Η φωτιά
Δε θέλω να ξέρω, δε θέλω να μάθω
τι είναι λάθος και τι είναι σωστό
δε θέλω να ξέρω τι τέλος θα 'χω
δεν είσαι δώ
Δε θέλω να ξέρω, δε θέλω να μάθω
ποιος φταίει και όλα αλλάξαν εδώ
δε θέλω να ξέρω, που είσαι για να 'ρθώ
να σε βρω
«Κι αν η σπίθα πέσει, δεν θα αργήσει να ανάψει η φωτιά....»
«Τι εννοείτε εξαφανίστηκε; Βρείτε την που να σας παρει ο διάολος!» Φώναξε ο Αντονι αγανακτισμένος προς τους άντρες του κι εκείνοι αποχώρησαν απο το γραφείο .Είχαν περάσει 3 ωρες, δεν μπορούσε να την εντοπίσει πουθενα. Στο πανεπιστήμιο δεν την ειχε δει κάνεις έκτος απο κάνα δυο παιδιά και στο σπιτι κανένα ίχνος της. Το κινητό απο την πρώτη του κλήση και μετά ειχε κλείσει πράγμα που ενίσχυε την ανησυχία του.
Μια λάθος κίνηση και όλα θα τιναζόντουσαν στον αέρα. Αν εκείνη έπεφτε σε λάθος χεριά όλα θα αποτελούσαν παρελθόν τόσο για τον ίδιο όσο και για τους γύρω του...
Την ίδια στιγμή σε αλλη πλευρά της πόλης.
Η Κλαρα με δάκρυα στα μάτια άρχισε να λέει στον πάτερα της όλα όσα είχαν γίνει με εκείνη και τον Λουκ. Για την παγίδα που της έστησε αλλα και την μεταξύ τους σχεση. Ο πατέρας της την κοίταζε σκεπτικός. Η αλήθεια ηταν πως δεν τον ενδιέφερε καθόλου η ερωτική ζωη της κόρης της ούτε καν με τον Λουκ. Η Κλαρα πίστευε πως αν του το έλεγε θα ωρυόταν αλλα σε αντίθεση με τα πιστεύω της εκείνος χάθηκε στο κενό. Ο Λουκ ηταν ο καλύτερος άντρας του και χρονιά κάτω απο την δούλεψη του. Του φαινόταν τόσο περίεργο να εξαφανιστεί και δεν έβγαζε τιποτα νόημα . Στην αρχή σκέφτηκε πως ισως ήθελε να μείνει μόνος αλλα η Κλαρα τον διαβεβαίωσε πως κάτι τρέχει με μια κοπέλα απο το πανεπιστήμιο που την λένε Λιλιθ Μάρτιν και ισως η εξαφάνιση του σχετίζεται με αυτο. Ακούγοντας το όνομα της σάστισε. Ηταν ο στόχος του εξάλλου.
«Μπαμπά... είναι και κάτι ακομα που δεν σου έχω πει. » Είπε σιγανά αλλα δεν της έδωσε καμιά σημασια. «Μπαμπά! » ξαναείπε πιο δυνατά και τράβηξε την προσοχή του .
«Συγνώμη κορίτσι μου. Πες μου...» είπε ήρεμος και η Κλαρα αναστέναξε.
«Όταν μου είπε να φύγουμε μου ζήτησε κάτι κι εγώ το έκανα...» την κοίταξε γεμάτος περιέργεια για πρώτη φορά κατά την διαρκεια της συζήτησης τους.
«Και τι έκανες ακριβώς;» Την ρώτησε κι εκείνη κοκκίνισε.
«Ζήτησε έναν φακελο...» Μόλις ο πατέρας της άκουσε την λέξη φακελο σαν μανιακός έβαλε τον κωδικό στο συρτάρι του γραφείου.
«Σταμάτα να ψάχνεις άδικα μπαμπά... του το έδωσα...» Εξαγριωμένος σηκώθηκε πάνω. Την χαστούκισε δυνατά κι εκείνη έπεσε στο πάτωμα.
«Καταλαβαίνεις τι έχεις κανει; Ε; για έναν γαμημένο άντρα πούλησες την ίδια σου την οικογένεια! Χάσου απο τα μάτια μου βρομοθήλυκο!» Ούρλιαξε κι εκείνη με δάκρυα στα μάτια έτρεξε έξω απο το γραφείο. Ο Τζεικομπ εκατσε στην καρεκλα , ενιωσε εναν οξυ πονο στην πλατη και η ανασα του εγινε πιο βαρια. Το παρελθον επεστρεψε στο μυαλο του και οσο και να παλευε δεν θα έφευγε ποτέ....
Οχάιο , Αμερικη. Έτος 1987
«Σου λέω όλα είναι κανονισμένα! Τι είναι αυτο που φοβάσαι τόσο πολυ;» Ρώτησε ο Αντονι και ο Τζεικομπ έπιασε το όπλο.
«Δεν φοβάμαι σου είπα γαμώτο!» Απάντησε και όπλισε.
