"Ξενάγηση"

"Καλά να περάσετε, παιδιά θα μου λείψετε....."..,είπε  η Μέλανι χαιρετώντας τους.

Έκλεισε την πόρτα και παίρνοντας μία βαθιά ανάσα, ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας τη σκάλα.

Ξεκλειδώσε τη σοφίτα και μπήκε μέσα. Περίμενε να εμφανιστεί ο Τζέραλντ......μα δεν εμφανίστηκε. Ένιωσε απογοήτευση κι έκανε να φύγει όταν άκουσε τη φωνή του πίσω της.

"Ήρθες...?".

Γύρισε απότομα και τον είδε να στέκεται στην άκρη του μεγάλου καθρέφτη,έχοντας στηριχτεί με τον ώμο πάνω του.

"Σε......περίμενα...",του είπε ντροπαλά.

"Εδώ είμαι.....".

Έκατσαν στη σοφίτα και μιλούσαν για ώρες. Της είπε πως ο καθρέφτης υπήρχε εκεί πριν αγοράσει η γιαγιά της το σπίτι .
Μόνο αυτό.

"Οι φωτογραφίες...της γιαγιάς,που τραβήχτηκαν ακριβώς?".

"Δεν θυμάσαι.....σου είπα.....όμως....μπορώ και να σου δείξω....αν το θες κι εσύ".

Δεν ήξερε αν ήταν έτοιμη γι αυτό το βήμα. Να........μπει μες στον καθρέφτη, έμοιαζε τρελό μόνο σαν σκέψη.

"Μέλανι.....",το όνομα της βγήκε σαν κελάηδισμα απ'τα χείλη του, "με εμπιστεύεσαι ?".

Αν τον εμπιστευόταν......ναι...όσο κανέναν άλλο,κι ας ακουγόταν τρελό.
Κούνησε το κεφάλι της.

"Πάρε τη μηχανή σου και ...... Πάμε".

Της κράτησε το χέρι και μαζί πέρασαν σε έναν άλλο κόσμο.......το δικό του.
Απέραντο πράσινο.....μία λίμνη....ένα σπίτι.
Η μηχανή της Μέλανι δεν σταμάτησε λεπτό να δουλεύει.....όλα εδώ έμοιαζαν .....μαγικά. Ήταν μαγικά.

"Μόνος σου ζεις εδώ?",τον ρώτησε.

"Τώρα έχω εσένα.....".

Ήταν πάντα τόσο αινιγματικός που την τρόμαζε. Την τύλιγε με το μανδύα της σιγουριάς του και μετά τον τράβαγε και η σιγουριά χανόταν.

Την οδήγησε στο σπίτι του,άναψε το τζάκι και κάθισαν μαζί μπροστά σε  αυτό.

"Δεν πρέπει να πεις για  μένα τίποτα... ποτέ.....σε κανέναν".

"Δεν θα πω τίποτα σε κανέναν",λες κι αν έλεγε θα την πίστευε κανείς.

"Μέλανι αν κάποιος που δεν πρέπει μάθει για μένα τότε.........δεν θα με ξαναδείς".

Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος ." Να μην τον ξαναδεί". Τον ήξερε μόνο λίγες μέρες κι ήταν σαν να τον ήξερε μία ζωή.

"Δεν θα το μάθει κανείς...",του είπε με μεγαλύτερη σιγουριά αυτή τη φορά.

Μιλούσαν ώρες ασταμάτητα. Σαν να γνωρίζονταν χρόνια.

Κοίταξε έξω και είχε νυχτώσει.....

"Ελα.....πρέπει να γυρίσουμε",της είπε μόνο πιάνοντας τη απ' το χέρι.

Βρέθηκε πάλι στη σοφίτα και ήξερε πώς έπρεπε να του πει αντίο.

"Αύριο πάλι.....ε?",του είπε σχεδόν ικετευτικά.

"Ναι. Αύριο πάλι",της απάντησε.

