτό σου λέω μου φαίνεται αστείο
Οι σκέψεις μου δειλιάζουνε
Μα οι πράξεις σου φωνάζουνε με μια φωνή «αντίο»

Από το ψέμα πιο πολύ πονάει μάτια μου η αλήθεια
Γιατί η αλήθεια μάτια μου ψεύτικη ήταν τελικά
Θυμάμαι τότε που σχεδιάζαμε με αγγέλους ταξίδια
Μα πως να φτάσουμε ουρανό τώρα χωρίς φτερά

Κι αν έχεις κάτι σκοτεινό στα λαμπερά σου μάτια
Κι αν έχεις πέτρα για καρδιά και όλα τα σπας κομμάτια
Κι αν έχεις κάτι σκοτεινό στο λαμπερό σου βλέμμα
Θα γίνω νύχτα να σε βρω κι ας ζήσω σε ένα ψέμα

" Ρίξαμε το σπίρτο και φτιάξαμε φωτιά Και από την φωτιά έμειναν μόνο οι στάχτες να θυμίζουν πως εμείς οι δύο γίναμε ένα..."

"Δεν πειράζει κοριτσάκι μου , έπαιξα και έχασα, πλήρωσα και θα πληρώσω με το πιο βαρύ τίμημα για τις πράξεις μου ... κοίταξε όμως, μπορεί να είμαι ένας δολοφόνος όπως με αποκαλείς αλλά για σένα μωρο μου θα πέθαινα.... και ξέρεις γιατί; Γιατί μέσα στα μάτια σου βλέπω εμένα... καθρεφτίζεται η τρέλα της ψυχής μου και νιώθω ολοκληρωμένος, νιώθω ζωντανός... Ίσως έπρεπε να φτάσω σε αυτό το σημείο της ζωής μου για να το καταλάβω αλλά χίλιες φορές να με έδινες άλλες τόσες θα παρεδιδα μόνος μου τον εαυτό μου για πάρτη σου ..." είπε ο Λουκ και με τα ματωμένα του χέρια χάιδεψε τα μαλλιά της...

Η Λίλιθ τον κοιτούσε με μίσος, με πονο , με απελπισια ... δεν καταλάβαινε τίποτα από όλα όσα τις έλεγε αφού θεωρούσε πως ήταν απλά ένας υποκριτής... Ένας ψεύτης που δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει καθε μεσο για να πάρει αυτό που θέλει... Η κίνηση που έκανε όμως έφερε τσιμπιες στα σώθηκα της ,έφερε έναν βουβο πόνο , μια εσωτερική αυταπάρνηση του εαυτού της και μια λέξη στα χείλη της ...

Μια λέξη που δεν ειπώθηκε... Μια λέξη που πολλοί κατηγορούσαν... Μια λέξη που δεν υφίσταται αν δεν ζήσεις κάποιον άνθρωπο... Έτσι λένε... Έτσι πράττουν κι έτσι πορεύονται οι μονόφθαλμοι...

Αγάπη, πως να μην αγαπήσεις κάποιον που είναι ίδιος εσύ,ακόμα κι αν τον ξέρεις λίγο...έναν άνθρωπο που μέσα του αντικρίζεις τα σπασμένα κομμάτια του εαυτού σου ...   πως να αρνηθεις όλα αυτά που  νιώθεις γιατί είναι νωρίς... Γιατί η αγάπη χτίζεται με τα χρόνια; Βαφτισε την αγαπη μισος για να αποτρεψει τις τυψεις που τυλιξαν την υπαρξη της ... Η λέξη  αυτη που έφτασε στα χείλη της ερχόταν σε αντιπαράθεση με τα πιστεύω του κόσμου και με την ψυχή της .... Με όλα αυτά που άκουγε και έβλεπε γύρω της ...

Ηταν όμως υπαρκτή... Έφτασε και έσβησε πριν καν ειπωθεί.

Δεν γίνεται να λες ότι αγαπάς τον δολοφόνο του πατέρα σου , δεν επιτρέπεται να τον αγαπάς...
πως να μην αγαπήσεις  ομως , κάποιον που έφαγε για σένα μια σφαίρα... Κάποιον που έζησε μέσα σου και γέμισε τα κενά του χαρακτήρα σου με τα δικά του , κάποιον που για σένα παραμέρισε τον εαυτό του ....


Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν έξω από το μικρό σπιτάκι. Η κλωτσιά στην πόρτα την τρόμαξε και ο Λουκ τοποθέτησε το χέρι της στην καρδιά του ...