Η μεγαλύτερη ληστεία σε ολη την Αμερικη ειχε ηδη σχεδιαστεί και θύμα της ηταν ο μεγαλοεπιχειρηματίας Αλεχάντρο Μαρτινεζ. Διασημος χρυσοχόος της εποχής ζούσε σε ενα σπιτι φρούριο. Ολη η υψηλή κοινωνία τον γνώριζε και συχνά τραβούσε πάνω του τα βλήματα της δημοσιότητας χαρίζοντας σπάνια κομμάτια σε εκλεκτές κυρίες. Το σχέδιο ηταν απλό. Θα έμπαιναν μεσα απο την οροφή του κτηρίου. Αυτοί θα έκαναν την ληστεία και ο τρίτος μαζι με τους υπολοίπους άντρες της συμμορίας τους θα απενεργοποιούσαν τον συναγερμό και θα έκλεβαν ότι πολύτιμο υπήρχε στο σπιτι. Όλα ηταν άψογα κανονισμένα αφού ο Αλεχάντρο θα έλειπε απο το σπιτι με βάση της πληροφοριες..
«Ε τότε τέλειωνε! Έχουμε ηδη παρει σήμα πως όλα είναι έτοιμα τι διαολο περιμένεις;» Φώναξε ο Αντονι και ο Τζεικομπ μπηκε μεσα απο το παράθυρο. Το δωμάτιο ηταν σκοτεινό αλλα όχι τόσο ώστε να μην βλέπουν . Ο Αντονι ομως ήθελε ακομα καλύτερη οπτική επαφή . Η κραυγή που ακούστηκε καθώς άναψε το φακό και περιπλανήθηκε στον χωρο ηταν αρκετη. Δυο πυροβολισμοί αντήχησαν και επικράτησε η απολυτή σιγή. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους πανικόβλητοι. Μόλις στα 25 τους σχεδίαζαν μαζι να κατακτήσουν τον κόσμο και να μην έχουν κανέναν μεγαλέμπορα πάνω απο το κεφάλι τους... όλα ομως πήγαν στραβά...
1 ημέρα μετά...
«Σάλο εχει προκαλέσει κυρίες και κύριοι η εν ψυχρό δολοφονία του επιχειρηματία Αλεχάντρο Μαρτινεζ. Οι κάμερες του άσπιτου απενεργοποιήθηκαν με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανένα στοιχείο. Μάρτυρες απο το προσωπικό εικάζουν πως επρόκειτο για ληστεία που πήγε στραβά...» Ο Αντονι έκλεισε την τηλεόραση και κοίταξε διπλα του τον Μαξ. Παραδίπλα ηταν καθισμένος ο Τζεικομπ αμίλητος.
«Έμενα τι με κοιτάτε έτσι οπως τα κάνατε; σκατά γίνανε όλα! » Τους απάντησε και σηκώθηκε.
«Εσυ φταις! Εσύ πυροβόλησες πρώτος!» Ούρλιαξε ο Τζεικομπ και έξαλλος έπιασε το κεφάλι του.
«Τι λες ρε μαλάκα; ενώ εσύ τι έκανες δηλαδή;» Φώναξε ο Αντονι και πήγε προς το μέρος του επιθετικά αλλα ο Μαξ σηκώθηκε. Μπηκε ανάμεσα τους και τους κοίταξε.
«Κάνεις δεν ξέρει ποιος το έκανε.. ηρεμήστε! Θα βρεθεί μια λύση... » κάθισαν και οι τρεις σκεπτικοί γύρω απο το τραπέζι που είχαν σε μια μικρή παλιά αποθήκη. Ο Μαξ ένιωθε πιεσμένος. Ηταν έτοιμος να φτιάξει τη ζωη του και δεν ήθελε για κανένα λόγο να μπλέξει. Κρατούσε μια λεπτομέρεια κρυφή για να διασφαλίσει την ασφάλεια του και απο τους δυο.
«Εγώ αποχωρώ... θα κάνω ότι κανει και ο πατέρας μου κι εσείς κάντε ότι στο διαολο θέλετε! » Τους δήλωσε και άναψε ενα τσιγάρο.
«Είσαι με τα καλα σου ρε;» Είπε ο Αντονι αλλα ο Τζεικομπ τον σταμάτησε.
«Εχει δίκιο ο Μαξ.. πρέπει να διαλυθούμε.. Αύριο κι ολας θα φυγω για Ρωσία. Ας τραβήξει ο καθένας τον δρόμο του...» Μουρμούρισε και πέταξε στο τραπέζι την ασημένια κονκάρδα που είχαν φτιάξει όταν ηταν πιτσιρίκια για τους εαυτούς τους.
Κοιτάχτηκαν για λίγο και ο Αντονι σηκώθηκε πρώτος.
«Αυτο ηταν λοιπον το όνειρο... » Είπε και έφυγε....