Έκανε να φύγει όμως γύρισε και του έδωσε ενα σύντομο φιλί στα χείλη.
Τα μάτια του σκοτείνιασαν. Σαν αγριεμένες θάλασσες.
Έπιασε το κεφάλι της μέσα στα χέρια του,την κοίταξε για δευτερόλεπτα,μα της φάνηκε αιώνας.

"Είσαι  πολύτιμη για μένα",της είπε μονάχα και ακούμπησε τα χείλη του πάνω στα δικά της,σε ένα φιλί σαν δηλητήριο  που παρέλυσε το κορμί της.

Χάθηκε όπως πάντα μες στον καθρέφτη κι εκείνη έμεινε εκεί στη μέση της σοφίτας,με το χέρι στο φλογισμένο στόμα της και με την δική του γεύση πάνω σε αυτό.

Ήταν ... αληθινά,μοναδικά,απρόσμενα..... ερωτευμένη μαζί του.

Ήξερε πώς έπρεπε να γυρίσει πίσω. Είχε μία ζωή στο Λονδίνο που δεν μπορούσε να αφήσει έτσι εύκολα χωρίς μία λογική εξήγηση.
Της ζήτησε να μην πει για εκείνον σε κανέναν ,πως να μην το έλεγε στο Τζακ. Μα.....και τι να έλεγε στο Τζακ.

"Ελα ρε sis! Που είσαι χαμένη? Εσυ δεν έκανες βήμα χωρίς το κινητό σου. Όλα καλά?".

"Είναι σαν να βρίσκομαι σε διακοπές. Δεν θέλω να γυρίσω πίσω".

"Κοφ' την πλάκα ρε Μέλανι,γύρνα γιατί θα έρθω να σε πάρω σηκωτή.",της είπε μεταξύ σοβαρού κι αστείου.

"Κι αν......αν θέλω να μείνω εδώ για πάντα?".

"Έπεισα τη Τζώρτζια να μείνει στο Λονδίνο και θα φύγεις εσύ ρε Μελ? Τι λες τώρα? Έγινε κάτι?"

Τι να του έλεγε .....πως είχε ερωτευτεί έναν άγνωστο που ξεπήδησε απ' τον καθρέφτη της σοφίτας? Σίγουρα θα την περνούσε για τρελή.

"Οχι...απλά μου αρέσει εδώ και ...να τώρα που δεν έχω δουλειά ,είναι καλό που έχω ένα σπίτι......δικό μου,χωρίς ενοίκιο".

"Χρειάζεσαι λεφτά?",της είπε με σοβαρό υφος αυτή τη φορά προκαλώντας της γέλιο.

"Οχι.....Τζακ,δεν χρειάζομαι λεφτά. ",Αν δεν βρω γρήγορα δουλειά όμως σίγουρα θα χρειαστώ, σκέφτηκε αμέσως.

"Άλλες δύο μέρες Μελ κι αν δεν γυρίσεις θα έρθω να σε πάρω σηκωτή.

Ήταν σίγουρη πως το εννοούσε. Αν δεν γύριζε σε δύο μέρες θα ερχόταν εκείνος.
Έτσι συμφώνησε να γυρίσει...σε δύο μέρες.

Ξάπλωσε να κοιμηθεί,τα όνειρα της μπερδεμένα. Της άγχωναν, της έφερναν αναστάτωση.
Τον έβλεπε να φεύγει να χάνεται μες στον καθρέφτη κι εκείνη να φωνάζει το όνομα του. Κι όσο απομακρυνόταν γινόταν καπνός ......

Πετάχτηκε απ το κρεβάτι μούσκεμα  απ' τον ιδρώτα.
Η ανάσα της βαριά...Άνοιξε το φως να πιει λίγο νερό.
Τον είδε εκεί στην άκρη του κρεβατιού. Σαν φύλακας ......
Του έπιασε το χέρι και τον τράβηξε κοντά της. Ξάπλωσε δίπλα της και εκείνη κούρνιασε στο στήθος του.
Δεν είπαν κουβέντα.
Κι έτσι αγκαλιασμένους τους βρήκε το επόμενο πρωί.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top