"Βλέπεις πως χτυπάει; Όσο και να το αρνείσαι για σένα χτυπάει...και θα χτυπάει μεχρι να κλεισω τα μάτια μου,μέχρι να σταματήσω να ελπίζω πως κάπου, κάποτε... Ίσως ξημερώσει μια καινούρια μέρα για μας  .... ισως ..."

Οι άντρες όρμησαν στο σπίτι και η δυνατή κλωτσιά που εισέπραξε τον λύγισε... αμέσως άρπαξαν την Λίλιθ η οποία με δάκρυα στα μάτια ούρλιαξε καθώς τους έβλεπε να τον κλωτσάνε....

Λίγες ώρες πριν ....

Απόψε σου ζητώ συγγνώμη για ό,τι μας έφτασε ως εδώ
μη ζητάς απαντήσεις πες οτι φταίω μόνο εγώ
Απόψε άσε με να βάψω το σπίτι όλο με σιωπή
στα σεντόνια μου να κάψω τα λάθη που έκανες εσύ

Ένα τέλος βιαστικό ό,τι έμεινε από σένα
ένα τέλος βιαστικό που δεν άξιζε σε μένα

Απόψε σου ζητώ συγγνώμη κι ας μη γνωρίζω το γιατί
κάποιος πρέπει για όλα μια κουβέντα να πει

"Σε δύο λεπτά φτάνουμε στο βενζινάδικο..."είπε και έπιασε το χέρι της ... Δεν είχε καταλάβει ότι ειχε αποκοιμηθεί και γέλασε δίχως  όμως να είναι χαρούμενος, ήταν ένα γέλιο που τον έπνιξε... ένα γέλιο σαν κι εκείνο που αισθάνονται οι προδομένοι... σαν το ξημέρωμα  που περιμένεις να δεις τον ήλιο αλλά έχει συννεφιά...

"Κάνε ότι σε προσταξει η καρδιά κοριτσάκι μου..." ψιθύρισε και αύξησε ταχύτητα.  Μνήμες από το προηγούμενο βράδυ ήρθαν και τον έκαναν να σφίξει τα χέρια στο τιμόνι. Την ένιωσε, ένιωσε το κρύο όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι αλλά περίμενε... περίμενε να δει τι ακριβώς θα κάνει. Άκουσε τον σάκο του να ανοίγει και επέλεξε να της δώσει την απόφαση. Γνώριζε αρκετά καλά τι είχε μέσα ο φάκελος που πήρε όταν πήγε στο μπάνιο αλλά προτίμησε να αφήσει την επιλογή σε εκείνη.

Άφησε το όπλο στο κομοδίνο, δεν θα τον σκότωνε...  Δεν ήταν στο χαρακτήρα της και αποδείχτηκε σωστός. Αποφάσισε όμως για το δικό της καλό να κάνει πίσω. Ήταν τόσο έξυπνος άνθρωπος , τόσο καλός στο να προβλέπει καταστάσεις και ήξερε πως με την πρώτη ευκαιρία θα ειδοποιουσε τους δικούς της . Δεν θα έφευγε όμως, δεν θα το έσκαγε σαν δειλός όχι τουλάχιστον μέχρι να βεβαιωθεί πως εκείνη θα ήταν ασφαλής και καλά... 

Σαν άντρας άντεχε, και άντεχε πολλά.  Έτσι όμως που γύρισε η κατάσταση τρελαινόταν και μόνο στη σκέψη να αποχωριστεί μια γυναίκα που τάραξε τα ήρεμα μέρα του. Που ήρθε σαν λάβα και δεν άφησε τίποτα πίσω της από τον παλιό του εαυτό... Τον έκαψε και μόλις κρύωσε έφτιαξε καινούρια γη ,ίσως άγονη... Ίσως μαύρη... Ίσως λίγο γκρι... Αλλά ήταν κάτι δικό της πάνω του και δεν θα το άλλαζε.  Είχε σιχαθεί τη ζωή του , χρόνια τώρα έτρεχε κάνοντας τα θελήματα του Τζέικομπ και έπρεπε να τελειώσει.  Αν δεν έβλεπε το φάκελο θα την έπαιρνε μακριά... σε άλλη ζωή, θα έφτιαχνε έναν δικό τους παράδεισο μακριά από όλα τα άσχημα.  Μακριά από τον κίνδυνο και την αηδία εκείνης της ζωής...