Παρόν
«Μπορούμε να κάνουμε μια στάση; κουράστηκα...» Είπε η Λιλιθ σιγανά . Κατέβασε τα ποδιά της απο το ταμπλό και χάιδεψε το χέρι του που άλλαζε περίτεχνα τις ταχύτητες καθώς έβγαιναν απο τον μεγάλο αυτοκινητόδρομο.
«Εντάξει, αλλα μονο για πέντε λεπτά, μετά θα έχουμε άλλες δυο ωρες μέχρι να φτάσουμε .» Της απάντησε ο Λουκ.
«Και που ακριβώς πάμε;» Τον ρώτησε κι εκείνος της χαμογέλασε περίεργα.
«Στο Ντένβερ. Πριν μπούμε στην πόλη δυτικά έχω ενα μικρο σπιτι. Θα μείνουμε εκεί μια ημέρα και μετά ο προορισμός θα αλλάξει πάλι.» Αποκρίθηκε. Και ικανοποιημένη εκατσε πάλι πισω..
«Μου ανάβεις ενα τσιγάρο;» Είπε μετά απο δυο λεπτά σιγής . Η Λιλιθ πηρε το πακέτο απο το ταμπλό και έβγαλε ενα. Το έβαλε στα χείλη της και το άναψε. Πηρε την πρώτη και πιο μεγάλη τζούρα .
«Για μενα είναι μωρό μου... »Της ψιθύρισε και ελάττωσε ταχύτητα.
«Το ξέρω αλλα γιατί κόβεις ταχύτητα;» Τον ρώτησε γεμάτη απορία και πηρε το έντονο βλεμμα του.
«Η στάση που λέγαμε... » Απάντησε μετά απο ενα λεπτό και πηρε το τσιγάρο απο τα χείλη της.
«Ναι αλλα δεν βλέπω πουθενα βενζινάδικο η κάτι τέλος πάντων έκτος απο ερημιές...» Αποκρίθηκε και κοίταξε έξω απο το παράθυρο. Ο Λουκ επέλεξε να πάει απο το συγκεκριμένο δρόμο γιατί αν και μεγάλος ηταν ο παλιός. Ελάχιστα πλεον αυτοκίνητα περνούσαν απο εκεί και δεν θα έχανε την ευκαιρία να την κανει ξανά δική του.
«Αυτο ακριβώς εννοούσα στάση...» είπε και πέταξε το τσιγάρο απο το παράθυρο , έκοψε δεξιά το τιμόνι και βγήκε στο χώμα προκαλώντας σύννεφο σκόνης.
«Λουκ... νομιζω πως δεν είναι η ώρα για...» πήγε να πει αλλα τοποθέτησε το δάχτυλο του στα χείλη της.
«Μη μιλάς... μην πεις ούτε μια λέξη. » Δήλωσε και την σήκωσε τοποθετώντας την πάνω του. Η Λιλιθ χάθηκε για μια στιγμή μεσα στα μάτια του. Πέρασε τα χεριά της γύρω απο τον λαιμό του και άρχισε να του χάιδευε τα μαλλιά.
«Μια ακομα φορά... » Της είπε κι εκείνη το ειδε σαν οιωνό. Σαν να ηξερε πως με το που πήγαιναν στο πρώτο βενζινάδικο όλα θα τέλειωναν. Πάραυτα δεν μπορούσε να βγαλει απο μεσα της την εικόνα του πάτερα της και ο πόνος της ηταν μεγάλος.
Αισθανόταν τύψεις για όσα ένιωθε, για όσα της προκαλούσε τόσο στο κορμί οσο και στην ψυχή. Αποφάσισε να εθελοτυφλήσει , να πει ψέματα στον εαυτό της και να τον νιώσει ξανά. Ηξερε πως θα ηταν και η τελευταία τους ...
«Αμάν κύριε καθηγητά... τόσο ανυπόμονος πια;» αποκρίθηκε και έβαλε τον εαυτό της σε άλλο ρολο, με άλλο άντρα και άλλες καταστάσεις. Ο Λουκ γέλασε.
«Συγνώμη δις Μάρτιν αλλα βλέπετε είναι τρομερά δύσκολο να κρατήσω τα χεριά μου απο πάνω σας...» Έπαιζαν και οι δυο ενα καλοστημένο θέατρο με τους εαυτούς τους. Ενα θέατρο που βολευε τον καθένα τους για ξεχωριστούς λόγους. Εβγαλε την μπλουζα της και χάζεψε το κορμί της.
«Νομιζω κύριε καθηγητά πως παρεκτρέπεστε, τουλάχιστον θα έχω τον απόλυτο βαθμό υποθέτω... »Του είπε και τον φίλησε απαλά..
«Δεν ξέρω αν θα σε ικανοποιήσει ο βαθμός...» Αποκρίθηκε και αφησε ενα ρούφηγμα στο λαιμό της, « Σου υπόσχομαι ομως, να σου δώσω το απόλυτο μωρό μου, ακόμα κι αν χαθώ ... » Συνέχισε και διέλυσε την ψυχή της...
Σας φιλω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top