Όλα όμως άλλαξαν από το βράδυ.  Βάδιζε προς την κρεμάλα εν γνώση του. Περίμενε να βγει από το μπάνιο και την κράτησε σφιχτά στο κορμί του αποχαιρετώντας την ... Ήταν το τελευταίο τους βράδυ... το πρώτο και τελευταίο...

Έβγαλε ένα τσιγάρο και το έβαλε στα χείλη του , την άκουσε να ανασαίνει βαριά και δίχως να το ανάψει το πέταξε από το παράθυρο.  Δεν ήθελε να της γεμίσει τα πνευμόνια με αυτό το θάνατο... Ήταν τόσο συνηδητοποιημενος και περήφανος για τον εαυτό του που κατάφερε και δίχως ντροπή παραδέχτηκε ότι την έιχε ανάγκη, την ήθελε και κάνεις δεν θα το άλλαζε αυτό. 

Ο Λουκ δεν είχε αγαπήσει ούτε την ίδια του τη μάνα... μια μάνα που εκτός από την απουσία της δεν του προσέφερε τίποτα άλλο. Βλέποντας τον εαυτό του να καταρρέει για χάρη της , να σβήνει και να αλλάζει κατάλαβε πως όλο αυτό δεν ήταν αστείο... όλη η τρέλα πήγαζε από κάπου... ολη η ένταση είχε ρυθμό και εκείνη έδινε τις νοτες... εκείνη...

Πάρκαρε το αυτοκίνητο και γύρισε ελαφρος . Είχε φτάσει η ώρα... Έπρεπε να την ξυπνήσει, να δει την αντίδραση της και την επιλογή της . Από την πλευρά του κανωντας την έρωτα για ακόμα μια φορά ένιωθε ικανοποιημένος.  Πήρε την γεύση της μαζί του και έφτανε. 

Χάιδεψε τα μαλλιά της κι εκείνη άνοιξε τα μάτια. Τέντωσε το κορμί της και κοίταξε έξω από το παράθυρο. 

"Φτάσαμε ..." μουρμούρισε και το χέρι του κατέληξε στο μάγουλο της. 

"Αποκοιμήθηκα... " ειπε πιο πολύ στον εαυτό της και ανασηκωθηκε στο κάθισμα. 

"Λοιπόν πάω μέσα να τους ενημερώσω για βενζίνη και να πάρω μερικά πράγματα. Αν θες βγες να ξεπιαστεις ... σε μια ώρα περίπου θα φτάσουμε στον προορισμό που σου είπα νωρίτερα... " εκείνη κούνησε το κεφάλι της αναστατωμένη.  Έφερε στο μυαλό της το σκοπό που είχε αλλά κάτι δεν έμοιαζε σωστό...  Ο Λουκ βγήκε χαμογελαστός κοιτώντας την και προχώρησε προς το κτήριο.  Έμεινε μόνη.  Μόνη να δίνει μάχη με τις αξίες...

Έπιασε το χερούλι της πόρτας και την άνοιξε.  Βγήκε έξω και άφησε το απαλό αεράκι να σκάσει στο πρόσωπο της ...

"Εντολή θανάτου: Λουκ Ναίτ... κανένας ζωντανός..."

Οι λέξεις έπαιξαν μέσα στο κεφάλι της . Έπιασε τον λαιμό της που πονούσε από τα σημάδια που της άφησε λίγη ώρα πριν και αναστέναξε. 

"Είναι ένας γαμημένος δολοφόνος Λιλ.!!!!"φώναξε στον εαυτό της  αλλά αμέσως απλώθηκε σιωπή... Λιλ ... αποκαλέσε τον εαυτό της Λιλ ...

Νευριασμένη κατευθύνθηκε προς τα δεξιά όπου υπήρχε ένας παλιό τηλεφωνικός θάλαμος.  Έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε δύο νομίσματα.  Πληκτρολόγησε τον αριθμό του Νονού της και τα έβαλε στην υποδοχή.  Αρκετά την έιχε ταλαιπωρήσει... Αρκετά έπαιξε μαζί της ...  Αν και το μυαλό της ήταν νηφάλιο  η καρδιά της έμοιαζε μεθυσμένη...

"Εμπρός!" Άκουσε την σκληρή του φωνή και βγήκε από τις σκέψεις.

"Εγώ είμαι νονε..." Είπε κι εκείνος τρελαμένος άρχισε να την ρωτάει για το που βρίσκεται με ποιον και κάθε λεπτομέρεια που έπρεπε να ξέρει...

Η Λίλιθ  του ειπε πως ειναι  με έναν άντρα του Πετροφσκι, πως θα  μπορούσε αν τον έπιαναν να τους δώσει πληροφορίες . Του είπε ότι είναι καλά και ότι δεν την πείραξε.

Έξαλλος ο Άντονι την ρώτησε για το που πάνε και εκείνη με βάση τα όσα γνώριζε προσπάθησε να του εξηγήσει.

"Νονε... Ίσως καλύτερα να πάρω το πρώτο λεοφωρειο και να έρθω πίσω... κατι θα σκεφτώ.... " Είπε λίγα λεπτά αργότερα.  Ενώ όλα ήταν τακτοποιημένα από το βράδυ στο κεφάλι της ένιωσε αηδιασμένη από την πράξη της εκείνη τη στιγμή.

"Αυτοί οι άνθρωποι είναι δολοφόνοι Λίλιθ! Σκότωσαν δίχως οίκτο τον πατέρα σου και μου ζητάς να το αφήσω έτσι; τρελάθηκες; Σε 2 ωρες θα στειλω αντρες αεροπορικως !" Αποκρίθηκε και της έκλεισε το τηλέφωνο. 

Ο Λουκ κρύφτηκε πίσω από την κολόνα... την είδε να κλεινει το τηλέφωνο και να ξεσπάει σε κλαμματα ... να κλωτσάει τις μεγάλες παρατημένες ρόδες από τα φορτηγά και κατάλαβε αμέσως.... το έκανε... το έκανε αλλά το μετάνιωσε κι αυτό του ήταν αρκετό...

Περίμενε μέχρι που την είδε να επιστρέφει στο αυτοκίνητο... πλησίασε κρατώντας στο καφέδες στα χέρια και μπήκε μέσα. 

"Ένα για σένα, κι ένα για μένα... τον πήρα σκέτο και νομίζω το πέτυχα σωστά;" της είπε κι εκείνη κούνησε απλά το κεφάλι και γύρισε προς το τζαμι πριν ουρλιάξει. 

"Λιλ ... τι έχεις κοριτσάκι μ ; αν σε αγχώνει η κατάσταση και θες γυρνάμε πίσω... Αλλά πίστεψε με μαζί μου είσαι πιο ασφαλής..." της είπε κι εκείνη γέλασε και άφησε ένα δάκρυ να πέσει χωρίς να του το δείξει...

"Αν ο κόσμος ήταν γκρίζος... πιο χρώμα θα διαλέγεις για να τον χρωματισεις;" τον ρώτησε κι εκείνος έκανε στο πλάι τα μαλλιά της,έσκυψε προς το μέρος της και άφησε ένα φιλί στον ώμο της ...

"Κανένα... το γκρι είναι ένα χρώμα που το πλαθεις όπως εσύ θέλεις... που του δίνεις εσύ την ζωή που επιθυμείς... και ..." Σταμάτησε, έπιασε το πηγούνι της και γύρισε το πρόσωπο της προς το μέρος του.
"Και αν έχω εσένα, έχω κάθε χρώμα στη ζωή μου ...." βουρκωμένη και απόσυντονισμένη έβλεπε μπροστά της έναν άνθρωπο ξένο... έναν άντρα που πρώτη φορά αντικρυζε... Από την στιγμή που κάνανε έρωτα ειχε μεταλλαχθεί και αυτό της προκαλούσε φόβο... Φόβο για το παρελθόν που στειχειωνε τις ζωές τους ...

"Λοιπόν... ότι και να απασχολεί αυτό το κεφαλάκι καλό είναι να φύγει από εκεί μέσα... χαμογέλασε μου ..." πρόσταξε κι εκείνη γέλασε και άφησε τα δακρυα να πέσουν..

"Μην σε ξαναδώ να κλαις ... Δεν ξέρω γιατί κλαις και τι φταίει αλλά.... " κομπιασε. Σταμάτησε και δίχως να συνεχίσει την φίλησε απαλά.

"Πάμε καλύτερα πριν βραδιάσει..." δήλωσε και έβαλε μπρος το αυτοκίνητο.  Ήξερε πολύ καλά γιατί έκλαψε αλλά ήταν αργά... περίμενε υπομονετικά το ξέσπασμα της στο σπίτι ...

50 λεπτά αργότερα

"Δεν είναι και τίποτα σπουδαίο αλλά είναι εφοδιασμένο με τα απαραίτητα... " Της ειπε και ξεκλειδώσε την πόρτα από το μικρό ξύλινο σπιτάκι. 

Μπήκαν μέσα και άφησε το σάκο κάτω.  Η Λίλιθ ένιωσε μια γλυκειά θαλπωρή να την τυλίγει καθώς ο Λουκ άνοιγε τα πατζουρια και έμπαινε φως . Έμοιαζε ονειρεμένο... ένα σπίτι στη μέση του πουθενά, απλό μικρό και όμορφο...

"Με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου φύγαμε... " Της ειπε αλλά εκείνη στάθηκε μπροστά του ανέκφραστη.

"Κάνε μου έρωτα... " Ψέλλισε και τον άφησε να την κοιτάζει παγωμένος.

"Μην με κοιτάς έτσι... " συνέχισε και έκανε ένα ακόμα βήμα.  Η παράνοια την έιχε ήδη τυλίξει.  Το μάτι της γυάλισε και ο Λουκ γνώριζε τον λόγο.  Είχε φτάσει η ώρα... Η βόμβα που φωλιάζε μέσα της από τα ξημερώματα που είδε το φάκελο ήταν έτοιμη να εκραγεί.  Δεν θα έπεφτε όμως δίχως μάχη. Μπορεί για πάρτη της να άλλαξε αλλά θα πάλευε για να την μεταπείσει.... Για να της αποδείξει πως το παρελθόν δεν μας κάνει τους ανθρώπους που είμαστε σήμερα... μας κάνει καλύτερους, μαθαίνουμε από αυτό και αλλάζουμε... θα πάλευε για μια δεύτερη ευκαιρία....

Έπιασε την μέση της και την τράβηξε κοντά του....

"Κοίτα με στα μάτια και πες μου τι ακριβώς βλέπεις μωρό μου..." της είπε ήρεμος. 

" Βλέπω έναν δολοφόνο..." Απάντησε και τον χαστουκισε ... έκανε ένα βήμα πίσω και άρχισε να ουρλιάζει σαν μανιακη...

Αμέσως την πήρε αγκαλιά αλλά εκείνη ξέσπασε σε λυγμούς....

"Σκότωσες τον πατέρα μου και θα σκοτώνες  και μένα... κι εγώ.... Εγώ..." φώναξε και ο Λουκ την ταρακούνησε από τους ώμους και αγρίεψε.

"Εσύ τι ...? Τι που να μας πάρει και τους δύο ο διάολος! ΠΕΣ ΜΟΥ !!! ΤΙ ΝΙΏΘΕΙΣ !!! ΝΙΩΘΕΙΣ ΑΥΤΉ ΤΗ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΤΗΝ ΕΛΞΗ ΠΟΥ ΜΕ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙ; ΑΥΤΌ ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΘΑΝΑΤΟ ΠΟΥ ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΜΕ ΤΥΛΊΞΕΙ; !!!" Είπε δυνατά και συνέχισε να την ταρακουνάει... Εκείνη έσπαγε σε χιλιάδες μικρά κομμάτια...

Πήρε μια βαθειά ανάσα και ηρέμησε τον εαυτό του πριν βγει εκτός ελέγχου...

"Πες μου ... πες μου πως δεν είμαι ο μόνος τρελός που έμπλεξα μαζί σου ... πες μου πως όταν κάναμε έρωτα δεν ένιωσες να  αλλάζεις... "με το πρόσωπο της στις χούφτες του προσπαθούσε να την κάνει να μιλήσει...

"Σκότωσες τον πατέρα μου που να πάρει η οργή!!!με εκμεταλλεύτηκες για να βρεις αυτές τις γαμημενες πληροφορίες που θέλουν όλοι!!! Όχι...  δεν ένιωσα και δεν θα νιώσω ποτέ!!! Δεν αλλάζω και δεν είμαι τρελή... Γιατί πολύ απλά δεν έμπλεξα μαζί σου ... Γιατί πολύ απλά δεν άξιζε να το κάνω! Σταμάτα να με Ρωτάς... Δεν νιώθω! Σε σιχαίνομαι!!! Σε μισώ!!! Δεν είσαι τίποτα παραπάνω από ένα χυδαίο ανθρωπάκι! Πώς μπόρεσες μου λες ; πως μπόρεσα κι εγώ να κάνω έρωτα με έναν άνθρωπο σαν κι εσένα... έναν δολοφόνο γιατί αυτό είσαι!!! "
Τυφλωμένη, παραδομένη στις θύμησες του αιμόφυρτου πατέρα της ξέσπασε την οργή της πάνω του και άρχισε να τον χτυπάει με μανία στο στήθος... Η πίεση που της άσκησε έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα στο αψυχολόγητο μυαλό της ...

"Ναι! Είμαι ένας γαμημένος δολοφόνος όπως με αποκαλείς  αλλά..." Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του ... Η κίνηση που έπιασε με το μάτι του στο παράθυρο ήταν αρκετή... Ο άντρας όπλισε και ο Λουκ άρπαξε αμέσως την Λιλιθ και την έσπρωξε στο πάτωμα... Η σφαίρα τον βρήκε στην κοιλιά.  Έπεσε κάτω κι εκείνη έτρεξε κατευθείαν προς το μέρος του ενώ πυροβολισμοί άρχισαν να ακούγονται από παντού....

Πίεσε το χέρι στην κοιλιά του , εκείνη έντρομη βλέποντας τον σε αυτή τη κατάσταση σαστισε ...

Παρόν

"ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ !" Φώναξε δυνατά αλλά οι άντρες του Άντονι δεν δίσταζαν... ακόμα και πληγωμένο τον χτυπούσαν δίχως έλεος...

Οι κραυγές της γέμισαν το χώρο ενώ εκείνος εγυρε προς τα πίσω και έχασε τις αισθήσεις του....

"Αφήστε με !!!!! " τσιριξε δυνατά και άρπαξε το όπλο του άντρα που την κρατούσε.  Άρχισε να πυροβολεί ανεξέλεγκτα στο ταβάνι και πετώντας το όπλο έτρεξε κοντά του...

"Λουκ!!!Λουκ κοίτα με ... άνοιξε τα μάτια σου γαμωτο!!!!" Πρόσταξε και έκλεισε το κεφάλι του στα χέρια της αλλά εκείνος ήταν ήδη λιποθυμος...

"Γκρι ... Εσύ είσαι το γκρι της ζωής μου... " ειπε και τον φίλησε στα χείλη... Δεν υπήρχε γυρισμός... σηκώθηκε και βγήκε έξω ενώ οι άντρες δεν τόλμησαν καν να την αγγίξουν.  Το μαύρο τζιπ που την περίμενε ήταν έτοιμο.για την μεταφορά της πίσω στο σπίτι....

Ραγισμενη, εξαντλημένη και ψυχικά κουρασμένη κοίταξε γύρω της ... ξάφνου σταμάτησε. Γύρισε ,  τους είδε να τον βγάζουν έξω και να τον τοποθετούν στο δεύτερο αυτοκίνητο...

"Πλήρωσες το τίμημα... Αλλά εγώ μένω πίσω να πληρώνω το δικό μου..."

Σκούπισε τα μάτια της... Όλα γύριζαν στο μυαλό της ... σκέφτηκε τον φάκελο και όσα ανακάλυψε όταν τον άνοιξε και αμέσως ξεκίνησε να τρέχει προς το σπίτι.  Μπήκε μέσα...  έμοιαζε κενό πλέον, άσχημο και θλιβερό..  δίπλα από το μαύρο του σάκο υπήρχε μια μικρή λίμνη... μια κόκκινη λίμνη...  Έκλεισε τα μάτια στην θέα της και πήρε το σάκο...

Έβλεπε άντρες να ψαχνουν δεξια και αριστερά και ένιωθε πως βεβήλωναν τον ναό του... πως δεν είχαν δικαίωμα....

"ΌΛΟΙ ΈΞΩ ΤΏΡΑ!" Ούρλιαξε και τους κοίταξε.  Ξέροντας πως κάνεις δεν μπορεί να την πειράξει τους έβλεπε ικανοποιημένη να βγαίνουν έξω ένας ένας. Σταμάτησε μπροστά στην πόρτα αλλά δεν άντεχε να φύγει... ένιωθε την μυρωδιά του στο κορμί της να την καίει... ένιωθε... και η  συνειδητοποίηση των συναισθημάτων της ήρθε αργά....

"Δεν υπάρχει ίσως ,  δεν υπαρχει κάποτε ...  υπαρχει η πραγματικότητα και σε αυτή δεν έχουμε θέση, είμαστε δέσμιοι των πράξεων μας , ζούμε με τις συνέπειες τους και.... " έκανε μια παύση, θυμήθηκε το πρόσωπο του οταν κοιμόταν  και γέλασε ...
"Και πεθαίνουμε με αυτές..." αποκρίθηκε  και έκλεισε την πόρτα πίσω της ... 

Σας φιλώ ....

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top